Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου Τήρωνος
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Α΄Πέτρου 1-11
Α Πε. 1,1 Πέτρος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκλεκτοῖς παρεπιδήμοις διασπορᾶς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ἀσίας καὶ Βιθυνίας,
Α Πε. 1,1 Ο Πετρος, απόστολος του Ιησού Χριστού, εις σας τους εκλεκτούς του Θεού, οι οποίοι είσθε τώρα προσωρινοί κάτοικοι, διασκορπισμένοι εις τας χώρας του Ποντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας,
Α Πε. 1,2 κατά πρόγνωσιν Θεοῦ πατρός, ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος, εἰς ὑπακοὴν καὶ ῥαντισμὸν αἵματος Ἰησοῦ Χριστοῦ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη πληθυνθείη.
Α Πε. 1,2 και έχετε γίνει εκλεκτοί, σύμφωνα με την αγαθήν προγνώσιν του Θεού και Πατρός, με τον αγιασμόν, που χαρίζει το Πνεύμα το Αγιον, δια να υπακούσετε στο θέλημα του Κυρίου και λάβετε την απολύτρωσιν, που επήγασεν από το χυθέν αίμα του Ιησού Χριστού, εύχομαι η χάρις και η ειρήνη να αυξάνη και να πληθύνεται εις σας.
Α Πε. 1,3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἀναγεννήσας ἡμᾶς εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δι᾿ ἀναστάσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκ νεκρῶν,
Α Πε. 1,3 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος σύμφωνα με το πολύ αυτού έλεος και την άπειρον ευσπλαγχνίαν του μας έχει αναγεννήσει πνευματικώς, ώστε με ζωντανήν και αδιάψευστον ελπίδα να αποβλέπωμεν εις τα αιώνια αγαθά δια της αναστάσεως εκ νεκρών του Ιησού Χριστού, η οποία αποτελεί βεβαίωσιν και απόδειξιν και της ιδικής μας αναστάσεως.
Α Πε. 1,4 εἰς κληρονομίαν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ὑμᾶς
Α Πε. 1,4 Αυτή δε η ελπίς αναφέρεται εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμόλυντον και αμάραντον, η οποία έχει φυλαχθή δια σας στους ουρανούς. (Και είναι η κληρονομία αυτή, η αιωνία και μακαρία και ένδοξος βασιλεία των ουρανών)·
Α Πε. 1,5 τοὺς ἐν δυνάμει Θεοῦ φρουρουμένους διὰ πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ·
Α Πε. 1,5 δια σας, οι οποίοι φρουρείσθε και μένετε ασφαλείς με την δύναμιν του Θεού, δια της θερμής και ενεργού πίστεως προς αυτόν, ώστε να αποκτήσετε την σωτηρίαν, που είναι ετοίμη να αποκαλυφθή εις όλην της την δόξαν κατά τον έσχατον καιρόν της Δευτέρας Παρουσίας.
Α Πε. 1,6 ἐν ᾧ ἀγαλλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρτι, εἰ δέον ἐστί, λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς,
Α Πε. 1,6 Δι' αυτό και πρέπει να χαίρετε πάντοτε, έστω και αν παραστή ανάγκη, δια τον καταρτισμόν και την πρόοδόν σας εις την αρετήν, να λυπηθήτε τώρα ολίγον με τους διαφόρους πειρασμούς και τας ποικίλας θλίψεις.
Α Πε. 1,7 ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολλυμένου διὰ πυρὸς δέ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Α Πε. 1,7 Αι θλίψεις άλλωστε αυταί σκοπόν έχουν να κάμουν δόκιμον και λαμπροτέραν την πίστιν σας, πολυτιμοτέραν από τον φθαρτόν χρυσόν, ο οποίος με την φωτιάν καθαρίζεται από τις σκουριές και λαμπικαρίζεται. Και να ευρεθή έτσι η πίστις σας προς έπαινον και προς τιμήν και δόξαν σας, όταν θα αποκαλυφθή με όλην του την δόξαν ο Χριστός, κατά την Δευτέραν Παρουσίαν.
Α Πε. 1,8 ὃν οὐκ εἰδότες ἀγαπᾶτε, εἰς ὃν ἄρτι μὴ ὁρῶντες, πιστεύοντες δὲ ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ,
Α Πε. 1,8 Τον Χριστόν, καίτοι δεν τον εγνωρίσατε και δεν τον είδατε προσωπικώς, όμως τον αγαπάτε. Επειδή δε πιστεύετε εις αυτόν, καίτοι δεν τον βλέπετε τώρα με τα μάτια του σώματος, δοκιμάζετε αγαλλίασιν, ένδοξον και απερίγραπτον χαράν, την οποίαν στόμα ανθρώπου δεν ημπορεί να εκφράση.
Α Πε. 1,9 κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως ὑμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν.
Α Πε. 1,9 Βεβαιοι απολύτως, ότι θα κερδήσετε τον σκοπόν και την κατάληξιν της πίστεώς σας, δηλαδή την σωτηρίαν των ψυχών σας.
Α Πε. 1,10 περὶ ἧς σωτηρίας ἐξεζήτησαν καὶ ἐξηρεύνησαν προφῆται οἱ περὶ τῆς εἰς ὑμᾶς χάριτος προφητεύσαντες,
Α Πε. 1,10 Περί της σωτηρίας αυτής με πολύν ζήλον και ενδιαφέρον εζήτησαν να μάθουν και ηρεύνησαν οι προφήται, οι οποίοι είχαν προφητεύσει περί της χάριτος και της δωρεάς, που θα εδίδετο εις σας.
Α Πε. 1,11 ἐρευνῶντες εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρὸν ἐδήλου τὸ ἐν αὐτοῖς Πνεῦμα Χριστοῦ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας·
Α Πε. 1,11 Ηρεύνησαν δηλαδή εις ποίον χρόνον και κκατά ποίαν εποχήν και περίστασιν θα ελάμβαναν χώραν τα παθήματα του Χριστού και αι δόξαι που θα τα επακολουθούσαν, όπως εφανέρωνε εις αυτούς το Πνεύμα του Χριστού, που είχαν μέσα των, όταν προανήγγειλε τα εξαίρετα αυτά γεγονότα.
Κατά Μάρκον (ιβ΄ 28-38)
Τῷ καιρῷ εκείνω, προσελθὼν εἷς τῶν γραμματέων ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς αὐτοῖς ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν αὐτόν· ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολή;
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι.
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ᾿ ἀληθείας εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· καὶ οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· πῶς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυὶδ ἐστι; Αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ εἶπεν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ· λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Αὐτὸς οὖν Δαυὶδ λέγει αὐτὸν Κύριον· καὶ πόθεν υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· βλέπετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, ἐπλησίασε ἕνας άπὸ τοὺς γραμματεῖς, ὁ ὁποῖος τοὺς ἄκουσε νὰ συζητοῦν καὶ ἐπειδὴ ἐκατάλαβε ὅτι καλὰ ἀπεκρίθη, τὸν ἐρώτησε, «Ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ ὅλας τὰς ἐντολάς;
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι, Ἄκουε, Ἰσραήλ, ὁ Κύριος ὁ Θεός μας εἶναι ἕνας Κύριος. Καὶ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν διάνοιαν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή, Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου. Δὲν ὑπάρχει ἐντολὴ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτές».
Καὶ εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ γραμματεύς, «Καλά, Διδάκαλε. Ὀρθὰ εἶπες ὅτι ἕνας Θεὸς ὑπάρχει καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε αὐτὸν μὲ ὅλην τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιαν καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτόν μας, ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς θυσίας».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι συνετὰ ἀπεκρίθη, τοῦ εἶπε, «Δὲν εἶσαι μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Καὶ κανεὶς πλέον δὲν ἐτολμοῦσε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ. Καὶ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν διδασκαλίαν του εἰς τὸν ναόν, «Πῶς λέγουν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Δαυΐδ; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ εἶπε, ἐμπνευσθεὶς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, «Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου. Ὁ ἴδιος λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν λέγει Κύριον, πῶς λοιπὸν εἶναι υἱός του;».
Πολὺς λαὸς τὸν ἄκουε εὐχάριστα. Καὶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν του ἔλεγε, «Προσέχετε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ἀρέσει νὰ κυκλοφοροῦν στολισμένοι καὶ ἀγαποῦν τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου