«Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε» (Μᾶρκ. 10, 35). Μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς μαθητές Του, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὅταν τοῦ ζητᾶνε, λίγο πρὶν τὸ πάθος Του, νὰ δώσει ὥστε νὰ καθίσουν ὁ ἕνας στὰ δεξιά του καὶ ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά Του, ὅταν θὰ ἐγκατασταθεῖ στὸν κόσμο ἡ βασιλεία του. Καὶ ὁ Χριστός, θέλοντας νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ βασιλεία του δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ χαρακτήρα τῆς ἐξουσίας, τῆς κυριαρχίας ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους, τῆς ἐπίδειξης δύναμης, ἀλλὰ εἶναι βασιλεία ἀγάπης, διακονίας τῶν ἀνθρώπων, μέριμνας γι’ αὐτοὺς καὶ ἀπολύτου σεβασμοῦ στὴν ἐλευθερία τους, τοὺς μιλᾶ μ’ αὐτὸν τὸν σκληρὸ τρόπο.
Δίπλα στούς ἡγέτες
Δὲν εἶναι μόνο ὅτι τὸ αἴτημά τους μαρτυρεῖ ἔλλειψη κατανόησης τοῦ ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος ὕπαρξης ποὺ ζητᾶ ὁ Χριστός. Οἱ δύο μαθητές, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι ποὺ ἀγανάκτησαν μαζί τους, ἴσως γιατί δὲν πρόλαβαν οἱ ἴδιοι νὰ ζητήσουν κάτι ἀντίστοιχο πρῶτοι, δείχνουν αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς συμβαίνει δίπλα σὲ ἡγετικὲς προσωπικότητες. Ἔρχονται ἄνθρωποι χωρὶς ταπεινότητα, ποὺ ζητοῦν νὰ λάβουν ἀξιώματα κοντὰ στοὺς ξεχωριστούς. Ἄνθρωποι χωρὶς ἐπίγνωση τῶν δυνατοτήτων τους, ἄνθρωποι ἑτερόφωτοι, ποὺ θέλουν νὰ δείχνουν σπουδαῖοι.
Διαπιστώνουμε ὅτι στήν κοσμική πραγματικότητα οἱ ἡγέτες παρασύρονται, ἐμπιστεύονται τέτοιος ἀνθρώπους εἴτε διότι δέν προλαβαίνουν νά ἐξετάσουν τίς πραγματικές τους δυνατότητες, εἴτε διότι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό συνεργάτες, εἴτε διότι εὐχαριστιοῦνται μέ τήν κολακεία. Οἱ δύο μαθητές βεβαίως ἦταν ἱκανοί καί εἶχαν διάθεση νά δώσουν ὅλο τους τόν ἑαυτό στήν ἀποστολή πού ὁ Χριστός θά τούς ὁρίσει. Ὅμως ὁ Κύριος τούς προσγειώνει στὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι πρωτίστως πνευματική. Δέν μᾶς δοξάζει τό νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό. Δέν μᾶς δοξάζουν τά χαρίσματά μας. Αὐτό πού μᾶς καταξιώνει ἀληθινά εἶναι ἡ εἰλικρινής μας διάθεση νὰ προσφέρουμε, νὰ θυσιαστοῦμε, νὰ παραδώσουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν ἀγάπη. Ἡ ταπεινὴ ἀγάπη, τὸ μοίρασμα, ἡ αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀληθινή μας δόξα!
Μίμηση τῆς ταπεινότητας
Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο ὡς ὁ ὑψηλὸς Θεός, «ἀλλ’ ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος» (ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν). Σκοπός του νὰ ἑλκύσει πρὸς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀποφασίζουν νὰ τὸν μιμηθοῦν στὴν ταπεινότητα. Πού δὲν ζητοῦν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τιμὲς καὶ ἀναγνώριση, ἀλλὰ δίδονται στὸν ἀγώνα νὰ τιμηθεῖ ὁ Θεὸς στὸν κόσμο καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ εἶναι τέτοια τὰ ἔργα τους ποὺ δὲν ἐπιδιώκουν κανέναν ἔπαινο. Ἡ ἴδια ἡ ἀρετὴ τους εἶναι ὁ ἔπαινός τους, ἀλλὰ δὲν καυχῶνται γι’ αὐτήν, οὔτε θέλουν ἀνταμοιβή. Ἀντιθέτως, ἑτοιμάζονται στὴ ζωή τους νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀπόρριψη, τὴν θλίψη καὶ τὸν σταυρό, ἀκριβῶς διότι δὲν ἐπιδιώκουν δόξες.
Δύσκολος ὁ δρόμος. Καί ἰσχύει καί γιά μᾶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «δέν ξέρουμε τί ζητοῦμε». Συχνὰ ἡ προσευχή μας στὸ Θεὸ εἶναι γιὰ τὴν ἐπιτυχία μας, γιὰ τὴν ὑγεία μας, γιὰ τὴν ἀποδοχή μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὴ δόξα μας, γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν κόπων μας. Καὶ ἐκεῖ στοχεύουμε. Ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριο τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς δοκιμασία, ἐκεῖ συχνά λυγίζουμε. Ἀκόμη καὶ τὴν πίστη μας, τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν θεωροῦμε στὸν νοῦ μας ὡς ἀφορμὴ καταξίωσης. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὶς δυσκολίες ποὺ συμβαίνουν στὴ ζωή μας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πιστεύουμε. Γιατί θεωροῦμε ὅτι ἔχουμε δικαιώματα ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔναντι τῶν ἀνθρώπων.
Δίδαξόν με τά δικαιώματά σου
Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «εὐλογητὸς εἶ Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. 118,12). Δίδαξέ με, Κύριε, αὐτὸ ποὺ ἐσὺ δικαιοῦσαι, δηλαδὴ τὸ πᾶν τῆς ὕπαρξής μας. Ὅ,τι ἔχω, ἐσύ μοῦ τὸ ἔχεις δώσει. Ἐσὺ ἔχεις κάθε δικαίωμα ἐπάνω μου, ζωῆς καὶ θανάτου. Γιατί ἐσὺ ἀνέβηκες στὸ σταυρὸ γιὰ μένα καὶ ἤπιες τὸ ποτήρι τῶν παθημάτων καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ θανάτου. Κι αὐτόν σου τὸν δρόμο τῆς διακονίας τοῦ κόσμου καὶ τῆς παραίτησης ἀπὸ τὰ δικαιώματά μου, δίδαξέ με νὰ μπορῶ νὰ τὸν ἀκολουθῶ. Μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στὶς δυσκολίες τοῦ κόσμου. Καὶ μάθε με αὐτὸ νὰ ζητῶ. Γιὰ νὰ γνωρίζω τί ζητῶ.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου