Το φως είναι ζωτικό στοιχείο για την ύπαρξή μας. Μολονότι την παρουσία του τη θεωρούμε αυτονόητη, αν σταθούμε σ’ αυτήν, θα καταλάβουμε πόσα οφείλουμε στο φως. Τη δυνατότητα να είμαστε δημιουργικοί με την εργασία μας. Να είμαστε κοινωνικοί συναντώντας τους άλλους ανθρώπους και βλέποντας τα πρόσωπά τους. Να εντάσσουμε τον εαυτό μας στον κόσμο, βλέποντας την ομορφιά της φύσης. Την ευεξία και τη σωματική ανάπτυξη, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται το φως για να μεγαλώσει και να ωριμάσει. Όποιος ζει στο σκοτάδι, γίνεται καχεκτικός. Το φως όμως γίνεται και πηγή χαράς και ζωής εντός μας. Στο φως υπάρχει η ελευθερία. Στο φως αισθανόμαστε ότι έχει νόημα το να ζεις, καθώς η ομορφιά του ανανεώνει τα βάθη της ψυχής μας. Και είναι το φως η βάση για να δούμε τον εαυτό μας. Μας κάνει διάφανους και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ό,τι είμαστε. Τον χαρακτήρα μας. Τις προτεραιότητές μας. Το τι πιστεύομε. Τα πάθη και τα λάθη μας. «Πάντα πεπλήρωται φωτός», αν είμαστε τέκνα φωτός.
Σήμερα οι άνθρωποι εμπορευόμαστε τα πάντα. Έτσι εμπορευόμαστε και το φως. Το έχουμε μετατρέψει σε προϊόν. Το έχουμε αποστερήσει όμως από το πνευματικό του περιεχόμενο. Διότι το φως είναι δωρεά του Θεού στον κόσμο. Δεν είναι αυτοδημιούργητο, αλλά έργο του Δημιουργού. Μόνο Εκείνος είναι αυτόφωτος. Όλα τα άλλα και οι άνθρωποι είμαστε ετερόφωτοι. Και έχει πλήρη αξία το φως όταν μπορούμε να αναγνωρίζουμε την πηγή του. Και να έχουμε σχέση μαζί της. Η αυτονόμηση του φωτός από τον Δημιουργό και Παροχέα του το εγκλωβίζει στην υλική του διάσταση. Στη χρησιμότητά του. Στην ευκαιρία να το αξιοποιήσουμε για να επιβιώσουμε και να πλουτίσουμε. Όμως δεν μας αφήνει να το δούμε συνολικά. Στην προοπτική της κοινωνίας με τον Θεό που είναι Φως και μας το προσέφερε.
Εκτός από το υλικό φως υπάρχει και το νοητό. Το αιώνιο. Αυτό που μας αγιάζει. Αυτό που, χωρίς να αρνείται τη χρησιμότητα της υλικότητας, την μεταμορφώνει σε πνευματική πορεία και ζωή. Αγιάζει τα πρόσωπά μας. Τα έργα μας. Τα νοηματοδοτεί διαφορετικά. Και τα απελευθερώνει από τον εγκλωβισμό τους στον χρόνο. Στη στιγμή. Δεν την περιφρονεί τη στιγμή. Την λεπταίνει, απαλλάσσοντάς την από τα φορτία της και της δίδει αληθινό μέλλον. Της μεταδίδει αγάπη και την κάνει αγάπη. Και καθιστά τη ζωή μας όχι άθροισμα στιγμών, χωρίς συνολικό νόημα και περιεχόμενο, αλλά εκκίνηση από το νόημα και μεταφορά του σε κάθε στιγμή μας. Με συγκατάβαση στη αδυναμία μας. Στην πτώση μας να σκοτώνουμε τον χρόνο μας. Να αργολογούμε, αλλά και να τον μετατρέπουμε σε θέαμα, ακρόαμα, τέρψη στιγμής μόνο και μόνο για να ξεχάσουμε τη ροή του. Για να ικανοποιήσουμε το υλικό και το αισθητό μας. Την επιθυμία μας να συσχηματιζόμαστε με το παρόν, χωρίς να το αφήνουμε να μεταμορφωθεί.
Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά και στα μαρτύρια των αγίων, όπως και στην αυθεντική χριστιανική ζωή είτε εν κόσμω είτε εν ερήμω στόχος του ανθρώπου του Θεού είναι η έξοδος προς το φως. Συνειδητοποιεί ότι οι μέριμνες είναι βάρος. Η επιθυμία της δόξας, της ηδονής, της εγωκεντρική καταξίωσης, παρότι φαίνεται δικαιολογημένη και θεμιτή, δεν εξασφαλίζει τη διάρκεια. Γίνεται μάταιη επένδυση. Αναπόφευκτη για τους πολλούς και για τον κόσμο που ζει χωρίς τον Θεό, αναπόφευκτη ακόμη και για τους χριστιανούς, διότι κι αυτοί εν τω κόσμω ζούνε, όμως χωρίς μέλλον και ουσιαστική αξία, καθώς ο θάνατος καταπίνει τα πάντα αδυσώπητα. Έτσι επιλέγουν τον αγώνα της κάθαρσης, της απαλλαγής της καρδιάς και του νου από τα πολλά, είτε αυτά ονομάζονται κοσμικό φρόνημα είτε αμαρτίες και πάθη είτε άγχος και αγωνία για το αύριο. Προτάσσουν την επιθυμία για Φως. Για Θεό. Και επιλέγουν την οδό της αγάπης, είτε αυτή εκφράζεται δια της αδιαλείπτου προσευχής είτε δια της έμπρακτης συγχώρεσης είτε δια του αγώνα να μη νικηθούν από την χωρίς νόημα ζωή είτε δια πάντων αυτών με έμφαση στην απόφαση να παραμείνουν στην αγάπη του Θεού, ακόμη κι αν ο κόσμος τους καταδικάσει στον θάνατο, τον σωματικό, της περιφρόνησης, της ειρωνείας, της εκμηδένισης. Και είτε αναχωρούν από την οθόνη του κόσμου αποσυρόμενοι εν ερήμω είτε παλεύουν στην καθημερινότητα της ζωής, το πρόσωπό τους αντανακλά τη δίψα της κοινωνίας με τον Θεό ως Φως αλλά και τη χαρά η ζωή να έχει νόημα που προεκτείνεται στην αιωνιότητα.
Αυτός είναι ο δρόμος της μεταμόρφωσης. Αυτόν τον οποίο έζησαν οι μαθητές του Κυρίου στο όρος Θαβώρ. Όταν είδαν τον Κύριο, για τον Οποίο προφήτευσαν στο λόγο τους οι προφήτες και κατενόησαν ότι ο προφητικός λόγος ήταν η αφετηρία για να δούνε τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού «προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω» (Β’ Πέτρου, 1, 19). «Σαν φως που φέγγει στο σκοτάδι». Αυτός είναι ο μεταμορφωθείς Κύριος. Το Φως που φέγγει στο σκοτάδι. Αυτός είναι και ο χριστιανός στον κόσμο. Φως που φέγγει στο σκοτάδι, λαμβάνοντας φως εντός της εκκλησιαστικής ζωής από την κοινωνία με τον Χριστό. Και στην μείωση και απουσία του φωτός ή στην μετατροπή του σε αυτόνομο προϊόν, που χαρακτηρίζει ιδίως τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής του σήμερα, στον οποίο ο επιλέξας την απουσία του φωτός διάβολος επενδύει ολοκληρωτικά, ο χριστιανός αντιτάσσει όχι μόνο την πίστη αλλά και την κοινωνία με το Φως, που γίνεται αγάπη και δίνει διάρκεια, καθώς και ο Παράδεισος κοινωνία με το Φως θα είναι. Τον Χριστό και τους Αγίους και η μετοχή στο Φως θα είναι αιώνια χαρά. Αυτή είναι η αποστολή μας. Ο τελικός σκοπός μας. Και τα πάντα νοηματοδοτούνται σ’ αυτήν την προοπτική.
Η εορτή της Μεταμορφώσεως, εν πολλοίς αδιάφορη και άγνωστη στο σύγχρονο άνθρωπο, είναι μία υπόμνηση του νοήματος του Φωτός στη ζωή μας. Φως ο Πατήρ. Φως ο Λόγος. Φως και το Άγιον Πνεύμα. Αυτή είναι η πίστη και το βίωμά μας. Και ξεκινώντας από την προσωπική μας πορεία, από τις σχέσεις μας τους άλλους, από το πώς βλέπουμε το νόημα της ύπαρξής μας, μπορούμε να αγιαστούμε και να αγιάσουμε. Να μοιραστούμε τη χαρά που η η εν τω Φωτί ελευθερία προσφέρει. Την δύναμη της πίστης και της αγάπης που νικά κάθε άγχος και την αξία της αλήθειας που είναι ο Θεός που ενώνει κάνει τις στιγμές μας να μην χάνονται στην ισοπεδωτική μέγγενη του χρόνου. Και μας γεμίζει η βίωση της εορτής και η απόφαση να αφεθούμε στην μεταμορφωτική κοινωνία με τον Θεό με αισιοδοξία. Όχι γιατί ο κόσμος θα πάψει να έχει προβλήματα. Αλλά γιατί η ημέρα θα έχει ήδη «διαυγάσει» και «φωσφόρος» θα έχει ανατείλει εν ταις καρδίαις ημών» ο Δωρεοδότης της.
Κέρκυρα, 6 Αυγούστου 2016
Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου