«Καί ἰδού ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱός μονογενής τῇ μητρί αὐτοῦ, καί αὕτη ἦν χήρα, καί ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός ἦν σύν αὐτῇ» (Λουκ. 7, 12)
«Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη την συνόδευε»
Υπάρχουν δύσκολες στιγμές στην ζωή μας. Η δυσκολότερη είναι ο αποχωρισμός που φέρνει ο θάνατος. Το πένθος που γεννιέται. Οι αντιδράσεις στην ψυχή και το σώμα μας. Η λύπη. Η απελπισία κάποτε. Συνήθως το ερώτημα «γιατί;». Ο θυμός. Κάποτε και το να τα βάζουμε με τον ίδιο τον Θεό διότι άφησε να φύγει από κοντά μας ένα πρόσωπο που αγαπούμε. Τον πόνο μας απαλύνει η παρουσία των άλλων. Το να βλέπουμε τα πρόσωπά τους. Να μην αισθανόμαστε την μοναξιά του θανάτου ακατάβλητη. Είναι μια παρηγοριά η παρουσία των άλλων. Δεν ακυρώνει το γεγονός. Μας δίνει όμως κάποια δύναμη να συνεχίσουμε. Διότι εμείς, όσο σκληρό κι αν φαίνεται, έχουμε ακόμη κάτι να κάνουμε στην ζωή μας, έχουμε ακόμη ανθρώπους με τους οποίους μπορούμε να συμπορευτούμε και να συναναστραφούμε. Και είναι παρηγορητική η παρουσία των άλλων, ο λόγος τους, η συμπαράσταση, το «ευχαριστώ» που μπορούμε να πούμε εκείνη την στιγμή ή και μετά, ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ότι η αγάπη δεν χάθηκε.
Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές ευαγγελικές περικοπές, στην ανάσταση του γιου της χήρας στην πόλη Ναΐν της Γαλιλαίας, βλέπουμε ακριβώς αυτήν την εικόνα του πένθους που βιώνει όχι μόνο η γυναίκα που έχει χάσει ήδη τον άντρα της και βλέπει τώρα να χάνει και τον μονάκριβο γιο της, αλλά ολόκληρη η κοινότητα. Την συνοδεύει στην ταφή «όχλος ικανός». Ο πόνος της γίνεται πόνος τους. Κάποιοι μπορεί να τον έχουν ζήσει αυτόν τον πόνο ή να σκέφτονται ότι θα τον ζήσουν. Κάποιοι μπορεί να νιώθουν ότι τελικά η ματαιότητα της ζωής αυτής μας περιμένει όλους και ότι το μόνο αντίδοτο είναι η αγάπη που δίνει κουράγιο. Η αγάπη που δεν είναι μόνο έκφραση συγγένειας. Είναι έκφραση της πανανθρώπινης σιγής μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Της πανανθρώπινης προσμονής ότι αυτό το μυστήριο οι πάντες θα το ζήσουμε. Ότι έσχατος εχθρός, αλλά ακατανίκητος για τα ανθρώπινα μέτρα ο θάνατος, δεν έχει γιατρειά. Και μπορεί η ζωή να συνεχίζεται, ωστόσο αυτή η κοινοτική αγάπη είναι ίσως το μοναδικό στήριγμα.
«Κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15) είναι ο αποστολικός λόγος για τους χριστιανούς. Σε μια εποχή που η κοινότητα, δηλαδή η συμπόρευση με δεσμούς που ξεπερνούν το συμφέρον, έχει ατονήσει ως εμπειρία, σε έναν κόσμο όπου το ατομικό θεωρείται αυτονόητη επιλογή, η εικόνα του λαού, του πλήθους που δεν θέλει να αφήσει την μάνα μόνη της στην δύσκολη στιγμή είναι συγκλονιστική. Διότι δείχνει ότι υπάρχουν συναισθήματα. Υπάρχει ανθρωπιά. Υπάρχει αγάπη. Υπάρχει ενσυναίσθηση. Και δεν είναι από περιέργεια, αλλά από γνησιότητα καρδιάς αυτό που πράττει η κοινότητα της Ναΐν. Και μας προτρέπει να έχουμε μέσα στην καρδιά μας αυτό το κοινοτικό αίσθημα, το ανοιχτό στην λύπη, όπως και στην χαρά του άλλου. Την οικειότητα που πηγάζει από την απόφαση να αγαπούμε και να βγαίνουμε από τον εαυτό μας.
Όπου κοινότητα, εκεί και ο Χριστός. Ο Κύριος δεν εστιάζει μόνο στον πόνο της μάνας. Σπλαχνίζεται την γυναίκα, όπως σπλαχνίζεται τον κάθε άνθρωπο. Βλέπει όμως και την αγάπη των πολλών. Και νιώθει ότι ο πόνος δεν είναι μόνο ατομικός, αλλά και συλλογικός. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις τρεις αναστάσεις που κάνει ο Χριστός στην επίγεια ζωή του, αυτή του γιου της χήρας στην Ναΐν, αυτή της κόρης του Ιαείρου, αλλά και του φίλου Του Λαζάρου, βλέπει τον πόνο της κοινότητας. Και «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι» στην πίστη (Ματθ. 18, 20), εκεί είναι και ο Ίδιος.
Ο θάνατος είναι ένα επεισόδιο μέσα στην ζωή μας, συγκλονιστικό, κάποτε ακατανόητο, όταν έρχεται ξαφνικά ή παράκαιρα, πέρα από την όποια φυσική πορεία μας. Η δική μας ευθύνη είναι να λειτουργήσουμε ως κοινότητα την ώρα του θανάτου κάποιου συνανθρώπου μας. Κανείς να μην φύγει μόνος του. Κανείς συγγενής να μην αισθανθεί την μοναξιά και την απουσία της αγάπης. Και η ελπίδα της ανάστασης να είναι η τελική απάντηση στο μυστήριο. Για να γίνει όμως αυτό προϋπόθεση είναι η κοινότητα να λειτουργεί στην καθημερινότητα. Στη ενορία της Εκκλησίας. Να μην είμαστε θρήσκοι που επιτελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα όποτε έχουμε ανάγκη και χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζουμε κανέναν, ούτε γείτονες που έτυχε να συγκατοικούμε με κάποιους, αλλά πιστοί, που θέλουμε να συνυπάρχουμε με τον διπλανό μας, να του ανοίγουμε την πόρτα και την καρδιά μας, να νιώθουμε τις ανάγκες του και με κάθε τρόπο να αισθανόμαστε ότι είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να αφήσουμε κατά μέρος την ιδιοτροπία, την δειλία, την απαίτηση, το συμφέρον και να προτάξουμε την πίστη και τον τρόπο του αγαπώντος Χριστού. Πρώτοι οι επικεφαλής της κοινότητας, επίσκοποι και κληρικοί. Και ας ακολουθήσει ο καθένας και η καθεμιά.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
10 Οκτωβρίου 2021
Κυριακή Γ’ Λουκά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου