«Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης» (Ματθ. 14, 25)
«Κατὰ τὰ ξημερώματα, ἦρθε ὁ ᾿Ιησοῦς κοντά τους περπατώντας πάνω στὴ λίμνη»
Μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, με το οποίο χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες και επιπλέον αριθμός γυναικών και παιδιών, ο Ιησούς στέλνει τους μαθητές Του με το πλοίο στην απέναντι όχθη της λίμνης της Γενησαρέτ, ο ίδιος παραμένει στο όρος και προσεύχεται και μέσα στη νύχτα πηγαίνει να τους συναντήσει. Περνούνε δύσκολες στιγμές. Έχει ξεσπάσει τρικυμία, με αποτέλεσμα ο φόβος για την ζωή τους να είναι έντονος. Και τότε, μέσα στον κλυδωνισμό από τον ισχυρό άνεμο, βλέπουν τον Χριστό να περπατά πάνω στη λίμνη , και μάλιστα κατά τα ξημερώματα.
Δεν είναι τυχαία η λεπτομέρεια του ευαγγελιστή που ήταν παρών στο γεγονός. Ανάμεσα στο τέλος του σκοταδιού και το χάρμα τα καινούριας ημέρας ο Χριστός έρχεται να συναντήσει και να γλιτώσει τους μαθητές Του από τον επαπειλούμενο θάνατο. Η ώρα είναι τέτοια που μπορεί να δούνε και να καταλάβουν, μπορεί και όχι. Κάθε μισοσκότεινη ώρα στην ζωή μας είναι τέτοια. Εξαρτάται από τα ποια μάτια επικρατούν αυτές τις στιγμές. Αν επικρατούν τα αισθητά μάτια, τα μάτια του ορθολογισμού, τα μάτια του μετρήματος της ζωής με βάση το πόσο μπορούμε να την ελέγξουμε, τα μάτια που επικαλούνται τα επιτεύγματά μας, τότε το πιο πιθανό είναι να μην αναγνωρίσουμε Ποιος έρχεται στο σκοτάδι, στην θαλασσοταραχή της ζωής, στην αγωνία μας. Αν όμως επικρατούν τα μάτια της πίστης, τα μάτια της καρδιάς που γνωρίζει ότι τίποτα δεν είναι χαμένο όταν υπάρχει η εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον που μας αγαπά, όταν είμαστε έτοιμοι να Τον αναγνωρίσουμε από ένα βήμα, από ένα σημάδι αχνό της παρουσίας Του, από την ελπίδα ότι αφού μας αγαπά, δεν θα μας ξεχάσει, τότε το μισοσκόταδο, το λυκαυγές γίνεται έξοδος προς το φως και την γαλήνη της ύπαρξης.
Ο απόστολος Πέτρος θέλησε να περπατήσει στα κύματα, για να φτάσει τον Χριστό. Όσο έβλεπε με τα μάτια της πίστης και της καρδιάς, περπατούσε, βιώνοντας το θαύμα της αγάπης που γίνεται συνάντηση. Όταν είδε με τα μάτια του νου, του ορθολογισμού, της δικής του αδυναμίας, τότε άρχισε να καταποντίζεται και χρειάστηκε το χέρι του Χριστού για να γλιτώσει. Αυτή είναι μία ακόμη παρηγοριά για όλους μας. Ότι ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνουμε να βλέπουμε με τον τρόπο της πίστης και κλονιζόμαστε, ο Χριστός είναι παρών. Απλώνει το χέρι και μάς δίνει σωτηρία και ζωή. Αρκεί να κάνουμε το βήμα προς Εκείνον. Να βγούμε από το καράβι της ψευτοασφάλειας αυτής της ζωής, των επιτευγμάτων, του τρόπου μας, της εργασίας μας, της παρέας μας και να βαδίσουμε προς Εκείνον. Και τότε, κι αν κλυδωνιστούμε, δεν θα νικηθούμε από την δύναμη των κυμάτων των βιοτικών, καθώς το χέρι Του είναι δίπλα μας.
Ο Χριστός αγκαλιάζει τα έργα των ανθρώπων. Ανεβαίνει στο πλοίο των μαθητών. Τους ζητά να αλιεύσουν, για να φάνε μαζί, ακόμη και μετά την Ανάστασή Του. Μετακινείται με τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Γνωρίζει όμως τα όριά τους και τα μέτρα τους και μάς το δείχνει, και με το θαύμα του βαδίσματος πάνω στα κύματα. Μάς υπενθυμίζει ότι αν δούμε μέσα από την δική Του αγάπη την ζωή μας, τότε δεν θα παρασυρθούμε στην βεβαιότητα ότι είμαστε αυτάρκεις. Ότι μπαίνουμε στο πλοίο μας, στηριγμένοι στα μηχανήματά μας, στον τρόπο που γνωρίζουμε, και θα περάσουμε απέναντι. Διότι ένας άνεμος, μία δοκιμασία, η μοναξιά που έρχεται με την ζωή χωρίς Θεό, διαλύουν τις ψευδαισθήσεις μας και νιώθουμε ότι τα έργα αυτά, όσο σπουδαία και να τα θεωρούμε, όσο σπουδαία κι αν είναι, δεν νικούν τον θάνατο.
Ας είναι αυτά τα μηνύματα μία υπόμνηση σε όσους από μας απορρίπτουμε τον κόσμο, αλλά και σε όσους αποθεώνουμε τον κόσμο. Ο Χριστός νοστιμίζει, γαληνεύει, μεταμορφώνει τις ζωές μας, δίνει ελπίδα, αγάπη, ανάσταση. Ας του δώσουμε το χέρι μας και ας Τον αναζητούμε στις μικρές ή μεγάλες τρικυμίες της ζωής. Αρκεί να είμαστε εξασκημένοι να βλέπουμε, μέσα από τον τρόπο της Εκκλησίας, τα πάντα με τα μάτια της πίστης!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
14 Αυγούστου 2022
Κυριακή Θ’ Ματθαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου