Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης
Αυτά, βέβαια, τα έχουμε διδαχθεί από τους ιερούς συγγραφείς, όπως είπε ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «ότι ο Θεός είναι η αιτία και η αρχή όλων, ο χορηγός της φύσεως στα όντα, της ζωής στα ζωντανά, της λογικής στα λογικά όντα και του νου στα νοερά· είναι η επαναφορά και η επανόρθωση αυτών που έχουν πέσει· η ανακαίνιση και αναμόρφωση όσων έχουν φθείρει τη φύση τους· είναι η ιερή σταθερότητα αυτών που κινούνται με μία ανίερη ταραχή· η ασφάλεια αυτών που στέκονται σταθεροί· και η οδός και χειραγώγηση προς τα άνω αυτών που βαδίζουν προς Αυτόν.
»Θα προσθέσω επίσης ότι είναι Πατέρας αυτών που δημιούργησε· και το σπουδαιότερο, ο Θεός μας είναι Πατέρας μας, διότι Αυτός και όχι οι γονείς μας, μάς έφερε στη ζωή από την ανυπαρξία· καθώς οι γονείς μας έλαβαν απ’ Αυτόν τη ζωή και τη δυνατότητα να γεννούν. Είναι ποιμένας αυτών που Τον ακολουθούν και τους ποιμαίνει· είναι ο φωτισμός των φωτιζομένων, ο μύστης όσων μυούνται στα ιερά μυστήρια, η αιτία της θεώσεως των θεουμένων, η συμφιλίωση όσων έχουν φιλονικήσει, η απλότητα των απλοϊκών και η ενότητα όσων ενώνονται μεταξύ τους. Είναι η εξουσία πάνω από κάθε εξουσία, η αρχή της υπάρξεως και η αγαθή μετάδοση των απορρήτων μυστηρίων, δηλαδή της γνώσεώς Του στον καθένα, σύμφωνα με το μέτρο του δυνατού και εφικτού».
Ακόμη πιο λεπτομερώς για τα ονόματα του Θεού.
Επειδή το θείο είναι ακατάληπτο, σίγουρα θα είναι και χωρίς όνομα. Και επειδή δεν γνωρίζουμε την ουσία του, ας μη ζητήσουμε το όνομα της ουσίας του· διότι τα ονόματα φανερώνουν τα πράγματα. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αγαθός και μας έφερε από το μηδέν στην ύπαρξη για να μετέχουμε στην αγαθότητά του, και μας έκαμε όντα με γνώση, έτσι, όπως δεν μας μετάδωσε κάτι από την ουσία του, ούτε μας έδωσε και τη γνώση της ουσίας του. Διότι δεν είναι δυνατόν μια κτιστή φύση να γνωρίσει τελείως την ανώτερη απ’ αυτήν φύση. Και αν, μάλιστα, οι γνώσεις για τα όντα είναι ελλιπείς, πώς θα γνωρίσουμε αυτό που ξεπερνά την ουσία;
Ο Θεός, λοιπόν, από την πολλή του αγαθότητα, θέλησε να παίρνει δικά μας ονόματα, ώστε να μην είμαστε εντελώς αμέτοχοι από τη γνώση του, αλλά να έχουμε έστω και κάποια αμυδρή ιδέα γι’ Αυτόν. Έτσι, όπως είναι ακατάληπτος, είναι και χωρίς όνομα. Όλα τα όντα όμως ομολογούν ότι Αυτός είναι η αιτία όλων και κατέχει εκ των προτέρων το λόγο και την αιτία κάθε όντος· το ομολογούν ακόμη και τα αντίθετα μεταξύ τους, όπως το φως και το σκοτάδι, το νερό και η φωτιά, για να γνωρίζουμε ότι Αυτός δεν είναι στην ουσία του αυτά. Αλλά να γνωρίζουμε ότι είναι υπερούσιος, γι’ αυτό και χωρίς όνομα· και όλα τα δημιουργήματά του βεβαιώνουν ότι Αυτός είναι ο αίτιος κάθε όντος.
Γι’ αυτό, από τα θεία ονόματα άλλα χρησιμοποιούνται με αποφατική σημασία για να δηλώσουν το υπερούσιο, όπως ανούσιος, άχρονος, άναρχος, αόρατος· όχι ότι είναι κατώτερος από κάποιον ή του λείπει κάτι –διότι σ’ Αυτόν ανήκουν όλα και Αυτός τα δημιούργησε και τα συνέστησε για τον εαυτό Του· ξεχωρίζει απ’ όλα τα όντα, διότι υπερέχει –δεν είναι σαν κάποιο ον, αλλά πάνω απ’ όλα. Τα ονόματα πάλι, που χρησιμοποιούνται καταφατικά για το Θεό, λέγονται επειδή είναι αίτιος όλων. Ονομάζεται Ων και ουσία, διότι είναι αίτιος κάθε ουσίας των όντων· ονομάζεται λόγος, λογικός, σοφία και σοφός, διότι είναι αίτιος κάθε λόγου και σοφίας, δηλαδή του λογικού και του σοφού. Παρόμοια λέγεται νους, νοερός, ζωή, ζων, δύναμη και δυνατός· και σ’ όλα τα υπόλοιπα, επίσης, θα κληθεί με παρόμοια ονόματα, που θα ληφθούν περισσότερο από τα πιο αξιόλογα και κοντινά σ’ Αυτόν ονόματα.
Πιο αξιόλογα και κατάλληλα ονόματα γι’ Αυτόν είναι τα άϋλα από τα υλικά, τα καθαρά από τα ρυπαρά και τα άγια από τα μιασμένα, επειδή περισσότερο μετέχουν σ’ Αυτόν. Διότι πιο κατάλληλα θα κληθεί ήλιος και φως παρά σκοτάδι, ημέρα παρά νύχτα, ζωή παρά θάνατος, και φωτιά και πνεύμα και νερό, διότι έχουν ζωή, παρά γη. Και πάνω απ’ όλα θα ονομασθεί αγαθότητα και όχι κακό. Το ίδιο, θα τον καλέσει κανένας «ον» παρά «μη ον»· διότι το αγαθό είναι ύπαρξη και αίτιο της υπάρξεως, ενώ το κακό είναι στέρηση του αγαθού, δηλαδή της υπάρξεως.
Αυτά, λοιπόν, είναι τα αποφατικά και καταφατικά ονόματα· και είναι βέβαια πολύ πετυχημένος ο συνδυασμός τους, για παράδειγμα «υπερούσια ουσία, υπέρθεη θεότητα, υπεράρχια αρχή», και τα παρόμοια. Υπάρχουν και μερικά καταφατικά ονόματα που λέγονται για το Θεό και έχουν έννοια υπερβολικής αρνήσεως, όπως «σκοτάδι»· όχι ότι ο Θεός είναι σκοτάδι, αλλά δεν είναι φως, επειδή είναι πάνω από το φως.
Ονομάζεται, λοιπόν, ο Θεός νους, λόγος, πνεύμα, σοφία και δύναμη, διότι είναι ο αίτιος αυτών και άϋλος και δημιουργός των όλων και παντοδύναμος. Και αυτά τα ονόματα, και τα αποφατικά και τα καταφατικά, αποδίδονται σε όλο το κοινό (ουσία) της θεότητας. Το ίδιο όμως και απαράλλακτα αποδίδονται και σε κάθε ξεχωριστή υπόσταση της Αγίας Τριάδος· όταν αναλογισθώ μία από τις υποστάσεις, την αναγνωρίζω ως τέλειο Θεό και τέλεια ουσία. Και όταν πάλι συγκεντρώσω και απαριθμήσω τα τρία (πρόσωπα), αναγνωρίζω ένα τέλειο Θεό. Διότι η θεότητα δεν είναι σύνθετη, αλλά είναι ένα αχώριστο και ασύνθετο σε τρία τέλεια.
Όταν πάλι αναλογισθώ τη σχέση των υποστάσεων μεταξύ τους, γνωρίζω ότι ο Πατέρας είναι υπερούσιος ήλιος, πηγή αγαθότητος, άβυσσος ουσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγή που γεννά και προβάλλει το αγαθό που κρύβει μέσα της. Ο ίδιος, λοιπόν, είναι νους, άβυσσος του Λόγου, γεννήτορας του Λόγου και προβολέας μέσω του Λόγου του εκφαντορικού Πνεύματος. Και για να το πω με δυο λόγια, δεν υπάρχει για τον Πατέρα λόγος, σοφία, δύναμη, θέληση, παρά μόνον ο Υιός του, ο οποίος είναι η μοναδική δύναμη του Πατέρα, η πρώτη αιτία της δημιουργίας όλων. Αυτός είναι και ονομάζεται Υιός, διότι σαν τέλεια υπόσταση γεννιέται όπως αυτός γνωρίζει. Και το Άγιο Πνεύμα είναι η δύναμη του Πατέρα που φανερώνει τα κρύφια της θεότητος· δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται μέσω του Υιού από τον Πατέρα, όπως αυτός γνωρίζει· γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα τελειοποιεί τη δημιουργία του σύμπαντος.
Όσα, λοιπόν, αρμόζουν στον Πατέρα που είναι ο αίτιος, η πηγή και ο γεννήτορας, πρέπει να τα αποδίδουμε μόνο στον Πατέρα· όσα αρμόζουν στο αποτέλεσμα της αιτίας, στο γεννητό Υιό, Λόγο, δύναμη προκαταρκτική, θέληση και σοφία, να τ’ αποδίδουμε στον Υιό· όσα επίσης ταιριάζουν στο αποτέλεσμα της αιτίας, το εκπορευτό, εκφαντορικό και τελεσιουργό, να τ’ αποδίδουμε στο Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι η πηγή και αιτία του Υιού και του Πνεύματος· είναι Πατέρας μόνον του Υιού και προβολέας του Αγίου Πνεύματος. Ο Υιός είναι Υιός, Λόγος, σοφία και δύναμη, εικόνα, κατοπτρισμός και τύπος του Πατέρα· προέρχεται από τον Πατέρα και όχι από το Πνεύμα. Το Πνεύμα είναι το Άγιο Πνεύμα του Πατέρα, διότι ο Πατέρας το εκπορεύει και διότι καμιά κίνηση δεν υπάρχει χωρίς το Πνεύμα· το Πνεύμα είναι και του Υιού, όχι με την έννοια ότι εκπορεύεται απ’ αυτόν, αλλά μέσω αυτού εκπορεύεται από τον Πατέρα· διότι μοναδικός αίτιος είναι ο Πατέρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12. Ἔτι περὶ τῶν αὐτῶν.
Ταῦτα μὲν οὖν ἐκ τῶν ἱερῶν μεμυήμεθα λογίων, ὡς ὁ θεῖος ἔφη Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «ὅτι ὁ Θεὸς πάντων ἐστὶν αἰτία καὶ ἀρχή, τῶν ὄντων οὐσία, τῶν ζώντων ζωή, τῶν λογικῶς ὄντων λόγος, τῶν νοερῶς ὄντων νοῦς· καὶ τῶν μὲν ἀποπιπτόντων αὐτῆς ἀνάκλησίς τε καὶ ἀνάστασις, τῶν δὲ παραφθειρόντων τὸ κατὰ φύσιν ἀνακαινισμὸς καὶ ἀναμόρφωσις· τῶν κινουμένων κατά τινα ἀνίερον σάλον ἵδρυσις ἱερὰ καὶ τῶν ἑστηκότων ἀσφάλεια καὶ τῶν ἐπ᾿ αὐτὴν ἀναγομένων ὁδὸς καὶ ἀνατατικὴ χειραγωγία.
«Προσθήσω δέ, ὅτι καὶ τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ πεποιημένων Πατήρ, κυριώτερον γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐστι Πατὴρ, ὁ ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν ἢ οἱ γεννήσαντες οἱ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ γεννᾶν εἰληφότες· τῶν ἑπομένων καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ ποιμαινομένων ποιμήν, τῶν φωτιζομένων ἔλλαμψις, τῶν τελουμένων τελεταρχία, τῶν θεουμένων θεαρχία, τῶν διεστώτων εἰρήνη καὶ τῶν ἁπλουμένων ἁπλότης καὶ τῶν ἑνιζομένων ἑνότης· ἀρχῆς ἁπάσης ὑπερούσιος καὶ ὑπάρχιος ἀρχὴ καὶ τοῦ κρυφίου, ἤτοι τῆς αὐτοῦ γνώσεως κατὰ τὸ θεμιτὸν καὶ ἐφικτὸν ἑκάστῳ ἀγαθὴ μετάδοσις».
Ἔτι περὶ θείων ὀνομάτων ἀκριβέστερον.
Τὸ θεῖον ἀκατάληπτον ὂν πάντως καὶ ἀνώνυμον ἔσται. Ἀγνοοῦντες οὖν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ τῆς οὐσίας αὐτοῦ μὴ ἐκζητήσωμεν ὄνομα· δηλωτικὰ γὰρ τῶν πραγμάτων ἐστὶ τὰ ὀνόματα. Ἀλλ᾿ ἀγαθὸς ὢν ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ μεθέξει τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ παραγαγὼν ἡμᾶς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι καὶ γνωστικοὺς ποιήσας ἡμᾶς, ὥσπερ οὐ τῆς οὐσίας αὐτοῦ μετέδωκεν ἡμῖν, οὕτως οὐδὲ τῆς γνώσεως τῆς οὐσίας αὐτοῦ· ἀδύνατον γὰρ φύσιν τελείως γνῶναι τὴν ὑπερκειμένην φύσιν. Εἰ δὲ καὶ τῶν ὄντων αἱ γνώσεις, τὸ ὑπερούσιον πῶς γνωσθήσεται;
Δι᾿ ἄφατον οὖν ἀγαθότητα ηὐδόκησεν ἐκ τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ὀνομάζεσθαι, ἵνα μὴ ἀμέτοχοι παντελῶς ὦμεν τῆς αὐτοῦ ἐπιγνώσεως, ἀλλ᾿ ἔχωμεν κἂν ἀμυδρὰν αὐτοῦ ἔννοιαν. Καθὸ μὲν οὖν ἀκατάληπτός ἐστι, καὶ ἀκατονόμαστος· ὡς δὲ πάντων αἴτιος καὶ πάντων τῶν ὄντων τοὺς λόγους καὶ τὰς αἰτίας ἐν ἑαυτῷ προέχων, ἐκ πάντων τῶν ὄντων κατονομάζεται, καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων οἷον φωτὸς καὶ σκότους, ὕδατος καὶ πυρός, ἵνα γνῶμεν, ὅτι οὐ ταῦτα κατ᾿ οὐσίαν ἐστίν· ἀλλ᾿ ἔστι μὲν ὑπερούσιος, διὸ καὶ ἀκατονόμαστος, ὡς δὲ πάντων τῶν ὄντων αἴτιος ἐκ πάντων τῶν αἰτιατῶν ὀνομάζεται.
Διὸ τῶν θείων ὀνομάτων τὰ μὲν ἀποφατικῶς λέγεται δηλοῦντα τὸ ὑπερούσιον, οἷον ἀνούσιος, ἄχρονος, ἄναρχος, ἀόρατος, οὐχ ὅτι τινὸς ἥττων ἐστὶν ἤ τινος ἐστέρηται –αὐτοῦ γάρ ἐστι τὰ πάντα καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ γέγονε καὶ ἐν αὐτῷ συνέστηκεν–, ἀλλ᾿ ὅτι πάντων ὑπεροχικῶς τῶν ὄντων ἐξῄρηται –οὐδὲν γὰρ τῶν ὄντων, ἀλλ᾿ ὑπὲρ πάντα ἐστί. Τὰ δὲ καταφατικῶς λεγόμενα ὡς αἰτίου τῶν πάντων κατηγορεῖται· ὡς γὰρ αἴτιος πάσης οὐσίας καὶ πάντων τῶν ὄντων λέγεται καὶ ὢν καὶ οὐσία, καὶ ὡς αἴτιος λόγου παντὸς καὶ σοφίας λογικοῦ τε καὶ σοφοῦ λέγεται λόγος καὶ λογικός, σοφία καὶ σοφός· ὁμοίως καὶ νοῦς καὶ νοερός, ζωὴ καὶ ζῶν, δύναμις καὶ δυνατός· καὶ ἐπὶ πάντων τῶν λοιπῶν ὁμοίως, μᾶλλον δὲ ἐκ τῶν τιμιωτέρων καὶ πλησιαζόντων αὐτῷ οἰκειοτέρως ὀνομασθήσεται.
Τιμιώτερα δὲ τὰ ἄυλα τῶν ὑλικῶν καὶ τὰ καθαρὰ τῶν ῥυπαρῶν καὶ τὰ ἅγια τῶν ἐναγῶν, καὶ μᾶλλον αὐτῷ πλησιάζοντα, ἐπεὶ καὶ πλέον μετέχουσιν αὐτοῦ. Οἰκειότερον οὖν μᾶλλον ὀνομασθήσεται ἥλιος καὶ φῶς ἤπερ σκότος, καὶ ἡμέρα ἤπερ νύξ, καὶ ζωὴ ἤπερ θάνατος, καὶ πῦρ καὶ πνεῦμα καὶ ὕδωρ ὡς ζωτικὰ ἤπερ γῆ· καὶ πρὸ πάντων καὶ πλέον ἀγαθότης ἤπερ κακία. Ταὐτὸν δὲ εἰπεῖν «ὄν» ἤπερ «μὴ ὄν»· τὸ γὰρ ἀγαθὸν ὕπαρξις καὶ ὑπάρξεως αἴτιον, τὸ δὲ κακὸν ἀγαθοῦ ἤτοι ὑπάρξεως στέρησις.
Καὶ αὗται μὲν αἱ ἀποφάσεις καί καταφάσεις· γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια, οἷον «ἡ ὑπερούσιος οὐσία, ἡ ὑπέρθεος θεότης, ἡ ὑπεράρχιος ἀρχὴ» καὶ τὰ τοιαῦτα. Εἰσὶ δὲ καί τινα καταφατικῶς ἐπὶ Θεοῦ λεγόμενα δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα, οἷον «σκότος»· οὐχ ὅτι ὁ Θεὸς σκότος ἐστίν, ἀλλ᾿ ὅτι οὐκ ἔστι φῶς ἀλλ᾿ ὑπὲρ τὸ φῶς.
Λέγεται μὲν οὖν ὁ Θεὸς νοῦς καὶ λόγος καὶ πνεῦμα σοφία τε καὶ δύναμις ὡς τούτων αἴτιος καὶ ὡς ἄυλος καὶ ὡς παντουργὸς καὶ παντοδύναμος. Καὶ ταῦτα κοινῶς ἐπὶ πάσης λέγεται τῆς θεότητος τά τε ἀποφατικῶς καὶ καταφατικῶς λεγόμενα. Καὶ ἐφ᾿ ἑκάστης τῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑποστάσεων ὁμοίως καὶ ὡσαύτως καὶ ἀπαραλείπτως· ὅταν γὰρ ἐννοήσω μίαν τῶν ὑποστάσεων, τέλειον Θεὸν αὐτὴν οἶδα, τελείαν οὐσίαν. Ὅταν δὲ συνάψω καὶ συναριθμήσω τὰ τρία, ἕνα Θεὸν οἶδα τέλειον· οὐ σύνθετόν ἐστιν ἡ θεότης, ἀλλ᾿ ἐν τρισὶ τελείοις ἓν τέλειον ἀμερὲς καὶ ἀσύνθετον. Ὅταν δὲ τὴν πρὸς ἄλληλα σχέσιν τῶν ὑποστάσεων ἐννοήσω, οἶδα, ὅτι ἐστὶν ὁ Πατὴρ ὑπερούσιος ἥλιος, πηγὴ ἀγαθότητος, ἄβυσσος οὐσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγὴ γεννητικὴ καὶ προβλητικὴ τοῦ ἐν αὐτῇ κρυφίου ἀγαθοῦ. Αὐτὸς μὲν οὖν ἐστι νοῦς, Λόγου ἄβυσσος, Λόγου γεννήτωρ καὶ διὰ Λόγου προβολεὺς ἐκφαντορικοῦ Πνεύματος· καὶ ἵνα μὴ πολλὰ λέγω, οὐκ ἔστι τῷ Πατρὶ λόγος, σοφία, δύναμις, θέλησις, εἰ μὴ ὁ Υἱός, ὅς ἐστιν ἡ μόνη δύναμις τοῦ Πατρὸς ἡ προκαταρκτικὴ τῆς τῶν πάντων ποιήσεως. Οὗτος ὡς τελεία ὑπόστασις γεννωμένη, ὡς οἶδεν αὐτός, Υἱός ἐστι τε καὶ λέγεται. Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκφαντορικὴ τοῦ κρυφίου τῆς θεότητος δύναμις τοῦ Πατρός, ἐκ Πατρὸς μὲν δι᾿ Υἱοῦ ἐκπορευομένη, ὡς οἶδεν αὐτός, οὐ γεννητῶς· διὸ καὶ Πνεῦμα Ἅγιον τὸ τελεσιουργὸν τῆς τῶν ἁπάντων ποιήσεως.
Ὅσα οὖν ἁρμόζει αἰτίῳ Πατρί, πηγῇ, γεννήτορι, τῷ Πατρὶ μόνῳ προσαρμοστέον· ὅσα δὲ αἰτιατῷ, γεννητῷ Υἱῷ, Λόγῳ, δυνάμει προκαταρκτικῇ, θελήσει, σοφίᾳ, τῷ Υἱῷ· ὅσα δὲ αἰτιατῷ, ἐκπορευτῷ, ἐκφαντορικῷ, τελεσιουργικῇ δυνάμει, τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Πατὴρ πηγὴ καὶ αἰτία Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Πατὴρ δὲ μόνου Υἱοῦ καὶ προβολεὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ Υἱὸς Υἱός, Λόγος, σοφία καὶ δύναμις, εἰκών, ἀπαύγασμα, χαρακτὴρ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Πατρός, οὐχ Υἱὸς δὲ τοῦ Πνεύματος. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς ὡς ἐκ Πατρὸς ἐκπορευόμενον –οὐδεμία γὰρ ὁρμὴ ἄνευ Πνεύματος– καὶ Υἱοῦ δὲ Πνεῦμα οὐχ ὡς ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ὡς δι᾿ αὐτοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον· μόνος γὰρ αἴτιος ὁ Πατήρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου