Translate

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

ΙΒ΄ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ


Συνεχίζεται στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος ο κύκλος των εσπερινών ομιλιών από τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μμητροπόλεως μας π. Ιουστίνο Κωνσταντά με θέμα τις " Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων".

Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (9)

Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
 Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος ιωαννης δαμασκηνος

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9. Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό.




Το θείο είναι απλό και ασύνθετο. Ενώ αυτό που αποτελείται από πολλά και διάφορα στοιχεία είναι σύνθετο. Εάν όμως θεωρήσουμε το άκτιστο, το άναρχο, το ασώματο, το αθάνατο, το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό και τα παρόμοια ως ουσιαστικές διαφορές για το Θεό, εφόσον αποτελείται από τόσα πολλά στοιχεία, δεν θα είναι απλός αλλά σύνθετος, πράγμα που συνιστά τη μεγαλύτερη ασέβεια. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε ότι καθετί που λέγεται για το Θεό δεν δηλώνει τί είναι κατ’ ουσία ο Θεός, αλλά ή δείχνει τί δεν είναι, ή δηλώνει κάποια σχέση με κάτι αντίθετο, ή φανερώνει κάτι παρεπόμενο της φύσεως, ή δείχνει κάποια ενέργεια.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυριότερο απ’ όλα τα λεγόμενα ονόματα για το Θεό είναι το όνομα «ο Ων», όπως το λέει ο ίδιος τη στιγμή που αποκρίνεται στο Μωϋσή πάνω στο βουνό: «Είπα στα παιδιά του Ισραήλ· μ’ έστειλε ο Ων». Διότι περιέκλεισε στον εαυτό του να έχει όλη την ύπαρξη, σαν κάποιο άπειρο και απεριόριστο πέλαγος υπάρξεως. Και όπως λέει ο άγιος Διονύσιος, το όνομα «αγαθός». Διότι δεν επιτρέπεται να πούμε για το Θεό ότι πρώτα υπάρχει και έπειτα είναι αγαθός. Δεύτερο όνομα είναι το «Θεός», το οποίο προέρχεται ή από τη λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τα σύμπαντα, ή από τη λέξη «αίθειν», που σημαίει καίει –«διότι ο Θεός είναι φωτιά που όλα τα καίει», και μαζί κάθε κακία–, ή προέρχεται από τη φράση «βλέπει τα πάντα»· διότι είναι αλάθητος και όλα τα εποπτεύει.

Διότι τα είδε «όλα προτού να γίνουν», αφού τα είχε προαιώνια στο νου του· και το καθετί δημιουργήθηκε στον καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της θελήσεώς του, το οποίο περιλαμβάνει τον προορισμό, την εικόνα και το παράδειγμα. Το πρώτο, λοιπόν, όνομα εκφράζει την ίδια την ύπαρξη και τη φύση της, ενώ το δεύτερο εκφράζει την ενέργεια. Τα ονόματα πάλι άναρχο, άφθαρτο και αγένητο, δηλαδή αδημιούργητο, ασώματο, αόρατο και τα παρόμοια, δηλώνουν τί δεν είναι· δηλαδή, ότι η ύπαρξή του δεν έχει αρχή, δεν φθείρεται, δεν έχει δημιουργηθεί, δεν είναι σώμα και δεν είναι ορατή. Τα ονόματα πάλι αγαθός, δίκαιος, όσιος και τα όμοια έχουν σχέση με τη φύση (ουσία), αλλά δεν δηλώνουν την ίδια την ουσία.

Τα ονόματα Κύριος, βασιλεύς και τα όμοια δείχνουν τη σχέση μ’ αυτά που αντιδιαστέλλονται· διότι ονομάζεται Κύριος αυτών που τους κυριεύει, βασιλεύς αυτών που κυβερνά, δημιουργός αυτών που δημιουργεί και ποιμένας αυτών που ποιμαίνει.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9. Περὶ τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων.


Τὸ θεῖον ἁπλοῦν ἐστι καὶ ἀσύνθετον. Τὸ δὲ ἐκ πολλῶν καὶ διαφόρων συγκείμενον σύνθετόν ἐστιν. Εἰ οὖν τὸ ἄκτιστον καὶ ἄναρχον καὶ ἀσώματον καὶ ἀθάνατον καὶ αἰώνιον καὶ ἀγαθὸν καὶ δημιουργικὸν καὶ τὰ τοιαῦτα οὐσιώδεις διαφορὰς εἴπομεν ἐπὶ Θεοῦ ἐκ τοσούτων συγκείμενον, οὐχ ἁπλοῦν ἔσται, ἀλλὰ σύνθετον, ὅπερ ἐσχάτης ἀσεβείας ἐστίν. Χρὴ τοίνυν ἕκαστον τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων οὐ τί κατ᾿ οὐσίαν ἐστί σημαίνειν οἴεσθαι, ἀλλ᾿ ἤ, τί οὐκ ἔστι, δηλοῦν ἢ σχέσιν τινὰ πρός τι τῶν ἀντιδιαστελλομένων ἤ τι τῶν παρεπομένων τῇ φύσει ἢ ἐνέργειαν.

Δοκεῖ μὲν οὖν κυριώτερον πάντων τῶν ἐπὶ Θεοῦ λεγομένων ὀνομάτων εἶναι ὁ Ων, καθὼς αὐτὸς χρηματίζων τῷ Μωσεῖ ἐπὶ τοῦ ὄρους φησίν· «Εἶπον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με». Ὅλον γὰρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν ἔχει τὸ εἶναι οἷόν τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καὶ ἀόριστον. Ὡς δέ ὁ ἅγιος Διονύσιος φησίν, ὁ ἀγαθός. Οὐ γάρ ἔστιν ἐπί Θεοῦ εἰπεῖν, πρῶτον τό εἶναι, καί τότε τό ἀγαθόν. Δεύτερον δὲ τὸ Θεὸς ὄνομα, ὃ λέγεται ἢ ἐκ τοῦ θέειν καὶ περιέπειν τὰ σύμπαντα ἢ ἐκ τοῦ αἴθειν ὅ ἐστι καίειν –«ὁ γὰρ Θεὸς πῦρ καταναλίσκον» πᾶσαν κακίαν ἐστίν– ἢ ἀπὸ τοῦ θεᾶσθαι τὰ πάντα· ἀλάθητος γάρ ἐστι καὶ πάντων ἐπόπτης. Ἐθεάσατο γὰρ «τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν» ἀχρόνως ἐννοήσας καὶ ἕκαστον κατὰ τὴν θελητικὴν αὐτοῦ ἄχρονον ἔννοιαν, ἥτις ἐστὶ προορισμὸς καὶ εἰκὼν καὶ παράδειγμα, ἐν τῷ προορισθέντι, καιρῷ γίνεται.

Τὸ μὲν οὖν πρότερον αὐτοῦ τοῦ εἶναι παραστατικόν ἐστι καὶ τοῦ τί εἶναι, τὸ δὲ δεύτερον ἐνεργείας· τὸ δὲ ἄναρχον καὶ ἄφθαρτον καὶ ἀγένητον, ἤτοι ἄκτιστον καὶ ἀσώματον καὶ ἀόρατον καὶ τὰ τοιαῦτα, τί οὐκ ἔστι, δηλοῖ, τουτέστιν ὅτι οὐκ ἤρξατο τοῦ εἶναι, οὐδὲ φθείρεται, οὐδὲ ἔκτισται, οὐδέ ἐστι σῶμα, οὐδὲ ὁρᾶται. Τὸ δὲ ἀγαθὸν καὶ δίκαιον καὶ ὅσιον καὶ τὰ τοιαῦτα παρέπονται τῇ φύσει, οὐκ αὐτὴν δὲ τὴν οὐσίαν δηλοῖ. Τὸ δὲ Κύριος βασιλεύς τε καὶ τὰ τοιαῦτα σχέσιν πρὸς τὰ ἀντιδιαστελλόμενα δηλοῖ· τῶν γὰρ κυριευομένων λέγεται Κύριος καὶ τῶν βασιλευομένων βασιλεύς, τῶν δημιουργουμένων δημιουργὸς καὶ τῶν ποιμαινομένων ποιμήν.

Ο Μητροπολίτης Αικατερινουπόλεως και Βερχοτούργιε κ. Κύριλλος στην Κέρκυρα



Το πρωί της Κυριακής 28 Φεβρουαρίου 2016 τελέστηκε στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος Αρχιερατικό Συλλείτουργο, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αικατερινουπόλεως και Β ερχοτούργιε κ. Κυρίλλου και συλλειτουργούντος του επιχώριου Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου.
Το θείο λόγο κήρυξε ο Μητροπολίτης Κερκύρας, ο οποίος ανέφερε ότι, καθώς βαδίζουμε στη δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου, η Αγία μας Εκκλησία μας προετοιμάζει, έτσι ώστε όλοι μας να αγωνιστούμε πνευματικά, καθαρίζοντας τους εαυτούς μας, από όλα τα πάθη τα οποία έρχονται, είτε εμείς τα επιτρέπουμε, είτε ο πειρασμός. Καθαρισμένοι λοιπόν από τα πάθη μας να βιώσουμε την Ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου μας. Ο κάθε βαπτισμένος Χριστιανός μετέχοντας στη ζωή της Εκκλησίας μας, ζει καθημερινά την Ανάσταση, καθώς ο Ιησούς Χριστός απευθύνει κάλεσμα στον πεπτωκότα άνθρωπο στη ζωή της αιωνιότητας.
Εν συνεχεία ο κ. Νεκτάριος υπογράμμισε πως στη σημερινή Κυριακή του Ασώτου υιού, ο οποίος επέστρεψε στον πατέρα του εν μετανοία, έρχεται ο Απόστολος Παύλος και διδάσκει τους Κορίνθιους, που βρίσκονταν τότε σε μια κατάσταση σύγχυσης, ειδωλολατρίας και πορνείας. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την εν Χριστώ ζωή, η οποία ισοδυναμεί με υπέρβαση του εγωϊσμού και της αμαρτίας. Τους λέει συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος να αποφεύγουν την πορνεία, που αλλωτριώνει τον άνθρωπο από τη ζωή και την πορεία του προς το Θεό. Αυτό το συγκεκριμένο αμάρτημα συνδέει τον άνθρωπο με το Σώμα του Χριστού. Εάν όλοι μας αποτελούμε το Σώμα του Χριστού, μέσω των Μυστηρίων της Πίστεώς μας και αν πραγματικά εμπίπτουμε σ’αυτήν την αμαρτία, τότε προσκολλάμε το Σώμα του Χριστού στο σώμα της πόρνης γυναικός. Εν κατακλείδι ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πως ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός μας εξαγόρασε από τη δουλεία της αμαρτίας, με την τιμή του Αίματός Του. Αυτή είναι και η μεγάλη θυσία που έκανε ο Θεός για όλους μας.
Σήμερα, συνέχισε ο Σεβασμιώτατος, οι άνθρωποι λένε πως δεν ζουν την πραγματική ελευθερία και γι’αυτό χρησιμοποιούν την κάθε αμαρτία. Το ανθρώπινο πρόσωπο όμως ευτελίζεται και δεν έχει καμμιά αξία. Η πραγματική ελευθερία είναι η αποδέσμευση από τον εγωϊσμό και την σκληροκαρδία. Αυτήν ακριβώς τη σκληροκαρδία είχε και ο έταιρος υιός της παραβολής, που διαμαρτυρήθηκε στον πατέρα του, γιατί επεφύλαξε τέτοια μεγάλη υποδοχή στον άσωτο υιό του.
Κλέινοντας ο κ. Νεκτάριος τόνισε ότι ο Χριστός ζητά από εμάς πρώτον, να υπερβούμε το εγώ μας. Ο εγωϊσμός αποτελεί το μέγιστο κακό που βρίσκεται εντός του ανθρώπου και διαλύει κοινωνίες και οικογένειες. Υπερβαίνοντάς τον ο άνθρωπος ζει την όντως Αλήθεια που είναι ο ίδιος ο Κύριός μας. Δεύτερον ο Χριστός μας ζητά να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Παρών στη ζωή μας είναι ο Θεός, που μας εξαγόρασε με το Αίμα του από την αμαρτία. Η πίστη σε Εκείνον είναι η δύναμή μας. Και τρίτον, να δοξάζουμε το Θεό και με το σώμα μας και με το πνεύμα μας. Η στάση μας λοιπόν έναντι του Τριαδικού μας Θεού, πρέπει να είναι δοξολογητική και ό,τι και να κάνουμε να Τον δοξάζουμε. Όταν κατανοήσουμε αυτή τη δοξολογία προς το Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου, τότε η χαρά μας θα είναι πεπληρωμένη εν ταις καρδίαις ημών, γνωρίζοντας πλέον το σκοπό για τον οποίο ζούμε.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο κ. Νεκτάριος απένειμε στο Μητροπολίτη Αικατερινουπόλεως και Βερχοτούργιε κ. Κύριλλο τον Χρυσούν Σταυρό του Αγίου Σπυρίδωνος, που αποτελεί την ύψιστη τιμή της Ι.Μ. Κερκύρας. Και οι δύο Ιεράρχες υπογράμμισαν τις αδελφικές σχέσεις εν Χριστώ Ιησού, που συνδέουν τους δύο Ορθόδοξους λαούς, όπως επίσης και την κοινή μαρτυρία πίστεως, Ελλήνων και Ρώσων.


















1915: Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ




Διαβάσαμε σχεδόν απνευστί την ιστορική ερμηνεία του Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου, επισκέπτη καθηγητή τόσο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όσο και σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια, στο βιβλίο του «1915: Ο εθνικός διχασμός» (εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 20163). Αναφέρεται στον διχασμό μεταξύ Βενιζελικών και Κωνσταντινικών που ακύρωσε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών και οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Ανεξαρτήτως από το αν συμφωνεί κανείς ή όχι με κάποιες από τις ερμηνευτικές πτυχές που δίνει ο συγγραφέας, μένει ενεός μπροστά στο μέγεθος του παραλογισμού το οποίο χαρακτήρισε εκείνη την εποχή. Μια αδελφοκτόνος σύγκρουση, από την οποία διεφάνη μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του έθνους μας: τα προσωπικά πάθη, συνέπεια της αρχομανίας, που δεν επιτρέπουν την αναγνώριση της αξίας του άλλου και οδηγούν σε εθνικές καταστροφές.
Απόλυτο κακό δεν υπάρχει σε μία από τις δύο πλευρές. Δικαιολογίες για την συμπεριφορά είτε της μίας είτε της άλλης μπορεί κανείς να βρει, αναλόγως προς την ιδεολογική του προτίμηση. Τα γεγονότα όμως προκαλούν λύπη και απογοήτευση. Διώξεις της μίας παράταξης εις βάρος της άλλης, ισοπεδωτικοί χαρακτηρισμοί, ύβρεις, συκοφαντίες, διαστρέβλωση της αλήθειας, αξιοποίηση όλων των τεχνικών καθοδήγησης της κοινής γνώμης, τρομοκρατία. Την ίδια στιγμή ένα μίσος, κανονικά αδιανόητο να υφίσταται σε μορφωμένους και ευφυείς ανθρώπους, θεωρητικά έτοιμους να διαλεχθούν με τον άλλο και να συνυπάρξουν. Οι υποστηρικτές, αντί να αξιοποιήσουν τα προσόντα τους για το καλό της πατρίδας, θεώρησαν ότι η χαρισματικότητα των ηγετών ήταν η ευκαιρία για να ασκήσουν οι ίδιοι το μερίδιο της εξουσίας που επιθυμούσαν, που φιλοδοξούσαν, που θεωρούσαν ότι τους ταίριαζε. Προϋπόθεση η εξόντωση των αντιπάλων τους. Και όχι μόνο. Από τη μία η Παλαιά Ελλάδα, αυτή του ανεξάρτητου από το 1830-1881 κράτους (Πελοπόννησος, Στερεά μέχρι τον ποταμό Άραχθο στην Άρτα, Επτάνησα, Θεσσαλία, Κυκλάδες), και από την άλλη οι Νέες Χώρες (Μακεδονία, υπόλοιπη Ήπειρος, Θράκη, νησιά Αιγαίου, Κρήτη) και η περιοχή της Σμύρνης. Από τη μία η κρατικοδίαιτη αστική τάξη, συσστρατευμένη με τον βασιλιά, και από την άλλη οι έμποροι, οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες να ακολουθεί τον Βενιζέλο. Στη μέση, οι αγρότες και οι εργάτες. Η Παλαιά Ελλάδα του βασιλιά να υποστηρίζεται από τους Τούρκους, τους Εβραίους, τους Σλάβους της Μακεδονίας και της Θράκης (δεν είχε γίνει ακόμη η ανταλλαγή των πληθυσμών) και να είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τη Μακεδονία, για την οποία τόσο ελληνικό αίμα είχε χυθεί στον Μακεδονικό Αγώνα, στα χέρια των Βουλγάρων, μόνο και μόνο για να μην επικρατήσει ο Βενιζέλος με τη βοήθεια της Αντάντ. Και από την άλλη ο βενιζελικός εκσυγχρονισμός, με πατριωτικές θέσεις και ευαισθησίες, που να μην επιμένει ωστόσο στην ανάγκη για ενότητα και πειθώ, αλλά να ασκεί με τη σειρά του τρομοκρατία στους αντιπάλους του, να οραματίζεται το ανέφικτο και να βρίσκει τη ευκαιρία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών δολοφονώντας τους αντιπάλους «με τη δίκη των έξι».
Ο συγγραφέας τοποθετείται υπέρ του βενιζελισμού. Δεν φαίνεται άτοπη η θέση του. Δεν διστάζει, όμως, να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα. Και την ίδια στιγμή αφήνει να διαφανεί όλη η παθολογία του εμφυλίου πολέμου, την οποία είχε καταγράψει ο μεγάλος Θουκυδίδης, γράφοντας την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου στο Τρίτο βιβλίo των Ιστοριών του.
« Έγιναν λοιπόν εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις και όπου καθυστέρησαν να εκραγούν, εκεί, νομίζω, λόγω της πείρας που είχαν αποκτήσει από προηγούμενους εμφυλίους, έγιναν πολύ πιο εφευρετικοί οι άνθρωποι και τελειοποίησαν τους τρόπους επίθεσης κατά των αντιπάλων και τις επιβαλλόμενες παράδοξες τιμωρίες. Άλλαξαν τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων και τους έδωσαν όχι την πραγματική, αλλά αυτή που τους συνέφερε. Η ασυλλόγιστη τόλμη π.χ. θεωρήθηκε ανδρεία υπέρ των ομοϊδεατών, ενώ η προνοητική διστακτικότητα θεωρήθηκε αξιοπρεπής δειλία. Η φρονιμάδα θεωρήθηκε πρόσχημα ανανδρίας και η σύνεση αδράνεια. Η έξαλλη ορμητικότητα προστέθηκε στα προσόντα του πραγματικού άνδρα, ενώ η επανεξέταση μιας απόφασης για την ασφαλέστερη επιτυχία της θεωρήθηκε εύσχημη πρόφαση υπεκφυγής.
Όποιος φαινόταν σκληρός κατά των εχθρών του ήταν άξιος εμπιστοσύνης, ενώ όποιος πρόβαλλε αντιρρήσεις, εθεωρείτο ύποπτος. Όποιος μηχανευόταν μια επιβουλή και την πετύχαινε, περνούσε για έξυπνος και όποιος την προέβλεπε και τη ματαίωνε, ακόμη εξυπνότερος. Αλλά όποιος έπαιρνε τις προφυλάξεις του, ώστε να μη χρειαστεί ούτε να επιβουλευτεί κάποιον ούτε να ματαιώσει την επιβουλή κάποιου άλλου εναντίον του, αυτός εθεωρείτο διαλυτικό στοιχείο και τρομοκρατημένος από τους εχθρούς του. Και γενικά εθεωρείτο αξιέπαινος όποιος προλάβαινε τον άλλο που επρόκειτο να του κάνει κακό και όποιος παρακινούσε τον άλλο να κάνει ένα κακό που δεν είχε στο μυαλό του να το κάνει.
Αιτία όλων αυτών ήταν η εξουσία που την ήθελαν λόγω της πλεονεξίας και της φιλοδοξίας τους (...) Οι αρχηγοί των πολιτικών παρατάξεων στις διάφορες πόλεις πρόβαλλαν ο καθένας ως πρόσχημα τις ωραίες ιδέες που ήθελαν να πραγματοποιήσουν. Οι αρχηγοί των δημοκρατικών πρόβαλλαν την ισονομία και την πολιτική ελευθερία του λαού, οι αρχηγοί των ολιγαρχικών τη συνετή διακυβέρνηση των αρίστων. Έτσι μόνο με λόγια φρόντιζαν τα κοινά, στην πραγματικότητα όμως θεωρούσαν τα κοινά ως βραβείο του νικητή. Γι’ αυτό αγωνιζόμενοι με κάθε τρόπο να επικρατήσει ο ένας εις βάρος του άλλου, έφτασαν στο σημείο να κάνουν φοβερότατα εγκλήματα και αντεκδικήσεις ακόμα πιο μεγάλες (...) Ώστε κανείς τους δεν πίστευε στην ευσέβεια, όσοι όμως τυχόν αναδεικνύονταν νικητές, εθεωρούντο αξιέπαινοι εν ονόματι των μεγάλων ιδανικών που επιδίωκαν. Οι μετριοπαθείς πολίτες που δεν ανήκαν σε καμία πολιτική παράταξη εξολοθρεύονταν και από τις δύο, είτε γιατί δεν βοηθούσαν είτε γιατί τους φθονούσαν, επειδή ζούσαν ήσυχα μακριά από τους κινδύνους.
Έτσι, λόγω των εμφυλίων πολέμων σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο επικράτησε κάθε είδος κακοτροπίας και οι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα εξευτελίστηκαν και εξαφανίστηκαν, ενώ –αντίθετα– μεγάλη διάδοση είχαν η διαρκής αντίθεση γνωμών και η αμοιβαία δυσπιστία. Διότι ούτε ο λόγος που δινόταν ετηρείτο, ώστε να έρθει η συμφιλίωση, ούτε όρκος που να προκαλεί φόβο, αν τον παραβίαζαν, αλλά όλοι, έχοντας υπόψη τους ότι δε θα κρατούσαν οι όρκοι και οι συμφωνίες και δεν είχαν καμία ελπίδα να στηριχτούν σ’ αυτούς, προσπαθούσαν, αντί να τους εμπιστεύονται, να παίρνουν προφυλάξεις για να μην πάθουν κανένα κακό.
Και κυρίως επικρατούσαν οι αμόρφωτοι. Γιατί, έχοντας επίγνωση της κατωτερότητάς τους και της υπεροχής των αντιπάλων τους, φοβούνταν μήπως νικηθούν στις συζητήσεις και μήπως πέσουν θύματα επιβουλής από αυτούς λόγω της μεγάλης τους πονηρίας και γι’ αυτό με μεγάλη τόλμη προχωρούσαν στην εκτέλεση των σχεδίων τους. Οι μορφωμένοι, επειδή τους περιφρονούσαν κι επειδή νόμιζαν ότι θα αντιληφθούν κάθε τους σχέδιο και ότι δεν ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήσουν βία για να πάρουν κάτι που μπορούσαν να το πάρουν με την οξυδέρκειά τους, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και έτσι εξολοθρεύονταν.
Και αναρωτιέται ο καθένας εύλογα: «Γιατί;»
Την ώρα που απαιτείται η συσστράτευση όσων ισχυρών προσωπικοτήτων υπάρχουν στον Ελληνισμό, εμείς βγάζουμε τον χειρότερο εαυτό μας. Οι χαρισματικοί, εξαρτημένοι από τους ισχυρούς της γης, βρίσκουν την ευκαιρία μέσω ενός Πολέμου να συγκρουστούν για το ποιος θα κατέχει την εξουσία. Την ώρα που ο Ελληνισμός έχει φτάσει στην υλοποίηση της Μεγάλης Ελλάδας η μικρόνοια και η εμπάθεια των ηγετών του, αλλά και η αδιαφορία του λαού για την αλήθεια, φέρνουν στην εξουσία τη χειρότερη δυνατή κυβέρνηση. Αυτή που το μόνο σχέδιό της ήταν να νικήσει τους αντιπάλους της, που δεν ήξερε να αντιμετωπίσει τις επιβουλές των ξένων, να διασώσει τον Ελληνισμό της Μικρασίας, που εξελέγη με το σύνθημα «η μικρά πλην έντιμος Ελλάς», «η ανεξάρτητη από τις ξενικές πολιτικές», «αυτή που δεν χρειάζεται κανέναν αλλά θα κάνει τους ξένους να μας στηρίξουν διότι η θέση μας είναι στρατηγικής σημασίας», που ακολούθησε την πολιτική Βενιζέλου στην οποία δεν πίστευε (!) και για την ανατροπή της οποίας υφάρπαξε την ψήφο του λαού, που προχώρησε σε μακρές και ατελέσφορες διαπραγματεύσεις με τους ξένους, αφήνοντας όλη την πρωτοβουλία στον Κεμάλ και τους Τούρκους, που μόνη έγνοια της ήταν να κρατηθεί με κάθε τρόπο στην εξουσία, ακόμα και αδιαφορώντας για τη σφαγή των Ελλήνων της Μικρασίας από τους Τούρκους, αρκεί να μην έρθουν στον ελλαδικό χώρο.
Λαός παραδομένος στα πάθη των ηγετών του. Λαός με μοναδική έγνοια του το παρόν, το μικροσυμφέρον του, αδιάφορος για τον πατριωτισμό, και από την άλλη λαός που ταυτίστηκε με τους χαρισματικούς ηγέτες του, τον Βενιζέλο και τον Βασιλιά, χωρίς να βάλει την Ελλάδα πιο πάνω από τα πρόσωπα. Λαός έτοιμος να αυτο-αθωωθεί, ότι δεν ήξερε, δεν κατάλαβε, έγινε αντικείμενο εμπαιγμού. Λαός, όμως, έτοιμος να επαναλάβει τα ίδια λάθη. Και τα επαναλαμβάνει, με ηγέτες-καρικατούρες των χαρισματικών του 1915, αλλά με μεθόδους ανάλογες. Και η προσφυγιά επαναλαμβάνεται. Μόνο που οι πρόσφυγες αυτή τη φορά δεν είναι συντοπίτες μας, αλλά εγκλωβίζονται στον τόπο μας διότι είδαμε το ιδεολογικό δέντρο και όχι το πολιτικό δάσος.
Μία από τις τραγικότητες του διχασμού του 1915 ήταν ότι και η Εκκλησία συμπορεύτηκε άκριτα με την κρατική εξουσία. Αφόρισε τον Βενιζέλο, για να ικανοποιήσει τη βασιλική εξουσία. Όταν ο Βενιζέλος επανήλθε, μετά την επικράτηση της προσωρινής κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, άλλαξε τον Αρχιεπίσκοπο που τον αφόρισε. Και όταν οι αντιβενιζελικοί ανακατέλαβαν την εξουσία, άλλαξαν τον φιλο-βενιζελικό Αρχιεπίσκοπο και αυτό συνεχίστηκε και μετά το 1922. Εναγκαλισμός Κράτους και Εκκλησίας. Εκκλησιαστικοί ηγέτες άτολμοι και ανίκανοι να διακρίνουν την αποστολή τους, που ήταν και είναι η ενότητα και όχι η ταύτιση με τους μεν ή τους δε. Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Και κάπου- κάπου συνεχίζεται, όχι σε επίσημο επίπεδο, αλλά από μεμονωμένους επισκόπους, ιερείς και μοναχούς, μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο του Γιώργου Μαυρογορδάτου «1915: ο εθνικός διχασμός» είναι ένα λίαν διδακτικό. Μας διδάσκει εθνική αυτογνωσία. Κυρίως όμως μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι στις δύσκολες στιγμές για την πατρίδα μόνο η ενότητα σώζει. Όχι τα πάθη και ο διχασμός. Αλλά η ενότητα προϋποθέτει ηγεσία με πνευματικότητα. Με διάθεση να διακονήσει τον λαό. Όχι να του υφαρπάξει την ψήφο, ούτε να τον οδηγήσει σε πνευματικό και πολιτικό εξανδραποδισμό, συνέπεια του οποίου είναι ο οικονομικός. Δεν είναι λύση «η μικρά πλην έντιμος Ελλάς», αλλά η πατρίδα που κερδίζει την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό των Μεγάλων όχι γι’ αυτό που ήταν, αλλά γι’ αυτό που μπορεί να γίνει. Με την αξιοποίηση των υγιών δυνάμεών της. Όσων μπορούν να στηριχτούν στην ευρεία μόρφωση. Στα χαρίσματά τους. Στη δημιουργικότητά τους, σε όποιον χώρο και με ό,τι κι αν καταγίνονται. Και κυρίως, στην καλλιέργεια του ταπεινού εκείνου πνεύματος που επιτρέπει να βλέπουμε τα χαρίσματα των άλλων. Και να τους εκτιμούμε. Να τους ακολουθούμε όταν βλέπουμε ότι στοχεύουν στην αληθινή πρόοδο.
Αυτό δε φαίνεται εφικτό σήμερα. Η διχόνοια, η εξουσιομανία, η βεβαιότητα ότι «μόνο εγώ» μάς οδηγούν καθημερινά όλο και πιο βαθιά στο τέλμα. Κυρίως όμως η ριζωμένη πεποίθηση σε πολλούς ότι δεν μπορεί, οι «εκλεκτοί» μας, σε όποια πλευρά κι αν βρίσκονται, θα τα καταφέρουν. Όχι γιατί είναι όντως εκλεκτοί, αλλά διότι ντρεπόμαστε να παραδεχθούμε ότι εμείς τους καταστήσαμε «εκλεκτούς», γιατί είναι εικόνα μας.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ΗΓΟΡΑΣΘΗΤΕ ΓΑΡ ΤΙΜΗΣ



Διαμαρτυρόμαστε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Ότι αποφασίζουν για μας πριν από εμάς. Ότι η ζωή μας είναι δεσμευμένη από τις μέριμνες, τις υποχρεώσεις, τις μικρότερες ή μεγαλύτερες αγωνίες. Η μέγιστη υποδούλωση όλων μας είναι στον θάνατο. Αυτός είναι ο βέβαιος δυνάστης, ο οποίος θα μας καταπιεί, όταν έρθει η ώρα. Είμαστε όμως ακόμη δεσμευμένοι και στα μικρότερα ή μεγαλύτερα πάθη μας. Στις επιθυμίες και τις εξαρτήσεις μας. Στην παγίδα της απουσίας αληθινής πνευματικότητας, με την οποία ο πολιτισμός μάς περιβάλλει, ώστε να μην μπορούμε να αφυπνιστούμε. Τελικά, η παγίδευσή μας, η αιχμαλωσία μας στην οικονομία και την ψευτοπαρηγοριά της φιληδονίας ή της εικονικής πραγματικότητας κρύβει την ήττα μας από αυτόν τον τρόπο που ονομάζεται εκκοσμίκευση, παρόν, «εδώ και τώρα».
Αναρωτιόμαστε: η Εκκλησία άραγε κηρύσσει την απελευθέρωση από το σήμερα; Κηρύσσει την ανεξαρτησία από τις ανθρώπινες ανάγκες; Πόσο ρεαλιστικός είναι αυτός ο δρόμος, αν ισχύει;
Η απάντηση δίνεται από την πνευματική μας παράδοση. Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, λέει: «Ουκ εστέ εαυτών . ηγοράσθητε γαρ τιμής . δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστί του Θεού» (Α’ Κορ. 6, 19- 20). «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας. Σας αγόρασε ο Θεός πληρώνοντας το τίμημα. Τον Θεό λοιπόν να δοξάζετε με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, που ανήκουν σ’ Εκείνον». Ο Παύλος δεν υπονοεί ότι οι άνθρωποι είμαστε δούλοι, απλώς με διαφορετικό κύριο. Ξεκαθαρίζει ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό μας. Δεν είμαστε δούλοι των παθών, των επιθυμιών, του κόσμου, του πολιτισμού τόσο εκείνης της εποχής όσο και κάθε εποχής. Δεν είμαστε δούλοι στο παρόν. Μας εξαγόρασε ο Θεός καταβάλλοντας το τίμημα. Κι αυτό έχει να κάνει με την θυσία του Υιού Του επάνω στον σταυρό, αφού ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας και έγινε όμοιος με μας κατά πάντα, πλην της αμαρτίας. Ο Χριστός έδειξε τον δρόμο και τον τρόπο για να ελευθερωθούμε. Είναι η δοξολογία του Θεού και η αγάπη. Είναι η επανεύρεση της θέασης του Θεού ως Πατέρα με το σώμα και το πνεύμα μας, τα οποία είναι δικά Του, είναι δηλαδή εικόνες Του. Και πλήρωσε με τον δικό Του θάνατο την ευκαιρία να ζήσουμε ελεύθεροι και από τον θάνατο, δηλαδή την δωρεά της ανάστασης και της αθανασίας. Γιατί μόνο «θανάτω» ο θάνατος πατιέται.
Ο άνθρωπος ζει στο παρόν. Στο σήμερα. Δεν μπορεί να το υπερβεί ως ύπαρξη. Μπορεί όμως να του δώσει καινούργιο νόημα. Φαινομενικά, εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά καλείται να ακολουθήσει τις επιταγές του παρόντος. Αν όμως πιστεύουμε ότι ανήκουμε στον Θεό, όχι ως δούλοι ή ως υπηρέτες, αλλά ως παιδιά Του, τότε ζούμε την αληθινή ελευθερία. Πρώτα, νικώντας τον εγωισμό μας. Το αίσθημα ότι όλα μας ανήκουν, ο εαυτός μας, η ζωή, τα αγαθά μας, το δικαίωμα να φύγουμε από τον Θεό, το να ζούμε ασώτως. Είναι η παγίδευση μας σε μία ψεύτικη μορφή ελευθερίας, αληθινά δαιμονική. Αυτός που πιστεύει ότι ανήκει στον εαυτό του, είναι σκλάβος του εγώ, των αναγκών, του παρόντος. Αυτός που ανήκει στον Θεό ως υιός, χωρίς να αδιαφορεί για ό,τι χρειάζεται, αισθάνεται ότι έχοντας τον Θεό τίποτε δεν θα του λείψει, διότι πάντα του Θεού είναι και δικά του, αφού ο Πατέρας προσφέρει στο παιδί ό,τι έχει. Στη συνέχεια, με την επίγνωση ότι ο Θεός δεν είναι μία απρόσωπη δύναμη, αλλά έγινε άνθρωπος και στο Πρόσωπο του Χριστού μας λυτρώνει, μας απελευθερώνει, μας ενισχύει, μας δίνει νόημα σε κάθε δοκιμασία της ζωής μας, σε κάθε ήττα μας, σε κάθε έλλειψή μας. Ότι είναι παρών στα μυστήρια και τη ζωή της Εκκλησίας. Στην αγάπη που μπορούμε να δώσουμε, με κάθε τρόπο. Στην προσευχή και την επίκληση του ονόματός Του. Ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνουμε πάντοτε να είμαστε αυτό που θέλει, Εκείνος δεν παύει να μας βλέπει ως παιδιά Του, ως φίλους και οικείους. Κι έτσι, ακόμη κι αν το παρόν φαντάζει παντοδύναμο, έχουμε ελπίδα, σε όλα όσα πράττουμε, αρκεί να φανερώνουν Εκείνον. Κι εδώ έρχεται ο τρίτος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε την αληθινή ελευθερία. Είναι η δοξολογία του Θεού με όλη μας την ύπαρξη. Δοξάζουμε τον Θεό τηρώντας το θέλημά Του. Αγαπώντας. Συγχωρώντας. Όταν χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου και ιδίως με την μετάνοια. Όταν νικούμε την υπερηφάνεια, τον εγωισμό, το αίσθημα ότι έχουμε δίκιο και ότι αυτό πρέπει να επιβληθεί. Όταν νικούμε την ανάγκη το παρόν να μας κάνει αποδεκτούς επειδή θα ακολουθούμε τις επιταγές του. Όταν τελικά μπορούμε να χαρούμε με τα λίγα ή τα πολλά που ο Θεός μας δίνει. Όταν μετανιώνουμε γι’ αυτά που δεν μπορούμε να τηρήσουμε. Αλλά και όταν αισθανόμαστε ότι το κυριότερο στη ζωή μας είναι να είμαστε μαζί με τον Θεό.
Ο κόσμος απορρίπτει τον Θεό και την πίστη. Θεοποιεί το παρόν. Αρνείται την αιωνιότητα και απολυτοποιεί τα πάθη. Ζητά να είναι μία χώρα μακρινή από τον Θεό ως Πατέρα, διότι δεν θέλει να Τον αναγνωρίσει με αυτή την ιδιότητα, αλλά ως κάποιον που μας στερεί από την απόλαυση και τη χαρά του ιδίου θελήματος. Και δεν υπολογίζει όχι μόνο την κένωση και τη θυσία του Χριστού, αλλά ούτε και την προσμονή της επιστροφής κοντά Του. Έτσι βιάζεται να χαρακτηρίσει παρελθόν την πίστη. Να την υποκαταστήσει με τα επιτεύγματά του. Για να κρύψει τον θάνατο που καραδοκεί. Και μας σκλαβώνει, στο όνομα της ελευθερίας από τον Θεό που τον θεωρεί ως αφέντη και όχι ως Πατέρα. Ας επιμείνουμε στην πεποίθηση και το βίωμα της Εκκλησίας ότι ο Θεός μας απελευθερώνει από τη δυναστεία του παρόντος, της αμαρτίας, των εξαρτήσεων, του θανάτου δια της δικής Του θυσίας και αγάπης και μας περιμένει όπως ο Πατέρας τα παιδιά Του. Αυτή η πίστη είναι η αρχή για να παλέψουμε για κάθε άλλη μορφή ελευθερίας. Όχι όμως χωρίς βάσεις.

Κέρκυρα, 28 Φεβρουαρίου 2016
Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Τι θα πει ο πνευματικός μου;


«Φοβάμαι πάτερ, να πάω στο πνευματικό και να του αναφέρω μια μεγάλη μου πτώση. Ντρέπομαι, γιατί κι άλλες φορές στο παρελθόν, που προσπάθησα, έμεινε όπως είπε έκπληκτος πως εγώ έπεσα σε «τέτοια αμαρτήματα…». Τι να κάνω;»
Προφανώς και όταν στον πνευματικό μας δεν μπορούμε να πούμε την μεγαλύτερη πτώση και αστοχία μας, τότε παύει να λειτουργεί η θεραπευτική διάσταση του μυστηρίου αλλά και η πνευματική σχέση. Διότι στον πνευματικό μας και γενικά στην εξομολόγηση δεν πάμε για ν’ αναφέρουμε τις επιτυχίες μας και να λάβουμε τον έπαινο και την αξιομισθία της Θείας κοινωνίας, αλλά για να ομολογήσουμε την πιο μεγάλη και φρικτή αποτυχία μας. Το έργο του πνευματικού δεν είναι η επιβράβευση της πρόοδο μας, αλλά η φανέρωση της αγάπης του Θεού προς τα πρόσωπα μας. Ο πνευματικός είναι εκείνος που θα σπείρει στην ύπαρξη μας την αίσθηση του παραδείσου ενώ ακόμη είμαστε κάτοικοι της κολάσεως……

π. Λίβυος
Αναρτήθηκε από π. Λίβυος στις 1:39 μ.μ.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΗΓΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΣΚΟΠΕΛΟ


agios riginos-22

agios riginos-28
Σκόπελος | Χριστόφορος Λάσκος

Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και πάνδημη συμμετοχή πανηγύρισε το πανέμορφο νησί της Σκοπέλου, τον Προστάτη και Πολιούχο του Άγιο Ιερομάρτυρα Ρηγίνο τον θαυματουργό.

Σήμερα, Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου το απόγευμα, στην Ιερά Μονή του Αγίου Ρηγίνου, έλαβε χώρα ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, στον οποίο προεξήρχε ο Σεβ. Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος, συμπροσευχομένου του Μητροπολίτη Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου.

Να αναφερθεί ότι ο ναός ήταν κατάμεστος από πλήθος πιστών, οι οποίοι έσπευσαν να τιμήσουν τον προστάτη τους.

Τον Θείο Λόγο κήρυξε ο Μητροπολίτης Κερκύρας κ. Νεκτάριος, ο οποίος αναφέρθηκε στα χαρίσματα και τις αρετές του Αγίου Ρηγίνου.

«Η διάκριση έκανε τον Άγιο Ρηγίνο να ξεχωρίσει τις κακοδοξίες και των αρειανών και του Ιουλιανού του Παραβάτου, με αποτέλεσμα να δώσει αυτές τις μάχες» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Νεκτάριος.

Σε άλλο σημείο ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην Σοφία του Θεού, τονίζοντας πως «δεν ξέρω αδελφοί μου, εμείς σήμερα κατά πόσο έχουμε αυτή την Σοφία του Θεού, και κατά πόσο μας διακρίνει να έχουμε την διάκριση στην ζωή μας, διότι έχουμε σύγχυση στη ζωή μας, και βλέπετε η σύγχυση υπάρχει από τους υψηλά κρατούντας μέχρι τους χαμηλά.»

«Οι άνθρωποι σήμερα δεν μπορούν να κατανοήσουν πιο είναι το πνευματικό συμφέρον στη ζωή τους, βλέπετε την αμαρτία οι άνθρωποι την έχουν ονομάσει αρετή, βλέπετε τα τελευταία καμώματα των ανθρώπων να επευλογούν και να λένε ότι αυτή είναι η εξέλιξη και η πρόοδος της ζωής μας» πρόσθεσε χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Κερκύρας.

Επίσης ο Σεβασμιώτατος παρότρυνε τους πιστούς να μην αναχωρήσουν από τον ναό κενοί, αλλά να πάρουν κάτι από την ζωή και το μαρτύριο του, διότι αλλιώς δεν θα πετύχουμε τίποτα από την μνήμη του.

«Ας κρατήσουμε λοιπόν την σοφία για την οποία αγωνίστηκε στην ζωή του ο Άγιος Ρηγίνος, και ας προσπαθήσουμε με την χάρη του Θεού να έχουμε διάκριση στην ζωή μας» συμπλήρωσε ο κ. Νεκτάριος.

Ακόμη ο Μητροπολίτης Κερκύρας δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον Μητροπολίτη Χαλκίδος κ. Χρυσόστομο για την πρόσκληση, την αγάπη του, αλλά και την αβραμιαία φιλοξενία που έτυχε όλες αυτές τις ημέρες.

Κλείνοντας ο κ. Νεκτάριος τόνισε: «Οι νησιώτες και του Ιονίου και του Αιγαίου έχουνε ωραία αισθήματα, είναι ευγενείς, είναι χαρούμενοι, είναι φιλόξενοι, είναι γεμάτο από αγάπη και αυτό το γευτήκαμε αυτές τις ημέρες.»

Η βιογραφία του Αγίου

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στην Λεβαδιά της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν να λάβει την θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή.

Η αγάπη του για τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδας.

Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση).

Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος συνειδητά είχε αποδεχθεί τις αρχές του Αρειανισμού, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ' ενός με την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως συνέπεια όχι μόνο την συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος μ.Χ.

Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από τον θείο του Αχίλλειο (15 Μαΐου, πολιούχο της πόλεως της Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εξορίστους που βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Άγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ. μαζί με τον Αγιο Αχίλλειο.

Όμως, μολονότι καταδικάστηκε ομόφωνα από τους Αγίους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές κακοδοξίες τους.
Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα.

Τελικά οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μια νέα Σύνοδος στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι η Σύνοδος συγκλήθηκε το 343 μ.Χ.

Έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος ανασκεύασε όλες τις αιρέσεις με τον λόγο και την τόλμη της γνώμης του. Μετά την λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο.

Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού εκλυδωνίσθηκε και ταράχθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

Στη διάρκεια των διωγμών που διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στην Σκόπελο ο Έπαρχος της Ελλάδος και των Σποράδων.

Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία.

Όμως ο Αγιος περιφρόνησε την υπόδειξή του και ενέμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα στην πατρώα ευσέβεια.

Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον του Επάρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση.

Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση «Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του.

Τη νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του.

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για μαθητες


Η Εκκλησία συζητά αυτό το διάστημα για το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως αυτό διδάσκεται στο σχολείο, για το περιεχόμενο και τους στόχους του. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα βεβαίως φαίνεται να βαραίνει υπέρ των προτάσεων διανοουμένων, αλλά και μερίδος θεολόγων που ζητούν τον αποχαρακτηρισμό του μαθήματος από «ομολογιακό» και «κατηχητικό» σε «υποχρεωτικό θρησκευτικό μάθημα, που δε θα έχει ως νομιμοποιητική του βάση το θρήσκευμα ή τη θρησκευτική ομολογία των μαθητών, αλλά τη συνεισφορά της Ορθοδοξίας, του χριστιανισμού, όπως και των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων στον πολιτισμό και θα ευνοεί την διαπολιτισμικότητα και την ανοικτή ή απελευθερωτική θρησκευτική αγωγή».
Το ζήτημα πάντως δε φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους περισσότερους γονείς. Υπάρχουν σε αρκετές πόλεις δημοτικά σχολεία, στα οποία δε διδάσκεται το μάθημα, αφού οι δάσκαλοι και δε γνωρίζουν το αντικείμενο και αφορμώνται από ιδέες αντιθρησκευτικές και δίδεται προτεραιότητα σε άλλα, πιο «βασικά» μαθήματα, χωρίς να αντιδρούν οι γονείς των μαθητών για την παραβίαση του νόμου και του αναλυτικού προγράμματος. Αλλά και όπου διδάσκεται το μάθημα, η έγνοια των περισσότερων γονέων είναι το παιδί τους να έχει έναν καλό βαθμό και να μην κουράζεται ιδιαίτερα στη μελέτη.
Απομένει ο θεολόγος εκπαιδευτικός. Πρόσωπο που παλαιότερα παρουσιάζονταν ως αναχρονιστική καρικατούρα, ως κατηχητής που εξέταζε το κατά πόσον οι μαθητές πίστευαν στον Θεό και ήταν καλά παιδιά. Σήμερα, ενώ στην πράξη αυτή η εικόνα δεν ισχύει στη συνείδηση των μαθητών, υφίσταται ακόμη για όσους θέλουν να απαξιώσουν το μάθημα.
Στην πράξη ο θεολόγος σήμερα αγωνίζεται να κρατήσει το μάθημα ζωντανό στις καρδιές των παιδιών. Να βοηθήσει, εκτός από τη διδασκαλία της ύλης, η οποία πόρρω απέχει από το να θεωρείται ύλη ομολογιακού μαθήματος, στην ευαισθητοποίηση των εφήβων για τον συνάνθρωπο. Να συμβάλει στον σεβασμό τους για τη ζωή και τον κόσμο. Να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για τα προβλήματα των μαθητών στις σχέσεις τους με την οικογένειά τους, με τους συνομηλίκους τους, με το ίδιο το σχολείο. Να συζητήσει μαζί τους, καλλιεργώντας κριτική συνείδηση, σε μία εποχή που αδίστακτα προπαγανδίζει τον περιορισμό της Εκκλησίας στη διακονία των υλικών αναγκών και απαξιώνει την πνευματική της αποστολή. Να τα φέρει σε επαφή με τη ζωή της Εκκλησίας ως θεωρία και πράξη, με το ήθος και την πίστη των Αγίων, όχι με σκοπό να δοκιμάσει και να εξετάσει το αν πιστεύουν, αλλά για να δώσει σ’ αυτά να κατανοήσουν ότι η ορθόδοξη παράδοση αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς μας ως λαού.
Η άφιξη και παραμονή στη χώρα μας πολλών μεταναστών και μάλιστα μουσουλμάνων στο θρήσκευμα αποτελεί για την Πολιτεία, αλλά και για την Εκκλησία μία ευκαιρία για επανεκτίμηση της αξίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, αλλά και του έργου των θεολόγων στα σχολεία. Ο διάλογος θα βοηθήσει να αντιμετωπισθούν διαφωνίες σχετικά με το περιεχόμενο του μαθήματος. Ωστόσο, είναι απαραίτητη η παρουσία των θεολόγων και, ει δυνατόν, η επέκτασή της στα δημοτικά, για να αντιμετωπιστούν εκεί τα προβλήματα στη διδασκαλία του μαθήματος. Και εκείνοι ας κάνουν την αυτοκριτική τους, για να δούνε και να μαρτυρούν με τον δικό τους τρόπο την Αλήθεια. Δηλαδή τον Χριστό που αγαπά και σώζει, όχι ως προπαγάνδα, αλλά ως πρόταση ελευθερίας!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της Τετάρτης 24 Φεβρουαρίου 2016

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

ΙΑ΄ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ


Συνεχίζεται στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος ο κύκλος των εσπερινών ομιλιών από τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μμητροπόλεως μας π. Ιουστίνο Κωνσταντά με θέμα τις " Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων".


Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ο Μητροπολίτης μας στο Βόλο


Την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος ιερούργησε στον Ι.Ν. της Αναλήψεως στο Βόλο.
Ο Μητροπολίτης Κερκύρας αφού ευχαρίστησε κατ’αρχήν τον επιχώριο Επίσκοπο Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, αναφέρθηκε στο κήρυγμά του στην Προς Τιμόθεον Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος περιμένοντας την καταδίκη του στη Ρώμη, γράφει μερικές τελευταίες συμβουλές προς τον μαθητή του και Επίσκοπο Εφέσου Τιμόθεο. Του λέει συγκεκριμένα ότι άκουσε τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, περί πίστεως και εν Χριστώ ζωής. Μιας ζωής που όσοι θα την ακολουθήσουν θα έχουν δυσκολίες και θα υποστούν διωγμούς. Χωρίς πίστη τίποτα δεν είναι κατορθωτό για τον άνθρωπο. Η πίστη είναι εσωτερική δύναμη, προερχόμενη από τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό. Οι αγώνες των Αγίων της Πίστεώς μας ήταν αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης τους προς τον Κύριο. Η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου είναι η αλήθεια του προσώπου του Ιησού Χριστού, ο λόγος που καταδεικνύει τον ίδιο τον Κύριό μας, διότι Εκείνος είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή.
Ακόμη, συνέχισε ο κ. Νεκτάριος, ο τρόπος ζωής του Αποστόλου Παύλου είναι αγαπητικός. Είναι πρωτά απ’όλα η κοινωνία με τον Ιησού Χριστό και δευτερευόντως η εν αγάπη κοινωνία με τους συνανθρώπους μας, αίροντας όλα αυτά τα εμπόδια που δυσχαιρένουν αυτή την κοινωνία, με κορωνίδα αυτών τον εγωϊσμό .
Επιπλέον ο Σεβασμιώτατος υπογράμμισε ότι ο Απόστολος Παύλος μας καλεί και σήμερα να διαφυλάξουμε την αλήθεια, την πίστη και την αγάπη μας προς τον Κύριο. Δυστυχώς όμως εμείς αντι για την αλήθεια του Χριστού, δεχόμαστε την αλήθεια της Επιστήμης και την εν γένει κοσμικής γνώσεως, με αποτέλεσμα να μην έχουμε πνευματική πυξίδα στη ζωή μας. Αντί της αγάπης μας στο Χριστό, φωλιάζει μέσα μας ο εγωϊσμός και η αυτοθέωση και τέλος αντί της πίστεως στο Θεό, σήμερα οι άνθρωποι ειδωλοποιούν τον εαυτό τους, πορευόμενοι μέσω του ορθολογισμού.
Επιπροσθέτως ο κ. Νεκτάριος αναφερόμενος στην περίοδο του Τριωδίου τόνισε ότι η περίδος αυτή περιέχει ύμνους αφενός μεν κατανυκτικούς και αφετέρου ύμνους μετανοίας και εκζητήσεως της Θείας Χάριτος. Η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί στην περίοδο αυτή να εντείνουμε την προσευχή μας και τον πνευματικό μας αγώνα ώστε να συναναστηθούμε με τον Κύριό μας.
Κλέινοντας ο Σεβασμιώτατος κάλεσε τους πιστούς να διδαχθούν μέσα από την Εκκλησία και τους Αγίου Της, την Παρουσία και τη Χάρη του Τριαδικού Θεού στη ζωή τους.

 







Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (8)

Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
 Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος ιωαννης δαμασκηνος

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8. Για την Αγία Τριάδα.


Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο, αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο, απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο, ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει— σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα, με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται, και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι ανώτερη απ’ αυτά.

(Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον, επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα· είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν.

Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα. Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

(Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου εκπορεύει ο Πατήρ το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό, μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα.

Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως· διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας· κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση. Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα.

Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι, δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο. Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο.

Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν, δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος.

Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος· γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους. Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη.

Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα.

Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο, αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας. Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο. Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού. Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως, ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού.

Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως.

Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν» σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο «ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο, δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν.

Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες. Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο. Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.

Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη». Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος, δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι «μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη φωτιά.

Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα).

Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει, κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός». Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα, όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό, το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της εξουσιάζεται από τη φθορά.

Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό· το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές, που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο· που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων· είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα, μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση. Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση, αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου και του γεννητού.

Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.

Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός, ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως.

Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση, για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα.

Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο του δεν είναι σπίτι.

Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως, της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πω έτσι, γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας, ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του.

Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση, και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη. Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια, μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη λογική.

Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι.

Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά, επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε, δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους. Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’ ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας–εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, όχι για να συγχέονται, αλλά για να ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»· ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική διαίρεση.

Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε, ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’ αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος, τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε.

Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος·
διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό, επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8. Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Πιστεύομεν τοιγαροῦν εἰς ἕνα Θεόν, μίαν ἀρχὴν ἄναρχον, ἄκτιστον, ἀγέννητον ἀνόλεθρόν τε καὶ ἀθάνατον, αἰώνιον, ἄπειρον, ἀπερίγραπτον, ἀπεριόριστον, ἀπειροδύναμον, ἁπλῆν, ἀσύνθετον, ἀσώματον, ἄρρευστον, ἀπαθῆ, ἄτρεπτον, ἀναλλοίωτον, ἀόρατον, πηγὴν ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης, φῶς νοερόν, ἀπρόσιτον, δύναμιν οὐδενὶ μέτρῳ γνωριζομένην, μόνῳ δὲ τῷ οἰκείῳ βουλήματι μετρουμένην —πάντα γάρ, ὅσα θέλει, δύναται— πάντων κτισμάτων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικὴν καὶ συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατοῦσαν καὶ ἄρχουσαν καὶ βασιλεύουσαν ἀτελευτήτῳ καὶ ἀθανάτῳ βασιλείᾳ, μηδὲν ἐναντίον ἔχουσαν, πάντα πληροῦσαν, ὑπ᾿ οὐδενὸς περιεχομένην, αὐτὴν δὲ μᾶλλον περιέχουσαν τὰ σύμπαντα καὶ συνέχουσαν καὶ προέχουσαν· ἀχράντως ταῖς ὅλαις οὐσίαις ἐπιβατεύουσαν καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ πάσης οὐσίας ἐξῃρημένην ὡς ὑπερούσιον καὶ ὑπὲρ τὰ ὄντα οὖσαν, ὑπέρθεον, ὑπεράγαθον, ὑπερπλήρη, τὰς ὅλας ἀρχὰς καὶ τάξεις ἀφορίζουσαν καὶ πάσης ἀρχῆς καὶ τάξεως ὑπεριδρυμένην ὑπὲρ οὐσίαν καὶ ζωὴν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν, αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωήν, αὐτοουσίαν ὡς μὴ παρ᾿ ἑτέρου τὸ εἶναι ἔχουσαν ἤ τι τῶν ὅσα ἐστίν, αὐτὴν δὲ πηγὴν οὖσαν τοῦ εἶναι τοῖς οὖσι, τοῖς ζῶσι τῆς ζωῆς, τοῖς λόγου μετέχουσι τοῦ λόγου, τοῖς πᾶσι πάντων ἀγαθῶν αἰτίαν· πάντα εἰδυῖαν πρὶν γενέσεως αὐτῶν· μίαν οὐσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ἐνέργειαν, μίαν ἀρχήν, μίαν ἐξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν βασιλείαν, ἐν τρισὶ τελείαις ὑποστάσεσι γνωριζομένην τε καὶ προσκυνουμένην μιᾷ προσκυνήσει πιστευομένην τε καὶ λατρευομένην ὑπὸ πάσης λογικῆς κτίσεως ἀσυγχύτως ἡνωμέναις καὶ ἀδιαστάτως διαιρουμέναις· ὃ καὶ παράδοξον· εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, εἰς ἃ καὶ βεβαπτίσμεθα· οὕτω γὰρ ὁ Κύριος τοῖς ἀποστόλοις βαπτίζειν ἐνετείλατο· «Βαπτίζοντες αὐτούς», φάσκων, «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Εἰς ἕνα Πατέρα, τὴν πάντων ἀρχὴν καὶ αἰτίαν, οὐκ ἔκ τινος γεννηθέντα, ἀναίτιον δὲ καὶ ἀγέννητον μόνον ὑπάρχοντα, πάντων μὲν ποιητήν, ἑνὸς δὲ μόνου Πατέρα φύσει τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ προβολέα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καὶ εἰς ἕνα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. «Πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» λέγοντες δείκνυμεν, ὅτι ἄχρονος καὶ ἄναρχος αὐτοῦ ἡ γέννησις· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήχθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης, ὁ χαρακτὴρ τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως, ἡ ζῶσα σοφία καὶ δύναμις, ὁ λόγος ὁ ἐνυπόστατος, ἡ οὐσιώδης καὶ τελεία καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἦν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἀιδίως καὶ ἀνάρχως ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· οὐ γὰρ ἦν ποτε ὁ Πατήρ, ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός, ἀλλ᾿ ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱὸς ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· Πατὴρ γὰρ ἐκτὸς Υἱοῦ οὐκ ἂν κληθείη. Εἰ δὲ ἦν μὴ ἔχων Υἱόν, οὐκ ἦν Πατήρ, καὶ εἰ μετὰ ταῦτα ἔσχεν Υἱόν, μετὰ ταῦτα ἐγένετο Πατὴρ μὴ ὢν πρὸ τούτου Πατὴρ καὶ ἐτράπη ἐκ τοῦ μὴ εἶναι Πατὴρ εἰς τὸ γενέσθαι Πατήρ, ὅπερ πάσης βλασφημίας ἐστὶ χαλεπώτερον.

Ἀδύνατον γὰρ τὸν Θεὸν εἰπεῖν ἔρημον τῆς φυσικῆς γονιμότητος· ἡ δὲ γονιμότης τὸ ἐξ αὐτοῦ ἤγουν ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ὅμοιον κατὰ φύσιν γεννᾶν. Ἐπὶ μὲν οὖν τῆς τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως ἀσεβὲς λέγειν χρόνον μεσιτεῦσαι ἢ μετὰ τὸν Πατέρα τὴν τοῦ Υἱοῦ γενέσθαι ὕπαρξιν. Ἐξ αὐτοῦ γὰρ, ἤγουν τῆς τοῦ Πατρὸς φύσεώς φαμεν τὴν τοῦ Υἱοῦ γέννησιν. Καὶ εἰ μὴ ἐξ ἀρχῆς δῶμεν τὸν Υἱὸν συνυπάρχειν τῷ Πατρὶ ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένον, τροπὴν τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως παρεισάγομεν· ὅτι μὴ ὢν Πατὴρ ὕστερον ἐγένετο Πατήρ· ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν, κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς. Ἐπὶ μὲν οὖν τοῦ μόνου ἀπαθοῦς καὶ ἀναλλοιώτου καὶ ἀτρέπτου καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχοντος Θεοῦ καὶ τὸ γεννᾶν καὶ τὸ κτίζειν ἀπαθές· φύσει γὰρ ὢν ἀπαθὴς καὶ ἄρρευστος ὡς ἁπλοῦς καὶ ἀσύνθετος, οὐ πέφυκεν ὑπομένειν πάθος ἢ ῥεῦσιν οὔτε ἐν τῷ γεννᾶν οὔτε ἐν τῷ κτίζειν οὐδέ τινος συνεργίας δεῖται, ἀλλ᾿ ἡ μὲν γέννησις ἄναρχος καὶ ἀΐδιος φύσεως ἔργον οὖσα καὶ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ προάγουσα, ἵνα τροπὴν ὁ γεννῶν μὴ ὑπομείνῃ καὶ ἵνα μὴ Θεὸς πρῶτος καὶ Θεὸς ὕστερος εἴη καὶ προσθήκην δέξηται. Ἡ δὲ κτίσις ἐπὶ Θεοῦ θελήσεως ἔργον οὖσα οὐ συναΐδιός ἐστι τῷ Θεῷ, ἐπειδὴ οὐ πέφυκε τὸ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγόμενον συναΐδιον εἶναι τῷ ἀνάρχῳ καὶ ἀεὶ ὄντι.

Ὥσπερ τοίνυν οὐχ ὁμοίως ποιεῖ ἄνθρωπος καὶ Θεός —ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος οὐδὲν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει, ἀλλ᾿ ὅπερ ποιεῖ ἐκ προϋποκειμένης ὕλης ποιεῖ, οὐ θελήσας μόνον ἀλλὰ καὶ προεπινοήσας, καὶ ἐν τῷ νῷ ἀνατυπώσας τὸ γενησόμενον, εἶτα καὶ χερσὶν ἐργασάμενος καὶ κόπον ὑπομείνας καὶ κάματον, πολλάκις δὲ καὶ ἀστοχήσας μὴ ἀποβάντος, καθὰ βούλεται τοῦ ἐπιτηδεύματος· ὁ δὲ Θεὸς θελήσας μόνον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι τὰ πάντα παρήγαγεν— οὕτως οὐδὲ ὁμοίως γεννᾷ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς ἄχρονος ὢν καὶ ἄναρχος καὶ ἀπαθὴς καὶ ἄρρευστος καὶ ἀσώματος καὶ μόνος καὶ ἀτελεύτητος ἀχρόνως καὶ ἀνάρχως καὶ ἀπαθῶς καὶ ἀρρεύστως γεννᾷ καὶ ἐκτὸς συνδυασμοῦ· καὶ οὔτε ἀρχὴν ἔχει ἡ ἀκατάληπτος αὐτοῦ γέννησις, οὔτε τέλος. Καὶ ἀνάρχως μὲν διὰ τὸ ἄτρεπτον, ἀρρεύστως δὲ διὰ τὸ ἀπαθὲς καὶ ἀσώματον· ἐκτὸς δὲ συνδυασμοῦ διά τε τὸ ἀσώματον πάλιν καὶ ἕνα μόνον εἶναι Θεὸν ἀπροσδεῆ ἑτέρου· ἀτελευτήτως δὲ καὶ ἀκαταπαύστως διά τε τὸ ἄναρχον καὶ ἄχρονον καὶ ἀτελεύτητον καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχειν· τὸ γὰρ ἄναρχον ἀτελεύτητον, τὸ δὲ χάριτι ἀτελεύτητον οὐ πάντως ἄναρχον ὥσπερ οἱ ἄγγελοι.

Γεννᾷ τοίνυν ὁ ἀεὶ ὢν Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ Λόγον τέλειον ὄντα ἀνάρχως καὶ ἀτελευτήτως, ἵνα μὴ ἐν χρόνῳ τίκτῃ Θεὸς ὁ χρόνου ἀνωτέραν ἔχων τήν τε φύσιν καὶ τὴν ὕπαρξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος δῆλον ὡς ἐναντίως γεννᾷ ὑπὸ γένεσιν τελῶν καὶ φθορὰν καὶ ῥεῦσιν καὶ πληθυσμὸν καὶ σῶμα περικείμενος καὶ τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ ἐν τῇ φύσει κεκτημένος· ἐνδεὲς γὰρ τὸ ἄρρεν τῆς τοῦ θήλεος βοηθείας. Ἀλλ᾿ ἵλεως εἴη ὁ πάντων ἐπέκεινα καὶ πᾶσαν νόησιν καὶ κατάληψιν ὑπερκείμενος.

Διδάσκει οὖν ἡ Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἅμα Πατέρα καὶ ἅμα τὸν μονογενῆ αὐτοῦ Υἱὸν ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένον ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς καὶ ἀκαταλήπτως, ὡς μόνος ὁ τῶν ὅλων οἶδε Θεός. Ὥσπερ ἅμα τὸ πῦρ καὶ ἅμα τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς, καὶ οὐ πρῶτον τὸ πῦρ καὶ μετὰ ταῦτα τὸ φῶς ἀλλ᾿ ἅμα· καὶ ὥσπερ τὸ φῶς ἐκ τοῦ πυρὸς ἀεὶ γεννώμενον ἀεὶ ἐν αὐτῷ ἐστι μηδαμῶς αὐτοῦ χωριζόμενον, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννᾶται μηδαμῶς αὐτοῦ χωριζόμενος, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἐν αὐτῷ ἐστιν. Ἀλλὰ τὸ μὲν φῶς ἐκ τοῦ πυρὸς γεννώμενον ἀχωρίστως, καὶ ἐν αὐτῷ ἀεὶ μένον οὐκ ἔχει ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὸ πῦρ —ποιότης γάρ ἐστι φυσικὴ τοῦ πυρός—, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἐκ Πατρὸς γεννηθεὶς ἀχωρίστως καὶ ἀδιαστάτως καὶ ἐν αὐτῷ μένων ἀεὶ ἔχει ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὴν τοῦ Πατρός.

Λόγος μὲν οὖν καὶ ἀπαύγασμα λέγεται διὰ τὸ ἄνευ συνδυασμοῦ καὶ ἀπαθῶς καὶ ἀχρόνως καὶ ἀρρεύστως καὶ ἀχωρίστως γεγεννῆσθαι ἐκ τοῦ Πατρός, Υἱὸς δὲ καὶ χαρακτὴρ τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως διὰ τὸ τέλειον καὶ ἐνυπόστατον καὶ κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ εἶναι πλὴν τῆς ἀγεννησίας, μονογενὴς δέ, ὅτι μόνος ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς μόνως ἐγεννήθη. Οὐδὲ γὰρ ὁμοιοῦται ἑτέρα γέννησις τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γεννήσει, οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Εἰ γὰρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἀλλ᾿ οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. Ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως οὗτος ἄληπτός τε καὶ ἄγνωστος, ὥσπερ καὶ ἡ τοῦ Υἱοῦ γέννησις. Διὸ καὶ πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, αὐτοῦ εἰσι πλὴν τῆς ἀγεννησίας, ἥτις οὐ σημαίνει οὐσίας διαφορὰν οὐδὲ ἀξίωμα, ἀλλὰ τρόπον ὑπάρξεως· ὥσπερ καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀγέννητος ὤν –πλάσμα γάρ ἐστι Θεοῦ– καὶ ὁ Σὴθ γεννητός –υἱὸς γάρ ἐστιν τοῦ Ἀδάμ– καὶ ἡ Εὔα ἐκ τῆς τοῦ Ἀδὰμ πλευρᾶς ἐκπορευθεῖσα –οὐ γὰρ ἐγεννήθη αὕτη– οὐ φύσει διαφέρουσιν ἀλλήλων –ἄνθρωποι γάρ εἰσιν–, ἀλλὰ τῷ τῆς ὑπάρξεως τρόπῳ.

Χρὴ γὰρ εἰδέναι, ὅτι τὸ ἀγένητον διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ γραφόμενον τὸ ἄκτιστον, ἤτοι τὸ μὴ γενόμενον σημαίνει· τὸ δὲ ἀγέννητον διὰ τῶν δύο Νῦ γραφόμενον δηλοῖ τὸ μὴ γεννηθέν. Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον σημαινόμενον διαφέρει οὐσία οὐσίας· ἄλλη γὰρ οὐσία ἡ ἄκτιστος, ἤτοι ἀγένητος διὰ τοῦ ἑνὸς Νῦ, καὶ ἄλλη ἡ γενητὴ, ἤτοι κτιστή. Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐ διαφέρει οὐσία οὐσίας· παντὸς γὰρ εἴδους ζῴων ἡ πρώτη ὑπόστασις ἀγέννητός ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀγένητος· ἐκτίσθησαν μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ τῷ Λόγῳ αὐτοῦ παραχθέντα εἰς γένεσιν, οὐ μὴν ἐγεννήθησαν μὴ προϋπάρχοντος ἑτέρου ὁμοειδοῦς, ἐξ οὗ γεννηθῶσι.

Κατὰ μὲν οὖν τὸ πρῶτον σημαινόμενον κοινωνοῦσιν αἱ τρεῖς τῆς ἁγίας θεότητος ὑπέρθεοι ὑποστάσεις· ὁμοούσιοι γὰρ καὶ ἄκτιστοι ὑπάρχουσι. Κατὰ δὲ τὸ δεύτερον σημαινόμενον οὐδαμῶς· μόνος γὰρ ὁ Πατὴρ ἀγέννητος· οὐ γὰρ ἐξ ἑτέρας ἐστὶν αὐτῷ ὑποστάσεως τὸ εἶναι. Καὶ μόνος ὁ Υἱὸς γεννητός· ἐκ τῆς τοῦ Πατρὸς γὰρ οὐσίας ἀνάρχως καὶ ἀχρόνως γεγέννηται. Καὶ μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορευτὸν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, οὐ γεννώμενον ἀλλ᾿ ἐκπορευόμενον. Οὕτω μὲν τῆς θείας διδασκούσης Γραφῆς, τοῦ δὲ τρόπου τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως ἀκαταλήπτου ὑπάρχοντος. Καὶ τοῦτο δὲ ἰστέον, ὡς οὐκ ἐξ ἡμῶν μετηνέχθη ἐπὶ τὴν μακαρίαν θεότητα τὸ τῆς πατρότητος καὶ υἱότητος καὶ ἐκπορεύσεως ὄνομα· τοὐναντίον δὲ ἐκεῖθεν ἡμῖν μεταδέδοται, ὥς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Διὰ τοῦτο κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς».

Εἰ δὲ λέγομεν τὸν Πατέρα ἀρχὴν εἶναι τοῦ Υἱοῦ καὶ μείζονα, οὐ προτερεύειν αὐτὸν τοῦ Υἱοῦ χρόνῳ ἢ φύσει ὑποφαίνομεν, «δι᾿ αὐτοῦ γὰρ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν», οὐδὲ καθ᾿ ἕτερόν τι, εἰ μὴ κατὰ τὸ αἴτιον, τουτέστιν ὅτι ὁ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐγεννήθη καὶ οὐχ ὁ Πατὴρ ἐκ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ Πατὴρ αἴτιός ἐστι τοῦ Υἱοῦ φυσικῶς, ὥσπερ οὐκ ἐκ τοῦ φωτὸς τὸ πῦρ φαμεν προέρχεσθαι, ἀλλὰ τὸ φῶς μᾶλλον ἐκ τοῦ πυρός. Ὅτε οὖν ἀκούσωμεν ἀρχὴν καὶ μείζονα τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα, τῷ αἰτίῳ νοήσωμεν. Καὶ ὥσπερ οὐ λέγομεν ἑτέρας οὐσίας τὸ πῦρ καὶ ἑτέρας τὸ φῶς, οὕτως οὐχ οἷόν τε φάναι ἑτέρας οὐσίας τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἑτέρας, ἀλλὰ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς. Καὶ καθάπερ φαμὲν διὰ τοῦ ἐξ αὐτοῦ προερχομένου φωτὸς φαίνειν τὸ πῦρ καὶ οὐ τιθέμεθα ὄργανον ὑπουργικὸν εἶναι τοῦ πυρὸς τὸ ἐξ αὐτοῦ φῶς, δύναμιν δὲ μᾶλλον φυσικήν, οὕτω λέγομεν τὸν Πατέρα πάντα, ὅσα ποιεῖ, διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ ποιεῖν οὐχ ὡς δι᾿ ὀργάνου λειτουργικοῦ, ἀλλὰ φυσικῆς καὶ ἐνυποστάτου δυνάμεως.

Καὶ ὥσπερ λέγομεν τὸ πῦρ φωτίζειν καὶ πάλιν φαμὲν τὸ φῶς τοῦ πυρὸς φωτίζειν, οὕτω «πάντα, ὅσα ποιεῖ ὁ Πατήρ, ὁμοίως καὶ ὁ Υἱὸς ποιεῖ». Ἀλλὰ τὸ μὲν φῶς οὐκ ἰδίαν ὑπόστασιν παρὰ τὸ πῦρ κέκτηται, ὁ δὲ Υἱὸς τελεία ὑπόστασίς ἐστι τῆς πατρικῆς ἀχώριστος ὑποστάσεως, ὡς ἀνωτέρω παρεστήσαμεν. Ἀδύνατον γὰρ εὑρεθῆναι ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τὸν τρόπον τῆς Ἁγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν. Τὸ γὰρ κτιστὸν καὶ σύνθετον καὶ ῥευστὸν καὶ τρεπτὸν καὶ περιγραπτὸν καὶ σχῆμα ἔχον καὶ φθαρτόν, πῶς σαφῶς δηλώσει τὴν πάντων τούτων ἀπηλλαγμένην ὑπερούσιον θείαν οὐσίαν; Πᾶσα δὲ ἡ κτίσις δῆλον ὡς τοῖς πλείοσι τούτων ἐνέχεται καὶ πᾶσα κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν τῇ φθορᾷ ὑπόκειται.

Ὁμοίως πιστεύομεν καὶ εἰς ἓν Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, τὸ τῷ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον ὡς ὁμοούσιόν τε καὶ συναΐδιον, τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα, τὸ εὐθές, τὸ ἡγεμονικόν, τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, Θεὸν σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ ὑπάρχον καὶ προσαγορευόμενον, ἄκτιστον, πλῆρες, δημιουργόν, παντοκρατορικόν, παντουργόν, παντοδύναμον, ἀπειροδύναμον, δεσπόζον πάσης τῆς κτίσεως οὐ δεσποζόμενον, πληροῦν οὐ πληρούμενον, μετεχόμενον οὐ μετέχον, ἁγιάζον οὐχ ἁγιαζόμενον, παράκλητον ὡς τὰς τῶν ὅλων παρακλήσεις δεχόμενον, κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ δι᾿ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καὶ μεταλαμβανόμενον ὑπὸ πάσης τῆς κτίσεως καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ κτίζον καὶ οὐσιοῦν τὰ σύμπαντα καὶ ἁγιάζον καὶ συνέχον, ἐνυπόστατον ἤτοι ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει ὑπάρχον, ἀχώριστον καὶ ἀνεκφοίτητον Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ πάντα ἔχον, ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως.

Ὁ μὲν γὰρ Πατὴρ ἀναίτιος καὶ ἀγέννητος –οὐ γὰρ ἔκ τινος· ἐξ ἑαυτοῦ γάρ τὸ εἶναι ἔχει, οὐδέ τι τῶν ὅσα περ ἐξ ἑτέρου ἔχει, αὐτὸς δὲ μᾶλλόν ἐστιν ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ εἶναι καὶ τοῦ πῶς εἶναι φυσικῶς τοῖς πᾶσιν. Ὁ δὲ Υἱὸς ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννητῶς· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ αὐτὸ μὲν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ οὐ γεννητῶς ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς. Καὶ ὅτι μὲν ἔστι διαφορὰ γεννήσεως καὶ ἐκπορεύσεως, μεμαθήκαμεν· τίς δὲ ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς, οὐδαμῶς. Ἅμα δὲ καὶ ἡ Υἱοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννησις, καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκπόρευσις. Πάντα οὖν, ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πατρὸς ἔχει καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι. Καὶ εἰ μὴ ὁ Πατήρ ἐστιν, οὐδὲ ὁ Υἱός ἐστιν οὐδὲ τὸ Πνεῦμα. Καὶ εἰ μὴ ὁ Πατὴρ ἔχει τι, οὐδὲ ὁ Υἱὸς ἔχει, οὐδὲ τὸ Πνεῦμα. Καὶ διὰ τὸν Πατέρα, τουτέστιν διὰ τὸ εἶναι τὸν Πατέρα, ἔστιν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα. Καὶ διὰ τὸν Πατέρα ἔχει ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πάντα, α ἔχει, τουτέστι διὰ τὸ τὸν Πατέρα ἔχειν αὐτά, πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως. Ἐν ταύταις γὰρ μόναις ταῖς ὑποστατικαῖς ἰδιότησι διαφέρουσιν ἀλλήλων αἱ ἅγιαι τρεῖς ὑποστάσεις οὐκ οὐσίᾳ, τῷ δὲ χαρακτηριστικῷ τῆς οἰκείας ὑποστάσεως ἀδιαιρέτως διαιρούμεναι.

Φαμὲν δὲ ἕκαστον τῶν τριῶν τελείαν ἔχειν ὑπόστασιν, ἵνα μὴ ἐκ τριῶν ἀτελῶν μίαν σύνθετον φύσιν τελείαν γνωρίσωμεν, ἀλλ᾿ ἐν τρισὶ τελείαις ὑποστάσεσι μίαν ἁπλῆν οὐσίαν, ὑπερτελῆ καὶ προτέλειον· πᾶν γὰρ ἐξ ἀτελῶν συγκείμενον σύνθετον πάντως ἐστίν, ἐκ δὲ τελείων ὑποστάσεων, ἀδύνατον σύνθεσιν γενέσθαι. Ὅθεν οὐδὲ λέγομεν τὸ εἶδος ἐξ ὑποστάσεων, ἀλλ᾿ ἐν ὑποστάσεσιν. Ἀτελῶν δὲ εἴπομεν τῶν μὴ σῳζόντων τὸ εἶδος τοῦ ἐξ αὐτῶν ἀποτελουμένου πράγματος. Λίθος μὲν γὰρ καὶ ξύλον καὶ σίδηρος, ἕκαστον καθ᾿ ἑαυτὸ τέλειόν ἐστι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν, πρὸς δὲ τὸ ἐξ αὐτῶν ἀποτελούμενον οἴκημα ἀτελὲς ἕκαστον αὐτῶν ὑπάρχει· οὐδὲ γάρ ἐστιν ἕκαστον αὐτῶν καθ᾿ ἑαυτὸ οἶκος. Τελείας μὲν οὖν τὰς ὑποστάσεις φαμέν, ἵνα μὴ σύνθεσιν ἐπὶ τῆς θείας νοήσωμεν φύσεως· «σύνθεσις γὰρ ἀρχὴ διαστάσεως». Καὶ πάλιν ἐν ἀλλήλαις τὰς τρεῖς ὑποστάσεις λέγομεν, ἵνα μὴ πλῆθος καὶ δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν. Διὰ μὲν τῶν τριῶν ὑποστάσεων τὸ ἀσύνθετον καὶ ἀσύγχυτον, διὰ δὲ τοῦ ὁμοουσίου καὶ ἐν ἀλλήλαις εἶναι τὰς ὑποστάσεις καὶ τῆς ταυτότητος τοῦ θελήματός τε καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κινήσεως, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τὸ ἀδιαίρετον καὶ τὸ εἶναι ἕνα Θεὸν γνωρίζομεν. Εἷς γὰρ ὄντως Θεὸς ὁ Θεὸς καὶ ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ.

Χρὴ δὲ εἰδέναι, ὅτι ἕτερόν ἐστι τὸ πράγματι θεωρεῖσθαι καὶ ἄλλο τὸ λόγῳ καὶ ἐπινοίᾳ. Ἐπὶ μὲν οὖν πάντων τῶν κτισμάτων ἡ μὲν τῶν ὑποστάσεων διαίρεσις πράγματι θεωρεῖται· πράγματι γὰρ ὁ Πέτρος τοῦ Παύλου κεχωρισμένος θεωρεῖται. Ἡ δὲ κοινότης καὶ ἡ συνάφεια καὶ τὸ ἓν λόγῳ καὶ ἐπινοίᾳ θεωρεῖται. Νοοῦμεν γὰρ τῷ νῷ, ὅτι ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος τῆς αὐτῆς εἰσι φύσεως καὶ κοινὴν μίαν ἔχουσι φύσιν· ἕκαστος γὰρ αὐτῶν ζῷόν ἐστι λογικὸν θνητόν, καὶ ἕκαστος σάρξ ἐστιν ἐμψυχωμένη ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ. Αὕτη οὖν ἡ κοινὴ φύσις τῷ λόγῳ ἐστὶ θεωρητή.

Οὐδὲ γὰρ αἱ ὑποστάσεις ἐν ἀλλήλαις εἰσίν· ἰδίᾳ δὲ ἑκάστη καὶ ἀναμέρος, ἤγουν καθ᾿ ἑαυτὴν κεχώρισται, πλεῖστα τὰ διαιροῦντα αὐτὴν ἐκ τῆς ἑτέρας ἔχουσα· καὶ γὰρ καὶ τόπῳ διεστήκασι καὶ χρόνῳ διαφέρουσι καὶ γνώμῃ μερίζονται καὶ ἰσχύι καὶ μορφῇ, ἤγουν σχήματι καὶ ἕξει καὶ κράσει καὶ ἀξίᾳ καὶ ἐπιτηδεύματι καὶ πᾶσι τοῖς χαρακτηριστικοῖς ἰδιώμασι· πλέον δὲ πάντων τῷ μὴ ἐν ἀλλήλαις ἀλλὰ κεχωρισμένως εἶναι. Ὅθεν καὶ δύο καὶ τρεῖς ἄνθρωποι λέγονται καὶ πολλοί. Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ πάσης ἔστιν ἰδεῖν τῆς κτίσεως. Ἐπὶ δὲ τῆς Ἁγίας καὶ ὑπερουσίου καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ ἀλήπτου Τριάδος τὸ ἀνάπαλιν. Ἐκεῖ γὰρ τὸ μὲν κοινὸν καὶ ἓν πράγματι θεωρεῖται διά τε τὸ συναΐδιον καὶ τὸ ταυτὸν τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ θελήματος καὶ τὴν τῆς γνώμης σύμπνοιαν τήν τε τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητος ταυτότητα –οὐκ εἶπον ὁμοιότητα, ἀλλὰ ταυτότητα– καὶ τὸ ἓν ἔξαλμα τῆς κινήσεως· μία γὰρ οὐσία, μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία θέλησις, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία, μία καὶ ἡ αὐτὴ οὐ τρεῖς ὅμοιαι ἀλλήλαις, ἀλλὰ μία καὶ ἡ αὐτὴ κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων.

Ἓν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτόν, τουτέστιν ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως· ἐπινοίᾳ δὲ τὸ διῃρημένον. Ἕνα γὰρ Θεὸν γινώσκομεν, ἐν μόναις δὲ ταῖς ἰδιότησι τῆς τε πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος καὶ τῆς ἐκπορεύσεως κατά τε τὸ αἴτιον καὶ αἰτιατὸν καὶ τὸ τέλειον τῆς ὑποστάσεως, ἤτοι τὸν τῆς ὑπάρξεως τρόπον τὴν διαφορὰν ἐννοοῦμεν. Οὔτε γὰρ τοπικὴν διάστασιν ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν δυνάμεθα ἐπὶ τῆς ἀπεριγράπτου λέγειν θεότητος–ἐν ἀλλήλαις γὰρ αἱ ὑποστάσεις εἰσίν, οὐχ ὥστε συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι κατὰ τὸν τοῦ Κυρίου λόγον· «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί», φήσαντος οὔτε θελήματος διαφορὰν ἢ γνώμης ἢ ἐνεργείας ἢ δυνάμεως ἤ τινος ἑτέρου, ἅτινα τὴν πραγματικὴν καὶ δι᾿ ὅλου ἐν ἡμῖν γεννῶσι διαίρεσιν.

Διὸ οὐδὲ τρεῖς Θεοὺς λέγομεν τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἕνα δὲ μᾶλλον Θεόν, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, εἰς ἓν αἴτιον Υἱοῦ καὶ Πνεύματος ἀναφερομένων, οὐ συντιθεμένων οὐδὲ συναλειφομένων κατὰ τὴν Σαβελλίου συναίρεσιν –ἑνοῦνται γάρ, ὡς ἔφημεν, οὐχ ὥστε συγχεῖσθαι, ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων· καὶ τὴν ἐν ἀλλήλαις περιχώρησιν ἔχουσι δίχα πάσης συναλοιφῆς καὶ συμφύρσεως– οὐδὲ ἐξισταμένων ἢ κατ᾿ οὐσίαν τεμνομένων κατὰ τὴν Ἀρείου διαίρεσιν. Ἀμέριστος γὰρ ἐν μεμερισμένοις, εἰ δεῖ συντόμως εἰπεῖν, ἡ θεότης καὶ οἷον ἐν ἡλίοις τρισὶν ἐχομένοις ἀλλήλων καὶ ἀδιαστάτοις οὖσι μία τοῦ φωτὸς σύγκρασίς τε καὶ συνάφεια.

Ὅταν μὲν οὖν πρὸς τὴν θεότητα βλέψωμεν καὶ τὴν πρώτην αἰτίαν καὶ τὴν μοναρχίαν καὶ τὸ ἓν καὶ ταὐτὸν τῆς θεότητος, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, κίνημά τε καὶ βούλημα καὶ τὴν τῆς οὐσίας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνεργείας καὶ κυριότητος ταυτότητα, ἓν ἡμῖν τὸ φανταζόμενον. Ὅταν δὲ πρὸς τὰ ἐν οἷς ἡ θεότης, ἤ, τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν, ἃ ἡ θεότης καὶ τὰ ἐκ τῆς πρώτης αἰτίας ἀχρόνως ἐκεῖθεν ὄντα καὶ ὁμοδόξως καὶ ἀδιαστάτως, τουτέστι τὰς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, τρία τὰ προσκυνούμενα.

Εἷς Πατὴρ ὁ Πατὴρ καὶ ἄναρχος, τουτέστιν ἀναίτιος· οὐ γὰρ ἔκ τινος. Εἷς Υἱὸς ὁ Υἱὸς καὶ οὐκ ἄναρχος, τουτέστιν οὐκ ἀναίτιος· ἐκ τοῦ Πατρὸς γάρ. Εἰ δὲ τὴν ἀπὸ χρόνου λάβοις ἀρχήν, καὶ ἄναρχος· ποιητὴς γὰρ χρόνων οὐχ ὑπὸ χρόνον. Ἓν Πνεῦμα τό Ἅγιον Πνεῦμα, προϊὸν μὲν ἐκ τοῦ Πατρός, οὐχ υἱϊκῶς δὲ ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς· οὔτε τοῦ Πατρὸς ἐκστάντος τῆς ἀγεννησίας, διότι γεγέννηκεν, οὔτε τοῦ Υἱοῦ τῆς γεννήσεως, ὅτι ἐκ τοῦ ἀγεννήτου· πῶς γάρ; Οὔτε τοῦ Πνεύματος ἢ εἰς Πατέρα μεταπίπτοντος ἢ εἰς Υἱόν, ὅτι ἐκπεπόρευται καὶ ὅτι Θεός· ἡ γὰρ ἰδιότης ἀκίνητος. Ἢ πῶς ἂν ἰδιότης μένοι, κινουμένη καὶ μεταπίπτουσα; εἰ γὰρ Υἱὸς ὁ Πατήρ, οὐ Πατὴρ κυρίως· εἷς γὰρ κυρίως Πατήρ. Καὶ εἰ Πατὴρ ὁ Υἱός, οὐ κυρίως Υἱός· εἷς γὰρ κυρίως
Υἱὸς καὶ ἓν Πνεῦμα Ἅγιον.

Χρὴ γινώσκειν, ὅτι τὸν Πατέρα οὐ λέγομεν ἔκ τινος· λέγομεν δὲ αὐτὸν τοῦ Υἱοῦ Πατέρα. Τὸν δὲ Υἱὸν οὐ λέγομεν αἴτιον οὐδὲ Πατέρα· λέγομεν δὲ αὐτὸν καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱὸν τοῦ Πατρός. Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς λέγομεν καὶ Πνεῦμα Πατρὸς ὀνομάζομεν. Ἐκ τοῦ Υἱοῦ δὲ τὸ Πνεῦμα οὐ λέγομεν. Πνεῦμα δὲ Υἱοῦ ὀνομάζομεν· «εἴ τις γὰρ Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει», φησὶν ὁ θεῖος ἀπόστολος, «οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ». Καὶ δι᾿ Υἱοῦ πεφανερῶσθαι καὶ μεταδίδοσθαι ἡμῖν ὁμολογοῦμεν· «Ἐνεφύσησε» γὰρ, φησί, καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»· ὥσπερ ἐκ τοῦ ἡλίου μὲν ἥ τε ἀκτὶς καὶ ἡ ἔλλαμψις –αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ πηγὴ τῆς τε ἀκτῖνος καὶ τῆς ἐλλάμψεως–, διὰ δὲ τῆς ἀκτῖνος ἡ ἔλλαμψις ἡμῖν μεταδίδοται καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ φωτίζουσα ἡμᾶς καὶ μετεχομένη ὑφ᾿ ἡμῶν. Τὸν δὲ Υἱὸν οὔτε τοῦ Πνεύματος λέγομεν οὔτε μὴν ἐκ τοῦ Πνεύματος.