Γιατί οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε ότι ο άλλος έχει διαφορετική άποψη από εμάς, διαφορετικές επιλογές, συχνά δεν θέλει να συμπορευτεί μαζί μας, με αποτέλεσμα να μας κουράζει και μόνο η ιδέα να προσπαθήσουμε να συνθέσουμε κάτι το καινούργιο ή να αφήσουμε τον άλλον να ακολουθήσει τον δρόμο του, ακόμη κι αν δεν περνά από τον δικό μας; Δεν εννοούμε σε θέματα ανατροφής των παιδιών ή σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αφήσουμε αντιδημοκρατικές συμπεριφορές να επικρατήσουν στο όνομα της πολυφωνίας και της ανοχής, εάν αυτές απειλούν την ζωή, την ασφάλεια, το ήθος της κοινωνίας, αν δηλαδή εκφράζονται με βία και απανθρωπιά. Από την άλλη, πόσο εύκολο είναι πάντοτε το να ορίσουμε πού ακριβώς έγκειται το όριο μεταξύ δημοκρατικού και μη; Το ίδιο συμβαίνει και στην σχέση γονέων και παιδιών. Οι γονείς έχουν τον τελικό λόγο σε ζητήματα ανατροφής, επιτρεπτής και μη συμπεριφοράς των παιδιών τους, ακόμη κι αν αυτά μπορεί να διαμαρτύρονται ή να αρνούνται να αποδεχτούν τις απόψεις των γονέων τους. Όμως κι εδώ τα όρια δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα στο τι μπορεί να επιτρέπεται και τι μπορεί να αποτελεί φόβο τον γονέων για την γνώμη ή τις πιθανές επιλογές του παιδιού τους, ιδίως κατά την εφηβεία.
Γενικότερα, οι άνθρωποι αισθανόμαστε ασφαλείς σε περιβάλλοντα στα οποία η δεδομένη αίσθηση του "ανήκειν" ταυτίζεται με το "συμφωνείν". Δεν έχουμε εκπαιδευτεί στο "διαλέγεσθαι". Φοβόμαστε ότι η ελευθερία του άλλου είναι αμφισβήτηση στην αυθεντία μας ή σε ό,τι έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ως σωστά και αυτονόητα. Γιατί όμως να μην είναι; Γιατί να μην μπορούμε να απολαύσουμε την πρόκληση του να επαναδιαμορφώσουμε την επιχειρηματολογία μας, την αίσθηση του σωστού και του λανθασμένου, να μην ασκήσουμε την ευλογία της αγάπης, η οποία ξεκινά από την απόφαση να σεβαστούμε την ελευθερία του άλλου, το πρόσωπό του, να μπορέσουμε να κατανοήσουμε εν ταπεινώσει και τα δικά μας όρια, αλλά και να μιμηθούμε τον Χριστό, ο Οποίος κανέναν δεν υποχρέωσε να Τον ακολουθήσει, οριοθέτησε στο ράπισμα που έλαβε από τον υπηρέτη του αρχιερέα Άννα την στάση που καλούμαστε να ακολουθήσουμε με την φράση "ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού . ει δε καλώς, τι με δέρεις;" (Ιωάν. 18,23), αλλά και σιώπησε στην εσκεμμένη αδυναμία των εχθρών Του να Τον κατανοήσουν.
Φοβόμαστε την γνώμη των άλλων, διότι δεν είμαστε βέβαιοι για την δική μας. Το "εγώ" μας έχει ανάγκη από την αποδοχή του άλλου, και μάλιστα εκείνου στον οποίο υπολογίζουμε, εκείνου με τον οποίο σχετιζόμαστε, διότι αισθανόμαστε πως οτιδήποτε λιγότερο είναι χτύπημα κατά της αξιοπιστίας και της προσωπικότητάς μας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως είναι τελικά ευλογία η οριοθέτηση των δυνατοτήτων μας και η ευκαιρία να αγαπήσουμε πέρα από τις όποιες απόψεις.
Κάποτε, και στον εκκλησιαστικό χώρο, υπάρχει ο φόβος της γνώμης του άλλου. Εκτός όμως από την οριοθέτηση της αλήθειας, που είναι χρέος όσων πιστεύουμε, πρέπει να απομένει η αγάπη. Η αμφισβήτηση μπορεί να είναι και μια αγωνία πως δεν έχουμε καταφέρει να βοηθήσουμε στην διάκριση της αλήθειας. Ότι ο λόγος μας δεν συναντά τον πλησίον, ίσως γιατί εμείς δεν τον διατυπώνουμε καθαρά ή δεν τον υπερασπιζόμαστε με την ζωή μας. Ας το δούμε με ταπείνωση.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 29 Μαρτίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου