«Γεννήματα της αντίθεης υπερηφάνειας είναι το να δικαιώνουμε τους εαυτούς μας, το να ακολουθούμε την γνώμη μας, το να ικανοποιούμε το θέλημά μας» (Αββάς Δωρόθεος).
Όταν μας κατηγορήσει κάποιος για κάτω, η πρώτη μας αντίδραση είναι να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Να εξηγήσουμε γιατί δεν είναι έτσι, ακόμη κι αν είναι έτσι. Κι αυτό δεν είναι ίδιον μόνο των μικρότερων σήμερα. Έχει λείψει η γενναιότητα και από τους μεγαλύτερους, οι οποίοι, ακόμη κι αν η πραγματικότητα είναι αντίθετη, προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας. «Άνθρωπος είμαι, τι να κάνω». «Φταίω κι εγώ, αλλά...». «Οι συνθήκες φταίνε». Στους καιρούς μας μάλιστα στους οποίους το φάρμακο είναι η ερμηνεία των πάντων, με έμφαση στον τρόπο της ψυχολογίας, ότι για να αισθανθώ καλύτερα χρειάζεται να εξετάσω γιατί μου συμβαίνει κάτι και πώς μπορώ να το διαχειριστώ, αφού το αποδεχθώ πρώτα, ο άνθρωπος έχει λησμονήσει ότι το φάρμακο των πάντων είναι η ταπείνωση, όταν μάλιστα συνοδεύεται από την μετάνοια.
Μας έχουν λείψει και τα δύο. Σαν να είναι υποτιμητικό το να κάνουμε λάθος. Σαν να διεκδικούμε για τον εαυτό μας μία δικαίωση για την γνώμη και το θέλημά μας. Πώς να λειτουργήσει στην ψυχή μας το μήνυμα της εκκλησιαστικής ζωής, ότι για να βρεις τον εαυτό σου, χρειάζεται να τον χάσεις; Ότι, αντί να κατηγορείς τους άλλους για ό,τι λανθασμένο έκανες ή για ό,τι εκείνοι σε μεγαλύτερο βαθμό διαπράττουν, δικαιολογώντας τον εαυτό σου, μπορείς να βρεις λύτρωση με το αίσθημα ότι είναι ανθρώπινο το να λαθεύουμε, προφανώς και οι περιστάσεις, οι συνάνθρωποί μας, το οικογενειακό μας περιβάλλον, ο τρόπος που μεγαλώσαμε, οι εμπειρίες μας έχουν διαδραματίσει ρόλο στο να μην βλέπουμε σωστά ούτε εμάς ούτε τους άλλους, αλλά δεν λυτρωνόμαστε με το να μην αναλαμβάνουμε την ευθύνη της παραδοχής και της αλλαγής χωρίς υποσημειώσεις.
Η εκκλησιαστική μας παράδοση βλέπει τον άνθρωπο στην προοπτική της σχέσης με τον Θεό πρωτίστως ως πατέρα. Την ίδια ανάγκη για υιότητα έχει ο καθένας μας και στις σχέσεις του με τον πλησίον και μάλιστα τον άμεσα οικείο. Κάποιοι από μας καλούμαστε να βιώσουμε τον ρόλο του πατέρα, χωρίς να είμαστε έτοιμοι. Διότι πατέρας σημαίνει απόφαση να δούμε τον δικό μας εαυτό, να μπούμε σε μία πορεία μεταμορφωτικής αναγέννησης, να μην κρυφτούμε και να μην κρύψουμε την αλήθεια γι’ αυτό που είμαστε και πράττουμε. Επειδή όμως αυτός ο δρόμος θέλει συνέχεια στην αυτογνωσία μας και ταπείνωση στο να δούμε τι μας χωρίζει από την αγάπη, μαζί με τους άλλους που καλούμαστε να στηρίξουμε και να συνοδοιπορήσουμε στην αλήθεια, χρειάζεται να παλεύουμε και με μας.
Ας μη μείνουμε στο φύλο. Η πατρότητα θέλει απόφαση και εμπειρία υιότητας. Το εγώ μας διαγράφει, στο όνομα της ελευθερίας, της αυτονομίας, του θελήματος, της γνώμης όχι το δικαίωμα στην ανωριμότητα, αλλά στο αναπόφευκτό της. Το παιδί χρειάζεται αγάπη. Το ίδιο και ο ενήλικος. Η πνευματική μας παράδοση στηρίζεται στην ύπαρξη του πνευματικού πατέρα, ο οποίος ανοίγει τον δρόμο για τον Χριστό, μέσα από την σχέση αγάπης, ειλικρίνειας και παραδοχής των ξαστοχισμάτων της ψυχής.
Αυτός που αναζητεί την δικαίωση του εαυτού του, δεν θα λυτρωθεί από ό,τι τον τυραννά. Η αλήθεια βεβαίως δεν συνεπάγεται μία διαρκή αυτοκαταδίκη. Θέλει διάλεγμα. Ο δρόμος περνά μέσα από την σχέση.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 6 Οκτωβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου