«Σέ μέν διεκώλυε τῆς τῶν σεπτῶν ἐποπτείας μολυσμῶν τό πρότερον τό ἐπισυρόμενον μιαντήριον. Ἡ δέ σή αἴσθησις καί τῶν σοί, θεόφρον, πεπραγμένων ἡ συνείδησις τήν πρός τά κρείτονα σοί ἐπιστροφήν ἐνειργάσατο. Εἰκόνι γάρ προσβλέψασα τῆς εὐλογημένης Θεόπαιδος, πάντων καταγνοῦσα πταισμάτων σου, πανεύφημε, τῶν πρίν ἐν παρρησίᾳ τό τίμιον Ξύλον προσεκύνησας» (Στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς Ε’ Νηστειῶν, μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας)
«Εσένα σε εμπόδιζε να δεις τα θεία ο προηγούμενος μιασμένος βίος, ο οποίος σε συνόδευε ακόμη και στους Αγίους Τόπους (αγία Μαρία). Η αίσθηση όμως της αμαρτωλότητας, Θεόφρον, και η συνειδητοποίηση των όσων είχες διαπράξει σε οδήγησε να εργαστείς την επιστροφή στα ανώτερα (την σχέση με τον Θεό), καθώς κοίταξες τη εικόνα της ευλογημένης κόρης του Θεού και αφού καταλόγισες, ένδοξε, στον εαυτό σου όλα τα πταίσματα του παρελθόντος, προσκύνησες με θάρρος το τίμιο Ξύλο».
«Η αγία Μαρία η Αιγυπτία γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Σε ηλικία δώδεκα ετών εγκατέλειψε τους γονείς τους και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε έκλυτο βίο πορνείας για δεκαεπτά χρόνια. Η λαγνεία είχε γίνει στάση ζωής. Δεν ζητιάνευε ούτε αμάρτανε για τα χρήματα, αλλά για την ικανοποίηση της σαρκικής επιθυμίας. Μια μέρα, βλέποντας πλήθος Αιγυπτίων και Λιβύων να κατευθύνονται προς το λιμάνι, τους ακολούθησε για να πάει στα Ιεροσόλυμα, προσφέροντας το κορμί της για να πληρώσει τον ναύλο. Όταν έφθασε έξω από τον ναό της Αναστάσεως, ανήμερα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, δεν μπορούσε να περάσει το κατώφλι, διότι μια αόρατη δύναμη την έκανε να κάνει πίσω. Τότε ένιωσε την αμαρτία της και προσευχήθηκε σε μία εικόνα της Παναγίας και ζήτησε το έλεός της. Τότε άνοιξε ο δρόμος να μπει στον ναό. Εξομολογήθηκε, αγόρασε τρία ψωμιά και έφυγε για την έρημο του Ιορδάνη. Έζησε πολλά χρόνια στην έρημο, εκρίζωσε όλα τα πάθη από την καρδιά της με πολλές προσευχές και δάκρυα και στο τέλος της ζωής της την συνάντησε, κατόπιν φωτίσεως από τον Θεό, ο αββάς Ζωσιμάς, ο οποίος έμαθε την ιστορία της, την είδε σαν έναν ασώματο άνθρωπο, την κοινώνησε έναν χρόνο μετά την Μεγάλη Πέμπτη και τη επόμενη χρονιά την βρήκε να έχει κοιμηθεί εν Κυρίω. Σε σημείωμα που είχε αφήσει η αγία του ανέφερε το όνομά της και ότι είχε φύγει από αυτή την ζωή την ημέρα που κοινώνησε. Ένα λιοντάρι βοήθησε τον αββά να θάψει την Αγία, η οποία γιορτάζει κάθε χρόνο την 1η Απριλίου και την Ε’ Κυριακή των Νηστειών» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος όγδοος)
Η τελευταία Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μας φέρνει στον νου τον τελικό στόχο της ζωής μας: είναι «η εποπτεία των σεπτών», η δυνατότητα να δούμε σφαιρικά την οδό και τον τρόπο που μας οδηγούν στον Θεό. Η νηστεία, η προσευχή, οι ιερές ακολουθίες, η ασκητικότητα, το ήθος της πίστης μας δεν είναι εκφράσεις θρησκευτικότητας, έθιμα, τυπολατρίες. Είναι εκφράσεις ζωής εκκλησιαστικής, η οποία αποσκοπεί στην μεταμόρφωση της ύπαρξης, στην συνάντηση με τον Θεό και τον πλησίον, στην νίκη κατά της αμαρτίας και του θανάτου, στην κοινωνία με τον Χριστό. Αυτή είναι η εποπτεία των σεπτών, να συναντήσουμε τον Χριστό και να αφεθούμε στην αγάπη Του και στην θέα του προσώπου Του, αφού αφήσουμε κατά μέρος ό,τι μας χωρίζει από Αυτόν, ό,τι μας διακωλύει.
Υπόδειγμα αυτού του στόχου είναι η οσία Μαρία η Αιγυπτία, η οποία διαπίστωσε ότι η ζωή της δεν θα μπορούσε να βρει νόημα αν έμενε στην έκφραση της θρησκευτικότητας. Πήγε να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, όπως πολλοί άνθρωποι. Ακολούθησε χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι κάνει, όπως πολλοί, μία θρησκευτική συνήθεια: έκανε μία αποδημία, για την οποία ξεκίνησε χωρίς να αισθάνεται ότι έχει κάποιο εμπόδιο. Όπως όλοι οι άνθρωποι, θεώρησε ότι είχε δικαίωμα να μπει στον ναό της Αναστάσεως, στον ναό όπου βρίσκονται ο Πανάγιος Τάφος, ο Ιερός Γολγοθάς, ο τόπος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός, το κορυφαίο προσκύνημα της χριστιανικής πίστης. Θα λέγαμε σήμερα, ως θρησκευτική τουρίστρια, κατά την ορολογία των καιρών μας, ήθελε να δει τι υπάρχει εκεί. Και ταξίδεψε με το επισυρόμενον μιαντήριον ως γνώρισμα της ύπαρξής της: να πουλάει το σώμα της χάριν της σαρκικής επιθυμίας και της υλικής επιβίωσης, χωρίς να έχει επίγνωση ότι ο Χριστός μιλά στον άνθρωπο ο οποίος θέλει να έχει επίγνωση της πορείας του.
Ο Χριστός αγάπησε και αγαπά τους τελώνες, τις πόρνες, τον ληστή, τον κάθε αμαρτωλό. Δεν αφήνει όμως την αμαρτία αθεράπευτη. Δεν αποδέχεται τη αμαρτία. Είναι επισυρόμενον μιαντήριον η ταύτισή μας με την εγωκεντρική επιθυμία, ότι ο άλλος υπάρχει ως πηγή απόλαυσης για μας και μόνο, ως εφαλτήριο για την επιβίωσή μας και την εξασφάλισή μας. Είναι επισυρόμενον μιαντήριον η απουσία σεβασμού απέναντι στα ιερά και τα όσια, τα σεπτά της πίστης μας, προς τα οποία πορευόμαστε χωρίς επίγνωση, χωρίς μετάνοια, χωρίς διόρθωση για τα λάθη μας. Είναι επισυρόμενον μιαντήριον η καρδιά μας να μην αγαπά τον Θεό και να αγαπά τα πάθη μας. Είναι επισυρόμενον μιαντήριον το θράσος του νου, που λέει ότι η αλήθεια είναι ο τρόπος μας, ότι τα πάθη είναι δικαίωμά μας. Είναι όμως επισυρόμενον μιαντήριον και η ψευδαίσθηση ότι αν τηρούμε θρησκευτικότητες, με υποκρισία, μόνο ως προς την συμπεριφορά ότι ο Θεός είναι ευχαριστημένος μαζί μας, επειδή δήθεν δεν είμαστε ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων.
Στο καράβι με την οσία Μαρία αμάρτησαν και Αιγύπτιοι και Λίβυοι κατά τον πλου προς τα Ιεροσόλυμα. Μόνο όμως η Μαρία εμποδίσθηκε από το να μπει στον ναό της Αναστάσεως. Ο χρόνος στον οποίο ο Θεός αποκαλύπτει το επισυρόμενον μιαντήριον της ύπαρξης μας ανήκει σ’ Εκείνον. Είδε την διάθεση της καρδιάς της, ότι δεν άντεχε άλλο αυτήν την ζωή. Και της έδωσε την ευκαιρία, εμποδίζοντάς την να εισέλθει στον ναό, να αλλάξει. Και εκείνη ήταν δεκτική. Προσευχητική. Απευθύνθηκε στην Παναγία ως μάνα που αγκαλιάζει τα παιδιά της και της έδειξε ότι έπαψε να θεωρεί τον εαυτό της κύριο της ζωής, του σώματος, της πορείας, ζήτησε να επανέλθει στην κατάσταση του παιδιού και η μάνα την αγκάλιασε και της έδειξε τον δρόμο. Το επισυρόμενον μιαντήριον δεν θα έφευγε όμως αν δεν αντιστρεφόταν η ζωή. Αυτή που ήταν μαζί με πολλούς, που δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τους άλλους, έμεινε μόνη με τον εαυτό της. Άλλαξε εντελώς. Δεν έπαψε να προσεύχεται για όλους, αλλά δεν μπορούσε να είναι με κανέναν. Έπρεπε να βρει έναν άλλον τρόπο, αυτόν της συνάντησης με τον Θεό. Η κοινωνική για τους ανθρώπους έγινε ακοινώνητη. Η έχουσα πολλούς άνδρες αφοσιώθηκε στον Ένα Νυμφίο. Και εγκατέλειψε την θαλπωρή της σάρκας, του σπιτιού, της ζωής εν τω κόσμω, για τoν κόπο της άσκησης, την έρημο, την μοναξιά, για να βρει την αλήθεια.
Το επισυρόμενον μιαντήριον έπαψε να την ακολουθεί την στιγμή της μετάνοιας. Όμως ο Χριστός ήθελε να δείξει και σε εκείνη και σε όλους μας ότι σκοπός της άσκησης τελικά δεν είναι το ατομικό κατόρθωμα, αλλά η μετοχή στον Ίδιο, μαζί με τους άλλους. Εκπρόσωπος των άλλων ο αββάς Ζωσιμάς. Εκπρόσωπος των άλλων το λιοντάρι. Μόνο η σχέσης με τον Χριστό αποκαθιστά την ζωή ως αγάπη και κάνει τον εαυτό μας να επιστρέφει στην κοινωνία των αγίων, στην Εκκλησία. Αυτός είναι και ο τελικός στόχος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αφού κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας να παλέψουμε ασκητικά, να επιστρέφουμε στην κοινωνία της αγάπης με τον Χριστό και τον πλησίον ή μάλλον να μην χωριζόμαστε ποτέ από Αυτόν και εκείνους, εν μετανοία όμως και ταπεινώσει. Για να γίνεται η ζωή μας ένα συνεχές Πάσχα, ανάστασης, ζωής, ελπίδας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 18 Απριλίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου