«Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν»
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα της χριστιανικής παράδοσης είναι το «γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος;».
Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη. Για τους χριστιανούς έγινε άνθρωπος «για να μας σώσει».
Για τους πολλούς, οι οποίοι ακολουθούν εθιμικά την χριστιανική ζωή, τις γιορτές της, την μεταφυσική της διδασκαλία, η απάντηση δεν χρειάζεται να δοθεί, διότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε έναν Θεό και να έχει μία θρησκεία.
Οι επικεφαλής της θρησκείας, οι υπεύθυνοι πρέπει να ασχολούνται με τις λεπτομέρειες, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν. «Είναι έτσι, γιατί έτσι είναι».
Για το ποσοστό των ανθρώπων, πάλι, οι οποίοι είναι και άθρησκοι και παντελώς αδιάφοροι η ιστορία του Χριστού είναι ένας ακόμη μεγάλος θρησκευτικός «μύθος».
Αρκούνται στο να αντλούν πλεονεκτήματα από τον τρόπο εορτασμού των πολλών σε λεπτομέρειες της ζωής, όπως η ανάπαυλα, τα ταξίδια, η μουσική, ο στολισμός, η κατανάλωση, το φαγητό.
Ο υπαρξιακός προβληματισμός γι’ αυτούς έχει να κάνει μόνο με το «εγώ», το οποίο είναι το κέντρο και το μοναδικό νόημα της ζωής τους.
Για όσους όμως θέλουμε οι γιορτές της πίστης μας να έχουν ένα άλλο νόημα, το οποίο να μην περιορίζεται στην εκκοσμικευμένη διάσταση της θρησκείας, παρότι και ο κοσμικός τρόπος είναι αναπόφευκτος, κάποτε και απαραίτητος, διότι δεν ζούμε σε μία ερημική κατάσταση, αλλά καλούμαστε να κοινωνήσουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου, το μήνυμα της χαράς «ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ, ός εστί Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυίδ» (Λουκ. 2, 11)με τους συνανθρώπους μας, όπως κι αν είναι αυτοί, όπως κι αν είμαστε εμείς, , η απάντηση πηγάζει από την πίστη στο πρόσωπο, τον λόγο και τη ζωή του ίδιου του Γεννηθέντος Θεανθρώπου. Και είναι τελικά ξεκάθαρη:
«Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιωάν. 10,10) μας δηλώνει ο Κύριός μας.
«Ήλθον». Ο Χριστός δεν είναι προφήτης. Δεν είναι καν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Δεν κλήθηκε από τον Θεό να επιτελέσει μία αποστολή. Είναι ο Ίδιος Θεός.
Είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο ελεύθερα έρχεται στον κόσμο. Και έλευση σημαίνει ενανθρώπιση. Σημαίνει πρόσληψη του κτιστού από το άκτιστο, όχι επιφανειακά, δοκητικά.
Το άκτιστο δεν μεταμορφώνεται εξωτερικά σε κτιστό, για να επιτελέσει μία αποστολή και να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν.
«Ό γαρ ην διέμεινε, Θεός ων αληθινός, και ό ουκ ην προσέλαβεν, άνθρωπος γενόμενος δια φιλανθρωπίαν» (Από τα στιχηρά του Εσπερινού της εορτής).
Η έλευση συνεπάγεται την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης χωρίς την στέρηση ή την αλλοίωση της θείας.
Έλευση σημαίνει κίνηση με αιτία και σκοπό. Αιτία είναι η αγάπη. Είναι η έγνοια του Θεού ο κατ’ εικόνα Του πλασθείς άνθρωπος να μη μείνει παραδομένος στον θάνατο.
Να μην νικιέται η ύπαρξη από την φθορά και την ίδια στιγμή να μη χάνεται για πάντα ο ένας τρόπος φανέρωσης στον άνθρωπο της εικόνας του Θεού που είναι το σώμα, αλλά και να μην υφίσταται ο άλλος τρόπος φανέρωσης στον άνθρωπο της εικόνας του Θεού που είναι η ψυχή, τις συνέπειες «του μεσότοιχου του φραγμού» ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, δηλαδή την κόλαση. Η στάση στο αιώνιο σκοτάδι, στην αδυναμία κοινωνίας με τον Θεό, όπως συνέβαινε μέχρι την ενανθρώπιση, μέχρι τον σταυρό, μέχρι την ανάσταση.
Μπορεί οι άνθρωποι να διψούσαν να δούνε τον Θεό «για πάντα». Να είναι μαζί με τον Θεό «για πάντα». Στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης υπήρξαν εκείνοι οι «μαρτυρηθέντες δια της πίστεως» οι οποίοι όμως «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι» (Εβρ. 11, 39-40).
«Όλοι όσοι, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός. Αυτός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς».
Η υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον Δαβίδ, τους προφήτες δεν είχε εκπληρωθεί. Κανείς δεν μπορούσε να γευτεί την κοινωνία με τον Θεό μετά θάνατον.
Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και όλοι όσοι στους διάφορους λαούς αναζητούσαν τον τρόπο της αλήθειας που θα τους έδινε αυτό το «για πάντα» με τον Θεό. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, με τον σπερματικό λόγο.
Οι κουρασμένοι από την διαφθορά, την χυδαιότητα και την εμπάθεια Ρωμαίοι ποιητές. Οι Μάγοι εκ της Περσίδος, άνθρωποι που αναζητούσαν στην επιστήμη ελπίδα.
Ακόμη και οι λαοί που δημιούργησαν μεγάλους πολιτισμούς ήθελαν λύτρωση. Στα μεγάλα έργα τους αποτυπώνεται η προσδοκία ότι η θρησκεία είναι έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας για το αιώνιο.
Και δεν εκπληρώνει ο Θεός την υπόσχεσή Του σε κανέναν από τους λαούς, ούτε καν στον περιούσιο. Όχι γιατί αποστρεφόταν τους ανθρώπους για την αμαρτία τους. Αλλά γιατί έπρεπε, εφόσον ο Θεός είναι δίκαιος και «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4) να είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτή την πορεία.
Έπρεπε Κάποιον να ακολουθήσουμε. Να δοθεί η ευκαιρία όχι μόνο στον περιούσιο λαό, αλλά σε όλη την ανθρωπότητα να υπερβεί τον φραγμό.
Γιατί ο φραγμός δεν προέρχεται μόνο από την αμαρτία του καθενός, δηλαδή την επιλογή μας να ζούμε θεοποιώντας τον εαυτό μας, το μερικό, το ατομικό, αυτό που μας φαίνεται σωστό. Ή να αποθεώνουμε το δικό μας συλλογικό, ό,τι μας ανήκει και όπου ανήκουμε και μόνο αυτά.
Ο Θεός, με την ενανθρώπισή Του, έδειξε ότι δεν είναι ευλογία για έναν λαό μόνο ή για έναν άνθρωπο μόνο, αλλά για όλους τους λαούς και για όλους τους ανθρώπους.
Ο περιούσιος λαός της Παλαιάς Διαθήκης ανέλαβε την ευθύνη να προετοιμάσει την ανθρώπινη φύση μέσα από την υπακοή στο θέλημα του αποκαλυφθέντος Θεού.
Να δείξει στον κόσμο ότι «έστι Θεός» (Δανιήλ, 3,17). Να χτίσει τις γέφυρες με τους άλλους λαούς. Με όλες τις παραδόσεις στις οποίες υπάρχει η αναζήτηση της αιωνιότητας. Διότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί τον θάνατο, μολονότι γνωρίζει ότι είναι αναπόφευκτος.
«Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός» (Γαλ. 4, 4). Η αποστολή είναι εκούσια.
Η αποστολή επιλέχτηκε με ταύτιση του θελήματος του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και ο Χριστός ήλθε ως Θεάνθρωπος.
Ενοίκησε σε ό,τι ωραιότερο είχε να του προσφέρει η ανθρωπότητα. «Τι σοί προσενέγκωμεν Χριστέ; ... Μητέρα Παρθένον» (από τα στιχηρά του Εσπερινού της εορτής). Η Παναγία είναι αυτή που αποτυπώνει το μέγιστο των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φύσης. Στο πρόσωπό της βλέπουμε την χάρη, την σωματική και ψυχική ομορφιά. Την καθαρότητα, σωματική και ψυχική. Την αγάπη, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τους ανθρώπους.
Την δύναμη του λογικού που είναι τόσο ευφυές ώστε να την καθιστά ταπεινή, όσο κι αν αυτό ηχεί παράδοξα στην σκέψη μας, να έχει δηλαδή επίγνωση των ορίων, τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου νόμου.
Την εμπιστοσύνη στον λόγο του Θεού αλλά και στις παραδόσεις των ανθρώπων που την εισοδεύουν στον ναό και την οδηγούν στο σπίτι του Ιωσήφ.
Την ελευθερία που την κάνει να είναι αυτή που θα πει το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του Θεού. Παρόλα αυτά όμως δεν μπορεί ούτε κι αυτή να νικήσει τον θάνατο.
Γι’ αυτό έρχεται δι’ αυτής και γι’ αυτήν ο Χριστός. Για να την αγιάσει και να της προσδώσει την κατά χάριν αιωνιότητα.
«Ίνα ζωήν έχωσι». Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να προσθέσει και να αφαιρέσει. Προσθέτει στην φύση μας με την χάρη Του την ενεργοποίηση του «καθ’ ομοίωσιν». Προσλαμβάνοντας το ανθρώπινο, το καθιστά κατά χάριν αθάνατο. «Απαθανατίζει το πρόσλημμα» (Κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου).
Την ίδια στιγμή μας δίνει τη δύναμη τα χαρίσματα της «αρχέγονης δικαιοσύνης», του κατ’ εικόνα Θεού το οποίο λάβαμε κατά την δημιουργία μας, να βρούνε τον αυθεντικό προσανατολισμό τους. Αυτόν για τον οποίο πλάστηκαν, που δεν είναι άλλος από την κοινωνία με τον Θεό, την κατά χάριν θέωση.
Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε την σχέση με τον Θεό η οποία μας μεταμορφώνει σε θεούμενες υπάρξεις, αλλά και τη δική μας άσκηση, τον δικό μας αγώνα ως σημείο ελεύθερης αποδοχής στην κλήση του Θεού.
Χωρίς την ενανθρώπιση το μεσότοιχον του θανάτου θα παρέμενε ακατάλυτο και η επαγγελία ανεκπλήρωτη, διότι από μόνοι μας δεν μπορούμε να είμαστε αθάνατοι, καθότι είναι νόμος της φύσης και της ζωής η αρχή και το τέλος. Η φθορά και ο θάνατος.
Τα χαρίσματα της αρχέγονης δικαιοσύνης αποκτούν μέσα από τη σχέση με τον ενανθρωπήσαντα Λόγο τον αληθινό τους προορισμό.
Το «λογικόν» δεν γίνεται παρά-λογο, αλλά καθαίρεται δια της κοινωνίας με το υπέρ-λογο. Ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί τον νου για να θεοποιήσει τον εαυτό του.
Παύει να πιστεύει ότι η δύναμή του εκτείνεται πέραν του θανάτου. Παύει να καταστρέφει με τις εμπνεύσεις του τον πλησίον και την κτίση.
Ο Χριστός μάς κάνει να βλέπουμε τον νου με κριτήριο την καρδιά. Να μη μένουμε στην μερική θέαση του κόσμου, την υποκειμενική, την πεπερασμένη την οποία μας δίνει ο νους μας.
Γιατί έτσι δεν μπορούμε να δούμε τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας, στην προοπτική της τήρησης των εντολών του Θεού, αλλά τη βλέπουμε στη λογική του τι είναι ευχάριστο για μας, σε μια λογική που μένει στο τώρα.
Ο Χριστός μας κάνει να ζούμε και να σκεφτόμαστε καρδιακά, δηλαδή με το φως του Θεού το οποίο οδηγεί ώστε η ζωή μας συνολικά να έχει ως πρότυπο τον Θεό.
Ότι κάθε τι που μας συμβαίνει, όταν δεν έχει να κάνει με τις δικές μας επιλογές και τα πάθη μας, ο Θεός επιτρέπει να μας συμβεί, για να δούμε τη ζωή μας και τον κόσμο στην προοπτική της σχέσης μαζί Του. Δεν σωζόμαστε και δεν υπάρχουμε μόνο για μας, αλλά για όλους.
Καλούμαστε λοιπόν να αναζητούμε την αγάπη και να λειτουργούμε προς όφελος του άλλου.
Να μοιραζόμαστε τις εμπνεύσεις μας. Να χαιρόμαστε όχι γιατί δοξαζόμαστε με τις ικανότητές μας, αλλά γιατί κοντά μας οι άλλοι μπορούν να ζήσουν την ειρήνη, «την πάντα νουν υπερέχουσαν» (Φιλιπ. 4,7), αντλώντας πίστη, ελπίδα, σταθερότητα. Να μην είναι ο νους αλαζών, αλλά ταπεινός.
Να έχει επίγνωση ότι το φως από αλλού έρχεται και όχι από το εγώ. Το «αυτεξούσιον» γίνεται η ελεύθερη αποδοχή του θελήματος του Θεού από την συνείδησή μας.
Η συνείδηση, «ο θερμός και φωτεινός λογισμός, ο οποίος λειτουργεί ως η σπίθα, για να φωτίζει τον νου και να του δείχνει πώς να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, παραχωμένος και καταπατημένος από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, ανακαινίζεται, έρχεται ξανά στο φως με την ενανθρώπιση του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, ξαναπαίρνει ζωή, γνωρίζει και πάλι ποιες είναι οι εντολές του Θεού και πώς μπορεί να τις τηρήσει ο άνθρωπος» (αββάς Δωρόθεος).
Και ο άνθρωπος ξαναστρέφει την ελευθερία του προς τον Δημιουργό του. Διψά για να γνωρίσει και να συναντήσει τον Ίδιο τον Θεό.
Διψά για να μην αφήσει την αμαρτία να τον κυριεύσει, να τον καθιστά ανίκανο να χαρεί τη ζωή στην προοπτική της αιωνιότητας και να μένει προσκολλημένος στον χρόνο της ζωής.
Γιατί αυτός είναι ο πειρασμός της ελευθερίας χωρίς Θεό. Να θεωρήσει ο άνθρωπος τον χρόνο της παρούσας ζωής ως τον μοναδικό που υπάρχει, να απορρίψει την αιωνιότητα. Να βάλει έτσι το εγώ του πιο πάνω από τον Θεό. Διαστρέφει λοιπόν την ελευθερία για να απολαύσει τα αγαθά του χρόνου και του κόσμου.
Καθιστά τον εαυτό του σάρκα. Ζει κατά πώς νομίζει ότι δικαιούται. Δεν βλέπει ότι το μοναδικό αλλά ταυτόχρονα πληρωτικό της ύπαρξης δικαίωμα το οποίο λάβαμε είναι η εξουσία «τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. 1, 12), αρκεί να δεχόμαστε και να πιστεύουμε στον Λόγο ο οποίο «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν. 1, 14).
Παραδίδοντας την ελευθερία μας ενσυνείδητα σ’ Αυτόν και στη ζωή της Εκκλησίας, την χάνουμε για να την κερδίσουμε αιώνια. Διότι η συνείδησή μας πλέον μας πληροφορεί. Μας δείχνει Ποιος και πώς μας ελευθερώνει από τον χρόνο, τα πάθη, την αμαρτία και πώς έχουμε ζωή.
Το «αρχικόν» δε γίνεται ανταγωνισμός εξουσίας. Επιβολή του εγωκεντρικού θελήματος στους άλλους. Δεν υπάρχω μόνο για μένα. Υπάρχω και για τους άλλους.
Νόημα στη ζωή μου δεν δίνουν η αυτάρκεια, η καλοπέραση, η φιληδονία, η φιλαυτία, διότι όλες αυτές οι καταστάσεις απαιτούν οι άλλοι να υποτάσσονται σε μένα και να εκπληρώνουν το θέλημά μου, για να είμαι ευχαριστημένος. Νόημα στη ζωή μου δίνει η έξοδος από το «εγώ» μου. Δίνει η αγάπη.
Όχι μόνο ως κίνηση φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, όπως απαιτεί ο κόσμος, αλλά ως κίνηση μέριμνας για τη σωτηρία του άλλου.
Για την επιστροφή του στην κοινωνία με τον Θεό. Είναι ακατανόητη για τους πολλούς η προσευχή ως σημείο της αγάπης. Τροφή και ηδονή θέλει ο άνθρωπος, φωνάζουν. Την τροφή πρέπει να την εξασφαλίσουν ο Χριστός και η Εκκλησία. Αλλιώς δεν έχει νόημα η πίστη. Την ηδονή το θέλημά μας.
Τα πάντα στη λογική της χρησιμότητας. Όχι όμως για να παραιτηθούμε από την εξουσία μας εις βάρος του άλλου, αλλά για να αποδείξουμε ότι επειδή τον εξουσιάζουμε, μπορούμε και να τον βοηθήσουμε.
Ακόμη και η φιλανθρωπία είναι ένδειξη της φιλαυτίας μας, αλλά και της οιωνεί ανωτερότητάς μας. Το «αρχικόν» όμως για το οποίο πλάστηκε ο άνθρωπος είναι η αγάπη ως κίνηση παραίτησης από την κυριαρχία του εγώ μας. Γι’ αυτό και η προσευχή για τον πλησίον είναι η κατεξοχήν έκφραση αγάπης.
Διότι αναγνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε, παρότι κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας. Γνωρίζουμε τα όριά μας. Και επιλέγουμε να εμπιστευτούμε τον άλλο που αγαπούμε και τον κόσμο ολόκληρο σε Εκείνον που μπορεί. Να φωτίσει και να αγιάσει.
Γι’ αυτό και η ταπείνωση ως σημείο της αγάπης είναι και πάλι κατάσταση ακατανόητη για τους πολλούς. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του, μιμείται την κένωση του Θεού, που έγινε άνθρωπος.
Γιατί με την ενανθρώπιση ο Χριστός παραιτήθηκε από την κατάσταση και την εξουσία να είναι πλήρης ως Θεός και έκανε έξοδο ώστε να ενωθεί με την ανθρώπινη φύση.
Για να θεραπεύσει από τον εγωκεντρισμό της εξουσιαστικότητας αυτό που προσλαμβάνει. Εμάς. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του διαλέγει την καλοσύνη και την συγχώρηση.
Όχι το κλείσιμο στο εγώ, την ισότητα στο κακό, την εκδίκηση. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του έχει βρει εντός του την βασιλεία του Θεού, που είναι η συνύπαρξη με τους άλλους, και την δικαιοσύνη, που είναι η αγάπη. Αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του τελικά γίνεται παιδί. Και όπως λέγει ένας σπουδαίος αρχαίος φιλόσοφος, «παιδός η βασιληίη»! (Ηράκλειτος)
«Και περισσόν έχωσι». Γενναιόδωρος ο Θεός. Άρχοντας αληθινός. Δεν ήρθε μόνο για να μας αποκαταστήσει ως τους ασώτους υιούς Του δίδοντάς μας «την πρώτην στολήν», αλλά θυσιάζει «τον μόσχον τον σιτευτόν» (Λουκ. 15, 22-23), τον Υιό Του για μας. Το τρίτο δώρο των Μάγων είναι η σμύρνα.
Ο Κύριος ήρθε στον κόσμο όχι για να δοξαστεί από τους ανθρώπους. Όχι για να γευτεί την ευγνωμοσύνη μας. Ήρθε για να ζήσει στην σάρκα Του την νέκρωση. Να μην έχει τόπο στο πανδοχείο του κόσμου. Να ζήσει τις συνέπειες από την ανασφάλεια της κοσμικής εξουσίας, η οποία «εταράχθη πάσα» (Ματθ. 2, 3). Να γίνει πρόσφυγας στη Αίγυπτο. Να μεγαλώσει σε μία ταπεινή πόλη. Να εργαστεί ως χειρώναξ. Να βαπτιστεί ως απλός άνθρωπος.
Να διδάξει τους απλούς και ταπεινούς στην καρδιά, αλλά και τους μεγάλους της εποχής βιώνοντας την οργή, την υπονόμευση, την απόρριψη. Και να συλληφθεί, να καταδικαστεί, να σταυρωθεί, να πεθάνει από όλη την κακία του κόσμου και του διαβόλου, για να φέρει στην ύπαρξη Του τα στίγματα του μαρτυρίου της νέκρωσης «δι’ ημάς». Διότι με το σώμα Του, το οποίο φέρει τις πληγές, για μας υπάρχει. Αυτό κοινωνούμε και τώρα και για πάντα. Στην Βασιλεία Του.
Και είναι περίσσεια η ζωή που μας χαρίζει. Διότι δεν μας έδωσε μόνο κάτι που είχε. Μας δόθηκε ο Ίδιος. Έγινε «ο προσφέρων και προσφερόμενος» (Θεία Λειτουργία αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου).
Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η μοναδικότητα του γεγονότος της ενανθρώπισης. Ότι μας καλεί να γιορτάσουμε αυτή την περίσσεια κοινωνώντας Τον. Συμμετέχοντας στην συμφωνία και τον χορό της Θείας Λειτουργίας.
Εκεί όπου Τον κοινωνούμε ως βρέφος, ως τέλειο άνδρα, ως σταυρωμένο, ως αναστάντα. Ως «τον πρωτότοκον της κτίσεως και δημιουργόν πάντων των γεγονότων» (Κάθισμα του Όρθρου του γ’ ήχου) και ως «τον πρωτότοκον των νεκρών» (Απολυτίκιο γ’ ήχου). Όχι για να θυμηθούμε απλώς τον ερχομό Του στον κόσμο, αλλά για να Τον καταστήσουμε παρόντα στη ζωή μας.
Για να ενωθούμε μαζί Του και μαζί με τον κάθε άνθρωπο, αυτούς που υπήρξαν, αυτούς που υπάρχουν και αυτούς που θα υπάρξουν. Για να δηλώσουμε την χαρά της εκπλήρωσης της προσδοκίας των εθνών.
Την χαρά της υπέρβασης του θανάτου και της αιωνιότητας. Την χαρά της συνάντησης και της οικείωσης με το Φως. Την χαρά της επανεύρεσης της οδού για την ομοίωση μαζί Του δια των χαρισμάτων τού κατ’ εικόνα που μας έδωσε. Την χαρά της αποδοχής της αγάπης Του και της σχέσης μ’ Αυτόν.
Σε μία πραγματικότητα η οποία βαφτίζει ζωή την επιβίωση, τον άρτο, τα αγαθά, την οικονομία, την επιστήμη, την δύναμη και την εξουσία, η οποία βαφτίζει περίσσεια ζωής την ηδονή της σαρκός χωρίς ευθύνη και αγάπη, την εκπλήρωση των επιθυμιών του «εγώ» μας, το «να περνούμε καλά», η οποία βαφτίζει γιορτή μόνο το «χρόνια πολλά», το υλικό τραπέζι, την διασκέδαση, την προσκόλληση στον χρόνο, εμείς επιμένουμε: Ζωή είναι ο ελθών Κύριος. Περίσσεια ζωής είναι η κοινωνία μαζί Του στο μυστήριο της Εκκλησίας.
Ζωή είναι η συνάντηση με τον πλησίον, την εικόνα του Θεού, όποιος κι αν είναι αυτός, δικός μας και ξένος, φίλος και εχθρός, σπουδαίος και ασήμαντος, δίκαιος και αμαρτωλός, μικρός και μεγάλος. Περίσσεια ζωής είναι η προσευχή μας γι’ αυτόν τον πλησίον, είναι η επιθυμία μας να βρει και αυτός και εμείς την συνοδοιπορία προς το σπήλαιο της Βηθλεέμ, όπως αυτό συνεχίζει να υφίσταται στην Εκκλησία.
Ζωή είναι η μίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, των χαρισμάτων και της αγάπης προς τον Θεό, δηλαδή το να φτάσουμε όσο πιο μακριά μπορούμε με τις δυνάμεις της ύπαρξής μας. Περίσσεια ζωής είναι ο αγιασμός που έρχεται με το μεγάλο ΝΑΙ στην πρόσκληση του Θεού να Τον δεχτούμε εντός μας, να Τον αφήσουμε να μεταμορφώσει την καρδιά μας, να Του επιτρέψουμε να την κάνει τόπο και να μας αφήσει να ζήσουμε τον τρόπο της σχέσης μαζί Του, δηλαδή την αγάπη!
Ο τρόπος που θα απαντήσουμε στο «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» του Κυρίου μας, ας γίνει ευχή και αγώνας να είναι το «ήλθον σπεύσαντες» των ποιμένων, και όπως εκείνοι «ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη» (Λουκ. 2,16), έτσι κι εμείς, «σπεύσαντες», να οδηγηθούμε και να βρούμε την καλοσύνη, τη συγχώρεση, την Αγάπη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου