Αν κάποιος επιχειρήσει να συζητήσει με νέους ανθρώπους για την Ορθοδοξία, συνήθως θα εισπράξει ερωτήματα σχετικά με την αδικία στον κόσμο, τι προσφέρει η Εκκλησία στους ανθρώπους, ποια είναι η περιουσία της και τι απαντάμε στο ερώτημα του θανάτου. Λίγοι θα είναι οι εχθρικοί. Οι περισσότεροι θα είναι αδιάφοροι. Και σίγουρα ελάχιστοι, ίσως μόνο όσοι έχουν γαλουχηθεί από τις οικογένειές τους, θα γνωρίζουν για το τελετουργικό, για τα άμφια, για τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, για τα διάσημα, καθώς αυτά αντιμετωπίζονται ως φολκλόρ, εικόνες ενός μακρινού παρελθόντος που λέει ολοένα και λιγότερα.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι οι νέοι είναι ακατήχητοι. Θα αρκεστούν στο να επιρρίψουν ευθύνες στους γονείς, στους δασκάλους και τους θεολόγους διότι στα Θρησκευτικά του σχολείου δεν κάνουν «κατηχητικό», δε διδάσκουν δηλαδή την αυθεντική ορθόδοξη πίστη, και θα αφήσουν την ευθύνη της Εκκλησίας ασχολίαστη. Άλλοι πάλι θα τονίσουν ότι για τον κάθε άνθρωπο έρχεται η ώρα της κλήσης του από τον Θεό, δηλαδή η στιγμή που θα αποφασίσει αν πρέπει να πιστέψει ή όχι. Από κει και πέρα όλα βρίσκουν τον δρόμο τους. Άλλοι πάλι θα ζητήσουν από την ποιμαίνουσα Εκκλησία να λάβει τα μέτρα της. Να εκσυγχρονίσει τον λόγο και τον τρόπο της, παραμένοντας αυθεντική, δηλαδή συντηρητική. Να μην αλλάξει τίποτα αλλά να προσελκύσει τους νέους με αυτό που είναι. Ό,τι όμως δεν απαντά στις νεανικές αναζητήσεις ή στον σύγχρονο τρόπο ζωή, που δεν είναι εγκεφαλικός, σκεπτόμενος, ιδεολογικοποιημένος, αλλά εικονικός, δύσκολα, αν αλλαχτεί ως προς την εμφάνισή του, θα λειτουργήσει προσελκυστικά. Άλλοι πάλι κινδυνολογούν και υπόσχονται ότι ο νέος που θα εισέλθει στην Εκκλησία θα μπολιαστεί με αξίες που θα του λύσουν όλα του τα προβλήματα.
Η ουσιαστική συζήτηση πάντως δείχνει κάτι που χρειάζεται να προσεχτεί. Δεν είναι ο λόγος από μόνος του που ελκύει και πείθει, αλλά το πρόσωπο με το παράδειγμά του. Δεν είναι το πνευματικό οπλοστάσιο της Εκκλησίας που μετρά όσο η αίσθηση του «ανήκειν» που δίνει στους νέους όταν συμμετέχουν στη ζωή της. Αν βρούνε φιλικό περιβάλλον, χώρο στο ναό, στο ενοριακό κέντρο, στα πρόσωπα που διακονούν, αν υπάρχει περιθώριο να έρθουν με τους φίλους και τους οικείους τους, τότε είναι βέβαιο ότι ο λόγος θα αρχίσει να έχει σημασία. Θα φύγει δηλαδή από τα όρια της συνήθειας ή του φολκλόρ και θα γίνει αφόρμηση εσωτερικής αλλαγής, πνευματικότητας.
Χρειάζεται υπομονή η επικοινωνία με τους νέους. Χρειάζεται να αφουγκραζόμαστε τον δικό τους κόσμο. Τι τους δίνει χαρά. Ποιες είναι οι συνήθειές τους. Τι τους ενοχλεί. Η Ορθοδοξία καλείται πρώτα να ακούσει και μετά να μιλήσει. Να αφήσει την εύκολη κηρυγματικότητα και να απλωθεί σ’ αυτό που καίει τις καρδιές: πώς θα υπάρξουν γνήσιες σχέσεις, πως θα διαχειριστούμε τις ήττες μας, πώς θα παλέψουμε με έναν κόσμο που υπόσχεται κόπο, αδικία, ανεργία, θάνατο και ξεγελά με τις τέρψεις των ηδονών και της εικονικής πραγματικότητας. Είναι καιρός λοιπόν για μια άλλη προσέγγιση. Με τόλμη και σχέδιο. Αυθορμητισμό και επίγνωση των πνευματικών μας θησαυρών. Με σεβασμό στην ελευθερία και προσευχή ο κάθε νέος, γιατί πλέον δεν μιλούμε για μαζικότητα, να πει το ΝΑΙ στο κάλεσμα που η πίστη απευθύνει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της 23ης Μαρτίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου