Την
Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018 ο Ποιμενάρχης μας μετείχε στην Θεία
Λειτουργία που τελέστηκε στον
Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών,
όπου και εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας.
Ακολουθεί η ομιλία του
κ. Νεκταρίου :
“Μακαριώτατε
Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Ἱερώνυμε,
Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Άξιότιμε κ. Ὑπουργέ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων,
Ἀξιότιμοι Κύριοι Πρεσβευτές,
Ἀγαπητοί μου συμπρεσβύτεροι, Χριστοῦ διακονία,
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
“Τήν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίαν, λόγῳ, στόματι, καρδίᾳ καὶ
νῷ γραφῇ τε καὶ Εἰκόσιν ὁμολογοῦμεν”[1]
σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁμολογοῦμε τήν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἀνάμεσά
μας. Δέν χαιρόμαστε γιά μία ἰδέα, οὔτε γιά ἕνα φιλοσοφικό κίνημα. Δέν
χαιρόμαστε οὔτε γιά ἕνα θρησκευτικό σύστημα. Δέν χαιρόμαστε οὔτε γιά μία
μεταφυσική ἐλπίδα. Ζοῦμε τήν χαρά τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ δευτέρου Προσώπου
τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, μία παρουσία πού γιά
μᾶς ξεκινᾶ ἐν χρόνῳ καί συμπορεύεται μεθ᾽ ἡμῶν πρός τήν αἰωνιότητα. Μία
παρουσία ζωῆς καί ἀνακαινίσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δηλαδή καί τοῦ καθενός
ἀπό ἐμᾶς. Μία παρουσία τοῦ “πάντοτε” στό “νῦν”, τό ὁποῖο μᾶς ἀφορᾶ, ἀλλά καί
στό “ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”. Καί αὐτή ἡ παρουσία εἶναι ὁρατή διά
τῶν ὀφθαλμῶν τῶν αἰσθήσεων ἀλλά καί ἀόρατη. Εἶναι περιγραπτή διά τῶν λέξεων καί
τῶν λόγων καί τῶν εἰκόνων, ἀλλά καί ἀπερίγραπτη καθώς βιώνεται ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν. Εἶναι μία ὁμολογία ἡ ὁποία μᾶς σώζει ἐκ τῶν ποικίλων φόβων τοῦ
πονηροῦ, ἀλλά καί ἐκείνων τούς ὁποίους γεννᾶ τό ἴδιο τό μυστήριο τῆς ἐν χρόνῳ
καί κόσμῳ ζωῆς. Εἶναι μία ὁμολογία τήν ὁποία μόνο ἡ ζῶσα ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας
μπορεῖ ὄχι ἁπλῶς νά καταγράψει ὡς ἱστορικό γεγονός, ἀλλά νά τήν κοινωνήσει ὡς
ἐλπίδα ἀναστάσεως στίς καρδιές μας, στίς σχέσεις μας μέ τόν συνάνθρωπο καί τόν
κόσμο, στούς καιρούς μας, “ἀεί”.
Καί εἶναι χαρά αὐτή ἡ ὁμολογία διότι συνδέει τήν Ἐκκλησία μέ τήν
Ἱστορία. Δέν εἶναι μόνο μνήμη τοῦ παρελθόντος, τήν ὁποία χρειαζόμαστε νά
διαφυλάξουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, διότι ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ἔδωσε ταυτότητα καί
διαφορετικότητα καί ἄνευ τούτων δέν θά ὑπήρχαμε ἐν ἐλευθερίᾳ. Εἶναι καί γιατί ἡ
Ὀρθοδοξία θά σώσει τόν κόσμο, ὅσο κι ἄν αὐτός ἀρνεῖται νά παραδώσει ἐν
ταπεινώσει τό θέλημά του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί σωτηρία δέν εἶναι ἁπλῶς μία
ὑπόσχεση τοῦ μέλλοντος ἤ τῆς ἄλλης ζωῆς. Σωτηρία εἶναι ἡ ἀκεραιότητα τοῦ
ἀνθρωπίνου προσώπου. Τό πάτημα στήν γῆ καί ἡ θέαση τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ἁρμονία τῆς
συμφυΐας ψυχῆς καί σώματος. Εἶναι ἡ εὕρεση τῆς αὐθεντικῆς κοινωνικότητος, ἡ
ὁποία περνᾶ μέσα ἀπό τόν τρόπο καί τό ἦθος τῆς κοινότητος. Τοῦ “Ἐμεῖς” στό
ὁποῖο τό κάθε “ἐγώ” καταξιώνεται καί προσφέρει τά χαρίσματά του, ὄχι πρός δόξαν
του, ἀλλά πρός διακονίαν τοῦ πλησίον του καί λαμβάνει ὡς ἀντίδωρο ἀπό τόν Θεό
«τάς κλεῖς τῆς Βασιλείας»[2], ἡ
ὁποία δίδεται μόνο σέ ὅσους ἀγαποῦν.
Ἄς σταθοῦμε σ᾽ αὐτά τά δύο στοιχεῖα- κλειδιά, τά ὁποῖα
ἀναδεικνύουν τήν κομβικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τόν Ἑλληνισμό. “Ταυτότητα” και
“Διαφορετικότητα”.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔδωσε ταυτότητα στούς Ἕλληνες. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
κατήργησε τήν Ἰστορία τῶν προγόνων μας, τήν δίψα γιά ἐλευθερία, τήν γλῶσσα, τήν
φιλοσοφία, τό ὅραμα πολιτισμοῦ τό ὁποῖο διαδόθηκε μέχρι τά βάθη τῆς Ἀσίας ἀπό
τόν Μέγα Ἀλέξανδρο τόν Μακεδόνα, τόν Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν πίστη ὅτι στό
πρόσωπό του ἕνωνε ὅλους τούς Ἕλληνες, ἔστω καί ἀρχικῶς «πλήν Λακεδαιμονίων»[3]. Ὁ
Χριστιανισμός συνάντησε τόν Ἑλληνισμό, «δοκίμασε τά πάντα καί κατέσχε τό καλόν»[4].
Ἀξιοποίησε καί ἀνανέωσε ὅλα τά στοχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητος καί προσέθεσε
σ᾽ αὐτά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί δύο δρόμους καί τρόπους μοναδικά
λυτρωτικούς: τήν Ἀγάπη καί τήν Ἀνάσταση. Ἔκανε τούς Ἕλληνες ὄχι ἁπλῶς νά
ἐνδιαφέρονται γιά τήν διάδοση τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς γλώσσας, τῆς σκέψεως, ἀλλά νά
νοιάζονται γιά τήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τούς ἔκανε ἱεραποστόλους τῆς ἀλήθειας
καί τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλους τούς λαούς, τούς ὁποίους μποροῦσαν νά
συναντήσουν. Δέν χρησιμοποίησε ὡς ὄχημα τήν ἑλληνική γλῶσσα καί παράδοση, ἀλλά
ἔδωσε γλῶσσα καί νόημα μέ τόν τρόπο τόν ὁποῖο οἱ λαοί μποροῦσαν νά αντιληφθοῦν.
Ἄς θυμηθοῦμε τόν ἐκχριστιανισμό τῶ Μοραβῶν καί τῶν Σλάβων. Τό ἀλφάβητο τῶν
Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου. Τήν ἐνθάρρυνση γιά τήν δημιουργία Ἐκκλησιῶν,
οἱ ὁποῖες ἀποτέλεσαν τόν συνδετικό κρίκο τῆς Ἑλλληνικῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ
Βυζαντίου μέ τούς λαούς ἐκείνους. Τήν ἀντίσταση στόν ἐκφραγκισμό τῆς Ἀνατολῆς.
Καί τήν ἴδια στιγμή
ἐζωοποίησε τόν Ἑλληνισμό δίδοντας στόν ἄνθρωπο τήν προοπτική τῆς Ἀναστάσεως.
Αὐτό πού δέν μποροῦσαν νά διανοηθοῦν οἱ σπουδαιότατοι τῶν φιλοσόφων, τήν
σωτηρία ἀκέραιης τῆς ὑπάρξεως καί ὄχι μόνο τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἦρθε ὁ
χριστιανισμός γιά νά προσφέρει. “Ποῦ σου θάνατε τό κέντρον; ποῦ σου Ἅδη τό
νῖκος; Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι”[5]. Στό ὅριο τῆς φιλοσοφίας ἦρθε ἡ ὑπέρβαση τῆς
πίστεως. Καί ὁ Ἑλληνισμός συνεζεύχθη μέ τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί στήν
καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή ἔλαβε καινούργια ταυτότητα, τήν ὁποία προσπαθοῦμε νά
διατηρήσουμε μέχρι σήμερα.
Ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία βοήθησε τόν Ἑλληνισμό νά συνειδητοποιήσει καί τήν
διαφορετικότητά του σέ σχέση μέ τήν Δύση. Τό ὅτι πιστεύουμε στόν Χριστό δέν
σημαίνει ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Δυτικοί εἴμαστε ἴδιοι. Τό ὅτι ἀγαποῦμε τούς ἀρχαίους
Ἕλληνες φιλοσόφους, τόν Σωκράτη, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη, δέν σημαίνει ὅτι
Ὀρθόδοξοι καί Δυτικοί μιλοῦμε τήν ἴδια
γλῶσσα ἤ τούς κατανοοῦμε μέ τόν ἴδιο τρόπο καί περιεχόμενο. Παραμένουμε μία
Ἐκκλησία δημοκρατική, στήν ὁποία ὑπάρχει μέν πρωτεῖο, αὐτό τῆς τιμῆς, ἀλλά δέν
γίνεται ἀποδεκτή ἡ ὁδός τῆς ἐξουσίας, τοῦ καταναγκασμοῦ τῶν ἀνθρώπων, τῆς
καθυποτάξεως τῆς ἐλευθερίας τους στό ὄνομα τῆς σωτηρίας. Ἀλλά εἴμαστε καί
διαφορετικοί σέ σχέση μέ παραδόσεις ὅπως τό Ἰσλάμ καί οἱ μονοφυσίτες
χριστιανοί. Τιμοῦμε τίς ἱερές εἰκόνες, διότι σ᾽ αὐτές ἀπεικονίζεται τό
Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί δέν πιστεύουμε σέ ἕναν θεό ἀσώματο ἤ μόνο
πνευματικό. Ἀκολουθοῦμε τήν ὁδό τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία γίνεται ἐπιείκεια,
συγχωρητικότητα, ἀποδοχή τῆς τρωτότητος τοῦ πλησίον ὅπως καί τῆς δικῆς μας, ὄχι
διότι θέλουμε νά δικαιολογοῦμε καί νά ἀμνηστεύουμε τίς πτώσεις μας, ἀλλά διότι
«ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος»[6]. Δέν
προηγεῖται ἡ δικαιοσύνη στόν Θεό, ἀλλά ἡ ἀγάπη. Καί ἐπειδή ὁ Θεός ἔγινε «ὡς εἷς
ἐξ ἡμῶν»[7],
προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση μας, δώσαμε στόν Ἑλληνισμό τήν δυνατότητα νά
ὑπερασπίζεται τά δίκαιά του καί τήν ἐλευθερία του, μή ἀρνούμενος ὅμως τήν
συνύπαρξη μέ τούς ἄλλους λαούς. Νά εἶναι χαρούμενος γιά τά ἐπιτεύγματά του, ὄχι
ὅμως αὐτάρκης καί ἀδιάφορος γιά τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Νά θέλει νά κρατᾶ ἀνόθευτη
τήν πίστη, ἀλλά νά εἶναι ἄρχοντας πρός τούς ἄλλους, δηλαδή νά δίνει «τόπο ἐν τῷ
καταλύματι»[8] καί νά μήν βλέπει τά πάντα
μέ μόνο γνώμονα τό στενῶς νοούμενο συμφέρον. Νά σέβεται τό ἀνθρώπινο πρόσωπο,
ἀκόμη κι ἄν αυτό δέν κάνει τήν ζωή μας τόσο εὔκολη.
Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός συμπορευτήκαμε σέ δύσκολους χρόνους. Στό
καντήλι, τήν εἰκόνα, στό «σταυροκόπημα»[9] ὁ
Ἕλληνας ἔβρισκε τό ἀποκούμπι του. Στό σχολειό τῆς ἐκκλησίας καί τοῦ μοναστηριοῦ
ὁ ἁπλός παπάς μάθαινε γράμματα στά ἑλληνόπουλα καί κρατοῦσε ἄσβεστη τήν φλόγα
τῆς πίστεως ἡ ὁποία συνοδεύονταν ἀπό τήν ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας. Στήν “Κυρά
Δέσποινα τήν πολυδακρυσμένη” ἔμενε ζωντανή ἡ ἐλπίδα ὅτι “πάλι μέ χρόνους μέ
καιρούς, πάλι δικά μας θά ᾽ναι”. Στά λείψανα καί τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων καί μετά
τήν λειτουργία τῆς Κυριακῆς καί τῆς γιορτῆς ὁ Ἔλληνας ἔκανε τό πανηγύρι του,
ἐξέλεγε τούς προεστούς του, συζητοῦσε γιά τήν ἀντίστασή του, ἔβρισκε τήν
γυναίκα του, παντρεύονταν καί ἔκανε τήν οἰκογένειά του. Ἀπό τήν ἐκκλησία του
ξεκινοῦσε τήν ζωή του καί σ᾽ αὐτήν ἔμπαινε γιά νά δηλώσει τό “Προσδοκῶ
ἀνάστασιν νεκρῶν”!
Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός μείναμε μαζί στήν νίκη καί τήν ἧττα, στήν
ἀντίσταση στόν κάθε ἐπίβουλο ἐχθρό, στήν ἀπελευθέρωση καί στήν προσφυγιά, στά
μεγάλα ΟΧΙ, στόν ἀγῶνα ἀνασυγκροτήσεως τῆς πατρίδος. Μαζί νικήσαμε
καί μαζί χάσαμε. Καί ὅσοι ἐπεχείρησαν νά διασπάσουν αὐτόν τόν ἀκατάλυτο δεσμό
σκόνταψαν μπροστά στήν καρδιά τοῦ λαοῦ μας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά δεχθεῖ ἰδέες,
συστήματα, θεσμούς, ἐκσυγχρονισμούς σέ ὅλα, ἀλλά δέν δέχεται νά ἀρθεῖ αὐτή ἡ
συναλληλία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὄχι γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἐπιβιώσει, ἀλλά
γιατί κάθε τέτοια ἀπόπειρα θά εἶναι ξερίζωμα τῆς καρδιᾶς τοῦ λαοῦ. Διότι ἡ
παράδοση δέν εἶναι μόνο χθές, μόνο ἱστορία, μόνο ἤθη καί ἔθιμα, ἀλλά “λάλον
ὕδωρ”, τό ὁποῖο “ἅλλεται εἰς ζωήν αἰώνιον”[10].
Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἔχει πολλά νά πεῖ στούς καιρούς μας. Τρία
εἶναι τά στοιχεῖα στά ὁποῖα θά μπορούσαμε νά δώσουμε ἔμφαση. Τό πρῶτο εἶναι ἡ
ἀσκητικότητα, ἡ ὁποία δέν ἔχει νά κάνει μόνο με τό μέτρο καί τήν λιτότητα,
ἀξίες τίς ὁποῖες ἀφήσαμε κατά μέρος στόν βωμό τῆς ἀπληστίας καί τῆς αὐτάρκειας
τῶν καιρῶν μας. Εἶναι καί ἡ στροφή στόν ἔσω ἄνθρωπο. Αὐτόν ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται
τήν αἰχμαλωσία του στά πάθη, δηλαδή στήν κυριαρχία τοῦ ἐγώ του, ἡ ὁποία τοῦ
φορᾶ ἕνα προσωπεῖο. Τόν κάνει νά πιστεύει ὅτι τά πάθη εἶναι δικαίωμά του καί,
ταυτόχρονα, ὅτι κρύβοντάς τα μπορεῖ νά ἔχει τήν καλή εἰκόνα πρός τά ἔξω. Μέ τήν
ἀσκητική της πρόταση ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς δείχνει τήν ὁδό τῆς ταπεινώσεως. Νά
φτάνουμε ὡς τά μέτρα μας, νά παραδεχόμαστε τά λάθη καί νά αναλαμβάνουμε τίς εὐθύνες
μας καί τήν ἴδια στιγμή νά παλεύουμε νά εἴμαστε άληθινοί. Νά εἶναι τό πρόσωπό
μας ἡ εἰκόνα ἡ ὁποία παλεύει νά μοιάσει τοῦ Θεοῦ. Νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν
προτεραιότητα τοῦ δικαιώματος καί νά προτάξει τήν ἀγάπη στόν πλησίον. Νά
παραιτηθεῖ ἀπό τήν προτεραιότητα τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας γιά ἐκδίκηση καί
νά προτάξει τήν συγχωρητικότητα ἡ ὁποία γίνεται πηγή δημιουργικότητος γιά
ὅλους. Νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν προτεραιότητα τοῦ ἐφήμερου, τό ὁποῖο
νομίζουμε ὅτι δέν θά παρέλθει, καί νά φτάσει στήν ἐπίγνωση ὅτι κληθήκαμε “τέκνα
Θεοῦ γενέσθαι”[11], δηλαδή «οἱ εἰς τήν
μέλλουσαν πόλιν ἐλπίζοντες»[12]
καί ἐργαζόμενοι διά τῆς ἀρετῆς νά λάβουμε εἰς χεῖρας τά κλειδιά τῆς
ἀγάπης τά ὁποῖα τήν ἀνοίγουν. Ἄς δοῦμε τά μοναστήρια μας, τά ὁποῖα δέν
διασώζουν μόνο λατρευτικά τυπικά, πολιτιστικούς θησαυρούς ἤ τήν ἀγωνία γιά τήν
σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἀλλά φανερώνουν τήν χαρά καί τήν χάρη τοῦ αὐθεντικοῦ
ἀνθρώπου, αὐτοῦ ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ Θεό καί πλησίον!
Τό δεύτερο εἶναι τό ἦθος τό ὁποῖο θά μᾶς ὁδηγήσει στήν
προτεραιότητα τοῦ συλλογικοῦ, χωρίς τήν καταπίεση τοῦ ἀτομικοῦ. Σέ μία περίοδο
στήν ὁποία ἀκόμη θρηνοῦμε τόν χαμένο Παράδεισο τῆς οἰκονομικῆς εὐημερίας, εἶναι
καιρός μετανοίας και ἀφυπνίσεως. Γιά νά ἔρθει ἡ ἀνάκαμψη «χρειάζεται ἡ
ἀντίσταση»[13]. Καί ἡ ἀντίσταση εἶναι ἡ
ἐλεύθερη ψυχή, ἡ ὁποία ζητᾶ τήν πρόοδο καί τήν χαρά γιά ὅλους, εἰ δυνατόν. Ζητᾶ
θεσμούς ἰσχυρούς, οἱ ὁποῖοι θά διαφυλάττουν τούς νόμους, διότι δέν θά
ἀμνηστεύουν τήν ἀ-ήθεια, ἀλλά θά ζητοῦν τήν λογοδοσία της συνειδήσεως. Καί ἔχω
συνείδηση σημαίνει ὅτι δέν πρυτανεύει τό ἐγώ μου καί τό συμφέρον του, ἀλλά ὁ
κάθε πλησίον, τό σύνολο ἔναντι τοῦ ὁποίου δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά παρανομῶ. Καί
ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἐμπνέει πρός αὐτόν τόν δρόμο. Ἄς δοῦμε τίς ἐνορίες μας, πῶς
δίνουν τό φαγητό τό ὁποῖο λείπει ἀπό τούς ἐμπερίστατους συνανθρώπους μας,
καλύπτουν τήν ἀνάγκη γιά μία κουβέντα, μία ἀγκαλιά παρηγοριᾶς, τήν δίψα τῶν
νέων γιά ἀγάπη καί ἐλπίδα, μία φιλανθρωπία ἡ ὁποία ἀγγίζει τήν σύνολη ὕπαρξη
καί δέν περιορίζεται μόνο στόν ἄρτο τόν ἐπιούσιο. Οἱ ἱερεῖς μας, τά
στελέχη τῆς Ἐκκλησίας, οἱ κυρίες οἱ ὁποῖες διακονοῦν στά φιλόπτωχα συμβούλια
καί στά συσσίτια, οἱ κατηχητές καί τά στελέχη νεότητος, ὅσοι ἐνισχύουν
παντοδαπῶς καί ἐθελοντικά κάθε προσπάθεια, δείχνουν ὅτι εἶναι κατορθωτό τό ἦθος
τό ὁποῖο ἐνεργοποιεῖ τούς πολλούς!
Τό τρίτο εἶναι ἡ παιδεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κέντρο της τόν ἄνθρωπο,
τήν ποιότητά του, τήν ἀξία του ὡς εἰκόνα Θεοῦ, τήν ἀξιοπρέπειά του, ὅταν δέν
παραδίδεται στήν φθήνεια τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἀλαζονεία τῆς εὐκολίας, ὅπως μᾶς
ἔχει ὁδηγήσει ὁ τεχνολογικός πολιτισμός. Παιδεία ἀξιῶν. Παιδεία μνήμης καί ὄχι
λήθης τῆς Ἱστορίας. Παιδεία μέ Θρησκευτικά τά ὁποῖα θά ἔχουν ὡς πυρήνα τους τό
Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι, ὅπως ἔχει εἰσαχθεῖ δυστυχῶς στά σχολεῖα, ἕναν
πανθρησκειακό συγκρητισμό, διότι δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μία θρησκεία ἀνάμεσα
στίς ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές φιλοσοφίες, ἀλλά τό “πολύτιμον τζιβαϊρικόν”[14],
μέσα ἀπό τό ὁποῖο θά μποροῦμε νά συνυπάρξουμε μέ ἐπίγνωση τῆς διαφορετικότητάς
μας, χωρίς ὅμως νά ἀπορροφηθοῦμε, ἀπό φόβο μήπως καί χάσουμε τίς ἐξελίξεις.
Παιδεία ἡ ὁποία δέν θά μᾶς ἀπομονώνει ἀπό τήν Εὐρώπη, ἀλλά θά μᾶς κάνει νά
ἔχουμε κριτήρια οἰκειώσεως τῶν σπουδαίων ἀλλά καί ἀπορρίψεως νοοτροπιῶν, ὅπως
αὐτές οἱ ὁποῖες καταρρακώνουν τόν ἄνθρωπο καί τήν ψυχή του, ἀπο-ιεροποιοῦν τήν
οἰκογένεια, ἀποχρωματίζουν ἀπό Χριστό, ἀπό Ἀγάπη, ἀπό Ἀνάσταση τόν κόσμο μας.
Ἄς δοῦμε τήν παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τήν παιδεία τῶν Ἁγίων μας, τήν παιδεία
τῶν ποιητῶν μας, τοῦ Σολωμοῦ καί τοῦ Κάλβου, τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Σεφέρη, τοῦ
Ἐλύτη καί τοῦ μέγιστου Παπαδιαμάντη. Κυρίως ὅμως τήν παιδεία τῆς Θείας
Λειτουργίας, ἡ ὁποία μέ τά νοήματα, τήν γλῶσσα, τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί
τόν Ἄλλο κάνει τά πάντα “πάντοτε, νῦν καί ἀεί”!
Μακαριώτατε,
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε,
Στήν Κέρκυρα, τόπο τῆς ἐπισκοπικῆς μας διακονίας, τεθησαύρισται,
μεταξύ ἄλλων, τό λείψανο τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης, τῆς αὐτοκράτειρας ἡ
ὁποία ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες, ἀπέδειξε τήν συναλληλία Ἐκκλησίας καί
Πολιτείας καί ἀντάλλαξε πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της τήν αὐτοκρατορική πορφύρα μέ
τό μοναχικό τριβώνιο. Καθώς ἐνθυμούμεθα σήμερα τήν Ὀρθοδοξία τήν ὁποία
περιφρούρησε ὄχι μόνο μέ τήν διακονία της ὡς αὐτοκράτειρα, ἀλλά καί μέ τήν ζωή
τῆς ἁγιότητος, ἄς θυμηθοῦμε καί τό χρέος μας: ὅλοι μας, ὁ καθένας “ἐφ᾽ ᾧ
ἐτάχθη” νά διαφυλάξουμε τήν ἑνότητα καί συμπόρευση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ.
Ὄχι ἀπό φόβο μήπως χαθοῦν προνόμια ἤ ἀπό ἄγχος γιά νά μή γίνουν ἀλλαγές στήν
ζωή μας, ἀλλά γιατί ὅ,τι ἔχει δοκιμαστεῖ, ὅ,τι ἔχει δώσει ταυτότητα, ὅ,τι μᾶς
κρατᾶ διαφορετικούς καί τήν ἴδια στιγμή ἀνταποκρίνεται στίς ἀνάγκες τῶν καιρῶν
εἶναι ἡ ρίζα μας. Ἄν ξεραθεῖ, τότε τό δένδρον παύει ὄχι ἁπλῶς νά δίδει καρπούς,
ἀλλά καί νά ὑφίσταται.
«Τούτων τοῖς ὑπὲρ εὐσεβείας μέχρι θανάτου ἄθλοις τε καὶ ἀγωνίσμασι
καὶ διδασκαλίαις παιδαγωγεῖσθαί τε καὶ κρατύνεσθαι Θεὸν ἐκλιπαροῦντες, καὶ
μιμητές τῆς ἐνθέου αὐτῶν πολιτείας μέχρι τέλους ἀναδεικνύσθαι ἐκδυσωποῦντες,
ἀξιωθείημεν τῶν ἐξαιτουμένων»[15].
Ἀμήν!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου