Πόσο αληθινός είναι λόγος της Εκκλησίας στους καιρούς μας; Δεν μιλούμε για το Ευαγγέλιο ή τον πατερικό λόγο. Μιλούμε για το κατά πόσον ο λόγος τόσο των κληρικών, όσο και του κάθε χριστιανού, συμβαδίζει με την ζωή και τα έργα μας και ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, ιδίως των νέων.
Ο κλήρος στην ορθόδοξη παράδοση δεν είναι μόνο αυτός που εκπροσωπεί τον Θεό στους ανθρώπους, αλλά, κυρίως, αυτός που εκπροσωπεί τους ανθρώπους στον Θεό. Επίσκοποι και ιερείς είμαστε βγαλμένοι από την κοινωνία, άλλοι από καθημερινές οικογένειες, άλλοι από ανεβασμένες μορφωτικά, άλλοι άγαμοι, άλλοι έγγαμοι. Πόση συναίσθηση άραγε έχουμε ότι οι άνθρωποι δεν μας βλέπουν ως τους λειτουργούς, αυτούς δηλαδή που επιτελούν έργο λαού έναντι του Θεού και έναντι του κόσμου, αλλά μας βλέπουν μόνο μέσα από την αλλοτριωμένη, δυτική αντίληψη, ότι είμαστε οι εκπρόσωποι του Θεού σ’ αυτούς;
Μας φορτώνουν με ένα βάρος το οποίο κανείς δεν μπορεί να σηκώσει, αλλά εμείς το αποδεχόμαστε με ευχαρίστηση, διότι μας δίνει πρωτίστως εξουσία έναντί τους. Μας κάνει να αποκτούμε την αίσθηση ότι είμαστε ξεχωριστοί και ζητούμε τιμές. Απαιτούμε ο λόγος μας να είναι λόγος αυθεντίας. Απαιτούμε η κοινωνία να μας λάβει σοβαρά υπ’ όψιν, διότι φανερώνουμε μία αιώνια και υπερβατική πραγματικότητα, την οποία ενίοτε ούτε εμείς οι ίδιοι δεν ζούμε. Να μας προσέξουν διότι φέρουμε επάνω μας σημεία του παρελθόντος, τελετουργίες, άμφια, γλώσσα, μουσική και κηρύττουμε την επιστροφή στο παρελθόν για να προχωρήσουμε σωστά, λες και υπήρχε ιδανικό παρελθόν.
Ο λόγος της αληθείας όμως δεν έχει να κάνει με την δική μας δόξα και αυθεντία. Ό,τι χρειάζονται οι άνθρωποι και ιδίως οι νέοι, είναι ο Χριστός, τον Οποίο εμείς καλούμαστε να βιώσουμε, όχι ως εκπρόσωποί Του, αλλά ως οδοδείκτες για τους πολλούς. «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι», λέγει ο Ψαλμωδός. Μεταξύ ανόμων κι εμείς, διδάσκουμε τον δρόμο του Χριστού, για να επιστρέψουν οι ασεβείς, μεταξύ των οποίων κι εμείς, που άλλα λέμε, άλλα κάνουμε, άλλα χρειαζόμαστε.
Δεν χρειάζεται να απεμπολήσουμε την παράδοση, για να γίνουμε αρεστοί στους ανθρώπους. Χρειάζεται να καταδείξουμε με τον λόγο και την ζωή μας, ότι πιστεύουμε στον Θεό. Ότι στις δικές μας δοκιμασίες ξέρουμε ότι Εκείνος είναι παρών. Να μην αρκούμαστε στο «φαίνεσθαι» του χθες, αλλά να αναζητούμε την πηγή που θα ποτίσει το σήμερα. Χριστιανός σημαίνει αυτός που ζει την ειρήνη του Χριστού στην καρδιά του. Το έλεός Του. Που γνωρίζει την πίστη. Τι τον ξεχωρίζει από τους άλλους, από τα δόγματα, τις θρησκείες, τους λαούς, αλλά και τι τον ενώνει, δηλαδή η επίγνωση ότι όλοι είμαστε εικόνες Θεού και για όλους μας ο Χριστός έγινε άνθρωπος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Μία Εκκλησία φωνασκούσα και περιχαρακωμένη και αντίστοιχα μία Εκκλησία συμβιβασμένη με το ψέμα των καιρών για να είναι ευχάριστη, δεν έχει αλήθεια, γιατί δεν μπορεί να είναι αληθινή.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δίδασκαν, κατά το χάρισμά τους, με αλήθεια και αγάπη. Δεν φόβιζαν, αλλά και δεν χάιδευαν αυτιά. Και ζούσαν όπως πίστευαν. Αυτή η οδός μας χρειάζεται. Όχι να καμαρώνουμε για την εξουσία μας, αλλά να πλένουμε τα πόδια των άλλων, όντας οι έσχατοι. Κλήρος και λαός.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 15 Νοεμβρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου