Τι είναι απαραίτητο να ακολουθούμε όλοι μας στην Εκκλησία και τι επαφίεται στην άποψή μας, στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την ζωή και τους άλλους; Αυτό το ερώτημα αναφύεται έντονο, ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με θέματα στα οποία η πίστη ξεπερνά τις δυνατότητες της λογικής μας, κάποτε και της εμπειρίας μας. Για κάποιους λόγους αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να πιστέψουμε, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε κάποιες από τις διδασκαλίες της πίστης μας. Ιδίως το ζήτημα της Ανάστασης αποτελεί κομβικό σημείο. Η Ανάσταση κινείται πέρα από το όριο αυτού του κόσμου. Πέρα από την οδό της ζωής και πέρα από τον θάνατο. Επομένως, δεν μπορεί ο νους μας να την αιτιολογήσει και, κυρίως, να δεχτεί ότι θα ισχύσει και για τον καθέναν από εμάς. Μοιάζουμε με τον απόστολο Θωμά, ο οποίος, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές είδαν τον Αναστημένο Χριστό, εκείνος «ουκ ην μετ’ αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς» (Ιωάν. 20, 24). «Δεν ήταν μαζί με τους άλλους, όταν ήρθε ο Ιησούς». Δεν έχει σημασία αν ο λόγος της απουσίας του είχε να κάνει με κάποια δική του υποχρέωση που δεν τον άφησε να βρίσκεται με τους άλλους μαζί, αν ήταν θλιμμένος από τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου, αν δεν τον ανέπαυε χωρίς της παρουσία του Χριστού η συντροφιά των άλλων μαθητών ή αν η πρόνοια του Θεού ήθελε να δώσει μία επιπλέον απόδειξη της Ανάστασης. Ο Θωμάς απουσίαζε.
Πολλές φορές λοιπόν και εμείς ουκ εσμέν μετά της Εκκλησίας στην πίστη στην Ανάσταση. Παραδομένοι στον ορθολογισμό μας ζητούμε αποδείξεις, οι οποίες είναι αυτονόητο ότι τον ξεπερνούν. Άλλοτε πάλι αισθανόμαστε ότι η Ανάσταση είναι μία γιορτή που πέρασε και ότι μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς την κοινότητα της Εκκλησίας, όπως ο Θωμάς χωρίς τους άλλους μαθητές. Άλλοτε πάλι είναι οι υποχρεώσεις μας τέτοιες και τόσες που δεν περιμένουμε τον Ιησού να έρθει και να μας δώσει την ειρήνη Του. Πορευόμαστε όπως οι δύο μαθητές στους Εμμαούς, χωρίς καιόμενη καρδιά για τον Λυτρωτή μας (Λουκ. 24, 32). Και όταν κάποιοι, όπως οι Άγιοί μας, μας βεβαιώνουν ότι ο Αναστημένος Χριστός είναι παρών, βάζουμε το κριτήριο του δικού μας λογισμού πιο πάνω από την δική τους μαρτυρία. «Ου μη πιστεύσομεν», αναφωνούμε!
Επικαλούμαστε την ελευθερία της σκέψης μας, την οποία βάζουμε πιο πάνω από την αγάπη προς τον Θεό. Το τι θέλουμε να γνωρίζουμε και τι αρνούμαστε να αποδεχθούμε εξαρτάται από το «εγώ» μας. Λησμονούμε ότι πίστη σημαίνει παράδοση του εαυτού μας στον Θεό και την αγάπη Του. Ότι δεν μπορούμε να συν-αναστηθούμε με τον Χριστό αν δεν αφεθούμε στην χάρη και το έλεός Του. Δεν είναι τα σημάδια των ήλων που μας βεβαιώνουν, δεν είναι τα αισθητά μας μάτια. Είναι η καρδιά μας που εμπιστεύεται τον λόγο της κοινότητας, το βίωμα της Εκκλησίας, την βεβαιότητα ότι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε κάθε κήρυγμα και κάθε πίστη είναι πορεία ματαιότητας, απουσία νοήματος (Α’ Κορ. 15, 17). Αυτός ο τρόπος προϋποθέτει καρδιά έτοιμη να αποδεχθεί την εκκλησιαστική διδασκαλία και ζωή συνολικά. Γιατί αλλιώς η Ανάσταση θα παραμείνει ανενέργητη!
Ο Θωμάς είχε την ευλογία της εμφάνισης του Χριστού οκτώ ημέρες μετά την Ανάσταση. Ο Κύριος συγκαταβαίνει στην πρόκληση του μαθητή Του, γιατί δεν ήταν πρόκληση θράσους και αναίδειας, ούτε είχε σκοπό να ζητήσει έναν Θεό θαυματοποιό. Ήταν κίνηση ενός θλιμμένου παιδιού που αισθανόταν ότι είχε χάσει τον πατέρα στον οποίο πίστευε και τον οποίο αγαπούσε και ήθελε να τον ξαναβρεί! Ο Χριστός δεν ικανοποίησε μία άλλη πρόκληση. Εκείνη όσων απαιτούσαν από Αυτόν να κατεβεί από τον Σταυρό για να πιστέψουν. Δεν Τον έβλεπαν ως Πατέρα, αλλά ως θαυματοποιό. Δεν ένιωθαν παιδιά Του, αλλά θρασείς αμφισβητίες της υπόστασης και της αποστολής Του.
Εμείς άραγε, όταν δεν είμαστε μαζί με την Εκκλησία, στην μαρτυρία και την αποδοχή της Ανάστασης, με ποιον τρόπο απευθυνόμαστε στον Χριστό; Ως παιδιά Του ή ως αρνητές της υπόστασής Του; Καλύτερα πάντως είναι να εμπιστευόμαστε. Με τους άλλους μαθητές, με τους αγίους, με τους υπόλοιπους χριστιανοί να κοινωνούμε τον Αναστημένο Χριστό, όχι ως άπιστοι, αλλά ως πιστοί! Για να κρατιέται η χαρά της Ανάστασης αυθεντικά στην καρδιά μας και να μεταμορφώνει την ζωή μας!
Κέρκυρα, 23 Απριλίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου