«Νεκρώσας τό φρόνημα τό τῆς σαρκός ἀγωνίσματι Βασιλεύς ὁ ἀοίδιμος νεκρούς ἐξανέστησεν ἐπικλήσει θείᾳ. Καπίτων δέ πάλιν ὁ ἱερώτατος ποιμήν φλογός ἐν μέσῳ ἑστώς γηθόμενος ὡράθη ἀκατάφλεκτος. Αὐτῶν πρεσβείαις, Φιλάνθρωπε, ἱλασμόν ἡμῖν δώρησαι καί τό μέγα ἔλεος» (από τα στιχηρά του Εσπερινού της μνήμης των ιερομαρτύρων των εν Χερσώνι επισκοπησάντων, 7 Μαρτίου)
«Αφού νέκρωσε το σαρκικό φρόνημα με τον πνευματικό αγώνα ο αοίδιμος Βασιλεύς ανέστησε νεκρούς από τον θάνατο με την προσευχή του στον Θεό. Ο Καπίτωνας πάλι ο ιερώτατος ποιμένας, αφού στάθηκε στην μέση της φωτιάς με χαρά, εθεάθηκε να μη έχει καεί. Με τις πρεσβείες τους, Φιλάνθρωπε Κύριε, δώρησέ μας την ευσπλαχνία σου και το μέγα έλεός σου».
Γιατί ο άνθρωπος που έχει παραδώσει τον εαυτό του στο κακό ή θέλγεται από αυτό είναι αποφασισμένος να φτάσει το κακό ως το τέλος; Γιατί ενώ βλέπει ότι η ζωή του δεν προχωρά καλά, ότι ο χαρακτήρας του είναι δύσκολος, ότι οι άλλοι δεν χαίρονται όταν είναι μαζί του, ότι φοβούνται ή δυσαρεστούνται ή κολακεύονται προσωρινά, ωστόσο δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν γνήσια σχέση μαζί του, εντούτοις δεν θέλει να κάνει ένα βήμα πίσω, να ξαναδεί τον εαυτό του, να παλέψει, να αλλάξει;
Διαβάζοντας το συναξάρι των ιερομαρτύρων που επισκόπησαν στην Χερσώνα της Κριμαίας, την σημερινή Σεβαστούπολη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (300 μ.Χ.), βλέπουμε ότι κάνουν θαύματα στους ειδωλολάτρες της περιοχής: ο άγιος Βασιλεύς ανασταίνει τον νεκρό γιο του πρώτου άρχοντα της Χερσώνας. Κάποιοι συγκλονίζονται, με επικεφαλής τους γονείς του παιδιού, και γίνονται χριστιανοί. «Άλλοι όμως, φανατικοί ειδωλολάτρες, φοβούμενοι τη εξάπλωση του χριστιανισμού, άρπαξαν τον άγιο επίσκοπο και δένοντάς τον με σχοινί τον έσερναν ανά τις οδούς και τις πλατείες της πόλης. Έτσι ο άγιος Βασιλεύς εκόσμησε την επισκοπική έδρα της Χερσώνος με τον πρώτο καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου. Αργότερα επίσκοπος έγινε ο Καπίτωνας. Μόλις έφθασε στην πόλη τον υποδέχτηκε πλήθος κόσμου, οι ειδωλολάτρες όμως τον κάλεσαν και του ζήτησαν να υποστεί την δοκιμασία της πυράς για να αποδείξει την αλήθεια του κηρύγματός του. Άρχισαν να ετοιμάζουν μεγάλη πυρά. Όταν την άναψαν, ο επίσκοπος φορώντας όλα τα αρχιερατικά του άμφια και ύστερα από μακρά σιωπηλή δέηση πρόσταξε τον διάκονο να αναφωνήσει το ‘πρόσχωμεν’. Εισήλθε τότε θαρραλέα στις φλόγες και μετά από λίγο εξήλθε άφλεκτος, με το φαιλόνιό του γεμάτο αναμμένα κάρβουνα. Όλος ο λαός ανέκραξε: ‘ένας Θεός υπάρχει, ο Θεός των χριστιανών, μέγας και δοξασμένος’. Βαπτίστηκαν όλοι. Όμως ο άγιος βρήκε αργότερα μαρτυρικό τέλος στις εκβολές του Δνείπερου ποταμού, από κάποιους ειδωλολάτρες» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος έβδομος)
Παρά τα θαύματα, παρά το ότι βλέπουν στα πρόσωπα των αγίων ότι ο Χριστός υπάρχει και είναι ο μόνος αληθινός Θεός, εντούτοις υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι παραμένουν εμμονικοί στις ιδέες τους, είτε θρησκευτικές, είτε κοινωνικές. Αμφισβητούν και θεωρούν ότι οι χριστιανοί εξαπατούν. Ενώ ζητούν αποδείξεις και σημεία, μόλις τα λαμβάνουν, γίνονται ακόμη πιο φανατικά αρνητές. Αισθάνονται, κολλημένοι στους εαυτούς τους και τις σκέψεις τους, ότι δεν πρέπει να πειστούν, ότι δεν πρέπει να αλλάξουν. Είναι εύκολο βεβαίως να τους χαρακτηρίσουμε τραγικά πρόσωπα, όντας σε χρονική απόσταση από αυτούς και γνωρίζοντας την εξέλιξη της ιστορίας του κόσμου. Αν όμως ήμασταν στους καιρούς τους, θα βλέπαμε πλήθος υποστηρικτές τους. Όπως βλέπουμε και στις συναναστροφές μας, όσοι κανονικά χρειάζεται να αλλάξουν, αφού επανεκτιμήσουν την ζωή τους, να βρίσκουν υποστηρικτές, οι οποίοι, με επιπολαιότητα, τους λένε το «δεν πειράζει». Είναι πιθανόν ότι κι εμείς βρισκόμαστε είτε στην κατηγορία αυτών που εμμένουν στο να μην αλλάζουν είτε στην κατηγορία των υποστηρικτών της μη αλλαγής, όταν μάλιστα πρόκειται για τα παιδιά μας, τα οποία έχουν ως δικαιολογίες το νεαρόν της ηλικίας ή το «έτσι κάνουν όλοι».
Υπάρχουν άγριοι άνθρωποι και άγριοι καιροί. Τα πάθη μας αγριεύουν. Ο εγωισμός μας κάνει να νομίζουμε ότι μόνο εμείς κατέχουμε την αλήθεια. Όταν ελεγχόμαστε, τότε επιστρατεύουμε πλήθος επιχειρημάτων, σχετικοποιώντας και υποτιμώντας τους ελεγκτές μας, οι οποίοι συχνά δεν μιλάνε σε μας με λόγια, αλλά διά των έργων τους ο έλεγχος γίνεται. Η κύρια αιτία όμως είναι ότι δεν βλέπουμε τον Χριστό στο πρόσωπο του άλλου. Και ο Χριστός δεν είναι μόνο ο αναγκεμένος, αυτός που δεν έχει να φάει, να πιεί, να ντυθεί, δεν είναι μόνο ο ξένος, ο ασθενής, ο περιθωριοποιημένος της φυλακής. Είναι ο κάθε άνθρωπος που μας δείχνει το όποιο έλλειμμα αγάπης έχουμε. Διότι τα πάθη μας κάνουν να μη αγαπούμε. Ο φανατισμός στις ιδέες πάλι μας στερεί από την αγάπη που σε κάνει να ανοίγεσαι, να μιλάς, να μοιράζεσαι, να θέλεις την αλήθεια. Ο Χριστός κρύβεται πίσω από τις περιστάσεις της ζωής. Κρύβεται πίσω από τον κάθε άνθρωπο που έρχεται και ζητά να σχετιστεί μαζί μας, αλλά βρίσκει το τείχος του εγωισμού, της απαίτησης, της εκμετάλλευσης, της έπαρσης να κρατά κλειστή την καρδιά μας.
Άγριοι και οι καιροί. Όταν πρότυπο είναι η εικόνα μας, φτιασιδωμένη, εξωραϊσμένη, σωματική χωρίς στοιχείο ψυχής και καρδιάς, τότε ναι, οι καιροί αγριεύουν. Διότι ο άνθρωπος που προβάλλει τον εαυτό του και ζει τον εαυτό του ως το μοναδικό κέντρο του κόσμου, δεν μπορεί να κατανοήσει και να ζήσει ότι πλαστήκαμε για να είμαστε σε κοινωνία. Ότι η κοινωνία έρχεται με την σύνολη ύπαρξή μας. Ότι δεν υπάρχουμε για να προβάλλουμε τον εαυτό μας, αλλά να μοιραζόμαστε με τον άλλον και τον εαυτό μας και εκείνον. Κι αυτό βιώνεται στην Εκκλησία, η οποία μας καλεί ως κριτήριο ζωής κι ελπίδας να συναντούμε τον Χριστό, συμπονώντας και συμπαθώντας τον κάθε άλλο. Ξεκινώντας από αυτόν που βρίσκεται στο περιβάλλον μας και συνεχίζοντας με την κάθε εικόνα Θεού. Για να γίνει όμως αυτό πράξη, χρειάζεται να φύγουμε από τη αγρίλα του να βλέπεις και να μην βλέπεις, να ακούς και να μην ακούς. Αλλιώτικα, όσα θαύματα κι αν δούμε στην ζωή μας, τίποτε δεν θα μας συγκινήσει. Και γι’ αυτό η κρίση του Θεού θα είναι επιβεβαιωτική της επιλογής μας όλα να είναι πάθη και εγώ.
Ας αφυπνιστούμε. Μπορούμε να αλλάξουμε. Η αγάπη ξέρει πώς.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 7 Μαρτίου 2021
Των Απόκρεω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου