“Χαίρων ἀνεκήρυξας τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, Βασίλειε” (στιχηρόν προσόμοιον του Εσπερινού της εορτής σε ήχο δ᾽)
Τρία ερωτήματα τα οποία ζητούν απάντηση μάς θέτει, μεταξύ άλλων, η είσοδός μας στον νέο χρόνο. Και είναι αληθινή ευλογία το ότι κάθε καινούργια χρονιά συνδέεται με την εκκλησιαστική ζωή με δύο σπουδαίες γιορτές: την περιτομή του Χριστού, στην οποία ο Κύριος επέδειξε σεβασμό στα ανθρώπινα έθιμα, τα συνδεδεμένα με την θρησκεία, για να δείξει ότι είναι τέλειος άνθρωπος, εκτός από τέλειος Θεός, και την μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, του ξεχωριστού Αγίου και πατρός της Εκκλησίας μας, η ζωή του οποίο αποτελεί απάντηση στα τρία αυτά ερωτήματα. Και ο λόγος του ιερού υμνογράφου, ο οποίος συνδέει το όνομα του Αγίου Βασιλείου με την βασιλεία του Θεού, αλλά και μας υπενθυμίζει τι σημαίνει Ευαγγέλιο, αλλά και η διακήρυξή του, δίνει μία συνολική πρόταση ζωής, που κάνει τον χρόνο να έχει νόημα, πέρα από το εφήμερο.
Το πρώτο ερώτημα είναι: γιατί ζούμε; γιατί μας δίδεται ο χρόνος; Το ερώτημα έχει συγκλονιστική διάσταση, καθότι η είσοδός μας στον χρόνο και την ζωή είναι ένα γεγονός ανελευθερίας σε προσωπικό επίπεδο. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να γεννηθούμε. Την στιγμή που “ἐκ τοῦ μή ὄντος” έρχόμαστε στο “εἶναι”δεν υπάρχει ελευθερία και δικαίωμα. Ο χρόνος αφ᾽ εαυτού του δεν είναι επιλογή μας. Κι όμως καλούμαστε να τον ζήσουμε. Υπάρχει απάντηση στο “γιατί”. Και η απάντηση είναι αγάπη και βασιλεία. Μας δόθηκε η ζωή που συνδέεται με τον χρόνο από τον Θεό που μας αγαπά. Και η αγάπη δημιουργεί, γεννά ζωή, γεννά πρόσωπα. Μαζί με τον Θεό μάς δόθηκε η ζωή και από τους κατά σάρκα γονείς μας, από τους ανθρώπους ως συνδημιουργούς της αγάπης. Η ζωή όμως δεν είναι απλώς για να την ζήσουμε. Είναι για να την ζήσουμε βρίσκοντας την βασιλεία του Θεού. “Βασιλεύω” σημαίνει αγαπώ και μοιράζομαι ό,τι είμαι και ό,τι έχω με τους άλλους, διακονώντας τους, όχι για να τους εξουσιάζω, ούτε απλώς για να συν-υπάρχω και να συν-οδοιπορώ, αλλά για να βιώνω κάθε στιγμή την ζωή ως αγάπη. Γι’ αυτό οι αυθεντικοί βασιλιάδες δεν ήταν οι εξουσιαστές και οι τύραννοι, αλλά εκείνοι που έμεναν στην καρδιά του λαού τους επειδή τον αγαπούσαν και νοιάζονταν γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο Θεός είναι βασιλεύς πάντων των αιώνων και δημιουργός. Γιατί είναι Αγάπη. Και η Εκκλησία είναι ο τρόπος και η εμπειρία της αγάπης, όπου ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού μάς δίδεται λειτουργικά ως αγάπη, ως Σώμα και Αίμα. Όπου στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου, κάθε αδελφού βλέπουμε τον Χριστό. Όπου ζούμε τον χρόνο ως καιρό βασιλείας, καιρό αγάπης κάθε στιγμή.
Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί πεθαίνουμε; Και πάλι δεν θα μας ρωτήσει κανείς αν θέλουμε να πεθάνουμε. Ο χρόνος της παρούσης ζωής, της κτιστότητας, περιλαμβάνει εκτός από την είσοδο και την έξοδό μας από αυτόν. Στο τεράστιο αυτό γιατί, που απασχολεί κάθε ύπαρξη, έρχεται και πάλι η πίστη να δώσει απάντηση. Ο χρόνος μάς δίδεται ως Ευαγγέλιο, ως είδηση και αγγελία χαράς στο πρόσωπο του Χριστού και της βασιλείας Του, “ἦς οὐκ ἔσται τέλος”. Ο θάνατος για όσους πιστεύουμε στον Χριστό δεν είναι απόγνωση, ούτε συμβιβασμός. Χριστός ετέχθη, Χριστός περιετμήθη, Χριστός εβαπτίσθη, Χριστός εδίδαξε, Χριστός εθαυματούργησε, Χριστός έπαθε, Χριστός Ανέστη, Χριστός ανελήφθη, Χριστός πάλιν έρχεται. Ο Χριστός είναι το Ευαγγέλιο που μας λυτρώνει από τον θάνατο και μας δίδει χαρά. Ο Χριστός που προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα, δίχα αμαρτίας, ακόμη και τον θάνατο μας καλεί να δούμε τον χρόνο ως κοινωνία μαζί Του, να Τον συναντήσουμε στην γιορτή της Εκκλησίας όχι εφήμερα, αλλά συνεχώς, να Τον συναντήσουμε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, των Αγίων και των αμαρτωλών, να Τον συναντήσουμε ως αγάπη, συγχώρηση, ανάσταση από κάθε μορφή θανάτου, πνευματικό, σωματικό, αιώνιο, και να πιστέψουμε ότι η χαρά του Ευαγγελίου δεν νικιέται από τον θάνατο.
Το τρίτο ερώτημα είναι τι κάνουμε για να έχει η ζωή μας νόημα που ξεπερνά το πρόσκαιρο; Ο κόσμος και η φιλοσοφία του έχουν πολλές προτάσεις, οι οποίες όμως σταματούν στην έξοδο από την ζωή. Οι άλλες θρησκείες μιλούν κάποτε για μεταθανάτια πραγματικότητα, που δεν συμπεριλαμβάνει όμως τον σύνολο άνθρωπο, αλλά μόνο το πνεύμα του. Ακόμη και οι δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ, που πιστεύουν στην ανάσταση, δεν αφήνουν περιθώριο για όλους τους ανθρώπους να ελπίσουν ότι ως εικόνες Θεού έχουν περιθώριο. Μόνοι οι δικοί τους μπορεί να σωθούν κι εκεί χωρίς Χριστό. Η πίστη μας όμως δίνει και πάλι την απάντηση. Είναι η κήρυξη. Ο χρόνος μάς δίδεται για να διακηρύξουμε την εν ημίν ελπίδα λόγοις και έργοις. Όχι ως αγγαρεία για να αποφύγουμε μια κάποια κόλαση Ούτε ως ανταμοιβή εγωισμού και περηφάνειας, ως ένα δούναι και λαβείν. Μας δίδεται για να διακηρύξουμε τον τρόπο της αγάπης, λειτουργώντας προφητικά, ελπιδοφόρα, με την δοξολογία του Θεού για όλα όσα μάς έδωσε, για την πλάση, την ανάπλαση, την ανάσταση. Και η κήρυξη είναι για όλους τους ανθρώπους. Είναι για την σύνολη ύπαρξη. Είναι μία πρόσκληση συνάντησης στην αγάπη. Είναι μία φωνή μέσα μας που μας ζητά να μη σταματήσουμε στιγμή να καταγγέλουμε τοις πάσι τον Χριστό που σώζει, θεώνοντας όποιον ελεύθερα Τον ακολουθήσει.
Αυτή η στάση ζωής κρύβει σταυρό. Έχει οδύνη και ωδίνες. Η οδύνη πηγάζει από την θέαση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Από την θέαση του διασπασμένου εαυτού μας. Όταν βλέπουμε από την μία μια καρδιά που θέλει να τα ελέγξει όλα και δεν μπορεί, ότι γέμει παθών και ήττας και θλίβεται μπροστά στον θάνατο κάθε μορφής. Κι από την άλλη, να έχουμε την επιθυμία “Χριστόν ἐνεδύσασθαι”, μόνο που ο έτερος νόμος εν τοις μέλεσιν ημών μάς κλέβει την χαρά. ΚΙ όμως, το παράδειγμα των Αγίων μας είναι η χαρά. Διότι άγιος είναι αυτός που ζει τον Χριστό στην καρδιά του ως βασιλεία, ευαγγέλιο και κήρυξη. Και αλλάζει έτσι η θέαση του κόσμου εντός τους. Παλεύουν να γεννήσουν τον Χριστό στις καρδιές των άλλων, όσον πόνο κι αν αυτό έχει, όσον σταυρό, όσον κόπο. Και ένας λόγος ακούγεται μέσα τους. Όπως ο Χριστός, έτσι κι εκείνοι και έτσι κι εμείς, αν ακολουθούμε το παράδειγμά τους, “ἐξήλθομεν νικῶντες καί ἵνα νικήσωμεν” (Ἀποκ. 6,2)!
Αυτή ήταν η οδός του Μεγάλου Βασιλείου. Οδός βασιλείας και αφιέρωσης λειτουργικής στον Χριστό ως θησαυρό της ζωής του. Οδός Ευαγγελίου, δηλαδή βίωση της ζωής ως αγάπης, συγχώρησης και ανάστασης από τον θάνατο κάθε μορφής. Οδός κήρυξης του Χριστού, λόγοις και έργοις. Ένειμε τα χαρίσματά του, τους κόπους του, την πίστη του τοις πάσι. Πόνεσε, γέννησε καρπούς πνευματικούς, τα κατά πνεύμα παιδιά του, τα κείμενά του, την θεολογία του, την φιλανθρωπία του, την όλη ζωή, ακόμη και τον θάνατό του, απαντώντας στα τρία ερωτήματα: Γιατί γεννήθηκα; Από αγάπη και να αγαπώ ως βασιλεύς. Γιατί πεθαίνω; Για να αναστηθώ από αγάπη, νικώντας εν Χριστώ την φθορά του χρόνου, το κακό, τον θάνατο. Τι να κάνω; Να διακηρύξω τον Χριστό με κάθε δύναμη και κάθε αδυναμία της ύπαρξής μου, πρωτίστως όμως με την χαρά ότι δεν είμαι μόνος μου!
Αυτή είναι η οδός του χρόνου στην Εκκλησία!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Πρωτοχρονιά 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου