Translate

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Η εορτή του Αγίου Ανδρέα στην Ι.Μ. Κερκύρας



Την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος ιερούργησε στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα Μανδουκίου.
Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε ότι τα ασίγητα στόματα των Αποστόλων, μάς διακηρύσσουν στο διάβα των αιώνων την Σταυροαναστάσιμη μαρτυρία της Εκκλησίας μας, καθότι εκείνοι είδαν και βίωσαν το απολυτρωτικό έργο του Υιού και Λόγου του Θεού επί της γης, για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου.
Επιπλέον ο κ. Νεκτάριος σημείωσε ότι ο Κύριός μας κάλεσε πρώτον στη χορεία των Μαθητών Του, τον Άνδρέα, αδελφό του Αποστόλου Πέτρου, λέγοντάς του “ έρχου και ίδε “. Ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε και εβάπτισε στην Αχαϊα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, φθάνοντας εως τα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Συγκεκριμένα στην Πάτρα έχτισε ναό και εβάπτισε τη γυναίκα και τον αδελφό του κυριάρχου. Έναντι τούτου ο Απόστολος Ανδρέας καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Το μαρτύριό του είναι το κήρυγμα της αληθείας και της Πίστεως στην οικουμένη.
Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, συνέχισε ο Σεβασμιώτατος, όπου οι άνθρωποι αρκούμενοι στην υλική ευμάρεια θεωρούν την πίστη στο Θεό ως αναχρονιστική πράξη, έρχεται ο Απόστολος Ανδρέας να μας αφυπνίσει και να μας καταδείξει την παρουσία του Τριαδικού Θεού και την κλήση που μας απευθύνει ο Χριστός μας.
Κλείνοντας ο κ. Νεκτάριος ζήτησε από τους πιστούς να οπλιστούν με πίστη και αγάπη στον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό.






ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΗ 300 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ (VIDEO)








Ημερίδα για τον Ευγένιο Βούλγαρη στην Κέρκυρα


Πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τρίτης 29 Νοεμβρίου 2016 στο Πνευματικό Κέντρο της Ι.Μ. Κερκύρας Ημερίδα για τον Ευγένιο Βούλγαρη, αφιερωμένη στη συμπλήρωση 300 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου Κερκυραίου κληρικού, φιλοσόφου και επιστήμονος. Την ημερίδα διοργάνωσαν από κοινού η Ιερά Μητρόπολις Κερκύρας και η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους.
Ανοίγοντας τις εργασίες της ημερίδας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος σημείωσε ότι είναι τιμή για την Κέρκυρα να έχει γόνο της τον Ευγένιο Βούλγαρη, ο οποίος δεν ήταν δυτικόπληκτος, αλλά εκλεκτικός, έχοντας ως γνώμονά του την Ορθόδοξη παράδοση. Προσέλαβε στο στοχασμό του την πρόοδο των φυσικών επιστημών και τις ιδέες του Διαφωτισμού, χωρίς να αρνείται την ανάγκη του ανθρώπου να προοδεύσει, έκρινε όμως τα πάντα με κριτήριο την Ορθοδοξία και την Ελληνικότητα.
Ο Σεβασμιώτατος κατέληξε λέγοντας ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης αποτελεί πρότυπο στην εποχή μας και γι’ αυτό το λόγο η Τοπική Εκκλησία σε συνεργασία με την Μονή Βατοπαιδίου συνδιοργάνωσαν αυτή την ημερίδα για να δείξουν ότι μπορούμε να προχωρήσουμε έχοντας ως πηγή έμπνευσης τέτοιες μορφές.
Εν συνεχεία το λόγο πήρε ο Πανοσιολ. Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, οποίος επεσήμανε ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης αγάπησε ιδιαίτερα την παιδεία και τα γράμματα. Διηκόνησε ως Σχολάρχης στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους και ενέπνευσε τους μαθητές του, χωρίς να είναι σε απόσταση από την πραγματικότητα της εποχής, να βλέπουν τον κόσμο με κριτήριο το θέλημα του Θεού και την ίδια στιγμή να αξιοποιούν γόνιμα κάθε πρόοδο. Εργάστηκε με βάση τις αρχές της Ορθόδοξης παράδοσης που είναι η φιλοξενία, η έγνοια για την προκοπή του άλλου, ο πατριωτισμός, η αξία του λόγου του Θεού, αλλά και της παιδείας γενικά, ενώ οι μαθητές του διέπρεψαν τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη και τη Ρωσία.
Κλείνοντας ο Γέροντας Εφραίμ τόνισε ιδιαίτερα τη σχέση του Ευγένιου Βούλγαρη με τη Μονή Βατοπαιδίου, παραθέτοντας αποσπάσματα από την αλληλογραφία του με Επισκόπους και επεσήμανε ότι η προσωπικότητα του Βούλγαρη τον κατέστησε πόλο έλξης και γνωστό τόσο στους Πατριάρχες όσο και στους θύραθεν σοφούς.
Έπειτα ομίλησε ο Πρωτ. Βασίλειος Καλλιακμάνης, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, με θέμα «Η Ευθανασία κατά τον Ευγένιο Βούλγαρη». Ο ομιλητής τόνισε ότι για τον Ευγένιο Βούλγαρη καλός θάνατος δεν είναι ο ανώδυνος, αλλά αυτός που έρχεται όταν ο άνθρωπος έχει πίστη στην αιωνιότητα. Η αξιοπρέπεια δεν διαφυλάσσεται με την παραίτηση από τη ζωή, αλλά με την ελπίδα στο Θεό που μπορεί να νικήσει την ένταση κάθε πόνου και το φόβο του θανάτου. Τέλος παρέθεσε συγκεκριμένα απσπάσματα από πραγματεία του Ευγένιου Βούλγαρη περί ευθανασίας.
Ακολούθως το λόγο πήρε ο κ. Γεώργιος Παπαθανασόπουλος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο οποίος μίλησε μεταξύ άλλων για τον όρο «ανεξιθρησκία», συγκριτικά ανάμεσα στην αγγλική και γαλλική φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού, τον οποίο όρο καθιέρωσε ο Βούλγαρης, δεινός φιλόλογος και λεξιπλάστης.
Εν συνεχεία μίλησε ο κ. Δημήτριος Μεταλληνός, διδάσκων του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο οποίος έκανε διάκριση του Διαφωτισμού σε διαφωτισμούς, με ιδιαίτερη αναφορά σε εκείνον της Αγγλίας και τις επιδράσεις του, συσχετίζοντάς τον με το έργο και τη σκέψη του Ευγένιου Βούλγαρη.
Τέλος το λόγο πήρε ο κ. Κωνσταντίνος Θύμης, Θεολόγος- Ιστορικός, Γραμματέας της Ι.Μ. Κερκύρας, ο οποίος αναφερόμενος στον Ευγένιο Βούλγαρη, ανέδειξε τη σχέση του με την Κέρκυρα ως γενέτειρά του, τους επηρεασμούς που δέχθηκε κατά τα χρόνια που έζησε σε αυτήν και τη βαθύτατη εκτίμηση που έδειχνε στον “αγαπητόν του διδάσκαλον Ιερομόναχο Ιερεμία Καββαδία». Τέλος, λόγω της ημέρας, αναφέρθηκε στο λόγο του Βούλγαρη στον Άγιο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο που εκφώνησε κατά τη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Νοεμβρίου 1759.
Χαιρετισμό απηύθυναν η αντιδήμαρχος Κέρκυρας κα Μαρία Μουζακίτη, ο Περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης Ιονίων Νήσων κ. Κώστας Γκούσης και ο πρώην βουλευτής Κέρκυρας κ. Στέφανος Γκίκας.
Την εκδήλωση έκλεισε προβολή ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου λογίου.













Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Ζωντανή σύνδεση από την Θ. Λειτουργία στον Αγ. Ανδρέα στη Πάτρα





Η περί του Αγίου Πνεύματος Διδασκαλία


Η περί του Αγίου Πνεύματος Διδασκαλία
Τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ

Ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, ἀπέκτησε τήν εὔνοιά του καί ἀξιώθηκε νά συζητήση πολύ μαζί του γύρω ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τή συζήτησί του αὐτή κατέγραψε σέ σημειώσεις, οἱ ὁποῖες παρέμειναν στή μονή Ντιβέγιεβο περισσότερο ἀπό ἑξῆντα χρόνια. Τό 1902 τίς παρέλαβε ὁ Σ.Α. Νεῖλος ἀπό τή γερόντισσα Ἑλένα Νικαλάεβνα, χήρα τοῦ Μοτοβίλωφ, καί μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης Μαρίας τίς ἔφερε στό φῶς τῆς δημοσιότητος τό 1903 στά «Μοσχοβίτικα χρ ονικά» τοῦ Ἰουλίου μέ τόν τίτλο: «Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόταν φανερά στόν πατέρα Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στή συζήτησί του γιά τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».
Ἀργότερα οἱ σημειώσεις αὐτές ἀναδημοσιεύθηκαν ἀπό τόν Λ. Ντενίσωφ στό βιβλίο του «Ὁ βίος τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ» καί ἀπό τόν πατέρα Π. Φλορένσκυ στό ἔργο του «Στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας».


Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας


Ἦταν Πέμπτη, γράφει ὁ Μοτοβίλωφ. Ἡμέρα συννεφιασμένη. Τό χιόνι στή γῆ εἶχε ἀνεβῆ στούς 25 πόντους, ἐνῶ ἀπό τόν οὐρανό ἐξακολουθοῦσαν νά πέφτουν πυκνές νιφάδες, ὅταν ὁ πατήρ Σεραφείμ ἄρχισε νά συζητᾶ μαζί μου. Μέ ἔβαλε νά καθήσω στόν κορμό ἑνός δένδρου πού μόλις εἶχε κόψει, καί ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν μέσα στό δάσος, κοντά στό ἐρημητήριό του, πάνω στόν λόφο πού κατέληγε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.

— Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπό τά
παιδικά σας χρόνια ἐπιθυμούσατε πολύ νά μάθετε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καί εἴχατε ρωτήσει πολλές φορές μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες.

— Πράγματι, ἀπάντησα, ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν μέ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτός ὁ λογισμός καί εἶχα ἀπευθυνθῆ σέ πολλούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν μέ ἱκανοποιοῦσαν.

— Μάλιστα, συνέχισε ὁ πατήρ Σεραφείμ. Κανείς σέν σᾶς εἶχε δώσει ὁριστική ἀπάντησι. Νά ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἔλεγαν: Νά πηγαίνεις στήν ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι στόν Θεό, νά τηρῆς τίς ἐντολές Του, νά κάνεις τό καλό. Ὡρισμένοι δυσανασχετοῦσαν μαζί σας καί σᾶς ἔλεγαν ὅτι ἀσχολεῖσθε μέ μία περιέργεια πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. «Μή ζητᾶς πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου», συμπλήρωναν. Κανείς ὅμως δέν σᾶς ἔδωσε τή σωστή ἀπάντησι. Ὁρίστε λοιπόν, ἐγώ ὁ πτωχός Σεραφείμ θά σᾶς ἐξηγήσω τώρα ποιός εἶναι πράγματι αὐτός ὁ σκοπός:

Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί κάθε χριστιανικό ἔργο, ὅσο κι ἄν εἶναι καλό καθ᾽ ἑαυτό, δέν ἀποτελεῖ τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ἀλλά χρησιμεύει σάν μέσο γιά τήν ἐπιτυχία του. Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζω ῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος




Τά καλά ἔργα


Πρέπει νά γνωρίζετε, ἀγαπητέ, πώς μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ἕνα καλό ἔργο φέρνει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τό καλό βέβαια, κι ἄν ἀκόμη δέν ἔχει γίνει γιά τόν Χριστό, δέν παύει νά εἶναι καλό. Ἡ Γραφή λέει: «Ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι» (Πράξ. ι´ 35). Πόσο εὐάρεστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐργάζεται τή δικαιοσύνη, φαίνεται στήν περίπτωσι τοῦ ἑκατοντάρχου Κορνηλίου στήν εὐαγγελική ἱστορία. Ὁ Κορνήλιος ἦταν θεοφοβούμενος καί πολύ ἐλεήμων. Σ᾽ αὐτόν λοιπόν, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Πέμψον εἰς Ἰόππην καί μετακάλεσαι Σίμωνα ὅς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως... ὅς παραγενόμενος λαλήσει σοι» (Πράξ. ι´ 32). Ὁ Πέτρος μίλησε στόν Κορνήλιο γιά τήν αἰώνια ζωή καί πίστεψε κι αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του.

Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὅλα τά θεϊκά Του μέσα, γιά νά δώση τήν εὐκαιρία σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, σάν ἀμοιβή γιά τά καλά του ἔργα,
νά μή στερηθῆ τήν αἰώνια μακαριότητα.

Ἀπό τήν εὐαγγελική αὐτή διήγησι συμπεραίνουμε πώς ὁ Κύριος, ὅσον ἀφορᾶ τά καλά ἔργα πού δέν γίνονται γι᾽ Αὐτόν, περιορίζεται στό νά μᾶς δώση τά μέσα γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε. Καί ἀπό ἐμᾶς πλέον ἐξαρτᾶται, ἄν θά τά ἀξιοποιήσουμε ἤ ὄχι. Νά γιατί εἶπε ὁ Κύριος στούς Ἑβραίους: «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. θ´ 41).

Ὅταν λοιπόν κάποιος ἀγαθοεργῆ σάν τόν Κορνήλιο ὄχι γιά τόν Χριστό, ἀλλά κατόπιν πιστέψη σ᾽ Αὐτόν, τότε τά καλά του ἔργα εἶναι σάν νά ἔγιναν γιά τόν Χριστό. Ἄν ὅμως δέν πιστέψη στόν Χριστό, δέν ἔχει δικαίωμα νά παραπονεθῆ ὅτι τά καλά του ἔργα δέν καρποφόρησαν. Γιατί τό καλό ἔργο ἀποβαίνει ὠφέλιμο μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ὁπότε καί στή μέλλουσα ζωή μᾶς ἐξασφαλίζει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά καί στήν παροῦσα μᾶς γεμίζει μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί καθώς ἔχει γραφῆ:«Οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα» (Ἰωάν. γ´ 34).

Ἔτσι εἶναι φιλόθεε. Ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἡ ἐλεημοσύνη καί τά ἄλλα καλά ἔργα, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μόνο μέσα γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

— Τί σημαίνει ἀπόκτησις; ρώτησα τόν στάρετς. Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω.

— Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Γνωρίζω τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζεις τή σημασία τῆς λέξεως «ἀποκτῶ» μέ τή κοσμική ἔννοια; Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἀπόκτησις χρημάτων, ἐνῶ τῶν εὐγενῶν — ἐκτός ἀπό τά χρήματα — καί ἡ ἀπόκτησις τιμῶν, διακρίσεων, καί ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιά τίς ὑπηρεσίες τους στό κράτος.

Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάτι παρόμοιο, μόνο πού εἶναι εὐλογημένο καί αἰώνιο. Ἀποκτᾶται μέ τούς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τό χρηματικό κεφάλαιο ἤ τά διάφορα ἀξιώματα.

Ὁ Θεός Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, παρωμοίασε τή ζωή μας μέ ἀγορά καί τά ἔργα μας μέ ἐμπορευόμενα πράγματα καί μᾶς λέει: «Πραγματεύσασθ ε ἐν ᾧ ἔρχομαι»(Λουκ. ιθ´ 13),
«ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. ε´16). Δηλαδή, ἐκμεταλλευθῆτε τό χρόνο σας, ὥστε μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά νά ἀποκτήσετε τά οὐράνια. Ἐπίγεια ἐμπορεύματα εἶναι τά καλά ἔργα πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί μᾶς ἐξασφαλίζουν τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς Αὐτό δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐγκαθίσταται μόνο Του στίς ψυχές μας. Γιά νά κατοικήση ὅμως καί νά συμπαραμείνη μέ τό δικό μας πνεῦμα, πρέπει προηγουμένως νά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά τό ἀποκτήσουμε. Τότε ἐκεῖνο θά προετοιμάση στήν ψυχή καί στό σῶμα μας τήν κατοικία Του, σύμφωνα μέ τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐνοικήσω ἐν ὑ μῖν καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (πρβλ. Λευϊτ. κστ´ 12).

Ἡ προσευχή


Κάθε ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό μᾶς δίνει τή χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Περισσότερο ὅμως ἀπ ὅλες μᾶς τή δίνει ἡ προσευχή, γιατί αὐτή τήν ἔχουμε πάντοτε στά χέρια μας σάν ἕνα εὔχρηστο πνευματικό ὅπλο. Θά θέλατε π.χ. νά πᾶτε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ ἡ ἀκολουθία νά ἔχη τελειώσει. Θά θέλατε νά δώσετε κάτι στόν ἐπαίτη, ἀλλά ἐπαίτης δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ νά μήν ἔχετε νά τοῦ δώσετε. Θά θέλατε ἴσως νά φυλάξετε παρθενία, ἀλλά εἴτε ἡ ἰδιοσυγκρασία σας εἴτε ἡ πίεσις τῶν τεχνασμάτων τοῦ ἐχθροῦ ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ἀδυναμία σας δέν σᾶς ἀφήνουν νά ἀντισταθῆτε καί νά ἐκπληρώσετε αὐτή τήν ἐπιθυμία σας. Θά θέλατε ἀκόμη νά κάνετε καί κάποια ἄλλη ἀρετή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ἔχετε δυνάμεις ἤ δέν δίδεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία.

Μέ τήν προσευχή ὅμως δέν συμβαίνει τό ἵδιο. Γι᾿ αὐτή ὑπάρχει πάντοτε καί γιά τόν καθένα ἡ δυνατότης: γιά τόν πλούσιο καί τόν πτωχό, τόν ἰσχυρό καί τόν ἀδύνατο, τόν διάσημο καί τόν ἄσημο, τόν ὑγιῆ καί τόν ἀσθενῆ, τόν δίκαιο καί τόν ἁμαρτωλό. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς. Αὐτή περισσότερο ἀπ ὅλα μᾶς παρέχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτήν εὐκολώτερα ἀπ ὅλα μπορεῖ καθένας νά τήν ἐπιτελέση. Μέ τήν προσευχή ἀξιωνόμαστε νά συζητᾶμε μέ τόν Πανάγαθο Θεό καί Σωτῆρα μας. Πρέπει ὅμως νά προσευχώμαστε μόνο μέχρις ὅτου ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς ἐπισκεφθῆ μέ τή χάρι Του στό μέτρο πού Αὐτός γνωρίζει. Καί ὅταν Αὐτός εὐδοκήση νά μᾶς ἐπισκεφθῆ, τότε πρέπει νά σταματήσουμε τήν προσευχή. Γιατί νά τοῦ λέμε «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν», ἀφοῦ ἤδη βρίσκεται μέσα στίς ψυχές μας;


Οἱ ἄλλες ἀρετές


— Μέχρι τώρα, μπάτουσκα, μιλήσατε μόνο γιά τήν προσευχή. Τί θά λέγατε γιά τίς ἄλλες ἀρετές πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;

— Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖτε νά τήν ἀποκτήσετε καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπορευθῆτε ἀπό τίς ἀρετές ἐκεῖνες ποῦ σᾶς δίνουν περισσότερο
κέρδος. Συγκεντρῶστε κεφάλαιο ἀπό τά εὐλογημένα κέρδη τῆς θείας χάριτος καί νά τά καταθέσετε στό αἰώνιο ταμιευτήριο, πού θά σᾶς ἀποφέρη τόκο σέ κάθε πνευματικό ρούβλι ὄχι 4 ἤ 6%, ἀλλά 100%, καί ἀναρίθμητες φορές περισσότερο.

Ἄν π.χ. σᾶς δίνη περισσότερη χάρι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Ἄν σᾶς δίνη περισσότερη ἡ νηστεία, νηστεύετε. Ἄν σᾶς δίνη ἡ ἐλεημοσύνη, δῶστε ἐλεημοσύνη. Παρόμοια σκεφθῆτε καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό.

Ἔτσι νά ἐμπορεύεσθε πνευματικά μέ τίς ἀρετές. Κι ἀφοῦ ἀποκτήσετε μ αὐτόν τόν τρόπο τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά τή μοιράσετε σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, παίρνοντας παράδειγμα ἀπό τό ἀναμμένο κέρι. Αὐτό, ἄν καί εἶναι ἀναμμένο μέ γήϊνο φῶς, ἀνάβει καί ἄλλα κεριά, φωτίζει καί ἄλλα μέρη, χωρίς νά λιγοστεύη τό δικό του φῶς. Ἄν γίνεται ἔτσι μέ τό γήϊνό φῶς, τί νά ποῦμε τότε γιά τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ;




Προσέγγισις μέ τίς αἰσθήσεις


— Mπάτουσκα, μιλᾶτε διαρκῶς γιά τήν ἀπόκτησι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Πῶς
ὅμως καί ποῦ μπορῶ νά τό δῶ; Τά καλά ἔργα φαίνονται. Θά μποροῦσα ἄραγε νά δῶ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα; Πῶς μπορῶ νά γνωρίζω, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μαζί μου ἤ ὄχι;

— Στίς ἡμέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενική ψυχρότης πρός τήν ἁγία πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἀδιαφορία πρός ὅσα ἐνεργεῖ ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μᾶς φέρη κοντά Του. Ἡ ψυχρότης καί ἡ ἀδιαφορία αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μᾶς ἀπεμάκρυναν σχεδόν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή. Μᾶς φαίνονται τώρα κάπως παράξενα τά λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως π.χ. ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ προφήτης Μωϋσῆς γιά τούς πρωτοπλάστους: «Ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ...» (Γεν. γ´ 8), ἤ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Κωλυθέντες ὑπ ό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τόν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς » (Πράξ. ιστ´ 7-10).

Συχνά ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί ὑποστηρίζουν καί λένε: «Τά χωρία αὐτά εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἴδια τους τά μάτια νά δοῦν τόν Θεό;» Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δέν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπό τό ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς πρωταρχικῆς
χριστιανικῆς γνώσεως, καί μέ τήν πρόφασι τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως μπήκαμε σέ τέτοιο σκοτάδι ἀγνοίας, ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ἐκεῖνα πού γιά τούς παλαιούς ἦσαν τόσο κατανοητά. Καί στίς καθημερινές ἀκόμη συζητήσεις τους ἡ ἔννοια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν γι αὐτούς κάτι παράξενο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ἔβλεπαν τόν Θεό καί τή χάρι τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος στόν ὕπνο καί στούς ρεμβασμούς τους οὔτε σέ μία φανταστική καί ἀρρωστημένη ἔκστασι, ἀλλά φανερά καί ἀληθινά.

Σήμερα δυστυχῶς γίναμε πολύ ἀδιάφοροι γιά τή σωτηρία μας, μέ ἀποτέλεσμα νά δίνουμε λανθασμένη ἑρμηνεία σέ πολλά ἁγιογραφικά χωρία. Αὐτό συμβαίνει γιατί δέν ζητᾶμε τή χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν τῆς ἐπιτρέπουμε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ νά κατοικήση στήν ψυχή μας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἔχουμε τόν πραγματικό φωτισμό. Ὁ Κύριος στέλνει τόν φωτισμό Του μόνο στίς καρδιές πού μέ ὅλη τους τή δύναμι καρτεροῦν καί διψοῦν τήν ἀλήθεια.

Ἡ θεία χάρις στά μυστήρια


Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος, ὅταν σφραγίζωνται στά κυριώτερα μέλη τοῦ σώματος, καθώς ὁρίζει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάριτος.

Στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος ἀναφέρεται: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐμεῖς οἱ χοϊκοί, φιλόθεε, βάζουμε τή σφραγῖδα μας σέ σκεύη πού κρύβουν κάτι πολύτιμο. Τί πολυτιμότερο ὅμως ὑπάρχει ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μᾶς δίνονται ἄνωθεν κατά τό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος;

Ἄν δέν ἁμαρτάναμε ποτέ μετά τή βάπτισί μας, θά παραμέναμε αἰωνίως ἅγιοι, ἄσπιλοι, ἀπηλλαγμένοι ἀπό κάθε σωματικό καί ψυχικό μολυσμό καί εὐάρεστοι στόν Θεό. Δυστυχῶς ὅμως αὐξανόμενοι στήν ἡλικία δέν αὐξανόμεθα καί στή σοφία ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντιθέτως σιγά‑σιγά διαφθειρόμεθα, χάνουμε τή θεία χάρι καί ἁμαρτάνουμε μέ ποικίλες καί βαρειές ἁμαρτίες.

Ἄν παρακινηθῆ κάποιος ἀπό τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀποφασίση νά ἀφιερώση τή ζωή του σ Αὐτόν, πρέπει νά μετανοήση εἰλικρινά γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί νά ἐπιδοθῆ στίς ἀντίθετες ἀρετές. Μέ τήν ἐξάσκησι τῶν ἀρετῶν αὐτῶν θά ἀποκτήση τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα μας καί θεμελιώνει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δίδεται κατά τό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάμπει στήν καρδιά μας σάν ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Λάμπει παρ ὅλες τίς ἁμαρτωλές μας πτώσεις, παρ ὅλο τό σκοτάδι πού περιβάλλει τήν ψυχή μας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν ὁ ἁμαρτωλός ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς
μετανοίας, ἐξαλείφει ἐντελῶς καί τά ἴχνη ἀκόμη τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἐνδύει τόν πρώην ἔνοχο πάλι μέ τήν ἄφθαρτη στολή, τήν ὑφασμένη μέ τή χάρι Του, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὁποίας—σάν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς—σοῦ μιλῶ τόση ὥρα.


Τό ἄκτιστο φῶς


Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φῶς πού φωτίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Κύριος συχνά φανέρωνε ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶχε ἁγιάσει καί φωτίσει. Θυμήσου τόν Μωϋσῆ μετά τή συζήτησι πού εἶχε στό Σινᾶ μέ τό Θεό. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν, γιατί ἀκτινοβολοῦσε μέ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς πού τόν περιέβαλλε. Ἀναγκαζόταν λοιπόν νά ἐμφανίζεται στούς Ἰσραηλῖτες μέ τό πρόσωπο καλυμμένο.

Θυμήσου ἀκόμη τή θεία Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος στό ὄρος Θαβώρ. «Καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών» (Μαρκ. θ´ 3), καί «ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ´ 6). Ὅ ταν ἐμφανίσθηκαν κοντά στόν Κύριο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας,
«ἐπεσκίασεν αὐτούς νεφέλη φωτεινή». Ἡ χάρις λοιπόν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος φανερώνεται μέ ἕνα ἀνέκφραστο φῶς.

— Πῶς εἶναι δυνατόν, ρώτησα τόν μπάτουσκα, νά καταλάβω ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;

— Εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, μοῦ ἀπήντησε. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλᾶ σ ἐκείνους πού ἀποκτοῦν τή γνῶσι. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν αὐτή τή γνῶσι, γι᾿ αὐτό πάντοτε καταλάβαιναν ἄν βρισκόταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μαζί τους ἤ ὄχι. Ποτισμένοι λοιπόν μέ τή γνώσι καί βλέποντας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους, ἔλεγαν μέ βεβαιότητα ὅτι τό ἔργο τους εἶναι ἅγιο καί κατά πάντα εὐάρεστο στόν Θεό. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἔγραφαν στίς ἐπιστολές τους: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ιε´ 28), κ αί μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις συνιστοῦσαν τίς ἐπιστολές τους σάν ἀδιάψευστη ἀλήθεια γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔνοιωθαν αἰσθητά μέσα τους τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Βλέπεις λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλό;

— Παρ ὅλα ταῦτα δέν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νά εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς μπορῶ νά ἀντιλαμβάνωμαι τήν πραγματική Του ἐπιφοίτησι;
— Σᾶς εἶπα ἤδη, φιλόθεε, ὅτι εἶναι κάτι πολύ ἁπλό καί σᾶς διηγήθηκα λεπτομερῶς πῶς οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πῶς πρέπει νά καταλαβαίνουμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τί ἄλλο θέλεις λοιπόν;

— Θέλω νά τό κατανοήσω αὐτό πολύ καλά, ἀπήντησα.

Τότε ὁ πατήρ Σεραφείμ μέ ἔπιασε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί μοῦ εἶπε:

— Τώρα βρισκόμαστε καί οἱ δύο μέσα στό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί δέν μέ κοιτᾶς;

— Δέν μπορῶ νά κοιτάξω, γιατί ἀπό τά μάτια σας βγαίνουν λάμψεις. Τό πρόσωπό σας ἔγινε λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο καί τά μάτια μου πονοῦν.

— Μήν ταράζεσαι. Εἶσαι τώρα κι ἐσύ φωτεινός σάν κι ἐμένα. Βρίσκεσαι κι ἐσύ στήν πληρότητα τοῦ θείου Πνεύματος, διαφορετικά δέν θά μποροῦσες νά μέ δῆς σ αὐτή τήν κατάστασι.

Καί σκύβοντας ἀργά μοῦ εἶπε στό αὐτί:

— Εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τό ἀνέκφραστο σ ἐσένα ἔλεός Του. Θά πρόσεξες ὅτι οὔτε κἄν σταυροκοπήθηκα, παρά μόνο προσευχήθηκα νοερά μέ τήν καρδιά μου καί εἶπα: «Κύριε, ἀξίωσέ τον νά δῆ φανερά καί μέ τά σωματικά του μάτια τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Πνεύματος Σου, μέ τήν ὁποία ἀξιώνεις τούς δούλους Σου, ὅταν εὐδοκήσης νά τούς φανερωθῆς μέ τό φῶς τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης Σου».Καί νά, ἀγαπητέ ὁ Κύριος ἱκανοποίησε ἀμέσως τήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νά μήν τόν εὐγνωμονοῦμε καί οἱ δύο γιά τήν ἀνέκφραστη δωρεά Του! Μέ τή μορφή αὐτή σπανίως φανερώνει ὁ Κύριος τό ἔλεος Του καί στούς μεγάλους ἀκόμη ἐρημῖτες. Αὐτή ἡ θεία χάρις σάν φιλόστοργη μητέρα εὐδόκησε νά παρηγορήση τή συντετριμμένη καρδιά σου ὕστερα ἀπό τή μεσιτεία τῆς ἴδιας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως, ἀγαπητέ μου, δέν μέ κοιτᾶς στά μάτια; Κοίταξέ με χωρίς νά φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας!

Ὕστερα ἀπό τά λόγια αὐτά ἔρριξα μία ματιά στό πρόσωπό του καί μέ κατέλαβε ἀκόμη μεγαλύτερο δέος. Φαντάσου πώς συζητᾶς μέ κάποιον τό μεσημέρι, ἐκτεθειμένος στίς πιό καυτερές ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καί τόν κοιτάζεις στό πρόσωπο. Βλέπεις τά χείλη του νά κινοῦνται, βλέπεις τήν ἀλλοιωμένη ἔκφρασι τῶν ματιῶν του, ἀκοῦς τή φωνή του, αἰσθάνεσαι ὅτι κάποιος σέ κρατᾶ ἀπό τούς ὤμους, ἀλλά δέν βλέπεις οὔτε τά χέρια οὔτε τό σχῆμα του, μά οὔτε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Βλέπεις μόνο ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς, ποῦ ξεχύνεται μερικά βήματα τριγύρω καί χαρίζει τή λάμψι του στό πέπλο τοῦ
χιονιοῦ πού καλύπτει τό ξέφωτο, καί στίς νιφάδες πού πέφτουν πάνω σ ἐμένα καί στόν μεγάλο στάρετς. Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ κανείς ἐκείνη τήν κατάστασι, στήν ὁποία βρισκόμουν τότε!


Οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος


— Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μέ ρώτησε ὁ πατήρ Σεραφείμ.


— Πολύ εὐχάριστα!

— Πές μου συγκεκριμένα τί νοιώθεις.

— Nοιώθω τέτοια γα λήνη καί εἰρήνη στήν ψυχή μου πού μέ κανένα λόγο δέν μπορῶ νά τήν ἐκφράσω

— Αὐτό, φιλόθεε, εἶναι ἐκείνη ἡ εἰρήνη γιά τήν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος στούς μαθητάς Του: «Εἰρήνη τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν∙ οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ´ 27). «Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰωάν. ιε´ 19). «Ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ´ 33). Σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μισητοί στόν κόσμο, ἀλλά ἐκλεκτοί ἀπό τόν Χριστό, δίνει ὁ Κύριος αὐτή τήν εἰρήνη πού νοιώθεις τώρα ἐσύ μέσα σου. Αὐτή εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θ εοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ´ 7) σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τί ἄλλο ασθάνεσαι;

— Ἀσυνήθιστη χαρά σ᾿ ὅλη τήν καρδιά μου.

— Ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, συνέχισε ὁ μπάτουσκα, κατέρχεται στόν ἄνθρωπο καί τόν περιβάλλη μέ τήν πληρότητα τῆς ἐνεργείας Του, τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μέ μία ἀνέκφραστη χαρά, γιατί τό Ἅγιον Πνεῦμα κάνει τά πάντα χαροποιά, ὅπου κι ἄν ἐγγίση. Αὐτή εἶναι ἡ χαρά, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος λέει στό Εὐαγγέλιο: «Ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε· πάλιν δέ ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ´ 21- 22). Μά ὅσο καί ἄν εἶναι παρήγορη ἡ χαρά αὐτή, πού τώρα νοιώθεις στήν καρδιά σου, δέν εἶναι τίποτε συγκριτικά μ᾿ ἐκείνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Κύριος «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α´ Κορινθ. β´ 9). Τώρα σ᾿ ἐμᾶς δίδεται ἡ πρόγευσις αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Κι ἄν τώρα νοιώθουμε τόση γλυκύτητα καί εὐφροσύνη στήν καρδιά μας, τί θά ποῦμε τότε γιά τή χαρά ἐκείνη, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ στόν οὐρανό γι᾿ αὐτούς πού κοπιάζουν ἐδῶ στή γῆ; Ἀλλά κι ἐσύ, ἀγαπητέ
μου, ἀρκετά ὑπέφερες στή ζωή σου. Κοίταξε ὅμως τώρα μέ ποιά χαρά σέ παρηγορεῖ ὁ Κύριος στήν παροῦσα ἀκόμη ζωή! Τί ἄλλο νοιώθεις;

— Ἀσυνήθιστη θερμότητα, ἀπήντησα.

— Μά πῶς ἀγαπητέ μου; Εἴμαστε καθισμένοι χειμῶνα καιρό στήν αὐλή τοῦ κελλιοῦ μέσα στό δάσος, πατᾶμε στό χιόνι, ἀπό τόν οὐρανό συνεχίζουν νά πέφτουν νιφάδες καί μᾶς ἔχουν σκεπάσει πάνω ἀπό ἕνα βερσόκ. [Ἕνα βερσόκ=4,4 ἑκατοστά.] Τί θερμότητα μπορεῖ νά αἰσθάνεσαι;

— Αἰσθάνομαι τέτοια θερμότητα, σάν κι ἐκείνη πού δημιουργεῖται μέσα σ᾿ ἕνα λουτρό, ὅταν ρίξουν νερό στήν πέτσκα κι ἀρχίση νά βγαίνη σάν στῦλος ὁ ἀτμός.

— Μήπως αἰσθάνεσαι καί τή μυρωδιά του; ρώτησε ὁ στάρετς.

— Ὄχι, ἀπήντησα. Ἐπάνω στή γῆ δέν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ μητέρα μου, ἐπειδή μοῦ ἄρεσε ὁ χορός καί πήγαινα στίς χοροεσπερίδες, μέ ράντιζε μέ ἀρώματα, τά ὁποῖα ἀγόραζε ἀπό τά καλύτερα καταστήματα μόδας τῆς πόλεως Καζάν. Ἀλλά κι ἐκεῖνα δέν ἀνέδιδαν τέτοια εὐωδία.

— Τό γνωρίζω. Εἶναι ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς τό λές. Σέ ρώτησα ὅμως ἐπίτηδες γιά νά δῶ ἄν αἰσθάνεσαι κι ἐσύ τό ἴδιο. Πράγματι. Ἡ πιό εὐχάριστη εὐωδία πάνω στή γῆ δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή πού νοιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ποιά ἐπίγεια εὐωδία μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή;

Μοῦ εἶπες ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότης ὅπως καί στό λουτρό. Κοίταξε ὅμως! Τό χιόνι ἐπάνω μας δέν ἔχει λειώσει, ἐνῶ ἀπό τό οὐρανό ἐξακολουθεῖ νά πέφτη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θερμότης δέν βρίσκεται στόν ἀέρα, ἀλλά μέσα μας. Εἶναι ἐκείνη ἡ θερμότης, γιά τήν ὁποία μᾶς προτρέπει τό Ἅγιον Πνεῦμα νά ἀναφωνοῦμε πρός τόν Κύριο: «Μέ τή θερμότητα τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου θέρμανέ με»!

Μ᾿ αὐτή θερμαίνονταν οἱ ἐρημῖτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί ἀψηφοῦσαν τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος. Ἔνοιωθαν σάν νά ἦσαν ντυμένοι μέ ζεστές γοῦνες. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί σ᾿ ἐμᾶς, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρις, καθώς εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21). Λέγοντας ἐδῶ βασιλεία, ὑπονοεῖ ὁ Κύριος τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ


Νά λοιπόν! Αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας
καί μᾶς φωτίζει ἐξωτερικά, μᾶς θερμαίνει καί γεμίζει μέ κάθε εἴδους εὐωδία τόν ἀέρα πού μᾶς περιβάλλει. Ἐπίσης εὐφραίνει τίς αἰσθήσεις μας μέ τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί γεμίζει τήν καρδιά μας μέ ἀνέκφραστη χαρά. Γιά τήν κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε τώρα, ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐ γάρ ἐστιν βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ´ 17). Ἡ πίστις μας συνίσταται «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως» (Α´ Κορινθ. β´ 4).

Σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάστασι βρισκόμαστε τώρα κι ἐμεῖς. Γι᾿ αὐτή κυρίως ὁ Χριστός εἶπε:« Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μαρκ. θ´ 1).

Νά λοιπόν, ἀγαπητέ μου, κοίταξε τί ἀνέκφραστη χαρά μᾶς ἀξίωσε νά δοκιμάσουμε τώρα ὁ Κύριος! Νά τί σημαίνει νά βρισκώμαστε στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει κάπου τό ἑξῆς: «Βρισκόμουν ὁ ἴδιος στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μέ αὐτή τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερπλήρωσε τώρα ὁ Κύριος κι ἐμᾶς τούς πτωχούς. Νομίζω λοιπόν πώς δέν ὑπάρχει πλέον λόγος νά ρωτᾶς περισσότερα γιά τό πῶς βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Θά θυμᾶσαι ἄραγε τό ἀνέκφραστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε σήμερα σ᾿ ἐμᾶς;

— Δέν γνωρίζω, μπάτουσκα, ἄν θά μέ ἀξιώση ὁ Θεός νά τό θυμᾶμαι τόσο ζωντανά καί καθαρά, ὅπως τό αἰσθάνομαι τώρα.

— Ἐγώ νομίζω, παρετήρησε ὁ στάρετς, ὅτι ὁ Κύριος θά σέ βοηθήση νά συγκρατήσης γιά πάντα αὐτή τή φανέρωσι στή μνήμη σου.

Διαφορετικά, δέν θά ἀπαντοῦσε ἡ ἀγαθότης Του τόσο ἀστραπιαῖα στήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πολύ περισσότερο, γιατί ἡ γνῶσις αὐτή δέν δόθηκε σ᾿ ἐσένα μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ὥστε κι ἐσύ νά στερεωθῆς στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί τούς ἄλλους νά ὠφελήσης.

Ὅσον ἀφορᾶ τό γεγονός ὅτι ἐγώ εἶμαι μοναχός, ἐνῶ ἐσύ λαϊκός, αὐτό δέν πρέπει νά τό σκέπτεσαι. Ὁ Θεός ζητᾶ ὀρθή πίστι σ᾿ Αὐτόν καί στόν μονογενῆ Του Υἱό. Καί τότε προσφέρει ἀπό τόν οὐρανό πλούσια τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.

«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος,
κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του.
«Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18).

Ὁ Κύριος εἰσακούει ἐξ ἴσου τόν μοναχό καί τόν λαϊκό, ἀρκεῖ νά εἶναι καί οἱ δύο ὀρθόδοξοι, νά ἀγαποῦν τόν Θεό ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους καί νά ἔχουν πίστι σ᾿ Αὐτόν, ἔστω σάν τόν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ. Ἄν συμβαίνουν αὐτά, τότε καί οἱ δύο θά μετακινήσουν ὄρη. «Διώξεται εἷς χ ιλίους καί δύο μετακινήσουσι μυριάδας» (Δευτερ. λβ´ 30).

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ´
23), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ´ 12). Ὁ Κύριος λέει γιά ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν: «Ὁ πιστεύων εἰ ς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. ιδ´ 12). Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Ἰωάν. ιστ´ 24).

Ὅσα λοιπόν, φιλόθεε, ζητήσης ἀπό τόν Κύριο, ὅλα θά τά λάβης, ἀρκεῖ μόνο αὐτό πού θά ζητήσης νά εἶναι γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον, γιατί καί τήν ὠφέλεια πρός τόν πλησίον ὁ Θεός πρός δόξαν Του τή δέχεται. Γι᾿ αὐτό καί λέει: «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40). Μήν ἀμφιβάλλης καθόλου γιά τό ἄν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τά αἰτήματά σου, ἀρκεῖ, ὅπως εἴπαμε, νά γίνωνται πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλεια τοῦ πλησίον.

Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ζητήσης κάτι γιά προσωπική σου ἀνάγκη ἤ ὠφέλεια, πολύ σύντομα καί πρόθυμα θά σοῦ τό στείλη ὁ Κύριος, ἀρκεῖ νά σοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ὅσους τόν ἀγαποῦν καί εἶναι ἀγαθός σέ ὅλους. «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ´

ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ π. ΑΘΑΝΆΣΙΟ ΤΣΙΤΣΑ

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ο Μητροπολίτης Κερκύρας στον Άγιο Κωνσταντίνο Βόλου



Την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος ιερούργησε στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στο Βόλο.
Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην Ευαγγελική περικοπή της ημέρας, όπου ο Κύριος ερωτώμενος από έναν πλούσιο, τί χρειάζεται να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνιο ζωή, Εκείνος τον προτρέπει να πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα και να Τον ακολουθήσει. Ένα παράδειγμα τέτοιας κλήσεως αποτελεί ο Μέγας Αντώνιος, ο οποίος και πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και ασκήτευσε στην έρημο, για να ενωθεί με τον εράσμιο της ψυχής του. Όμως η προτροπή αυτή του Ιησού Χριστού απευθύνεται σε όλους μας. Μας καλεί να αποτινάξουμε κάθε τι που μας εμποδίζει, στην πορεία μας προς τον ουρανό. Το θέμα της ακτημοσύνης δεν έγκειται μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά και στους λογισμούς. Επ’ουδενί αυτό δεν σημαίνει να μην σκεφτόμαστε, καθότι το λογικόν το έδωσε ο ίδιος ο Δημιουργός μας. Σημαίνει να διώξουμε μακριά εκείνους τους λογισμούς που σαλεύουν το νου μας.
Επιπλέον ο κ. Νεκτάριος επεσήμανε ότι και ο Χερουβικός ύμνος μάς καλεί “πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν “. Να παραμερίσουμε δηλαδή καθε τί που αποξενώνει τη ζωή μας από το Θεό. Όπως επίσης και ο Απόστολος Παύλος σημειώνει ότι την ημέρα της κρίσεως οι λογισμοί μας θα είναι εκείνοι που θα αλληλοσυγκρούονται, οι αγαθοί και οι εκ του πονηρού λογισμοί.
Ακόμη ο Μητροπολίτης Κερκύρας υπογράμμισε τρεις άξονες τους οποίους καλείται ο Χριστιανός να ακολουθήσει. Ο πρώτος άξονας είναι η αμεριμνησία για τα υλικά πράγματα στη ζωή, ο δεύτερος είναι η υποταγή του λογισμού μας στο Θεό και ο τρίτος άξονας είναι η αποκοπή του ιδίου θελήματός μας. Δυστυχώς σήμερα, ο άνθρωπος έχει οδηγηθεί στην πλεονεξία του εγωϊσμού, των λογισμών και της ικανοποιήσεως των υλικών απολαύσεων. Όταν όμως έρχεται η ώρα της δοκιμασίας, είτε αυτή μεταφράζεται ως ασθένεια, είτε ως θάνατος, τότε ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τη μηδαμινότητά του και αμέσως εκζητεί το έλεος του Θεού.
Κλείνοντας ο Σεβασμιώτατος εξέφρασε τη μεγάλη του χαρά που ιερούργησε στον Ι.Ν. του Αγίου Κωνσταντίνου, σε έναν ναό που διηκόνησε παλαιότερα, ευχόμενος να συνεχίσουμε όλοι τον αγώνα, ώστε να βιώσουμε την αγάπη του Τριαδικού μας Θεού, αλλά και να ξαναβρούμε την απολεσθείσα ταυτότητά μας, μέσα στο ζόφο της αθεϊας και της παγκοσμιοποιήσεως.









ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Γ΄ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ


Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (44)

Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (44)


Ἀπόδοση στην νέα ἑλληνική:
Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 44. Περὶ προγνώσεως καὶ προορισμοῦ

Για την πρόγνωση και τον προορισμό.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, αλλά δεν προαποφασίζει όλα· γνωρίζει, δηλαδή, εκ των προτέρων αυτά που εξαρτώνται από μας, αλλά δεν τα προαποφασίζει· διότι δεν θέλει  ούτε την κακία να κάνουμε ούτε όμως μας εκβιάζει στην αρετή. Επομένως, ο προορισμός είναι έργο του προγνωστικού προστάγματος του Θεού. Επίσης, προαποφασίζει αυτά που δεν ξαρτώνται από μας λόγω της προγνώσεώς του· διότι έως τώρα ο Θεός, σύμφωνα με την πρόγνωσή του, τα προκαθόρισε όλα με κριτήριο την αγαθότητα και τη δικαιοσύνη του.
Πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι ο Θεός έδωσε την αρετή στη φύση μας, ότι ο ίδιος είναι η πηγή αι η αιτία κάθε αγαθού και είναι αδύνατο χωρίς τη συνεργασία και βοήθειά του να θελήσουμε ή να κάνουμε κάτι καλό. Αλλά από μας εξαρτάται ή να μείνουμε σταθεροί στην αρετή και ν’ ακολουθήσουμε το Θεό που μας προσκαλεί προς αυτήν, ή να απομακρυνθούμε από την αρετή,
που σημαίνει να οδηγηθούμε στην κακία και ν’ ακολουθήσουμε το Διάβολο που μας προσκαλεί χωρίς βία σ’ αυτήν· διότι τίποτε άλλο δεν είναι η κακία, παρά απομάκρυνση από το αγαθό, όπως ακριβώς το σκοτάδι είναι απομάκρυνση του φωτός. Παραμένοντας, λοιπόν, στη φυσική μας κατάσταση, είμαστε στην αρετή, ενώ παρεκκλίνοντας από τη φύση μας, δηλαδή την αρετή, ερχόμαστε στο παρά φύση και καταλήγουμε στην κακία.
Μετάνοια είναι η επιστροφή, με άσκηση και κόπο, από την παρά φύση στη φυσική κατάσταση και από το Διάβολο στο Θεό.
Ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο άνδρα στο φύλο· του μετάδωσε τη δική του θεία χάρη και τον έφερε σε κοινωνία μαζί του μέσω αυτής. Για το λόγο αυτό, ως κυρίαρχος, έδωσε με προφητικό χάρισμα τα ονόματα των ζώων, τα οποία του δόθηκαν για να τον υπηρετούν. Επειδή, δηλαδή, ο Θεός
τον έπλασε κατ’ εικόνα του, να είναι λογικός, πνευματικός και αυτεξούσιος, δικαιολογημένα πήρε στα χέρια του από το Δημιουργό και Κύριο όλων την εξουσία σε όλη την κτίση.
Επειδή όμως ο προγνώστης Θεός γνώριζε ότι ο άνδρας θα γίνει παραβάτης και θα πέσει στη φθορά, δημιούργησε απ’ αυτόν τη γυναίκα, «πλάσμα όμοιο και βοηθό του»· βοηθό μάλιστα ώστε, μετά την παράβαση, με τη γέννηση να γίνεται η αναπαραγωγή του ανθρώπινου γένους. Διότι η αρχική πλάση λέγεται δημιουργία και όχι γέννηση· δημιουργία δηλαδή είναι η αρχική πλάση, ενώ γέννηση η διαδοχή του γένους που προήλθε μετά την καταδίκη σε θάνατο εξαιτίας της παραβάσεως.
(Ο Θεός) τοποθέτησε τον άνθρωπο σε νοητό και αισθητό παράδεισο· διότι, αν και ζούσε σωματικά μέσα σε αισθητό επίγειο παράδεισο, συναναστρεφόταν ψυχικά με τους αγγέλους, καλλιεργώντας θεία νοήματα και τρεφόμενος απ’ αυτά· ήταν γυμνός, ζώντας απλή και ανεπιτήδευτη ζωή, και ανυψωνόταν μέσω των δημιουργημάτων μόνο προς το Δημιουργό· αισθανόταν ευχαρίστηση και χαρά με τη θεωρία του Θεού.
Αφού, λοιπόν, στόλισε τη φύση του (του ανθρώπου) με το αυτεξούσιο θέλημα, του έδωσε εντολή να μη φάει από το δένδρο της γνώσεως. Γι’ αυτό το δένδρο έχουμε πει αρκετά –όσα μπορούσαμε– στο κεφάλαιο σχετικά με τον Παράδεισο. Αυτή την έντολή έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, με την υπόσχεση ότι, εάν διαφυλάξει την αξία της ψυχής, χαρίζοντας τη νίκη στο λογικό, το οποίο θα αναγνωρίζει το Δημιουργό και θα τηρεί την εντολή του, τότε θα γίνει μέτοχος της αιώνιας μακαριότητας και θα ζει αιώνια, διότι θα φανεί ανώτερος από το θάνατο. Εάν όμως υποδουλώσει την ψυχή στο σώμα και προτιμήσει τις σωματικές απολαύσεις, λησμονώντας την προσωπική του αξία και εξομοιούμενος με τα άλογα ζώα, επειδή έδιωξε από πάνω του τη χάρη του Δημιουργού και αρνήθηκε να τηρήσει τη θεία εντολή του, τότε θα είναι υπόλογος σε θάνατο και θα δοκιμάσει τη φθορά και τον πόνο, ζώντας άθλια ζωή.
Διότι δεν ήταν ωφέλιμο να γίνει αθάνατος χωρίς πειρασμούς και δοκιμασία, για να μην υπερηφανευθεί και πέσει σε πτώση ανάλογη με του Διαβόλου.
Εκείνος δηλαδή, επειδή ήταν άφθαρτος, μετά τη θεληματική πτώση του, απόκτησε την αμετανόητη και μόνιμη παγίωσή του στο κακό· όπως, επίσης, από την άλλη πλευρά οι άγγελοι, μετά την εκούσια επιλογή της αρετής από μέρους τους, απόκτησαν με τη χάρη την αμετακίνητη διαμονή τους στο καλό.
Έπρεπε, λοιπόν, αφού πρώτα δοκιμασθεί ο άνθρωπος –διότι άνθρωπος χωρίς πειρασμό και δοκιμασία δεν έχει καμιά αξία– και αφού φθάσει στην τελειότητα με την εμπειρία της τηρήσεως της εντολής, ν’ αποκομίσει μ’ αυτό τον τρόπο την αρετή ως βραβείο της αρετής. Καθώς, λοιπόν, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ενδιάμεσος μεταξύ Θεού και ύλης, αφού ενωθεί με το Θεό χάρη στη συνήθεια που πήρε να τηρεί την εντολή Του και μετά την απαλλαγή από το φυσικό δεσμό με τα υλικά πράγματα, επρόκειτο να αποκτήσει μόνιμη τη σταθερότητα στο καλό. Αντίθετα με την παράβαση, αφού ο άνθρωπος στράφηκε περισσότερο προς τα υλικά και απομάκρυνε το νου του από το δημιουργό του Θεό, επρόκειτο να εξοικειωθεί με τη φθορά και να καταντήσει από απαθής παθητός και από αθάνατος θνητός· να έχει επίσης ανάγκη από συνεύρεση και σπερματική γέννηση και από πόθο για τη ζωή να προσκολλάται στις απολαύσεις, επειδή τάχα αυτές τη συνθέτουν· και να
αισθάνεται μεγάλη αποστροφή σε όσους προσπαθούν να του στερήσουν τις απολαύσεις· και έστρεψε την επιθυμία του από το Θεό προς την ύλη και το θυμό του από τον πραγματικό εχθρό της σωτηρίας του προς τους συνανθρώπους του. Ο άνθρωπος, λοιπόν, νικήθηκε από φθόνο του Διαβόλου· ο φθονερός και μισόκαλος δαίμονας δεν άντεχε να πετύχουμε εμείς την ουράνια βασιλεία, ενώ ο ίδιος έπεσε από υπερηφάνεια· γι αυτό ο ψεύτης με δόλωμα την ισοθεΐα πέτυχε να παρασύρει το δυστυχή άνθρωπο και, αφού τον ανέβασε στο ύψος της δικής υπερηφάνειας,τον γκρέμισε στο δικό του βάραθρο της πτώσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 44. Περὶ προγνώσεως καὶ προορισμοῦ
Χρὴ γινώσκειν, ὡς πάντα μὲν προγινώσκει ὁ Θεός, οὐ πάντα δὲ προορίζει· προγινώσκει γὰρ καὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δὲ αὐτά· οὐ γὰρ θέλει τὴν κακίαν γενέσθαι οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετήν. Ὥστε τῆς θείας προγνωστικῆς κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός. Προορίζει δὲ τὰ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν κατὰ τὴν πρόγνωσιν αὐτοῦ· ἤδη γὰρ κατὰ τὴν πρόγνωσιν αὐτοῦ προέκρινε πάντα ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ.
Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς.
Ἐφ᾿ ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι τῆς ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἀβιάστως· ἡ γὰρ κακία οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν, εἰ μὴ ἀναχώρησις τοῦ ἀγαθοῦ, ὥσπερ καὶ τὸ σκότος τοῦ φωτός ἐστιν ἀναχώρησις.
Μένοντες οὖν ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμεν, ἐκκλίνοντες δὲ ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν, ἤγουν ἐκ τῆς ἀρετῆς, εἰς τό παρὰ φύσιν ἐρχόμεθα καὶ ἐν τῇ κακίᾳ γινόμεθα.
Μετάνοιά ἐστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοῦ Διαβόλου πρὸς τὸν Θεὸν ἐπάνοδος δι᾿ ἀσκήσεως καὶ πόνων.
Τοῦτον τοίνυν τὸν ἄνθρωπον ὁ Δημιουργὸς ἄρρενα κατεσκεύασε, μεταδοὺς αὐτῷ τῆς ἑαυτοῦ θείας χάριτος καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἑαυτοῦ διὰ ταύτης αὐτὸν ποιησάμενος· ὅθεν καὶ τὴν τῶν ζῴων ὀνομασίαν προφητικῶς, ὡς δούλων αὐτῷ δοθέντων, δεσποτικῶς ἐποιήσατο.
Κατ᾿ εἰκόνα γὰρ Θεοῦ λογικός τε καὶ νοερὸς καὶ αὐτεξούσιος γενόμενος, εἰκότως τὴν τῶν ἐπιγείων ἀρχὴν ἐνεχειρίζετο ὑπὸ τοῦ κοινοῦ τῶν ἁπάντων Δημιουργοῦ τε καὶ Δεσπότου.
Εἰδὼς δὲ ὁ προγνώστης Θεός, ὡς ἐν παραβάσει γενήσεται καὶ τῇ φθορᾷ ὑποπεσεῖται, ἐποίησεν ἐξ αὐτοῦ τὸ θῆλυ, «βοηθὸν αὐτῷ κατ᾿ αὐτόν»· βοηθὸν δὲ πρὸς τὴν διὰ γεννήσεως μετὰ τὴν παράβασιν τοῦ γένους ἐκ διαδοχῆς σύστασιν. Ἡ γὰρ πρώτη πλάσις γένεσις λέγεται καὶ οὐ γέννησις· γένεσις μὲν γάρ ἐστιν ἡ ἐκ Θεοῦ πρώτη πλάσις, γέννησις δὲ ἡ ἐκ καταδίκης τοῦ θανάτου διὰ τὴν παράβασιν ἐξ ἀλλήλων διαδοχή.
Τοῦτον ἔθετο ἐν τῷ παραδείσῳ τῷ τε νοητῷ καὶ τῷ αἰσθητῷ· ἐν μὲν γὰρ τῷ αἰσθητῷ ἐπὶ γῆς σωματικῶς διαιτώμενος ψυχικῶς τοῖς ἀγγέλοις συνανεστρέφετο θείας γεωργῶν ἐννοίας καὶ ταύταις τρεφόμενος, γυμνὸς τῇ ἁπλότητι καὶ ἀτέχνῳ ζωῇ πρὸς μόνον τὸν Δημιουργὸν διὰ τῶν κτισμάτων ἐναγόμενος καὶ τῇ αὐτοῦ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος.
Ἐπειδὴ τοίνυν αὐτὸν αὐτεξουσίῳ θελήματι φυσικῶς κατεκόσμησε, δίδωσι νόμον αὐτῷ μὴ γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως. Περὶ οὗ ξύλου αὐταρκῶς ἐν τῷ περὶ παραδείσου κεφαλαίῳ κατά γε τὴν ἡμετέραν εἰρήκαμεν δύναμιν. Ταύτην τὴν ἐντολὴν αὐτῷ δίδωσιν ἐπαγγειλάμενος, ὡς, εἰ μὲν φυλάξοι τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα τῷ λόγῳ τὴν νίκην διδούς, ἐπιγινώσκων τὸν κτίσαντα καὶ τούτου φυλάττων τὸ πρόσταγμα, τῆς ἀιδίου μεθέξει μακαριότητος καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα κρείττων θανάτου γενόμενος. Εἰ δέ γε τὴν ψυχὴν ὑποτάξει τῷ σώματι καὶ τὰ τοῦ σώματος προτιμήσει τερπνὰ, τὴν οἰκείαν τιμὴν ἀγνοήσας καὶ τοῖς ἀνοήτοις παρεικασθεὶς κτήνεσι, τοῦ πεποιηκότος τὴν ζεύγλην ἀποσεισάμενος καὶ τὸ θεῖον αὐτοῦ παριδὼν ἐπίταγμα, θανάτῳ ἔσται ὑπεύθυνος καὶ φθορᾷ καὶ πόνῳ καθυποβληθήσεται τὸν ταλαίπωρον ἕλκων βίον.
Οὐ γὰρ ἦν λυσιτελὲς ἀπείραστον ἔτι τυγχάνοντα καὶ ἀδόκιμον τῆς ἀφθαρσίας τυχεῖν, ἵνα μὴ εἰς τῦφον ἐμπέσῃ καὶ κρῖμα τοῦ Διαβόλου.
Ἐκεῖνος γάρ διὰ τὸ ἄφθαρτον μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως ἔκπτωσιν τὴν ἐν τῷ κακῷ ἀμεταμέλητον ἔσχε καὶ ἄτρεπτον παγιότητα, ὥσπερ αὖ πάλιν καὶ οἱ ἄγγελοι, μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως τῆς ἀρετῆς ἐκλογὴν, τὴν ἐν τῷ καλῷ διὰ τῆς χάριτος ἀμετακίνητον ἵδρυσιν.
Ἔδει τοίνυν πρότερον δοκιμασθέντα τὸν ἄνθρωπον –ἀνήρ γάρ ἀπείραστος καί ἀδόκιμος, οὐδενός λόγου ἄξιος– καὶ τῇ πείρᾳ διὰ τῆς  τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τελειωθέντα, οὕτω τὴν ἀφθαρσίαν ἀρετῆς κομίσασθαι ἔπαθλον· μέσος γὰρ Θεοῦ καὶ ὕλης γενόμενος, διὰ μὲν τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς πρὸς τὰ ὄντα φυσικῆς σχέσεως, ἑνωθεὶς τῷ Θεῷ καθ᾿ ἕξιν, τὴν περὶ τὸ καλὸν παγιότητα λαμβάνειν ἀμετακίνητον ἔμελλε, διὰ δὲ τῆς παραβάσεως πρὸς τὴν ὕλην μᾶλλον κινηθεὶς καὶ τῆς αὐτοῦ αἰτίας, τοῦ Θεοῦ φημι, ἀποσπάσας τὸν νοῦν, τῇ φθορᾷ προσοικειοῦσθαι, καὶ παθητὸς ἀντὶ ἀπαθοῦς καὶ θνητὸς ἀντὶ ἀθανάτου γίνεσθαι καὶ συνδυασμοῦ καὶ ῥευστῆς γεννήσεως ἐπιδέεσθαι καὶ τῇ ἐφέσει τῆς ζωῆς τῶν μὲν ἡδέων, ὡς δῆθεν ταύτην συνιστώντων ἀντέχεσθαι, πρὸς δὲ τοὺς τούτων προμηθουμένους τὴν στέρησιν ἀδεῶς ἀπεχθάνεσθαι· καὶ τὴν μὲν ἔφεσιν ἐκ Θεοῦ πρὸς τὴν ὕλην, τὸν δὲ θυμὸν ἐκ τοῦ τῆς σωτηρίας ὄντως ἐχθροῦ μεταφέρειν πρὸς τὸ ὁμόφυλον. Φθόνῳ τοίνυν
Διαβόλου ἡττήθη ὁ ἄνθρωπος· οὐ γὰρ ἔφερεν ὁ φθονερὸς καὶ μισόκαλος δαίμων αὐτὸς διὰ τὴν ἔπαρσιν κάτω γενόμενος ἡμᾶς τῶν ἄνω τυχεῖν, ὅθεν καὶ θεότητος ἐλπίδι ὁ ψεύστης δελεάζει τὸν ἄθλιον καὶ πρὸς τὸ ἴδιον τῆς ἐπάρσεως ὕψος ἀναγαγὼν, πρὸς τὸ ὅμοιον καταφέρει τῆς πτώσεως βάραθρον.

Ασε τον να κάνει λάθος...


Δεν μπορούμε πάντα να βοηθήσουμε τον άλλο που βυθίζεται. Όταν ειδικά το χέρι που του απλώσαμε το δάγκωσε για να χαθεί στις θύελλες και τους αγέρηδες. Τον αγαπάμε κι υποφέρουμε όταν βλέπουμε να χάνεται, μα δεν είναι πάντα δυνατό να κάνουμε κάτι γι αυτό, όταν εκείνος δεν μας το επιτρέπει. Τότε πρέπει να έχουμε την ταπείνωση να αποδεχθούμε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι, ούτε σούπερ ήρωες. Η αγάπη μας γι αυτόν είναι ο σταυρός μας. Γιατί αγάπη πολλές φόρες σημαίνει σιωπή ή ακόμη και απόσυρση, ώστε να δώσεις το δικαίωμα στο άλλον να κάνει λάθος….


π.λίβυος

Η Εκκλησία είναι Ιατρείον


Η Εκκλησία είναι Ιατρείον

Μητροπολίτου Λεμεσού, Αθανασίου

Θα προσπαθήσουμε παιδιά να έχουμε μια σειρά ομιλιών σα μια βάση για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην αληθινή γνώση της πνευματικής ζωής, διότι οι πατέρες της εκκλησίας μας, έδιδαν πολλή βάση και πολλή προσοχή, ώστε ο άνθρωπος από την αρχή που θα αρχίσει να ξεκινήσει την πνευματική του ζωή να βάλει πολύ σωστά τα πράγματα μέσα του.

Διότι η πνευματική ζωή, η εν Χριστώ ζωή έχει πολλή λεπτότητα, και πολλή ακρίβεια. Είναι παραδείγματος χάριν όπως μια χημική εξίσωση στην οποία τα στοιχεία πρέπει να μπουν με πολύ σωστό τρόπο, διότι αν δεν τοποθετηθούν σωστά θα έχουμε λάθος αποτελέσματα και καμιά φορά αυτά τα αποτελέσματα είναι πολύ οδυνηρά κυρίως στον πνευματικό χώρο, στην πνευματική πορεία μας, και έτσι έδιδαν πολύ προσοχή ώστε από την αρχή που θα αρχίσει ο άνθρωπος να λάβει σωστές γνώσεις, την σωστή γνώση.

Γι’ αυτό και εγώ θεώρησα καλό να αρχίσουμε να μιλούμε από την πρώτη βάση, από την βάση αυτή της γνώσεως του ανθρώπου. Οι Άγιοι Πατέρες αν και ήσαν άνθρωποι πνευματικοί και θεολόγοι, όχι με την έννοια των σημερινών που σπουδάζουν σε πανεπιστήμια και παίρνουν ένα χαρτί που λέει θεολόγοι, αλλά ήταν θεολόγοι άνθρωποι οι οποίοι μιλούσαν με τον Θεόν.



Ομιλούσαν περί Θεού από την εμπειρία τους, έγραψαν λόγους και έργα περί του ανθρώπου. Ακόμα ξέρετε ότι η αγία γραφή, η παλαιά διαθήκη αρχίζει τον λόγο της προς τους ανθρώπους με το να ομιλεί περί της κτήσεως του κόσμου και της κτίσεως του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν και εγώ σήμερα θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα γι’ αυτό το μεγάλο γεγονός, για να καταλάβουμε το πόση σημασία έχει το να είναι κανείς άνθρωπος και το ότι πόση σημασία έχει το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος και έδωσε σε εμάς την δυνατότητα να γίνουμε Θεοί.

Γι’ αυτό λοιπόν θα πω μερικά πράγματα που ασφαλώς θα ξέρετε κι από τα σχολεία από τα παιδικά χρόνια αλλά είναι απαραίτητα για να μπορέσουμε πάνω σε αυτά, να οικοδομήσουμε το υπόλοιπο
οικοδόμημα, το οποίο με την χάρη του Θεού θα προσπαθήσουμε να επιτύχουμε.

Είναι γνωστό σε όλους μας ότι λέμε στην εκκλησία, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να θεώσει τον άνθρωπο. Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, δηλαδή οι άνθρωποι οι μετά την πτώση του πρώτου Αδάμ, δηλαδή του πρώτου ανθρώπου, δεν γνωρίζουμε πώς ο άνθρωπος βγήκε από τα χέρια του Θεού. Ξέρουμε βέβαια από την Αγία Γραφή ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Του και καθ’ ομοίωση Του.

Η Αγία Γραφή δεν είναι ένα βιβλίο επιστημονικό ούτε βιβλίο ανθρωπολογίας, ούτε γεωγραφίας, ούτε αστρονομίας, ούτε τίποτα από όλα αυτά. Και είναι γελοίοι φόβοι αυτοί οι οποίοι παρουσιάζονται κατά καιρούς οι οποίοι φοβούνται μήπως αν τυχόν βρεθούν απολιθώματα ή αν τυχόν βρεθούν αστροναύτες, οι οποίοι θα ανακαλύψουν άλλες ζωές σε άλλους πλανήτες, τότε τί θα πάθει η εκκλησία δηλαδή, και τί θα πάθει η Αγία Γραφή, τρόπον τινά κινδυνεύει να καταρρεύσει.

Δεν υπάρχει κανένας τέτοιος κίνδυνος διότι η Αγία Γραφή μίλησε περί άλλου γεγονότος. Το γεγονός το οποίο αφορά εμάς τους χριστιανούς είναι ότι ο Θεός εκ του μη όντος, εκ του μηδενός, από άπειρη αγάπη κινούμενος δημιούργησε τον άνθρωπον. Δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα δική Του και καθ’ ομοίωσιν Του.

Δηλαδή του έδωσε την εικόνα του, όλα τα χαρίσματα που έχει αυτός, δηλαδή τρόπον τινά έκανε
ένα αντίτυπο του εαυτού του, μία φωτογραφία του εαυτού του, αυτό σημαίνει κατ’ εικόνα. Όσα έχει ο Θεός στην φύση του τα έδωσε ως δώρο, ως δωρεά-χάρη, σε μας, και έτσι δεικνύει την μεγάλη
αξία του ανθρώπου, διότι ο άνθρωπος είναι ο βασιλιάς όλης της κτήσεως, είναι το κέντρο ολοκλήρου της δημιουργίας.

Γνωρίζουμε από την αποκάλυψη ότι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, ο οποίος είχε ως κύριο έργο στον παράδεισο (σ’ αυτόν τον χώρο που ο Θεός τον έβαλε, λειτουργούσαν όλες οι δυνάμεις μέσα του φυσιολογικά). Κι έτσι ολόκληρη η αγάπη του, ολόκληρη η επιθυμία του, ολόκληρος ο νους του, ολόκληρη η καρδιά του, η ισχύς του η δύναμή του, λειτουργούσαν προς τον Θεόν και δια του Θεού στη κτίση. Αγκάλιαζε τη κτίση ολόκληρη με φυσικό τρόπο ο Αδάμ, διότι ολόκληρες οι δυνάμεις του ήσαν ενοποιημένες δεν είχε ακόμα διασπασθεί η προσωπικότητά του.

Ξέρουμε ότι μετά την παράβαση της εντολής του Θεού αμέσως διακόπηκε η κοινωνία με το Θεό, διασπάσθηκε η προσωπικότητα και έτσι έχουμε πλέον την εισβολή μέσα στον άνθρωπο των παθών και της αμαρτίας. Η αμαρτία και τα πάθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαστροφές των ανθρωπίνων κατά φύσιν ενεργειών αυτών δηλαδή των δωρεών που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο. Δηλαδή ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την αγάπη, αφού αυτός είναι αγάπη, και διεστράφη η αγάπη και έγινε μίσος. Από ανιδιοτελής αγάπη έγινε ιδιοτελής αγάπη.

Ο Θεός έδωσε στο νου του ανθρώπου ως έργο, την αδιάλειπτη προσευχή, η αδιάλειπτη προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η συνεχής θεωρία του Θεού, κι όμως με την πτώση σταμάτησε αυτό το έργο και ο νους στράφηκε στην ύλη, στράφηκε στον κόσμο, στη κτίση και ελάτρευσε την κτίση αντί τον Κτίστη. Και έτσι έχουμε τα γεννήματα της ειδωλολατρίας; η οποία βέβαια δεν ήταν μόνον προ Χριστού αλλά συνεχίζει μέχρι σήμερα με διαφορετικές φάσεις και με διαφορετικά ενδύματα.

Έχουμε την πορεία του ανθρώπου μέσα στους αιώνες, έχουμε την αποκάλυψη του Θεού στον εκλεκτό λαό του Ισραήλ, και εν συνεχεία την εισβολή του Θεού στον κόσμο, τη σάρκωση του Θεού Λόγου. Ο Χριστός ήλθε στο κόσμο, όχι για να μας δώσει το ευαγγέλιο ως σύνολο αληθειών. Το ευαγγέλιο δεν είναι ένα βιβλίο όπως το κοράνι το οποίο έπεσε από τον ουρανό και λέει μέσα φιλοσοφίες οι οποίες είναι έτσι αφ’ εαυτού τους στηριγμένες έτσι για να αποτελούν ένα νόμο και ένα κώδικα στους ανθρώπους. Το ευαγγέλιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εμπειρία των Αποστόλων που ζούσαν μαζί με το Χριστό.
Ο Χριστός ήλθε στο κόσμο όχι για να μας αποκαλύψει ιδέες, ή για να μας δώσει μια φιλοσοφία, ή μερικές αρχές, αλλά ήλθε στο κόσμο για να μας δώσει τον Εαυτό Του, ο οποίος δίδεται στο κόσμο καθημερινά στην εκκλησία στη θεία ευχαριστία. Αυτό ήταν το νόημα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου.

Και δίδοντας τον Εαυτό Του στο κόσμο, ταυτόχρονα ανέλαβε το κόσμο επάνω του, έγινε άνθρωπος, θέωσε την ανθρώπινη φύση τη δική Του, την ανέλαβε στον ουρανό, την κάθισε εκ δεξιών του
Θεού Πατρός και εν συνεχεία μας έδειξε ότι και σε εμάς πλέον ανήκει αυτός ο δρόμος και αυτή η θέση της δόξας του ανθρωπίνου σώματος, του ανθρώπου στο σύνολό του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι μόνο ψυχή ή μόνο μία ηθικολογία, αλλά συνολικά άνθρωπος σε όλο του το είναι.

Παραλαμβανόμενος ο Θεός στον ουρανό άφησε στο κόσμο την εκκλησία. Και η εκκλησία είναι ακριβώς ο πνευματικός χώρος στον οποίο παραδόθηκε από γενεά σε γενεά, ως εμπειρία πλέον, η γνώση του Θεού, του αληθινού Θεού· έτσι η εκκλησία μας από τότε που ήλθε ο Χριστός, από την ημέρα της Πεντηκοστής, έλαβε σαν παρακαταθήκη, σαν θησαυρό, σαν δώρο, σαν κληρονομιά αυτήν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Και αυτή τη χάρη του Αγίου Πνεύματος δίδει από γενεά σε γενεά στους ανθρώπους, οι οποίοι ακολουθούν αυτή τη μέθοδο της εκκλησίας, τη μέθοδο των Αποστόλων, και έτσι έχουμε μέσα σε αυτή την πορεία το σύνολο των Αγίων οι οποίοι είναι η επαλήθευση του λόγου του Θεού, η επαλήθευση του ευαγγελίου.

Πολλές φορές διερωτώμεθα όλοι και ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι για το γεγονός της υπάρξεως της αμαρτίας. Και γιατί μια πράξη είναι αμαρτία και τί σημαίνει αμαρτία. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας για τον άνθρωπο. Διότι όπως είπαμε προηγουμένως εμείς, δεν γνωρίζουμε ποιος
είναι ο κατά φύσιν άνθρωπος, δεν είδαμε τον πρώτο άνθρωπο. Ξέρουμε τον σημερινό άνθρωπο, τον εαυτό μας, τους γύρω μας, οι οποίοι μπορούμε να πούμε, κανείς από εμάς δεν είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, ο κατά φύσιν άνθρωπος.

Έχουμε δηλαδή τον άνθρωπο που έπλασε ο Θεός, τον Αδάμ, ο οποίος είναι ο κατά φύσιν
άνθρωπος, έχουμε μετά την πτώση, τον άνθρωπο που είμαστε εμείς, που γνωρίζουμε, ο οποίος είναι ο παρά την φύσιν άνθρωπος, ο υπάνθρωπος, ας το πούμε και έτσι, έχουμε μετά τη σάρκωση του Χριστού τον νέον Αδάμ ο οποίος είναι ο θεάνθρωπος. Έχουμε τον άνθρωπο, τον υπάνθρωπο, και το θεάνθρωπο.

Τώρα η εκκλησία καλεί όλους μας ο Χριστός να προχωρήσουμε, να αναλάβουμε, να βρούμε τον εαυτό μας, να βρούμε τον πραγματικό εαυτό μας. Αυτή η εύρεση του πραγματικού εαυτού, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πορεία επιστροφής προς τα πίσω. Δηλαδή να επιστρέψουμε στην κατά φύσιν δημιουργία μας. Εκεί όπου, όπως ο Θεός μας έπλασε, και εν συνεχεία αφού εργασθούμε αυτόν τον χώρο, αυτήν τη θέση, να υπερβούμε ακόμα και αυτήν τη θέση και να ανέβουμε στην υπερφυσική κατάσταση η οποία είναι η θέωση· και αυτό δεν είναι ηθικολογία ούτε φιλοσοφία, αλλά είναι εμπειρία. Και δόξα τω Θεώ, στην εκκλησία μας μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι και θα υπάρχουν πάντοτε, οι οποίοι έφτασαν σε αυτή την κατάσταση της θεώσεως και σ’ αυτή την κατάσταση λειτουργούν πλέον όλες οι ενέργειες τις οποίες έδωσε ο Θεός σε εμάς την ώρα της δημιουργίας μας, και αποδεικνύουν ανά πάσα στιγμή, ότι αυτά τα οποία ο Χριστός φανέρωσε στο κόσμο είναι πραγματικότητες και αλήθεια.

Εάν θέλαμε σήμερα να κατατάξουμε την θεολογία, την εκκλησία, στο Πανεπιστήμιο ας το πούμε, στο χώρο του πανεπιστημίου, θα ήταν μεγάλο λάθος εάν την κατατάσσαμε όπως κατατάχθηκε δυστυχώς στο χώρο της φιλοσοφικής σχολής, ή της νομικής σχολής, ή της ψυχολογικής σχολής, ή των κοινωνιολογικών επιστημών κτλ.
Το ότι στον Ελλαδικό χώρο η θεολογική σχολή κατετάχθηκε στις θεωρητικές επιστήμες, είναι αποτέλεσμα ακριβώς μιας λανθασμένης νοοτροπίας, μιας δυτικής επίδρασης κατά την οποίαν η θεολογία, η εμπειρία του Θεού ήταν θέμα γνωσιολογικό. Οπόταν ήταν φιλοσοφία και ήταν νοησιαρχία. Σήμερα ένας ορθόδοξος, ένας άγιος, θα κατέτασσε άνετα την εκκλησία στην ιατρική σχολή. Διότι η εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πνευματικός χώρος, όπου θεραπεύεται ο πνευματικά άρρωστος άνθρωπος. Και δεν τον θεραπεύει ως δια μαγείας, ούτε τον θεραπεύει με ευχές, αλλά τον θεραπεύει με συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία έχει πειραματισθεί επί των αγίων, έχει αποδείξει την αλήθεια της μεθόδου, έχει καταντήσει σε αξίωμα, και έχει αναχθεί πλέον σε επιστημονική οδό. Διότι χιλιάδες εκατομμύρια άνθρωποι δια της μεθόδου αυτής βρήκαν την πνευματική υγεία και την πνευματική ισορροπία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιστροφή του ανθρώπου στο χώρο, στον τρόπο, στο αξίωμα, της πρώτης δημιουργίας του από τον Θεό, και εν συνεχεία της αναβάσεώς του στην κατάσταση της θεώσεως.

Είπαμε λοιπόν ότι η εκκλησία κατατάσσεται από ορθόδοξη άποψη στο χώρο της ιατρικής, διότι πρόκειται πράγματι περί ιατρείας. Και σε αυτό το νοσοκομείο, το πνευματικό, ο ιατρός δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος λειτουργεί, διακονεί τους ασθενείς ανθρώπους δια των αγίων του, οι οποίοι έχουν εμπειρία αυτής της θεραπευτικής οδού.

Από τη μικρή μου πείρα, την προσωπική μου ως ασθενής άνθρωπος, και από την πείρα μου ως ιερέας, μοναχός, μπορώ να πω ότι πράγματι είναι γεγονός ότι συναντούμε καθημερινά ολόκληρη αυτή την τραγωδία της διασπάσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας. Και ανακαλύπτουμε ότι η αμαρτία είναι η μεγαλύτερη ασθένεια του ανθρώπου.

Λέω καμιά φορά και στον εαυτό μου και σε άλλους ανθρώπους, ότι θα ήταν ευχής έργον η αμαρτία να θεράπευε τον άνθρωπο· και σήμερα οι πιο πολλοί άνθρωποι θα ήταν όλοι υγιείς ή τουλάχιστον ευτυχισμένοι. Διότι σήμερα καταργήθηκε αυτή η έννοια και θεοποιήθηκε η αμαρτία, και άρα λοιπόν, αν κάνεις πράγματα τα οποία είναι παραβάσεις της κατά φύσιν δημιουργίας σου, θεωρούνται φυσιολογικά, ενώ αν αντιστρατευθείς, θεωρείται αυτό ότι είναι παρά φύσιν και ότι πρέπει να είσαι άρρωστος, για να μην κάνεις αυτά που κάνουν όλοι.

Όμως το παράδοξο είναι ότι, όσο απελευθερώνεται ο άνθρωπος, όσο επιτελεί αυτά τα οποία εθεωρούντο ή θεωρούνται αμαρτίες, περισσότερο εμπλέκεται σε μια άρρωστη κατάσταση, ο οποίος δεν μπορεί να βγει από μέσα. Και τελικά εάν η ψυχή του παραμείνει ζωντανή, τότε θα γευθεί πολύ πικρά αυτόν τον δρόμο, στον οποίο μπήκε μέσα, και μετά πολλών δακρύων θα θελήσει να βγει.

Είδα εκατοντάδες ανθρώπους να κλαίουν με μαύρα δάκρυα για τους καρπούς της αμαρτίας. Δεν είδα κανέναν άνθρωπο να κλάψει γιατί ακολούθησε τον δρόμο της εμπειρίας των αγίων. Αντίθετα ενώ στα μάτια του κόσμου φαίνονταν δυστυχισμένοι, όμως η καρδία τους ήταν γεμάτη με ουράνια χαρά και ανέκφραστη μακαριότητα, την οποίαν, ευχόμαστε πολλές φορές έστω ψήγματα, να είχαν
οι άνθρωποι για να καταλάβουν πού τελικά ευρίσκεται αυτή η ευτυχία την οποία ψάχνουν.

Επειδή είπαμε για τη αμαρτία και τις συνέπειες της, θα πούμε και λίγα λόγια για το τί σημαίνει αμαρτία. Αφού λοιπόν ξέρουμε ότι τελικά βρισκόμαστε στην κατάσταση της πτώσεως του υπανθρώπου, του διασπασμένου ανθρώπου, του διασκορπισμένου, του ανθρώπου ο οποίος παρουσιάζει μέσα του πολλούς εαυτούς και πολλές θελήσεις και πολλές ενέργειες και ποικιλία νοοτροπίας.

Διερωτόμαστε γιατί λοιπόν μια πράξη να είναι αμαρτία; Και λένε πολλά παιδιά, γιατί πάτερ αυτό το πράγμα που είναι τόσον ωραίο, μας ευχαριστεί, είναι στα μάτια μας τόσο λαμπερό, δηλαδή όπως τα ωραία ρούχα μέσα στις βιτρίνες, η εκκλησία να έρχεται να μας απαγορεύει να το δοκιμάσουμε, μας απαγορεύει να το χαρούμε;
Δηλαδή η εκκλησία είναι τόσο σκληρή; Εμφανίζεται στα μάτια των ανθρώπων σαν μια κακή μάγισσα, η οποία δεν αφήνει τα μικρά παιδιά της να γευθούν και να χαρούν τη ζωή τους; Γιατί έτσι της κατέβηκε της εκκλησίας να πει, ας πούμε, ότι αυτές οι πράξεις είναι αμαρτία; Ή μήπως ο Θεός κάθισε και σκέφθηκε εκεί στον ουρανό που είναι και είπε: “να βγάλω μερικές πράξεις σαν αμαρτίες, για να τυραννώ τους ανθρώπους”;

Αυτές οι αντιλήψεις δόθηκαν στο μεσαίωνα στη δύση, και εν μέρει βρίσκονται και στο μουσουλμανισμό και έτσι εισχώρησαν και στο λαό μας. Στην ορθόδοξή μας παράδοση ουδέποτε υπήρχε αυτή η αντίληψη. Η αμαρτία είναι αμαρτία ως συγκεκριμένες πράξεις, διότι δεν είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Διότι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, ευρισκόμενος στον παράδεισο, ευρισκόμενος στην κατά φύσιν δημιουργία του δεν έπραττε αυτά τα πράγματα, δεν λειτουργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Οπότε η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά τα συμπτώματα και η ίδια η αρρώστια. Και οι εντολές του Θεού, το να μην πεις ψέματα, να μην κλέψεις, να μη σκοτώσεις, να μην επιθυμήσεις, να μην κάνεις σαρκικές αμαρτίες, αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα αντίδοτα και η θεραπευτική αγωγή, η οποία δίδεται ώστε ο άνθρωπος να αποβάλλει από μέσα του αυτό το δηλητήριο της ασθένειας και να μπορέσει να λειτουργήσει κατά φύσιν.

Έτσι, με πολλή φιλανθρωπία και με πολλή αγάπη ο Θεός, εντόπισε την αμαρτία για να μας ευκολύνει· κατ’ ακρίβεια ο Θεός δεν έπρεπε να μας δώσει εντολές, είναι προσβολή στην ανθρώπινη φύση οι εντολές. Γι’ αυτό και όταν ο άνθρωπος υπερβεί, φύγει από την κατάσταση του δούλου, τότε καταργούνται και οι εντολές. Διότι όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος “δικαίω νόμος ου κείται”, στον δίκαιο δεν υπάρχει νόμος. Διότι πλέον ο δίκαιος λειτουργεί φυσιολογικά.

Δε χρειάζεται να του πει ο Θεός δηλαδή, να μη κλέβει, να μη λέει ψέματα, να μην αμαρτάνει. Διότι η φύση του πλέον λειτουργεί αρμονικά, και αυτή η ενάρετη ζωή είναι πλέον φυσική γι’ αυτόν, και δεν χρειάζονται οι εντολές, μένουν μόνον τρία πράγματα: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη.

Η πίστη στο Θεό, είναι θεωρία, δεν είναι φιλοσοφία· είναι θεωρία, από το ρήμα θεωρώ-βλέπω, είναι όραση του Θεού, εμπειρία του Θεού.

Μένει η ελπίδα στην έλευση του Χριστού και στην είσοδο του ανθρώπου στη βασιλεία του Θεού. Και «μείζον πάντων η αγάπη», δηλαδή η ένωση, αυτή η ερωτική ένωση του ανθρώπου με το Θεό κατά την οποίαν ο άνθρωπος θεούται και ταυτόχρονα αγκαλιάζει κατά τρόπον απόλυτο ολόκληρη τη δημιουργία σε σχέση αγάπης, σε σωστή σχέση αγάπης ως άνθρωπος υγιής και θεραπευμένος
από την αμαρτία.

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος ζει μία τραγωδία μέσα του. Είναι η τραγωδία της διασπασμένης προσωπικότητάς του. Ο άνθρωπος (όπως είπαμε προηγουμένως), αποφασίζει να κάνει ένα έργο αγαθό· σε λίγο όμως πιεζόμενος από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες, κάνει άλλα πράγματα από ό,τι θέλει· τον πιάνουν οι τύψεις, οι ενοχές, δημιουργείται μέσα του τρόπον τινά μία διάσπαση, άλλα θέλει και άλλα κάνει. Είναι τα συμπτώματα της αρρώστιας, της ασθένειας.

Όμως πρέπει να μάθουμε ότι η σχέση μας με το Θεό δεν είναι σχέση αναμαρτησίας, δηλαδή δεν είναι ότι εμείς θα καταστούμε από την πρώτη στιγμή αναμάρτητα όντα, και ηθικές προσωπικότητες τέλειες, ώστε από αυτά να βγαίνει μία χαρά η οποία έχει ως βάση τον εγωισμό και την οίηση. Η σχέση μας με το Θεό είναι σχέση αγάπης, σχέση παιδιών προς τον πατέρα τους. Και σχέση (για να πούμε την ορολογία των πατέρων), μετανοίας. Στην ορθόδοξη εκκλησία δεν υπάρχει αναμαρτησία, υπάρχει μετάνοια.
Η μετάνοια είναι δηλαδή αυτή η αίσθηση του ανθρώπου ότι όντως παραβαίνει την εντολή του Θεού, η οποία εντολή είναι η θεραπεία του και λειτουργεί διεστραμμένα. Όταν αισθανθεί τη διαστροφή της σχέσεώς του, τότε αρχίζει να προσεύχεται. Αυτή η προσευχή είναι η εκζήτηση του ελέους του Θεού, της υπάρξεως του Θεού, διότι ο Θεός είναι πρόσωπο, ο Θεός δεν είναι ιδέα.

Ο Θεός είναι πρόσωπο και μάλιστα το κατ’ εξοχήν πρόσωπο, βάσει του οποίου δημιουργηθήκαμε και εμείς. Και εάν οποιαδήποτε προσωπική σχέση στο κόσμο αυτό έχει δύναμη, φανταστείτε πόση δύναμη και πόση ένταση έχει, η προσωπική σχέση με το Θεό.

Όταν ο άνθρωπος μπει σωστά μέσα σε αυτό το χώρο της σχέσεως του με το Θεό, ανατέλλει μέσα του σιγά-σιγά αυτή η ισχυρή ελπίδα της αγάπης του Θεού. Παραβλέπει το γεγονός της αμαρτίας
του, παραβλέπει το γεγονός της αποστασίας του, παραβλέπει το γεγονός της αρρώστιας του και έχει τη χαρά της ελπίδας.

Όπως ένας άρρωστος ο οποίος είναι μεν στο νοσοκομείο υποφέρει, πονά από τα τραύματά του, αλλά ξέρει ότι είναι στα χέρια ενός πολύ καλού γιατρού και το νοσοκομείο έχει πολύ καλά μηχανήματα. Υπήρξαν κι άλλοι πολλοί τέτοιοι άρρωστοι κι όμως όλοι έγιναν καλά. Έτσι με την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά, αρχίζει να ανατέλλει σιγά-σιγά η χαρά μέσα του.

Η χαρά που δίνει ο κόσμος είναι χαρά εξωτερική διότι εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Δηλαδή, εάν η οικογένειά μας είναι καλή, ευτυχισμένη, αν οι σπουδές μας πάνε καλά, εάν όλες οι εργασίες μας, όλες οι ενέργειές μας είναι καλά και πάνε καλά, αυτά όλα τα εξωτερικά επιδρούν στο εσωτερικό “είναι” μας συνήθως, και μας δημιουργούν ευχάριστες καταστάσεις, χαρά και ευτυχία.

Εάν τα εξωτερικά γεγονότα δεν πάνε καλά, συνήθως και η ψυχή μας συμβαδίζει· τότε και εσωτερικά δεν πάμε καλά. Όμως στο χώρο τον πνευματικό της εκκλησίας δεν συμβαίνει έτσι. Ανεξαρτητοποιείται ο άνθρωπος από την επίδραση του περιβάλλοντός του, είναι ελεύθερος από το περιβάλλον του, έστω κι αν όλα τα έξω πάνε κακά και τον απειλούν και τον συνθλίβουν. Κι αν ακόμα τον εξαφανίσουν από το πρόσωπο της γης, τότε αυτή η χαρά και η ειρήνη παραμένουν μέσα του διότι πλέον αποτελούν εσωτερικό γεγονός.

Είναι δηλαδή εκ των ένδον προς τα έξω, όχι εκ των έξω προς τα ένδω, διότι ακριβώς η χάρη του Θεού, η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει τη δύναμη να εισχωρεί μέχρι το βαθύτατο “είναι” του ανθρώπου. Κι αυτό απέδειξαν οι άγιοι, οι οποίοι ενώ ήσαν καταδιωγμένοι, ενώ ήσαν φτωχοί, ενώ ήσαν μέσα στις ερήμους, μέσα στα σπήλαια, (τους μάρτυρες τους έτρωγαν τα λιοντάρια, τους έσφαζαν οι δήμιοι). Αυτοί οι άνθρωποι, ήσαν άνθρωποι ειρήνης, χαράς, οι οποίοι μπορούσαν να αγκαλιάσουν με απόλυτη αγάπη ακόμα και τους ανθρώπους που τους μισούσαν και τους σκότωναν.

Όταν ο άνθρωπος μπει σωστά στη πνευματική ζωή, τότε από την πρώτη κιόλας ώρα αρχίζει να ανατέλλει μέσα του το φως της ελπίδας του Θεού. Όμως οπωσδήποτε έχουμε μια πορεία και αυτή η πορεία θέλει και αγώνα θέλει και υπομονή, θέλει καρτερία και προπάντων θέλει την πίστη ότι ο Θεός ως καλός ιατρός έχει στα χέρια του τη δική μας πορεία η οποία είναι μια συνεργασία της
δικής μας ελευθερίας με τη χάρη και τη συνεργασία του Αγίου Πνεύματος.

Απόδειξη είναι ότι, ενώ πολλές φορές όλοι μας λένε ότι δεν πάμε καλά και αγωνιζόμαστε και δεν βλέπουμε τίποτα, εν τούτοις δεν βγαίνουμε έξω από την εκκλησία, παρά τα χάλια μας δηλαδή, παραμένουμε στον πνευματικό χώρο της εκκλησίας. Διότι υπάρχει μία μυστική έλξη, μία μυστική δύναμη μας συγκρατεί, παρ’ όλη την αντίθεση που συναντούμε σε κάθε βήμα μας.

Οι αντιρρήσεις που αισθανόμαστε μέσα μας, φανερώνουν ότι είμαστε άνθρωποι. Κι αλλοίμονο αν δεν είχαμε αντιρρήσεις. Θα ήμασταν τούβλα δηλαδή. Κι άρνηση του Θεού, γιατί όχι; Ο Θεός μας έδωσε το δικαίωμα να τον αρνηθούμε, αλλά με καλό τρόπο, ώστε να τον ανακαλύψουμε βέβαια,
διότι, τίποτα δεν είναι δεδομένο και δεν δέχεται ουδεμία αντίρρηση,ακόμα και η ίδια η ύπαρξη του
Θεού.

Διότι πώς να πούμε, πώς μπορεί κάποιος να αξιώσει να δεχθείς το Θεό έτσι, χωρίς να τον ερευνήσεις; Αυτό το έκαναν στην δύση, ο μεσαίωνας το έκανε και γι’ αυτό και τους έκαιγαν κιόλας. Βλέπετε η αίρεση, η απόκλιση από την ορθή δόξα περί του Θεού δε σηκώνει αντίρρηση. Σηκώθηκε ο Γαλιλαίος να πει ότι η γη δεν είναι ίσια αλλά είναι στρογγυλή και πήγε να τον κάψει ο πάπας γιατί; Διότι πριν, εξέπεσε ο ίδιος από την αντίληψη, την ορθή δόξα περί του Θεού.

Στην εκκλησία έχουμε έρευνα· οι μεγαλύτεροι ερευνητές ήταν οι άγιοι, που έφτασαν , δοκίμασαν όλα τα σημεία, ξεκίνησαν ακριβώς από αυτή την έννοια. Άραγε υπάρχει Θεός; Εάν υπάρχει Θεός, τότε να τον δοκιμάσουμε, να τον ερευνήσουμε, εάν δεν υπάρχει τότε να τον απορρίψουμε. Θα είμαστε πολύ ανόητοι άνθρωποι και πολύ κακόμοιροι άνθρωποι, εάν κάνουμε όλον αυτό τον αγώνα βασιζόμενοι σε μια πιθανότητα, ότι πιθανόν να υπάρχει Θεός.

Εάν δεν είμαστε όχι εκατό τοις εκατό αλλά ένα εκατομμύριο τοις εκατό σίγουροι της υπάρξεως του Θεού ως εμπειρίας στη καρδία μας, τότε ποιος τρελός θα ήταν αυτός που θα ακολουθούσε το ευαγγέλιο και το Χριστό; Αλίμονο τότε, πράγματι είμαστε τρελοί οι άνθρωποι, να ακολουθούμε το Χριστό με πιθανότητες, ότι πιθανόν να είναι έτσι.

Εάν βέβαια η ευαγγελική ζωή, η ζωή της εκκλησίας ήταν: “ε, καλά εντάξει, δε χάσαμε και τίποτα εάν είμαστε και σε κανέναν σύλλογο που τρόπον τινά δεν είναι σωστός, ε, και τί έγινε;” Δεν είναι έτσι τα πράγματα όμως. Η εκκλησία δεν είναι έτσι ένας σύλλογος που ανήκουμε εν μέρει. Στην εκκλησία ζούμε ολόκληροι ως υπάρξεις, οι οποίοι δεχόμαστε κατ’ απόλυτο τρόπο το Θεό μέσα μας.

Οπότε πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσουμε εάν όντως υπάρχει ο Θεός· και υπάρχει ο τρόπος. Οι πατέρες μας, οι άγιοι της εκκλησίας μας, μας έδειξαν ακόμα και το όργανο με το οποίο θα ανακαλύψουμε εάν υπάρχει Θεός. Ποιο είναι; Είναι η καρδία μας, το είπε ο Χριστός, “μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”, το οπτικό όργανο, με το οποίο θα εντοπίσουμε, θα δούμε το Θεό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η καρδία μας και μέθοδος είναι η κάθαρση της καρδίας.

Οπότε εάν ένας άνθρωπος είναι άθεος, είναι πολύ καλά αν θέλει να δει το Θεό· τότε να μην ψάχνει να τον βρει με λογικά επιχειρήματα, θα του υποδείξουμε το δρόμο με τον οποίο τον είδαμε όλοι. Κι αυτός ο τρόπος και ο δρόμος, είναι η κάθαρση της καρδίας του. Εάν καθαρίσει την καρδία του και δεν δει το Θεό, τότε έχει κάθε δικαίωμα να τον απορρίψει. Διότι ο Θεός δεν υπάρχει βάσει της λογικής. Ένας άγιος, ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος είπε ότι ο Θεός δεν υπάρχει, και δεν υπάρχει διότι δεν υπάρχει με κανένα τρόπο υπάρξεως που γνωρίζουμε εμείς. Είναι “ανύπαρκτος ύπαρξις” ο Θεός. Υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει με τον τρόπο υπάρξεως όπως τον αντιλαμβάνεται ο κόσμος. Ο Θεός δηλαδή δεν γίνεται αντιληπτός με τη λογική, δια της φιλοσοφίας, αλλά με την εμπειρία· όταν αποκτήσεις εμπειρία του Θεού τότε ο νους μπορεί να εκφράσει αυτή την εμπειρία.

—–

Κοίταξε παιδί μου να σου πω, δεν είναι θέμα ανθρώπων, είναι όλοι καλοί άνθρωποι, είναι θέμα ιστορικόν ξέρεις, αυτό το πρόβλημα. Να σας πω με λίγα λόγια γιατί είναι ιστορικό, διότι όπως και η ιστορία που μαθαίνουμε στα σχολεία μας είναι λάθος κατά πολύ και είναι γραμμένη από τους δυτικούς και είναι γραμμένη όπως τους συμφέρει και εμείς πήγαμε και τη μεταφράσαμε και τη διαβάζουμε τώρα.

Κατά τον ίδιο τρόπο και η θεολογία είναι επηρεασμένη από τη δύση κατά ένα μεγάλο μέρος. Διότι μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Τούρκους, υποδουλώθηκε στους Βαβαρούς. Η υποδούλωση στους δυτικούς ήταν χειρότερη από την υποδούλωση στους Τούρκους. Τότε ιδρύθηκε
το πανεπιστήμιο των Αθηνών.

Το πανεπιστήμιο Αθηνών ίδρυσε τη φιλοσοφική και θεολογική σχολή. Αυτοί που το ίδρυσαν ήσαν Βαβαροί, άνθρωποι δηλαδή δυτικοί, με δυτικό τρόπο σκέψεως οι οποίοι νόμιζαν ότι η ορθοδοξία ήταν για τους γύφτους. Έτσι νόμιζαν ότι η ορθοδοξία ήταν γύφτικο πράγμα, ενώ η φιλοσοφία του ορθολογισμού και η θεολογία του ορθολογισμού, ανήκε δηλαδή στα αριστοκρατικά πνεύματα.

Και έτσι όλοι πήγαιναν και σπούδαζαν στα δυτικά πανεπιστήμια. Μάθαιναν την ιστορία, τη θεολογία και τη φιλοσοφία από τους δυτικούς, τα έφερναν σε μας και άρχιζαν να παράγονται από το πανεπιστήμιο Αθηνών οι καθηγητές μας που όλοι αυτοί, τρόπον τινά, αποτελούν τα φώτα. Και έτσι είχαμε πολλά άρρωστα συμπτώματα στο χώρο της Εκκλησίας και γενικά στη νοοτροπία.

Βέβαια δεν είναι εύκολο ούτε δυνατόν από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνουν αλλαγές. Όμως είναι μεγάλη η ευλογία του Θεού, ότι εδώ και αρκετά χρόνια άρχισαν να εκδίδονται τα έργα των πατέρων, οι πηγές δηλαδή της ορθοδόξου παραδόσεως. Και ταυτόχρονα και ιστορικές πηγές και τα έργα των φιλοσόφων των αρχαίων, και έτσι τώρα αρχίζει σιγά-σιγά πλέον η επιστροφή στην αυθεντικότητα.

Διότι μπορούμε να πούμε ότι, (ας το πούμε για την δύση, ας μη το πούμε για εμάς), η αθεΐα της δύσεως ήταν το αποτέλεσμα της θεολογίας και η δυτική εκκλησία έφερε σαν γνήσια παιδιά της τον αθεϊσμό. Διότι όταν ζήσει κανείς, όταν μπει κανείς μέσα στο δυτικό χώρο ευσεβείας δεν μπορεί να γίνει τίποτε άλλο παρά ένας άθεος ή ένας διεστραμμένος θρησκευτικά άνθρωπος.

Κι έτσι δημιούργησαν και τον τύπο του θρησκευτικού ανθρώπου, και καταντήσαμε ένα διάστημα, να έχουμε τύπο θρησκευτικού ανθρώπου. Δηλαδή για να είσαι άνθρωπος της Εκκλησίας πρέπει να φοράς αυτά τα φουστάνια, αυτά τα παντελόνια, αυτά τα μαλλιά, αυτά τα γυαλιά, αυτές τις κάλτσες και αυτά τα παπούτσια. Εάν δε φορούσες αυτές τις κάλτσες τότε δεν πήγαινες στο παράδεισο!

Ευτυχώς στη Κύπρο δεν είχαμε πολλά τέτοια συμπτώματα, είμαστε μακρυά από το χώρο εκείνο. Όμως δεν είναι θέμα ανθρώπων, δε φταίνε οι άνθρωποι, είναι ιστορικό το γεγονός τούτο, δηλαδή, η υποδούλωσή μας στη δύση. Γι’ αυτό ξέρετε ότι τελικά ο Θεός μέσα στη πρόνοιά του μας υπέταξε στους Τούρκους, κι όχι στους Φράγκους.

Διότι αν συνέχιζαν οι Φράγκοι να κρατούν την Κύπρο και τον ελληνικό χώρο, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, (το λεγόμενο Βυζάντιο το οποίο δεν ονομάσθηκε ποτέ Βυζάντιο, αλλά οι Δυτικοί το ονόμασαν Βυζάντιο και το λέμε και εμείς), Δε θα υπήρχε τίποτα. Οι Τούρκοι βέβαια μας έκοβαν τα κεφάλια μας· μας ταπείνωναν, αλλά δεν χάσαμε την ορθόδοξη παράδοσή μας και την ιστορία μας, ενώ οι Φράγκοι θα μας τα διέλυαν όλα δεν θα υπήρχαμε κατ’ ουδένα λόγο.

Και γι’ αυτό το λόγο είναι μεγάλη η ευθύνη, ευθύνη σε σας, που είστε νέα παιδιά και σπουδάζετε ώστε να μάθετε να ερευνάτε σωστά, τις ρίζες την παράδοση, τον τόπο αυτό. Διότι αν ερευνάτε σωστά και είστε καλοί επιστήμονες, τότε οπωσδήποτε θα ανακαλύψετε αυτόν τον μεγάλο πλούτο της ορθοδοξίας, τον οποίον ανακαλύπτουν σήμερα ευτυχώς και δυτικοί.

Σήμερα το να μιλά κανείς περί της ορθοδοξίας στη δύση είναι της μόδας. Ένας μοναχός, ένας ασκητής, ένας ορθόδοξος άνθρωπος στη δύση, είναι ένα γεγονός το οποίον αποτελεί αντικείμενο πολλών παρατηρήσεων και πολλής μεγάλης ερεύνης. Διότι ανακάλυψαν επιτέλους ότι η ορθοδοξία είναι εμπειρία, και η εκκλησία του Χριστού είναι εμπειρία.

Γιατί νομίζετε στη δύση έχει πέραση σήμερα το Ισλάμ; Το Ισλάμ είναι μια κτηνωδία. Τί είναι το Ισλάμ; Είναι μια κτηνωδία απέραντη. Όμως επειδή δίδει εμπειρία έστω και της κτηνωδίας, γι’ αυτό πάνε εκεί, διότι οι άνθρωποι σήμερα, θέλουν εμπειρία και όχι φιλοσοφία, δηλαδή στοχασμό.