"Η ζωή εκ τάφων"-Μαρτύριο των Αγίων Ραφαήλ,
Νικολάου, Ειρήνης και των συν αυτοίς μαρτυρησάντων
Πάνω από την κωμόπολη της Θερμής στο ύψωμα "Καρυές" βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ με τη μοναδική στο νησί διώροφη εκκλησία. Εδώ φυλάσσονται τα λείψανα των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, που μαρτύρησαν στα χέρια των Τούρκων και τα οστά τους βρέθηκαν ύστερα από οράματα πιστών. Η Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ έχει καταστεί, από των πρώτων ετών της λειτουργίας της, πνευματικό κέντρο, πνευματική κυψέλη, πανελληνίου (και όχι μόνο) ακτινοβολίας,χάρη στα χιλιάδες συγκλονιστικά θαύματα που επιτελεί η χάρη των Νεοφανών Αγίων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε στην Ιθάκη , το 1410 και καταγόταν από πλούσια χριστιανική οικογένεια. Ο πατέρας του λεγόταν Διονύσιος κι η μητέρα του Μαρία. Ήσαν κι οι δύο ευσεβέστατοι. Γι΄ αυτό και το παιδί τους φρόντισαν από τα πρώτα χρόνια να το αναθρέψουν με το γάλα της αρετής και της ευσέβειας. Όταν ο Γεώργιος ανδρώθηκε ,αυτό ήταν το αρχικό του όνομα, έγινε αξιωματικός στον Βυζαντινό στρατό. Σύντομα όμως παράτησε τούτο το αξίωμα του κι έγινε μοναχός κι αργότερα ιερέας με τ΄ όνομα Ραφαήλ. Η δίψα του για ανώτερες θεολογικές σπουδές οδήγησε τα βήματα του στην πόλη της Γαλλίας Morlee, γνωστή κατά την εποχή εκείνη για την πλούσια θρησκευτική της παράδοση.Στην πόλη αυτή γνώρισε και τον συσπουδαστή του Νικόλαο από τη Θεσσαλονίκη και μ΄ αυτόν επέστρεψε στις Αθήνες όπου και ανέλαβε καθήκοντα εφημεριακά στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου του Λαμπαδιάρη που βρίσκεται κοντά στην Ακρόπολη. Εκεί χειροτονήθηκε κι ο φίλος του Νικόλαος διάκονος.
Ύστερα από λίγο καιρό βρίσκουμε τους δύο εργάτες του Ευαγγελίου στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί μάλιστα το Πατριαρχείο εκτιμώντας τη μόρφωση, τον ζήλο και τη δραστηριότητα του Ραφαήλ, τον προήγαγε σε Αρχιμανδρίτη με τον τιμητικό τίτλο του Πρωτοσύγκελου και τον έστειλε σαν εκπρόσωπο του σε διάφορα θεολογικά συνέδρια στην Ιταλία και τη Γαλλία.Η άλωση της Βασιλίδος των πόλεων βρήκε τους δύο κληρικούς στη Θράκη και την επόμενη χρονιά στη Μυτιλήνη που ήταν ελεύθερη , γιατί τελούσε τότε κάτω από την ηγεμονία των Γενουατών. Σαν έφθασαν στο όμορφο αυτό Νησί οι Άγιοι ζήτησαν να βρουν ένα ήσυχο μέρος για να μονάσουν. Σαν τέτοιο , ο τότε προεστός της Θερμής , στο λιμάνι της οποίας είχαν φτάσει, τους συνέστησε το παλαιό μοναστήρι της Θεοτόκου των Καρυών , που ήταν καταστρεμμένο από πειρατές το 1235. Στο μοναστήρι αυτό το μισογκρεμισμένο βρισκόταν κι ένας ακόμη μοναχός , ο Ρουβήμ. Σ΄ αυτό κατέφυγαν οι δύο λάτρεις της αγγελικής ζωής. Στο μέρος αυτό το ζυμωμένο με αίματα ηρώων και μαρτύρων της πίστεως κατηύθυνε τα βήματα τους ο Πανάγαθος Θεός . Εκεί θέλησε να ζήσουν οι δυο ενάρετοι κληρικοί και να συνεχίσουν την παράδοση της Μονής , αλλά και την παράδοση του Ορθόδοξου κλήρου.Επί οκτώ συνεχή έτη έζησαν ειρηνικά στο όμορφο αυτό μέρος οι Άγιοι μας.Στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, στη Θερμή της Λέσβου, ήταν κτισμένη παλαιότερα η Μονή των Καρυών που καταστράφηκε από τους πειρατές το 1235 μ.Χ., όταν Ηγουμένη ήταν η Οσιομάρτυς Ολυμπία. Το μοναστήρι αυτό κτίσθηκε ξανά το 1433 και ως Ηγούμενος ήρθε ο Άγιος Ραφαήλ το 1454. Όμως, τον Σεπτέμβριο του 1462 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Μυτιλήνη και το νησί ολόκληρο. Τον Μάρτιο του 1463, ήρθαν στη Θερμή Τούρκοι φοροσυλλέκτες για το χαράτσι... Σε όσους δεν έβρισκαν πολλά γρόσια, έπαιρναν μικρά παιδιά μέχρι 14 ετών, καθώς και κοπέλες παρθένες, που όμως η απαγωγή μιας εξ αυτών, δυσαρέστησε πολύ ένα παλικάρι που την αγαπούσε και για το λόγο αυτό φόνευσε τον Τούρκο τσοχατζάρη. Ως αντίποινα τότε οι Τούρκοι σκότωναν ασκαρδαμυκτί, γι’ αυτό και πολλοί Θερμιώτες αρνήθηκαν να πληρώσουν οποιονδήποτε φόρο και κατέφυγαν στα γύρω βουνά του Παλαμά και της Παντέρας για να μην φονευθούν, μπλέκοντας όμως αδίκως το μοναστήρι που ήταν εκεί, καθώς και τον Άγιο Ραφαήλ. Την Μεγάλη Τρίτη, 3 Απριλίου του 1463, ο Άγιος Ραφαήλ διατάσσεται να παραδώσει στους Τούρκους, τους Θερμιώτες «αντάρτες», αλλιώς θα κατέστρεφαν την Μονή. Την Μεγάλη Πέμπτη, διηγείται ο Ακίνδυνος που ήταν επιστάτης της Μονής, ότι μετά την Ακολουθία των Παθών και τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο Ηγούμενος (Αγ. Ραφαήλ) μας ανακοίνωσε πως έπρεπε να ανοίξουμε την Κρύπτη της Μονής. Ήταν μία στενόμακρη γαλαρία που ξεκινούσε από την καταπακτή του Ιερού και σε λίγο διακλαδιζόταν σε μια μικρή ψευτοκρύπτη για να συνεχίσει με μυστική πρόσβαση στην κυρία Κρύπτη. «Εδώ θα κρύψουμε απόψε τους πνευματικούς μας θησαυρούς, θα ακολουθήσουν, Αδερφοί μου, ώρες χαλεπές. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε. Υλικά αγαθά δεν έχουμε. Ας κοιτάξουμε όμως να περισώσουμε τους θησαυρούς της άμωμης Πίστης μας για τους μεταγενέστερους. Εμείς δώσαμε τη Διακονία μας, τώρα έρχεται η στιγμή να δώσουμε και τη Μαρτυρία μας για το Χριστό και για την Ελλάδα. Πολλοί στεναγμοί θ' ακουστούν σε τούτα τα χώματα.
Κι από πολλές γενιές. Μα θα 'ρθει κάποτε μια νέα γενιά ελεύθερη που θ' αξιωθεί να συνεχίσει την ίδια Διακονία. Γι' αυτούς ας κρύψουμε τους πνευματικούς μας θησαυρούς, να δυναμώσουμε και να διευκολύνουμε τη δική τους Διακονία»…Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε. Κουβαλήσαμε ό,τι μπορούσαμε, τα ιερά βιβλία, τα άμφια και τα Αγια Σκεύη του Ιερού, τις εικόνες, όλα στην κρύπτη. Σε ειδικό δέμα περιτυλιγμένο με κατραμωμένο πανί η Πικραμένη Παναγιά. Την ασπαστήκαμε όλοι με δάκρυα και βαθιά προσευχή αφού την κάναμε πρόχειρη λιτανεία... Πρωί πρωί ο Ηγούμενος μ' έστειλε μαζί με τον Αδερφό Σταύρο (μοναχός της Μονής) στο βουνό. Η φωνή του δεν σήκωνε κουβέντες καθώς ο Σταύρος προσπάθησε να φέρει αντίρρηση. «Μα Γέροντα θα χρειαστούμε εδώ. Έχει εδώ σήμερα τόσην χρείαν...». «Στην Παντέρα και οι δυο σας, στη Σπηλιά του Γέροντα. Και θα έρθετε για την Ανάσταση...»Καταλαβαίναμε πως κάτι το ασυνήθιστο γινόταν στο μοναστήρι. Μα τα φίδια μας φάγανε σαν το δειλινό του Μεγάλου Σαββάτου πλησιάσαμε προς τις Καρυές. Μπροστά μας ο βοσκός της στάνης μας. «Μακριά, μην πλησιάζετε στο μοναστήρι, γίνεται χαλασμός, χαλασμός. Έλεος ο Κύριος...». Μείναμε εκεί κρυμμένοι προσπαθώντας ν' αγναντεύουμε χωρίς να μπορούμε να δούμε τίποτα. Έτσι αδιόρατα έφταναν στα αυτιά μας βογγητά και στεναγμοί πόνου. «Πάμε ρε Ακίνδυνε, μέσα στο χαλασμό κι εμείς...», έκανε ο Σταύρος. «Εδώ, Σταύρο, υπομονή μέχρι το τέλος, αν γίνει ο χαλασμός εμείς θα πρέπει να πάμε και να τον κλάψουμε, και να τον συμμαζέψουμε, υπομονή...». Και μείναμε περιμένοντας Λαμπρές ημέρες άυπνοι, ατάϊστοι, λιγωμένοι από τον πόνο. Τη Λαμπροτρίτη κονταυγές σαν είδαμε τα τούρκικα μπαϊράκια να φεύγουν πλησιάσαμε δειλά δειλά στο μοναστήρι. Με το που αντικρίσαμε το κακό, η ψυχή μας πιάστηκε σα να ξυπνούσε από άγριο όνειρο, γινήκαμε αγέρας και βρεθήκαμε αγέρας πάνω στα πετσοκομμένα κουφάρια των αγαπημένων μας. Πιάστηκε η ψυχή μας. «Για το Θεό, θα λιγοθυμήσω», έκανε ο Σταύρος και παραπάτησε. Έσφιξα την καρδιά μου και τον έπιασα από το μπράτσο. «Κουράγιο». Δίπλα σ' ένα σωρό ξεσκισμένες σάρκες ήταν γονατισμένη η Αγγελική η Μαραγκίνα μαζί με τη δεκάχρονη κόρη της τη Βασιλικούλα. Στεγνές, βουβές, και με κουρελιασμένα ρούχα να κοιτάζουν αποχαυνωμένες τα ουράνια και να μαγουλοτραβιώνται πάνω στα ερείπια και τα πετσοκομμένα πτώματα. «Μα πώς έγινε, κυρα-Αγγέλα, τούτη η τρομερή καταστροφή; Τόσο μίσος, τόση βαρβαρότητα;...» Η κυρα-Αγγέλα στύλωσε τα στεγνά της μάτια επάνω μου κι έδειξε κατά τους νεκρούς. Σηκωθήκαμε απαλά και πήγαμε στην άκρη. «Για το θεό, κάτι πρέπει να κάνουμε, τι θα κάνουμε, Θεέ μου;», έκραξεν ο Σταύρος σηκώνοντας ψηλά, σε στάση απελπισμένης ικεσίας, τα χέρια του. «Αχ να σας τα ειπώ, να σας τα ειπώ εγώ, τα είδα όλα με τα μάτια μου, τα μαρτύρια και τα τούραγνα εδώ, ούτε στον εχθρό σου. Δόξα να 'χει ο Θεός...». Θεομαχιόταν και σταυροκοπιόταν η κυρα-Αγγέλα. Σε λίγο ηρέμησε και καθίσαμε στην απόμερη πεζούλα, τα μάτια μας γεμάτα τρόμο προς τον δρόμο μη ξανάρθουν οι αγριότουρκοι. Η απλή Μυτιληνιώτισσα με την αγριεμένη ματιά χάιδεψε τη Βασιλικούλα στην αγκαλιά της να την ηρεμήσει και βούτηξε τη γλώσσα της στις σκληρές μνήμες των ημερών εκείνου του Πάσχα: «Όλα αρχίσανε μ' αυτόνε τον αντίχριστο, το ζαβό-Αλαμανό, που μισούσε το μοναστήρι (ήταν ο Δρ. Σβάιτσερ, ένας Εβραιογερμανός πλανεμένος «ιατροφιλόσοφος» που πήγαινε στη Μονή, κουβέντιασε δήθεν και ύστερα σπιούνευε το τι γινόταν στο μοναστήρι). Κατάδωσε λοιπόν στους Τούρκους ότι οι αντάρτες είχαν καταφύγει εκεί. Τη Μεγάλη Παρασκευή οι αγριότουρκοι βρίσκονταν έξω από το μοναστήρι ζητώντας να μιλήσουν στον Ηγούμενο.
Ο Ραφαήλ, όπως το ξέρετε κι εσείς, από την προηγούμενη αντιλήφθηκε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Λοιπόν βγήκε και διαβεβαίωσε τους εισβολείς ότι δεν έκρυβε αντάρτες, αλλά αθώους και φιλήσυχους Χριστιανούς. Άρχισαν οι έρευνες. Τελικά σαν ύποπτοι θεωρήθηκαν ο προεστός της Θερμής Βασίλειος, ο Ιεροδιάκονος Νικόλαος και ο Θεόδωρος Διδάσκαλος της Θερμής. Όλοι δέθηκαν κι άρχισαν οι ανακρίσεις μέσα στη νύχτα. Ο Άγιος Ηγούμενος σήκωσε τη φωνή και διαμαρτυρόταν για την άδικη ιεροσυλία τέτοιες μέρες, αλλά δέθηκε στη μεγάλη καρυδιά και χτυπήθηκε άγρια. Οι διαμαρτυρίες του διακόνου Νικολάου έγιναν αιτία να δεθεί κι αυτός στη μικρή καρυδιά, ενώ ο προεστός με το Διδάσκαλο δέθηκαν στο αγκωνάρι της πόρτας. Και να ιδείς τη συμφορά, η Ντόνα Μαρία, η γυναίκα του προεστού κρατώντας το εντεκάμηνο μωρό της Ραφαήλ (το είχε βαπτίσει ο Άγιος Ραφαήλ) να παρακαλεί τους κακούργους για έλεος. Αυτοί κατακλωτσώντας τη γυναίκα της πήραν το μωρό και το ποδοπάτησαν κάνοντας το λιώμα, δεν βλέπετε ούτε έμεινε τίποτα από το δόλιο. Το μαρτύριο της κορυφώθηκε όταν ανακρίθηκε η κόρη της, η Ρηνούλα μας. Το κορίτσι, κοιτάζοντας μια τον Ηγούμενο μια τον μπαμπά της, αρνήθηκε να παραδεχθεί την ύπαρξη ανταρτών. Οι κακούργοι άρχισαν το βασανισμό. Οι βασανιστές ήταν πέντε: δυο Οθωμανοί, ένας Λαζός, ένας Τσερκέζος κι ένας Τουρκαλβανός, φίδια μαύρα και οι πέντε. Καθώς που λέτε στην αυλή έβραζε εδώ στο μεγάλο καζάνι το νερό για τη λάτρα, πήραν ένα χωνί κι άρχισαν να ρίχνουν βραστό νερό στο στόμα της κοπέλας, ενώ οι γονείς της πέσανε χάμω από τον πόνο. Ήτανε να σπαράζει η ψυχή σου, τέτοια τούραγνα. Εκείνο το κακόμοιρο να υποφέρει χωρίς να δίνει κατάθεση. Ο Λαζός απλώνει το χατζάρι του και χραπ, ο ασεβής, της κόβει το δεξί χέρι, κατόπιν το πόδι της. Το κοριτσάκι να πέσει ξερό. Τελικά παίρνει το αθώο σωματάκι της ένα ξεσκλίδι και το πετά στο πιθάρι που άναβε η φωτιά. Η Ειρήνη μαρτύρησε με φρικτούς πόνους στη θράκα. Πέσαμε στα γόνατα, έλεος, έλεος Θεέ μου τέτοιες μέρες. Και κλείναμε με φρίκη τα μάτια μας. Η άτυχη μάνα, η Μαρία, δεν πρόφθασε ούτε και να λιποθυμήσει. Βέλαξε σα δαμάλα που τη σφάζουνε και παραδόθηκε στο βαθύ της πόνο. Πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ξερή στον τόπο, Θεέ μ' συγχώραμε, δεν τουραγνίστηκε παραπάνω. Ο Διδάσκαλος Θεόδωρος κλαίγοντας γοερά δέχτηκε την επόμενη επίθεση. Μη έχοντας να μαρτυρήσει τίποτα εξαγρίωσε τους Τούρκους περισσότερο. Σε μια στιγμή απελπισίας, δεν άντεξε, τους εξεμπρόστιασε: "Ασεβείς, άκαρδα θεριά, εγώ σαν Έλληνας Δάσκαλος δεν μπορεί παρά να διδάσκω τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Και πεθαμένος αυτά θα διδάσκω..." Οι βασανιστές έγιναν θηρία. Δεν αρκέστηκαν με τρόπο φοβερό να του κόψουν τα χέρια και το κεφάλι. Καθώς το ακέφαλο πτώμα του κατρακυλούσε στη γη, συμφορά, άλλο να βλέπεις κι άλλο ν' ακούς, πήραν το κεφάλι που ακόμα σπαρταρούσε σαν το ψάρι και το σφήνωσαν ανάμεσα στα σκέλη του, ντροπής πράγματα τον άνθρωπο, δε βλέπετε τα χάλια. Να, και τα λιανισμένα χέρια τα έβαλαν στη θέση του κεφαλιού οι αντίχριστοι γιατί ήταν βλέπεις Δάσκαλος, περιφρόνηση, εξευτελισμός μέχρι 'κει που δεν παίρνει άλλο. Ο διάκονος Νικόλαος διαμαρτυρήθηκε για τον εξευτελισμό του Δασκάλου. Είχε κι αυτός υποστεί ένα γερό ξυλοδαρμό μα μπορούσε να μιλήσει. Ο Τσερκέζος, ένα πανύψηλο ντερέκι με άγρια μαλλιά, γυρίζει προς το μέρος του κι αρχίζει να γελά δυνατά και σαρκαστικά. Μ' αυτό το γέλιο σταμάτησε κι η καρδιά του Νικολάου. Βλέπεις κι άλλη καρδιακή συγκοπή. Πάει το διακάκι μας, η χρυσή καρδιά. Η Λαμπρή που λέτε βρήκε τον προεστό και τον Ραφαήλ να υπομένουν μονάχοι και σιωπηλοί το πολλαπλό τους μαρτύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου