Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (39)
Ἀπόδοση εἰς την νέα ἑλληνική:Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 39. Περὶ τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, τουτέστι τοῦ αὐτεξουσίου.
Για την εξουσία της βουλήσεώς μας, δηλαδή για το αυτεξούσιο.
Ο λόγος για το αυτεξούσιο, δηλαδή για την εξουσία της βουλήσεώς μας, έχει πρώτο στόχο, αν υπάρχει κάτι που εξαρτάται από μας· διότι πολλοί είναι που διαφωνούν μ’ αυτό. Δεύτερο στόχο έχει, ποια είναι αυτά που εξαρτώνται από μας και στα οποία έχουμε εξουσία. Και τρίτο στόχο, να βρούμε για ποια αιτία ο Δημιουργός μας Θεός μας έκανε αυτεξούσιους. Αναλύοντας τον πρώτο στόχο, ας αποδείξουμε πρώτα ότι υπάρχουν ορισμένα απ’ αυτά που δέχονται εκείνοι (που διαφωνούν) που εξαρτώνται από μας, κι έτσι ν’ αρχίσουμε το λόγο.
Λένε ότι αιτία όλων αυτών που συμβαίνουν είναι ή ο Θεός ή η ανάγκη ή η μοίρα ή η φύση ή η τύχη ή ο αυτοματισμός. Αλλά, έργο του Θεού είναι η ύπαρξη και η πρόνοια, ενώ της ανάγκης έργο είναι η κίνηση όσων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση αιώνια· έργο πάλι της μοίρας είναι να γίνονται υποχρεωτικά όσα η ίδια φέρει (διότι και η ίδια αποτελεί έργο της ανάγκης)· έργο της φύσεως πάλι είναι η δημιουργία, η αύξηση, η φθορά, τα φυτά και τα ζώα· της τύχης πάλι είναι τα σπάνια και απροσδόκητα· διότι δίνουν ορισμό στην τύχη ως σύμπτωση και συνεργασία δύο αιτιών, που ξεκινούν από την προαίρεση, αλλά έχουν διαφορετικό αποτέλεσμα από το φυσιολογικό· όπως συμβαίνει μ’ αυτόν που σκάβει τάφρο και βρίσκει θησαυρό· διότι ούτε αυτός που έκρυψε το θησαυρό, τον τοποθέτησε για να τον βρει άλλος, ούτε αυτός που τον βρήκε έσκαψε για να βρει θησαυρό· το αντίθετο, ο ένας έσκαψε για να τον βρει όποτε θέλει, και ο άλλος για να φτιάξει τάφρο. Συνέβη όμως κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που και οι δύο επιδίωκαν. Τέλος, έργο του αυτοματισμού είναι τα τυχαία συμβάντα των αψύχων και αλόγων ζώων, που συμβαίνουν χωρίς τη μεσολάβηση της φύσεως ή της τέχνης. Έτσι λένε αυτοί.
Σε ποιό, λοιπόν, από αυτά θα κατατάξουμε τις ανθρώπινες πράξεις, αν ο άνθρωπος δεν είναι η αιτία και η αρχή κάποιας πράξεως; Διότι δεν είναι δίκαιο ν’ αποδίνουμε συχνά αισχρές και άδικες πράξεις στο Θεό, ούτε στην ανάγκη (διότι δεν είναι χαρακτηριστικό αυτών που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση), ούτε στη μοίρα (διότι λένε ότι αυτά που ανήκουν στη μοίρα δεν ανήκουν στα ενδεχόμενα αλλά στα υποχρεωτικά να συμβούν), ούτε στη φύση (διότι έργα της φύσεως είναι τα ζώα και τα φυτά), ούτε στην τύχη (διότι οι ανθρώπινες πράξεις δεν είναι σπάνιες και απροσδόκητες), ούτε στον αυτοματισμό (διότι τα συμβάντα του αυτοματισμού λένε ότι γίνονται στα άψυχα και άλογα ζώα).
Μας απομένει, λοιπόν, να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, που ενεργεί και δημιουργεί· να είναι η αιτία των έργων του και ελεύθερος στη βούλησή του.
Επιπλέον, εάν ο άνθρωπος δεν είναι ο αίτιος καμιάς πράξεως, δεν του χρειάζεται ν’ αποφασίζει· τί να την κάνει την απόφασή του, αν δεν είναι αίτιος καμιάς πράξεως; Η απόφαση υπάρχει για να κάνει πράξεις. Θα ήταν όμως από τα πιο παράλογα να παρουσιάζουμε ως άχρηστη την πιο ωραία και πολύτιμη ικανότητα του ανθρώπου. Αν, λοιπόν, αποφασίζει, αποφασίζει για πράξεις· διότι κάθε απόφαση γίνεται για την πράξη και με σκοπό την εκτέλεσή της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 39. Περὶ τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, τουτέστι τοῦ αὐτεξουσίου.
Ὁ περὶ τοῦ αὐτεξουσίου λόγος, τουτέστι τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, πρώτην μὲν ἔχει ζήτησιν, εἰ ἔστι ἐφ᾿ ἡμῖν· πολλοὶ γὰρ οἱ πρὸς τοῦτο ἀντιβαίνοντες. Δευτέραν δέ, τίνα ἐστὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν καὶ τίνων ἐξουσίαν ἔχομεν. Τρίτην τὴν αἰτίαν ἐξετάσαι, δι᾿ ἣν ὁ ποιήσας ἡμᾶς Θεὸς αὐτεξουσίους ἐποίησεν. Ἀναλαβόντες οὖν περὶ τοῦ πρώτου, πρῶτον εἴπωμεν ἀποδεικνύντες, ὅτι ἔστι τινὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, ἐκ τῶν παρ᾿ ἐκείνοις ὁμολογουμένων, καὶ εἴπωμεν οὕτως.
Τῶν γινομένων πάντων ἢ Θεόν φασιν αἴτιον εἶναι ἢ ἀνάγκην ἢ εἱμαρμένην ἢ φύσιν ἢ τύχην ἢ τὸ αὐτόματον. Ἀλλὰ τοῦ μὲν Θεοῦ ἔργον οὐσία καὶ πρόνοια, τῆς δὲ ἀνάγκης τῶν ἀεὶ ὡσαύτως ἐχόντων ἡ κίνησις· τῆς δὲ εἱμαρμένης τὸ ἐξ ἀνάγκης τὰ δι᾿ αὐτῆς ἐπιτελεῖσθαι (καὶ γὰρ αὕτη τῆς ἀνάγκης ἐστί)· τῆς δὲ φύσεως γένεσις, αὔξησις, φθορά, φυτὰ καὶ ζῷα· τῆς δὲ τύχης τὰ σπάνια καὶ ἀπροσδόκητα· ὁρίζονται γὰρ τὴν τύχην σύμπτωσιν καὶ συνδρομὴν δύο αἰτίων ἀπὸ προαιρέσεως τὴν ἀρχὴν ἐχόντων, ἄλλο τι, παρ᾿ ὃ πέφυκεν, ἀποτελούντων, ὡς τάφρον ὀρύσσοντα θησαυρὸν εὑρεῖν· οὔτε γὰρ ὁ θεὶς τὸν θησαυρὸν οὕτως ἔθηκεν, ὥστε ἄλλον τοῦτον εὑρεῖν, οὔτε ὁ εὑρὼν οὕτως ὤρυξεν, ὡς εὑρεῖν θησαυρόν, ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἵν᾿ ὅταν θέλῃ, ἀνέληται, ὁ δὲ ἵνα τάφρον ὀρύξῃ· συνέπεσε δὲ ἄλλο τι, παρ᾿ ὃ προῃροῦντο ἀμφότεροι. Τοῦ δὲ αὐτομάτου τὰ τῶν ἀψύχων ἢ ἀλόγων συμπτώματα ἄνευ φύσεως καὶ τέχνης. Οὕτως αὐτοί φασι.
Τίνι τοίνυν τούτων ὑπαγάγωμεν τὰ διὰ τῶν ἀνθρώπων, εἴπερ ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν αἴτιος καὶ ἀρχὴ πράξεως; Οὐδὲ γὰρ Θεῷ θεμιτὸν ἐπιγράφειν αἰσχρὰς ἔσθ᾿ ὅτε πράξεις καὶ ἀδίκους οὐδὲ ἀνάγκῃ (οὐ γὰρ τῶν ἀεὶ ὡσαύτως ἐχόντων ἐστίν), οὐδὲ εἱμαρμένῃ (οὐ γὰρ τῶν ἐνδεχομένων, ἀλλὰ τῶν ἀναγκαίων τὰ τῆς εἱμαρμένης λέγουσιν), οὔτε φύσει (φύσεως γὰρ ἔργα ζῷα καὶ φυτά), οὐδὲ τύχῃ (οὐ γὰρ σπάνιοι καὶ ἀπροσδόκητοι τῶν ἀνθρώπων αἱ πράξεις), οὔτε τῷ αὐτομάτῳ (ἀψύχων γὰρ λέγουσιν ἢ ἀλόγων συμπτώματα τοῦ αὐτομάτου).
Λείπεται δὴ αὐτὸν τὸν πράττοντα καὶ ποιοῦντα ἄνθρωπον ἀρχὴν εἶναι τῶν ἰδίων ἔργων καὶ αὐτεξούσιον. Ἔτι, εἰ μηδεμιᾶς ἐστιν ἀρχὴ πράξεως ὁ ἄνθρωπος, περιττῶς ἔχει τὸ βουλεύεσθαι· εἰς τί γὰρ χρήσεται τῇ βουλῇ μηδεμιᾶς ὢν κύριος πράξεως; Πᾶσα γὰρ βουλὴ πράξεως ἕνεκα. Τὸ δὲ κάλλιστον καὶ τιμιώτατον τῶν ἐν ἀνθρώπῳ περιττὸν ἀποφαίνειν τῶν ἀτοπωτάτων ἂν εἴη. Εἰ τοίνυν βουλεύεται, πράξεως ἕνεκα βουλεύεται· πᾶσα γὰρ βουλὴ πράξεως ἕνεκα καὶ διὰ πρᾶξιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου