«Χαῖρε Πατέρων καύχημα, θεολόγων τό στόμα, τῆς ἡσυχίας σκήνωμα, τῆς σοφίας ὁ οἶκος, τῶν Διδασκάλων ἀκρότης, πέλαγος τό τοῦ λόγου, πράξεως χαῖρε ὄργανον, θεωρίας ἀκρότης, θεραπευτά καί τῶν νόσων τῶν ἀνθρωπίνων, Πνεύματος χαῖρε τέμενος, καί θανών καί ζῶν πάτερ» (Εξαποστειλάριο του Όρθρου της εορτής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά)
«Χαίρε εσύ που είσαι το καύχημα των Πατέρων της Εκκλησίας, το στόμα των θεολόγων, που μέσα σου κατοικεί η κατά Θεόν ησυχία, το σπίτι της σοφίας, η κορυφή των διδασκάλων της πίστης, το πέλαγος του λόγου, όργανο της ζωής του Χριστού στην πράξη, η κορυφή της θεωρίας, της θέασης του Θεού, εσύ που θεραπεύεις και τις ανθρώπινες ασθένειες, χαίρε εσύ που είσαι ναός του Αγίου Πνεύματος, και όσο ζούσες και τώρα που έχεις πεθάνει, Πάτερ Γρηγόριε»
«Περί το 1316 ο Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει την ματαιότητα του κόσμου και κατέφυγε στο Άγιον Όρος. Γυμνασμένος παιδιόθεν να βάζει σε πράξη θεμελιώδεις αρετές όπως η υπακοή, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η νηστεία, η αγρυπνία και οι διάφορες σκληραγωγίες που επιτρέπουν την καθυπόταξη της σαρκός στο πνεύμα, ο νέος έκανε γρήγορα προόδους στην άσκηση της προσευχής. Νυχθημερόν απευθυνόταν απαύστως προς τον Θεό με λυγμούς λέγοντας: ‘Φώτισόν μου το σκότος’. Μετά από λίγο καιρό, η Θεοτόκος προς την οποία προσέφευγε ήδη από τη νεότητά του, του έστειλε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο για να του υποσχεθεί την προστασία της στη ζωή αυτή και την άλλη...Μετά από κάποιες μετακινήσεις, εγκαταστάθηκε στο κελλί του Αγίου Σάββα, λίγο πιο πάνω από την Μεγίστη Λαύρα. Μονάχα σε εξαιρετικές περιπτώσεις πήγαινε στο μοναστήρι και με τους σπάνιους επισκέπτες του επικοινωνούσε μόνον την Κυριακή και τις εορτές. Με τον τρόπο αυτό, από την εξωτερική ακόμη θεωρία, ο Γρηγόριος έφθασε στη θεοπτία μέσα στο φως του Αγίου Πνεύματος και στην επαγγελθείσα, από τον Χριστό στους τέλειους μαθητές Του, θέωση. Μία ημέρα είδε σε ένα όνειρο ότι κρατούσε στα χέρια του ένα αγγείο γεμάτο γάλα. Αυτό άρχισε να αναβλύζει σαν πηγή και ξεχείλισε, και καθώς χυνόταν μεταβλήθηκε αίφνης σε κρασί που γέμισε τα χέρια του, τα ενδύματά του και τον γύρω χώρο με θεϊκή ευωδία. Ήταν ένα σημάδι ότι είχε φθάσει πια ο καιρός να διδάξει στους αδελφούς του τα μυστήρια που του είχε αποκαλύψει ο Θεός. Ετοιμάστηκε και ξεκίνησε τον αγώνα του εναντίον του Βαρλαάμ του Καλαβρού και των συνοδοιπόρων του, οι οποίοι αρνούνταν τον ησυχασμό. Ο άγιος Γρηγόριος θα τονίσει ότι η άσκηση και η προσευχή είναι η απόληξη ολόκληρου του μυστηρίου ης Σωτηρίας και αποτελούν το μέσον που διαθέτει ο κάθε πιστός για να κάνει να ανθίσει εντός του η χάρις που του έχει χορηγηθεί κατά το άγιο Βάπτισμα» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος τρίτος)
Ο κόσμος μας σήμερα, όταν ακούει για θεολογία και θεολόγους, ο νους του πηγαίνει στο μάθημα των Θρησκευτικών και στους καθηγητές που το διδάσκουν. Προφανώς και δεν είναι καταχρηστικός ο τίτλος, όπως επίσης και για όσους συζητούν για την θεολογία στην εποχή μας. Ο όποιος διάλογος βεβαίως γίνεται ουσιαστικά και πάλι για το μάθημα των Θρησκευτικών, για την σχέση της επιστήμης με την εκπαίδευση και τον τρόπο με τον οποίο θρησκευτικές γνώσεις θα δοθούν στους νεώτερους. Η αυθεντική όμως παράδοση της Εκκλησίας μας δεν περιορίζει την θεολογία στις γνώσεις, αλλά θεωρεί ως αρχή και τέλος της, σκοπό της, την κοινωνία με τον Θεό και μάλιστα την θέαση του Θεού, την θεωρία. Να φύγει ο άνθρωπος από τα γήινα και να συναντήσει τον Θεό, όντας στον παρόντα κόσμο και χρόνο, αφήνοντας όμως πίσω του κάθε τι που τον κατά καθηλωμένο στο σήμερα, να συναισθανθεί και να ζήσει την θεοποιό ενέργεια του Θεού, διά της οποίας επλάσθη να μετέχει στην κοινωνία μαζί Του.
Συζητούμε για έλλειμμα θεολογίας στον λόγο της Εκκλησίας σήμερα. Οι πολλοί πιστεύουν ότι αυτό το έλλειμμα έχει να κάνει με τον συμπεριφορικό και ηθικιστικό λόγο, ο οποίος διακατέχει τους ποιμένες, τους κήρυκες, ακόμη και τους πιστούς. Και είναι αλήθεια ως ένα σημείο, ότι ο εκκλησιαστικός λόγος μοιάζει περισσότερο με κατηχητικό, παιδαγωγικό αφήγημα, προτρεπτικό μετάνοιας αλλά και αλλαγής εξωτερικής του ανθρώπου ή, συχνά, φλυαρία αρετολογίας. Η συζήτηση αποσκοπεί στο να μπολιαστεί ο λόγος της πίστης με γνώσεις από την θεολογική παράδοση, την βιβλική, την πατερική, την ασκητική, ώστε να είναι αυθεντικός και να αποτυπώνει την εμπειρία της Εκκλησίας. Και είναι αυτονόητο ότι μία τέτοια εξέλιξη τα τελευταία χρόνια είναι θετική, καθώς έχει περάσει και στις γενιές των θεολόγων και των εκκλησιαστικών προσώπων.
Η παράδοση όμως της Εκκλησίας, όπως την βλέπουμε να αποτυπώνεται και στο πρόσωπο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μάς δείχνει ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διαβούμε. «Φώτισόν μου το σκότος», προσευχόταν ο άγιος. Το ζούσε. Ήξερε ότι το σκότος δεν ήταν η απουσία γνώσεων ή η φιλοσοφική αρετολογία και η ηθική και συμπεριφορική αλλαγή. Ασκητικός ο ίδιος, αφιερωμένος εκ νεότητός του στον Θεό και την πίστη, ήταν ο τελευταίος που θα χρειαζόταν τέτοιες υπομνήσεις στον εαυτό του. Σκότος για τον άγιο ήταν η απουσία του Θεού από την ύπαρξή του. Ήξερε ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών. Ήξερε πώς με όποιες γνώσεις κι αν είχε και όση πράξη πνευματική κι αν ασκούσε, ανήκε στην Εκκλησία, ήταν θεατός από τον Θεό και αποδεκτός από Εκείνον, όμως ένιωθε ότι ο ίδιος δεν είχε κοινωνία του Θεού. Γνώριζε τα περί του Θεού, πάλευε, αλλά δεν ζούσε τον Θεό μέσα του. Και γι’ αυτό παρακαλούσε γι’ αυτό του το σκοτάδι να φωτιστεί, όχι με γνώση περί Θεού αλλά με γνώση του ίδιου του Θεού. Να μπορέσει δηλαδή να ζήσει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού εντός του και αυτό το μυστήριο να το κοινοποιήσει στους αδελφούς του, όπως και έγινε αργότερα, όταν το γάλα με το οποίο ο ίδιος πότιζε τον εαυτό του κατεστάθη κρασί ευωδιαστό, το οποίο μεθούσε με την χαρά της χάριτος που η παρουσία του Θεού προσφέρει τον κόσμο.
Η συζήτηση περί θεολογίας και πίστης σήμερα γίνεται από όλους όσους γνωρίζουμε περί του Θεού. Μακάρι να γινόταν πρωτίστως από του ένθεους, από εκείνους που βίωναν τον Θεό και να μας ωθούσαν να εισέλθουμε κι εμείς σ’ αυτήν την οδό. Η άσκηση και η προσευχή, όπως μας λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αποτελούν την αφετηρία αυτής της οδού. Ο θεολογικός λόγος μπολιάζεται από την εμπειρία και των Πατέρων και των Αγίων που ένιωθαν τον Θεό και τον έβλεπαν, αλλά χρειάζεται να εκφρασθεί και από ανθρώπους που βιώνουν τον Θεό στην δική τους ζωή, που έχουν βγει από το σκοτάδι, που το γάλα έγινε κρασί στις καρδιές τους, που έχουν την χαρά και την χάρη. Δύσκολος αυτός ο δρόμος. Αφορά στον κάθε χριστιανό. Μέχρι τότε, ας προσπαθήσουμε να σπουδάσουμε το πατερικό πνεύμα. Να θυμόμαστε ότι κληθήκαμε να μετέχουμε στην θεοποιό ενέργεια του Θεού. Με προσευχή και άσκηση να παλεύουμε στην ζωή μας. Στην γωνιά των ναών μας, στο ταμιείον μας, κρατώντας και μελετώντας την Γραφή και κάθε πνευματικό κείμενο, αγαπώντας, δίνοντας και λαμβάνοντας, με επίγνωση ότι έχουμε δρόμο και μη καθιστώντας τους εαυτούς μας αυθεντίες, από τη στιγμή που το σκότος είναι στην ουσία η κατάστασή μας. Ας μείνουμε τουλάχιστον ταπεινοί στα όσα λέμε και ας αφήνουμε την Εκκλησία και τον Θεό τελικά να δίνει την βεβαίωση για την γνησιότητά τους. Έχει κουράσει η έπαρση, ο φανατισμός, η τύφλωση του πληκτρολογίου, η βεβαιότητα ότι μόνο τα όσα λέμε, οι ημιμαθείς, αγνοούντες και άγευστοι κατά τα άλλα, είναι η αλήθεια.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 28 Μαρτίου 2021
Β’ Νηστειών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου