Ο Χριστός υπήρξε από την αρχή της επίγειας ζωής Του «σημείον αντιλεγόμενον» για τον κόσμο. Πρωτίστως οι θρησκευόμενοι της εποχής Του, δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν γιατί ήρθε και Ποιος τελικά ήταν. Θεώρησαν ότι ήταν ένας ανατροπέας της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ότι ήρθε για να γκρεμίσει τον ναό ως τόπο λατρείας του Θεού και άρα ήταν ένας βλάσφημος αρνητής της πατροπαραδότου παραδόσεως των Εβραίων και την ίδια στιγμή ότι θα άλλαζε τους θεσμούς, τις συνήθειες, τα έθιμα που ο Μωυσής, η υπέρτατη αυθεντία για τους τυπολάτρες, είχε καθορίσει. «Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα έθη ά παρέδωκεν ημίν Μωυσής» (Πράξ. 6, 14). Στο πρόσωπο του Χριστού έβλεπαν την απειλή εκείνη που θα έκανε την πίστη τους να κλονιστεί, τον λαό που τους ακολουθούσε να σκανδαλιστεί και να βρεθεί σε σύγχυση και την ίδια στιγμή να απειλείται ο ίδιος ο Θεός ουσιαστικά και η σταθερότητα της θρησκείας τους από το Πρόσωπό Του. Γι’ αυτό και τον σταύρωσαν. Γι’ αυτό και οδήγησαν στο μαρτύριο πολλούς από όσους Τον ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων και τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, τον διάκονο. Η πίστη στον Χριστό αισθάνονταν ότι απειλούσε τελικά και τη δική τους υπόσταση, τη δική τους ταυτότητα μέσα στον κόσμο.
Δεν ήταν κατ’ ανάγκην κακό το κίνητρο των κατηγόρων του Χριστού, των κατηγόρων του Στεφάνου, των κατηγόρων των χριστιανών. Εμφορούνταν από έναν ζήλο ου κατ’ επίγνωσιν. Ταύτιζαν την ύπαρξή τους με τη διατήρηση της παραδόσεώς τους. Κάθε απόκλιση από αυτήν θεωρούσαν ότι μπορούσε να κλονίσει το κύρος και την αυθεντία της πίστης τους και έβλεπαν στο πρόσωπο του κάθε τολμητία τον κίνδυνο και για τους ίδιους και για όσους ακολουθούσαν την πίστη τους. Έκαναν ένα μεγάλο λάθος, το οποίο επαναλαμβάνουν όσοι σε κάθε εποχή αισθάνονται ότι η θρησκευτική πίστη κινδυνεύει από όσους την ερμηνεύουν διαφορετικά. Απολυτοποιούν το γράμμα και αφήνουν στην άκρη όχι μόνο το πνεύμα, αλλά και το Πρόσωπο το οποίο εκφράζει το διαφορετικό. Στην περίπτωση του Χριστού και του ακολούθου Του, πρωτομάρτυρος Στεφάνου, διαστρέβλωσαν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, μη βλέποντας ότι τόσο τον ναό όσο και τον νόμο ο τριαδικός Θεός έδωσαν στους ανθρώπους. Ότι ο Θεός προηγείται και όχι ο νόμος. Ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο και μάλιστα τον καθέναν και όχι μόνο τους Εβραίους. Ότι οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις υπάρχουν για να βοηθούν τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεό και όχι για να τηρούνται επιφανειακά και εξωτερικά, για να αγκιστρώνουν τους ανθρώπους στο γράμμα τους και να μην τους αφήνουν να δούνε το βάθος, που είναι η αγάπη του Θεού για τον καθέναν, ακόμη κι αν δεν είναι έτοιμος και ώριμος να δει πίσω από το γράμμα το Πρόσωπο. Γιατί έβλεπαν διατάξεις, τυπικά, τον ναό ως τόπο και δεν έβλεπαν το Πρόσωπο του Θεού που υποδείκνυε τον τρόπο, ακόμη και μέσα από τον νόμο. Την συγκατάβαση που αγιάζει ακόμη και τους τύπους, γιατί πηγάζει από την Αγάπη.
Ο Θεός δίνει τους νόμους και τον ναό. Ο Θεός καταργεί την αξία τους και ανα-νοηματοδοτεί τη ζωή του κόσμου και των ανθρώπων. Γι’ αυτό και το μόνο που είναι σταθερό είναι η πίστη. Και μετά τον ερχομό του Χριστού, η Εκκλησία. Αυτή αγιάζει δια των μυστηρίων της, τα οποία έχουν και το τυπικό στοιχείο, αλλά δε λειτουργούν μαγικά, διότι προϋποθέτουν την αγάπη προς τον Θεό και την εκζήτηση της παρουσίας Του, τουλάχιστον όταν ο άνθρωπος είναι σε θέση να συναισθανθεί τι θέλει από τη ζωή του. Αυτή μπορεί να αλλάξει και τον τόπο λατρείας και τους θεσμούς και τα ήθη και τις παραδόσεις, κινούμενη από αγάπη και με γνώμονα τη σωτηρία του κόσμου. Η Εκκλησία είναι η αυθεντία και όχι οι θεσμοί. Η Εκκλησία ως τρόπος φανέρωσης και παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, στηριγμένη στο Αίμα του Υιού και Λόγου του Θεού που μεταμορφώνει, αγιάζει και σώζει τον άνθρωπο, αλλά και στο μυστήριο της Θείας οικονομίας, το οποίο ο Πατήρ ηυδόκησεν, ώστε να πραγματοποιηθεί. Και είναι η αγάπη το κίνητρο της Εκκλησίας, διότι αυτή μόνο μπορεί να φανερώσει την αλήθεια, όχι για να διασώσει προνόμια ούτε διότι αλλιώς κινδυνεύει η πίστη, αλλά για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον θάνατο. Δεν σώζουν οι τύποι, αλλά η κοινωνία με τον Θεό.
Ο Χριστός, μέσα στο όλο απολυτρωτικό Του έργο, τόνισε ότι «το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27). Ο λόγος αυτός, όπως και η όλη στάση Του έναντι της τυπολατρίας, έκανε αυτούς που αισθάνονταν χρήσιμοι μόνο ως τηρητές των τύπων, αυτούς που έχουν τους τύπους ως ταυτότητά τους, να Τον απορρίψουν. Εκτός από τους μιμητές τους, τυπολάτρες, φανατικούς και φοβικούς, υπάρχουν και εκείνοι που επικρίνουν τους προηγούμενους, αλλά που βολεύονται με την ύπαρξή τους, για να δικαιολογούν τη δική τους απιστία έναντι του Θεού. Ταυτίζοντας την πίστη με την τυπολατρία, την απορρίπτουν διότι έχει τυπολάτρες! Όταν πάλι η πίστη υπερβαίνει την τυπολατρία, βρίσκουν άλλες προφάσεις για να παραμείνουν αρνητές. Ζητούν από την πίστη να επιβεβαιώνει την ακρίβεια της διδασκαλίας της, όμως όταν αυτό γίνεται δεν τους αρέσει, διότι κρίνονται. Κι έτσι, προτιμούν να ζούνε χωρίς Χριστό, για να πορεύονται κατά το θέλημά τους.
Άλλοι πάλι, κρατούνε τους τύπους, για να είναι εντάξει με την ιστορία, την παράδοση, τα καθιερωμένα, αλλά η καρδιά τους προσπερνά αδιάφορα τον Χριστό. Γιορτάζουν, όχι όμως για να αλλάξουν, αλλά για να ξεχάσουν για λίγο τη ζωή και τα προβλήματά της κι έτσι θα παραμείνουν αδιάφοροι έναντι της αδικίας, του θανάτου, της αμαρτίας, της απουσίας της αγάπης. Δε θα κάνουν κακό, αλλά θα παραμείνουν ακόλουθοι μιας ζωής η οποία δεν έχει αιωνιότητα. Δεν έχει Χριστό.
Οι κατηγορίες, η δίκη και το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου, όπως και όλων των χριστιανών μαρτύρων, αναδεικνύουν το «σημείον αντιλεγόμενον» της παρουσίας του Χριστού. Οι διώκτες υπήρξαν άλλοτε οι θρησκευτικοί τυπολάτρες, άλλοτε οι εχθροί της πίστης, διότι αυτή ζητά αγάπη και όχι εξουσία, και οι οποίοι αξιοποίησαν ως υλικό κατηγορίας είτε τους τύπους είτε την απουσία τους. Υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι ακολουθούν τους τύπους, αλλά όχι την αγάπη και το ήθος της σωτηρίας που ο Χριστός ως Θεανθρώπινο Πρόσωπο έφερε στον κόσμο. Παραμένουν αδιάφοροι για την Εκκλησία και αισθάνονται ικανοποιημένοι επειδή δεν παραβιάζουν τα θέσμια. Μάρτυρες όπως ο άγιος Στέφανος, μας δείχνουν ότι χρειάζεται ζέουσα καρδιά, που χωρίς να περιφρονήσει όσους τύπους βοηθούν στην προσέγγιση του Θεού, θα εμμείνει στην αγάπη, στην κοινωνία με τον Γεννηθέντα Κύριο στην Εκκλησία, με οποιοδήποτε κόστος. Ας κρίνουμε τους εαυτούς μας και ας αποφασίσουμε και πώς γιορτάζουμε και πώς βλέπουμε την πίστη.
Κέρκυρα, 27 Δεκεμβρίου 2015
Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου