ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ
Περὶ διακρίσεως
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Περὶ διακρίσεως εὐδιακρίτου
«ΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος φλεγομένη τὰ νάματα» (Ψαλμ. μα´ 2), ἔτσι εἶναι ποθητὴ στοὺς μοναχοὺς ἡ κατανόησις τοῦ ἀγαθοῦ θείου θελήματος. Ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τοῦ συγκεκριμένου, (ὅταν δηλαδὴ στὸ ἀγαθὸ ὑπάρχη καὶ τὸ κακό), καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ ἀντιθέτου· περὶ τῶν ὁποίων «πολὺς ἡμῖν ὄντως ὁ λόγος καὶ δυσερμήνευτος» (Ἑβρ. ε´ 11). Δύσκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ποιὲς ἀπὸ τὶς μοναχικές μας ὑποθέσεις πρέπει νὰ τακτοποιοῦνται ταχύτατα καὶ χωρὶς καμμία ἀναβολή, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Οὐαὶ ὁ ἀναβαλλόμενος ἡμέραν ἐξ ἡμέρας» (πρβλ. Σοφ. Σειρὰχ ε´ 7) καὶ καιρὸν ἐκ καιροῦ. Καὶ ποιὲς πάλι, μὲ ἠρεμία καὶ περίσκεψι, ὅπως μᾶς συμβουλεύει ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Μετὰ κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος» (Παρ. κδ´ 6)· καθὼς ἐπίσης: «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α´ Κορ. ιδ´ 40).
Δὲν εἶναι! Ὄχι! Δὲν εἶναι τοῦ τυχόντος νὰ διακρίνη ἀμέσως καὶ εὐκρινῶς τὰ δυσδιάκριτα αὐτὰ πράγματα. Ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ὁ θεοφόρος Δαβίδ, ποὺ ὡμιλοῦσε μέσα του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πολλὲς φορὲς προσεύχεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἄλλοτε λέγει: «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεόςμου» (Ψαλμ. ρμβ´ 10). Ἄλλοτε: «Ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου» (Ψαλμ. κδ´ 5). Καὶ ἄλλοτε:
«Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἀπὸ πάσης μερίμνης βιοτικῆς καὶ πάθους, τὴν ψυχήν μου ᾗρα καὶ ὕψωσα» (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ´ 8).
2. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μάθουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ὀφείλουν προηγουμένως νὰ θανατώσουν τὸ ἰδικό τους. Ἀφοῦ δὲ προσευχηθοῦν μὲ πίστι καὶ ἀπονήρευτη ἁπλότητα, ἂς ἐρωτήσουν μὲ ταπείνωσι καρδίας καὶ ἀδίστακτο λογισμὸ τοὺς γέροντας ἢ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἀκόμη, καὶ ἂς δεχθοῦν τὶς συμβουλές τους σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὸ θέλημά τους· ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶναι καὶ τόσο πνευματικοὶ οἱ ἐρωτηθέντες· διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεὸς νὰ ἀφήση νὰ πλανηθοῦν ψυχὲς ποὺ μὲ πίστι καὶ ἀκακία ἐταπεινώθηκαν ἐμπρὸς στὴν συμβουλὴ καὶ στὴν κρίσι τοῦ πλησίον.
Ἀκόμη καὶ ἀνίδεοι ἐὰν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐρωτῶνται, ἐκεῖνος ποὺ ἀπαντᾶ μὲ τὸ στόμα τους εἶναι ὁ ἄϋλος καὶ ἀόρατος Θεός.
Ὅσοι ἀκολουθοῦν ἀδίστακτα αὐτὸν τὸν κανόνα, εἶναι ἄνθρωποι μὲ πολλὴ ταπείνωσι. Ἐὰν κάποιος ἔθετε τὸ πρόβλημά του ἐμπρὸς στὸν ἦχο τοῦ Ψαλτηρίου (πρβλ. Ψαλμ. μη´ 5), πόσο νομίζετε ὅτι ὑπερτερεῖ ὁ λογικὸς νοῦς καὶ ἡ νοερὰ ψυχὴ ἀπὸ τὸν ἦχο ἑνὸς ἀψύχου πράγματος;
Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τὴν αὐταρέσκειά τους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ ἐνστερνισθοῦν τὸν τέλειο καὶ εὔκολο αὐτὸν τρόπο. Αὐτοὶ προσεπάθησαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μὲ τὶς ἰδικές τους δυνατότητες, καὶ μᾶς ἐξέφεραν ἐπ᾿ αὐτοῦ πολυάριθμες καὶ ποικίλες γνῶμες.
3. Μερικοί, ἀσχολούμενοι μὲ τὰ θέματα αὐτά, ἐσταμάτησαν κάθε προσπάθεια τοῦ λογικοῦ τους στὸ νὰ δεχθῆ μία ἀπὸ τὶς δυὸ γνῶμες τους, εἴτε τὴν θετικὴ εἴτε τὴν ἀρνητική.
Καὶ μὲ γυμνὸ τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὸ ἰδικό τους θέλημα, προσευχήθηκαν θερμὰ στὸν Κύριον ὡρισμένες ἡμέρες, καὶ ἔτσι κατώρθωσαν νὰ γνωρίσουν τὸ θεῖον θέλημα. Δηλαδή: Ἢ κάποιος νοῦς ὡμίλησε νοερῶς στὸν νοῦ τους ἢ ἐξηφανίσθη τελείως ἡ μία γνώμη ἀπὸ τὴν ψυχή.
Ἄλλοι ἀπὸ τὶς θλίψεις, τὶς ἀνωμαλίες καὶ ἀποτυχίες ποὺ συνέβησαν σὲ προσπάθειά τους, κατενόησαν
(ὅτι δὲν ἦταν σύμφωνή μὲ τὸ θεῖον θέλημα καί) ὅτι τὰ ἐμπόδια ἦλθαν κατὰ παραχώρησι Θεοῦ,
στηριζόμενοι σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς» (Α´ Θεσ. β´ 18). Καὶ ἄλλοι ἀντιθέτως ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη συμπαράστασι ποὺ εὕρισκαν, ἀντελήφθησαν ὅτι ἡ προσπάθειά τους εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεόν, καὶ εἶπαν: «Παντὶ τῷ προαιρουμένῳ τὸ ἀγαθὸν συνεργεῖ ὁ Θεός» (πρβλ. Ρωμ. η´ 28).
4. Ὅποιος ἀπέκτησε μέσα του τὸν Θεὸν δι᾿ ἐλλάμψεως, αὐτός, καὶ στὰ πράγματα ποὺ ἐπείγουν καὶ στὰ ἀντίθετα, πληροφορεῖται τὸ θεῖον θέλημα μὲ τὸν δεύτερο τρόπο, (τὴν προσευχή), ὄχι ὅμως μὲ ἀναμονὴ καὶ πάροδο χρόνου.
5. Τὸ νὰ διστάζη κανεὶς στὶς κρίσεις καὶ ἀποφάσεις καὶ νὰ μένη ἐπὶ πολὺ ἀπληροφόρητος, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ψυχὴ ἀφώτιστη καὶ φιλόδοξη. Διότι δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἄδικος νὰ κλείνη τὴν πόρτα σὲ ὅσους κρούουν ταπεινά. Σὲ ὅλα μας τὰ ἔργα, καὶ στὰ ἄμεσα καὶ στὰ ἀπώτερα, ἂς ἀναζητοῦμε τὴν σημασία ποὺ ἔχουν ὅσον ἀφορᾶ τὸν Κύριον. Ὅλα ὅσα γίνονται χωρὶς προσπάθεια καὶ χωρὶς μολυσμό, μόνο γιὰ τὸν Κύριον καὶ ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, αὐτὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν εἶναι τελείως ἀγαθά, ὅμως γιὰ ἀγαθὰ θὰ μᾶς λογισθοῦν. Διότι ἔχει ἐπικίνδυνη κατάληξι τὸ νὰ πολυλεπτολογοῦμε καὶ νὰ ἐρευνοῦμε πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὶς δυνάμεις μας.
6. Μυστικὸ καὶ ἀνεξιχνίαστο εἶναι τὸ σχέδιο καὶ τὸ κρίμα ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Πολλὲς φορὲς ἐπὶ παραδείγματι θέλει νὰ ἀποκρύψη ἀπὸ ἐμᾶς κατ᾿ οἰκονομία τὸ θεῖον θέλημά Του, γνωρίζοντας πὼς καὶ ἂν τὸ μάθωμε θὰ τὸ παραβοῦμε, ὁπότε καὶ θὰ τιμωρηθοῦμε περισσότερο.
7. Ἡ εὐθεία καρδία εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὰ πολύπλοκα καὶ πολυειδὴ πράγματα, καὶ ταξειδεύει ἀκίνδυνα μὲ τὸ πλοῖο τῆς ἀκακίας.
8. Ὑπάρχουν ἀνδρεῖες ψυχὲς ποὺ ἐπιβάλλουν στὸν ἑαυτό τους ἀγῶνες ὑπεράνω τῶν δυνάμεών τους ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ταπεινὸ φρόνημα στὴν καρδιά. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ὑπερήφανες καρδιὲς ποὺ κάνουν τὸ ἴδιο. Ἔχουν δὲ οἱ ἐχθροί μας σκοπὸ νὰ μᾶς προτρέπουν πολλὲς φορὲς σὲ πράγματα ἀνώτερα τῶν δυνάμεών μας, γιὰ νὰ κουρασθοῦμε ψυχικά, νὰ μὴ κατορθώσωμε ἔπειτα καὶ ὅσα εἶναι τῶν δυνάμεών μας, καὶ νὰ καταντήσωμε ἔτσι περίγελος στὰ μάτια τους.
9. Εἶδα μερικούς μὲ ἀδύνατη ψυχὴ καὶ ἀσθενικὸ σῶμα νὰ ἀποδύωνται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους σὲ ἀγῶνες ἀνωτέρους τῶν δυνάμεών τους, ἀλλὰ τελικὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀνθέξουν. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ Θεὸς κρίνει τὴν μετάνοια ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς ταπεινώσεως καὶ ὄχι τῶν καμάτων.
10. Μερικὲς φορὲς ἡ κακὴ ἀνατροφὴ ἀποτελεῖ τὴν αἰτία πολὺ μεγάλων ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης καὶ ἡ κακὴ συναναστροφή. Πολλὲς ὅμως φορὲς μία διεστραμμένη ψυχὴ ἐπαρκεῖ μόνη της γιὰ τὴν καταστροφή της. Ὅποιος ἐσώθηκε ἀπὸ τὰ δυὸ πρῶτα, ἐσώθηκε ἴσως καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο. Ὅποιος ὅμως ἔχει τὸ τρίτο, σὲ ὁποιοδήποτε τόπο καὶ ἂν εὑρεθῆ, δὲν προκόπτει, ἀφοῦ ἄλλωστε κανένας τόπος δὲν εἶναι πιὸ ἀσφαλὴς ἀπὸ τὸν οὐρανό, (ἀπ᾿ ὅπου ἔπεσε ὁ διάβολος).
11. Τοὺς ἀπίστους ἢ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ μᾶς ἐπιτίθενται μὲ κακότητα, ἂς τοὺς ἀφίνουμε «μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν» (Τίτ. γ´ 10). Στοὺς ἐπιθυμοῦντας ὅμως νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια, «τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν» (Γαάλ. ς´ 9). Ἀλλὰ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἂς εἶναι ἡ συμπεριφορά μας ἀνάλογη μὲ τὴν ψυχική μας δύναμι καὶ ἀντοχή.
12. Εἶναι παράλογος ὅποιος πέφτει σὲ ἀπόγνωσι, ἀκούοντας τὰ ὑπερφυσικὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων. Αὐτὰ ἀντιθέτως τὸν ἐκπαιδεύουν ἄριστα σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: Ἢ τὸν παρακινοῦν μὲ τὴν ὁσιακὴ ἀνδρεία τους πρὸς μίμησι· ἢ πρὸς μεγάλη αὐτοκατάκρισι καὶ ἀναγνώρισι τῆς ἀδυναμίας του μὲ τὴν τρεῖς φορὲς ὁσιακὴ ταπείνωσι.
13. Ὑπάρχουν ἀκάθαρτοι δαίμονες, πονηρότεροι τῶν πονηρῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς συμβουλεύουν νὰ μὴ κάνωμε μόνοι μας τὴν ἁμαρτία. Αὐτοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχωμε καὶ ἄλλους συνενόχους στὸ κακό, γιὰ νὰ μᾶς ἑτοιμάσουν βαρύτερη τιμωρία. Εἶδα μία ἁμαρτωλὴ συνήθεια ποὺ τὴν ἔμαθε ὁ ἕνας ἀπὸ κάποιον ἄλλο. Ἔπειτα ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἐδίδαξε ἦλθε σὲ συναίσθησι, ἄρχισε νὰ μετανοῆ καὶ ἐσταμάτησε τὴν
ἁμαρτία. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ μαθητὴς του συνέχιζε νὰ τὴν διαπράττη, καὶ ἡ ἰδική του μετάνοια ἀπέβη ἀτελὴς καὶ ἀνίσχυρη.
14. Μεγάλη, πράγματι, μεγάλη εἶναι ἡ πονηρία τῶν δαιμόνων· δύσκολα τὴν ἀντιλαμβανόμεθα καὶ ὀλίγοι τὴν βλέπουν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι, νομίζω, δὲν τὴν βλέπουν ὁλόκληρη. Ἀλήθεια, πῶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ εἴμαστε χορτασμένοι ἀπὸ ἀπολαυστικὰ φαγητά, καὶ ἐν τούτοις νὰ ἀγρυπνοῦμε μὲ καθαρὸ νοῦ, καὶ ἄλλες φορὲς νὰ νηστεύωμε καὶ νὰ ταλαιπωρούμεθα, καὶ ἐν τούτοις νὰ μᾶς κυριεύη ἄσχημα ὁ ὕπνος; Νὰ ἠσυχάζωμε, καὶ ἐν τούτοις νὰ εἴμαστε σκληροί, καὶ νὰ συναναστρεφώμαστε ἄλλους, καὶ νὰ εἴμαστε γεμάτοι κατάνυξι; Ἐνῷ πεινοῦμε ὑπερβολικά, νὰ ἔχωμε πειρασμοὺς στὸν
ὕπνο, καὶ ἐνῷ εἴμαστε χορτάτοι, νὰ μὴν ἐνοχλούμεθα καθόλου; Ἐνῷ περνοῦμε πτωχικά, νὰ γινώμαστε σκυθρωποὶ καὶ ἀσυγκίνητοι, καὶ ἐνῷ περνοῦμε πλούσια καὶ μὲ οἰνοποσίες, νὰ παρουσιαζώμαστε γεμάτοι ἱλαρότητα καὶ κατανυκτικότητα; Γι᾿ αὐτὰ ὅποιος μπορεῖ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἂς διαφωτίση ὅσους εἶναι ἀφώτιστοι. Διότι ἐμεῖς σ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα εἴμαστε ἀφώτιστοι. Τὸ μόνο ποὺ
ἔχομε νὰ εἰποῦμε εἶναι ὅτι οἱ ἀλλαγὲς αὐτὲς δὲν ὀφείλονται πάντοτε στοὺς δαίμονας, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς στὴν κράσι καὶ στὴν κατάστασι τοῦ σώματος, στὸ ἀκάθαρτο καὶ ἀχόρταγο αὐτὸ πάχος ποὺ μᾶς ἐδόθηκε καὶ ποὺ ‐δὲν ξέρω πῶς‐ δέθηκε γύρω στὴν φύσι μας.
Γιὰ τὶς δυσδιάκριτες αὐτὲς μεταπτώσεις ἂς παρακαλέσωμε εἰλικρινὰ καὶ ταπεινὰ τὸν Κύριον. Καὶ ἐὰν μετὰ τὸ διάστημα τῶν προσευχῶν μας διαπιστώσωμε ὅτι συνεχίζεται μία ὡρισμένη κατάστασις, τότε θὰ καταλάβωμε ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν φύσι μας. Πολλὲς φορὲς ὅμως καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς εὐεργετῆ, σύμφωνα μὲ τὰ σοφὰ σχέδιά Του, καὶ μὲ τὰ ἀντίθετα, γιὰ νὰ καταστέλλη ἔτσι μὲ κάθε τρόπο τὴν οἴησί μας. Εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ περιεργάζεται κανεὶς τὸν βυθὸ τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ περίεργοι ταξειδεύουν μὲ τὸ πλοῖο τῆς οἰήσεως. [Χάριν ὅμως τῆς ἀσθενείας πολλῶν θὰ πρέπει νὰ εἰποῦμε μερικά].
15. Ἐρώτησε κάποιος ἕναν διορατικό: «Γιατί ὁ Θεὸς ἐστόλισε μερικούς μὲ χαρίσματα καὶ θαυματουργικὲς ἱκανότητες, ἀφοῦ προεγνώριζε τὶς μελλοντικὲς πτώσεις τους»; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ λέγει:
«Γιὰ νὰ προφυλάξη τοὺς ὁμοίους των πνευματικοὺς ἄνδρας, γιὰ νὰ φανῆ ὅτι ἔχομε τὸ αὐτεξούσιον, καὶ γιὰ νὰ καταστήση τοὺς πεσόντας ἀναπολογήτους τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως».
16. Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ὡς μὴ τέλειος λέγει: «Πρόσεχε σεαυτῷ» (Δευτερ. δ´ 9), ἐνῷ ὁ Κύριος ὡς ὑπερτέλειος μᾶς παρήγγειλε ἐπὶ πλέον καὶ γιὰ τὴν διόρθωσι τοῦ ἀδελφοῦ μας: «Ἐὰν ἁμάρτη ὁ ἀδελφός σου ἢ μᾶλλον ἡ ὑπόδειξίς σου εἶναι ἄδολη καὶ ταπεινή, τότε μὴν ἀμελήσης τὴν ἐντολὴ τοῦ
Κυρίου καὶ μάλιστα σὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴν ὑπόδειξι. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχης φθάσει ἀκόμη σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂς ἐκτελῆς ἔστω τὴν ἐντολὴ τοῦ Νόμου.
17. Μὴν ἐκπλήττεσαι βλέποντας καὶ τοὺς προσφιλεῖς σου νὰ σὲ ἐχθρεύωνται (ἐπειδὴ τοὺς ἐλέγχεις). Διότι οἱ ἐπιπόλαιοι γίνονται ὄργανα (καὶ ὄπλα) τῶν δαιμόνων καὶ μάλιστα ἐναντίον τῶν ἐναρέτων, ποὺ εἶναι ἐχθροὶ τῶν δαιμόνων.
18. Ἕνα ἀπ᾿ ὅσα συμβαίνουν σ᾿ ἐμᾶς μοῦ δημιουργεῖ μεγάλη ἔκπληξι: Ἐνῷ στὶς ἀρετὲς ἔχομε ὡς βοηθοὺς τὸν παντοδύναμον Θεόν, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ στὰ πάθη μόνο τὸν πονηρὸ διάβολο, πῶς συμβαίνει νὰ ὑποκύπτωμε εὐκολώτερα καὶ γρηγορώτερα στὰ πάθη; Ἐπάνω σ᾿ αὐτὸ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ὁμιλήσω λεπτομερῶς, ἀλλὰ καὶ οὔτε μπορῶ.
19. Ἐὰν τὰ διάφορα κτίσματα παραμένουν στὴν κατάστασι ποὺ ἐδημιουργήθηκαν, πῶς ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐδημιουργήθηκα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ταλαιπωροῦμαι ἀναμεμειγμένος μὲ τὴν λάσπη, (τὸ πήλινο δηλαδὴ σῶμα); ὅπως λέγει ὁ μέγας Γρηγόριος. Ἐὰν πάλι κάποια δημιουργήματα κατέληξαν νὰ γίνουν κάπως διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν προορισμό τους, πάντως θὰ πρέπει μὲ σφοδρότητα νὰ ἐπιθυμοῦν τὴν συγγένειά τους, (ἐκεῖνα δηλαδὴ μὲ τὰ ὁποῖα ἐξ ἀρχῆς ἐπλάσθηκαν ὅμοια).
20. Ὅλα τὰ τεχνάσματα ‐γιὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι‐ πρέπει κανεὶς νὰ χρησιμοποιῆ, προκειμένου τὸν πηλό, (τὸ πήλινο δηλαδὴ σῶμα), νὰ τὸν ἀνεβάση καὶ νὰ τὸν ἐνθρονίση στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ προφασίζεται ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ἀνεβῆ ἐκεῖ, διότι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ θύρα εἶναι ἀνοιγμένες.
21. Ἡ ἀκρόασις τῶν κατορθωμάτων τῶν πνευματικῶν μας Πατέρων δημιουργεῖ στὸν νοῦ καὶ στὴν ψυχὴ φλογερὸ ζῆλο. Ἡ ἀκρόασις ὅμως τῶν διδασκάλων εἶναι αὐτὴ ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς ζηλωτὰς στὴν ἐπιτυχῆ μίμησι τῶν Πατέρων.
22. Διάκρισις σημαίνει λύχνος μέσα στὸ σκοτάδι, ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων, φωτισμὸς ὅσων ἔχουν μυωπία. Διακριτικὸς σημαίνει χορηγός της ὑγείας, καταστροφεὺς τῆς ἀσθενείας.
23. Οἱ λεγόμενοι μ ι κ ρ ο θ α ύ μ α σ τ ο ι, (αὐτοὶ ποὺ θαυμάζουν καὶ μεγαλοποιοῦν τὰ μικρά), φθάνουν σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀπὸ δυὸ αἰτίες: Ἢ λόγω ὑπερβολικῆς ἀγνοίας ἢ λόγω ταπεινοφροσύνης, ἡ ὁποία τοὺς κάνει νὰ ἐξυψώνουν καὶ νὰ ἐκθειάζουν τὰ κατορθώματα τοῦ πλησίον.
24. Ἂς ἀγωνιζώμαστε νὰ μὴν εἴμαστε μόνο παλαισταὶ ἀλλὰ καὶ πολεμισταὶ τῶν δαιμόνων. Διότι οἱ πρῶτοι ἄλλοτε κτυποῦν καὶ ἄλλοτε κτυποῦνται, ἐνῷ οἱ δεύτεροι πάντοτε καταδιώκουν τὸν ἐχθρό.
25. Ὅποιος ἐνίκησε τὰ πάθη, αὐτὸς πληγώνει τοὺς δαίμονας καὶ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ὑποκρίνεται ὅτι εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἐξαπατώντας ἔτσι τοὺς ἐχθρούς του μένει ἀπολέμητος. Ὅπως συνέβη μὲ κάποιον ἀδελφό, ποὺ ἐνῷ κάποτε ὑπέστη ἀτιμίες δὲν ἐταράχθη καθόλου ἡ καρδιά του, παρὰ μόνο προσευχήθηκε νοερῶς. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ὀδύρεται γιὰ τὶς
ἀτιμίες ποὺ ὑπέστη, καὶ ἔτσι μὲ ἕνα προσποιητὸ πάθος ἔκρυψε τὴν ἀπάθειά του. Καὶ ἄλλος πάλι ἀδελφὸς ἐνῷ δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ὄρεξι γιὰ προεδρία, ἐπροσποιεῖτο ὅτι πολὺ ἔπασχε γι᾿ αὐτήν.
Πῶς δὲ νὰ σοῦ περιγράψω τὴν ἁγνότητα ἐκείνου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στὸ πορνεῖο δῆθεν γιὰ νὰ
ἁμαρτήση, καὶ ἔτσι ἀνέσυρε τὴν πόρνη στὴν ζωὴ τῆς ἀσκήσεως! Σὲ ἕναν πάλι ἡσυχαστὴ ἔφερε κάποιος πρωὶ – πρωὶ ἕνα σταφύλι. Καὶ ἐκεῖνος, μόλις ἀνεχώρησε αὐτὸς ποὺ τὸ ἔφερε, ἂν καὶ δὲν εἶχε ὄρεξι, τὸ κατεβρόχθισε ἀμέσως μὲ ὑπερβολικὴ βουλιμία, παρουσιάζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του ὡς γαστρίμαργο στοὺς δαίμονες.
Ἕνας ἄλλος πάλι ποὺ ἔχασε μερικὰ θαλλία, ὅλη τὴν ἡμέρα ἔδειχνε πολὺ πικραμένος γι᾿ αὐτό.
Σὲ ὅσους ὅμως χρησιμοποιοῦν αὐτὴν τὴν μέθοδο χρειάζεται μεγάλη νήψις, μήπως καὶ ἐπιχειρώντας νὰ ἐμπαίξουν τοὺς δαίμονας καταλήξουν στὸν ἐμπαιγμὸ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Αὐτοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦν ἐπιτυχῶς αὐτὴ τὴν μέθοδο εἶναι μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους κάποιος εἶπε: «Ὡς πλάνοι καὶ
ἀληθεῖς» (Β´ Κορ. ς´ 8).
26. Ὅποιος ἐπιθυμῆ νὰ παραστήση ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἁγνὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ τοῦ παρουσιάση καθαρὴ τὴν καρδιά, ἂς τηρῆ τὴν ἀοργησία καὶ τὴν ἐγκράτεια. Διότι χωρὶς αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ὅλοι οἱ κόποι μας εἶναι μάταιοι.
27. Σὲ διαφορετικοὺς βαθμοὺς ἀντιλαμβάνονται τὸ ὑλικὸ φῶς οἱ ὀφθαλμοί. Ὁμοίως πολλὲς φορὲς καὶ διαφορετικὲς εἶναι οἱ λάμψεις καὶ οἱ ἐπισκέψεις τοῦ νοητοῦ Ἡλίου μέσα στὶς ψυχές. Ἄλλες δηλαδὴ γίνονται μὲ τὰ δάκρυα τοῦ σώματος καὶ ἄλλες μὲ τὰ δάκρυα τῆς ψυχῆς, ἄλλες μὲ τὰ σωματικὰ μάτια καὶ ἄλλες μὲ τὰ ψυχικά. Διαφορετικὲς εἶναι ὅσες προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀκρόασι κάποιου λόγου καὶ διαφορετικὲς ὅσες ἐκδηλώνονται σὰν αὐθόρμητο σκίρτημα ψυχικῆς ἀγαλλιάσεως. Διαφορετικὲς οἱ προερχόμενες ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας καὶ διαφορετικὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς. Ἐπὶ πλέον ὑπάρχει καὶ μία ἰδιαιτέρα περίπτωσις: Κατ᾿ αὐτὴν ὁ νοῦς δι᾿ ἐκστάσεως παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ «ἀρρήτως καὶ ἀφράστως» ἐν μέσῳ (νοεροῦ) φωτός.
28. Ὑπάρχουν οἱ ἀρετές, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ μητέρες τῶν ἀρετῶν. Ὁ δὲ συνετὸς ἄνθρωπος ἀγωνίζεται περισσότερο γιὰ νὰ ἀποκτήση τὶς μητέρες. Περὶ τῶν μητέρων διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ κάποια ἰδιαιτέρα ἐνέργεια. Περὶ τῶν θυγατέρων ὅμως μποροῦν νὰ διδάσκουν πολλοί.
29. Ἂς προσέξωμε μήπως ἀναπληρώνωμε τὴν ὀλιγοφαγία μὲ πολυϋπνία, διότι αὐτὸ εἶναι ἔργο ἀφροσύνης, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἔργο συνέσεως, (νὰ καταπολεμῆται δηλαδὴ ἡ τυχὸν πολυφαγία μὲ τὴν ὀλιγοϋπνία). Εἶδα ὡρισμένους ἀγωνιστὰς σὲ κάποια περίστασι νὰ ὑποχωροῦν
κάπως στὴν ἐπιθυμία τῆς κοιλίας. Γρήγορα ὅμως καὶ χωρὶς καθυστέρησι οἱ ἀνδρεῖοι αὐτοὶ ἐβασάνισαν τὴν «τάλαινα», δηλαδὴ τὴν κοιλία, μὲ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία καὶ τὴν ἔμαθαν νὰ ἀποστρέφεται στὸ ἑξῆς μετὰ χαρᾶς τὸν χορτασμό.
30. Πολεμεῖ πολὺ ἰσχυρὰ ὁ δαίμων τῆς φιλαργυρίας τοὺς ἀκτήμονας. Καὶ ὅταν δὲν κατορθώση τίποτε,
τότε μὲ τὴν πρόφασι τῆς ἐλεημοσύνης πρὸς τοὺς πτωχοὺς πείθει τοὺς ἀΰλους νὰ γίνουν πάλι ὑλικοί.
31. Ὅταν εἴμαστε καταβεβλημένοι ψυχικὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἂς ἐνθυμούμεθα συνεχῶς τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου στὸν Πέτρο νὰ συγχωρῆ «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» αὐτὸν ποὺ ἁμαρτάνει. Διότι ὁ Κύριος ποὺ παρήγγειλε κάτι τέτοιο στὸν ἄλλον, αὐτὸς ὁπωσδήποτε θὰ τὸ τηρήση πολὺ περισσότερο. Ὅταν ἀντιθέτως ὑπερηφανευώμαστε ἐν γένει γιὰ τὶς ἀρετές μας, ἂς ἐνθυμηθοῦμε πάλι αὐτὸν ποὺ εἶπε:
«Ὅστις τελέσει πάντα τὸν πνευματικὸς νόμον, πταίσει δὲ ἐν ἑνὶ πάθει ‐ τουτέστιν ἐν ὑψηλοφροσύνῃ –
γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακώβ. β´ 10).
32. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ὡρισμένοι πονηροὶ καὶ φθονεροὶ δαίμονες ὑποχωροῦν ἑκουσίως καὶ δὲν πολεμοῦν τοὺς Ἁγίους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ τοὺς προξενήσουν στεφάνους, μὲ πολέμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν περιμένουν νίκη.
33. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» (Ματθ. ε´ 9). Κανεὶς δὲν ἀντιλέγει. Ἐγὼ ὅμως εἶδα καὶ «ἐχθροποιούς» οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν μακάριοι! Ἦταν κάποτε δυὸ ποὺ συνεδέοντο μὲ ἁμαρτωλὴ σχέσι. Καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς γνωστικοὺς πατέρας, σπουδαιότατος στὴν ἀρετή, ἐδημιούργησε μίσος μεταξύ τους, κατηγορώντας τὸν ἕναν στὸν ἄλλον ὅτι τὸν ὕβριζε, καὶ ἀντιθέτως. Ἔτσι κατώρθωσε ὁ πάνσοφος νὰ ἀποκρούση μὲ ἀνθρώπινη πονηρία τὴν κακία τῶν δαιμόνων καὶ νὰ δημιουργήση μίσος ποὺ διέσπασε τὸν ἁμαρτωλὸ δεσμό.
34. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι χάριν μιᾶς ἐντολῆς παραβαίνουν τὴν ἄλλη. Εἶδα κάποτε δυὸ νέους ἀγαπημένους μεταξύ τους κατὰ Θεόν. Ἐπειδὴ ὅμως ἀντελήφθησαν ὅτι μερικοὶ ἐβλάπτοντο καὶ ἐσκανδαλίζοντο, ἐσυμφώνησαν μεταξύ τους νὰ κρατηθοῦν ὡρισμένο καιρὸ σὲ ἀπόστασι.
35. Ὅπως δὲν ταιριάζουν ὁ γάμος μὲ τὴν κηδεία, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ἀπόγνωσι. Μερικὲς φορὲς ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ συναντήση κανεὶς μαζί, ἀπὸ τὴν ἀκαταστασία τῶν δαιμόνων.
36. Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀκάθαρτοι δαίμονες ποὺ μόλις ἀρχίση κάποιος τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἀποκαλύπτουν τὴν ἑρμηνεία της. Τοῦτο ἰδιαίτερα ἀγαποῦν νὰ τὸ κάνουν σὲ καρδιὲς κενοδόξων ἀνθρώπων καὶ μάλιστα μορφωμένων μὲ τὴν κατὰ κόσμον παιδεία. Καὶ ἀποσκοποῦν νὰ τοὺς ρίξουν σὲ αἱρέσεις καὶ βλάσφημες ἰδέες ἀπατώντας τοὺς σιγὰ‐σιγά. Θὰ ἀντιληφθοῦμε δὲ καλῶς τὴν δαιμονικὴ αὐτὴ θεολογία ἢ καλύτερα βαττολογία ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀκατάστατη καὶ ἄτακτη εὐχαρίστησι ποὺ δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς ἐξηγήσεως.
37. Ὅλα τὰ πράγματα ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ τάξι καὶ ἀρχή, μερικὰ δὲ καὶ τέλος. Τὸ τέλος ὅμως τῆς ἀρετῆς εἶναι χωρὶς τέλος – «πέρας ἀπέραντον». Διότι ὅπως λέγει ὁ Ψαλμῳδός: «Πάσης συντελείας εἶδον πέρας· πλατεία δὲ καὶ ἀπέραντος ἡ ἐντολή σου σφόδρα» (πρβλ. Ψαλμ. ριη´ 96).
38. Ἐὰν μερικοὶ ἀγωνισταὶ «πορεύωνται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν» (Ψαλμ. πγ´ 8), ἀπὸ τὴν δύναμι δηλαδὴ τῆς πράξεως στὴν δύναμι τῆς θεωρίας· καὶ ἐὰν «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε λήγη» (πρβλ. Α´ Κορ. ιγ´ 8)· καὶ ἐάν, ὅπως ἀναφέρεται πάλι στὴν Γραφή, «ὁ Κύριος φυλάξη τὴν εἴσοδον τοῦ φόβου σου καὶ τὴν ἔξοδον τῆς ἀγάπης σου» (πρβλ. Ψαλμ. ρκ´ 8)· ἄρα τὸ τέλος της εἶναι χωρὶς τέλος – «πέρας ἀπέραντον». Ὅσο καὶ ἂν προχωροῦμε σ᾿ αὐτήν, ποτὲ δὲν θὰ παύσωμε, ὄχι μόνο στὴν παροῦσα, ἀλλὰ οὔτε στὴν μέλλουσα ζωή, ἀπὸ τοῦ νὰ λαμβάνωμε καὶ νὰ προσθέτωμε φῶς γνώσεως ἐπάνω στὸ φῶς. Θὰ λεχθῆ δὲ καὶ τοῦτο, ὅσο καὶ ἂν φανῆ σὲ πολλοὺς παράδοξο: Σύμφωνά μὲ τὸν προηγούμενο συλλογισμό, ὦ μακάριε, θὰ ἐτολμοῦσα νὰ εἰπῶ ὅτι οὔτε οἱ Ἄγγελοι σταματοῦν νὰ προοδεύουν. Λέγω δὲ ὅτι προσθέτουν περισσότερη δόξα στὴν δόξα τους καὶ γνῶσι στὴν γνῶσι τους.
39. Μὴ θαυμάσης γιὰ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες μᾶς φέρνουν καὶ ἀγαθοὺς λογισμούς. Μᾶς τοὺς φέρνουν μέν, ἀλλὰ ἐν συνεχείᾳ ἐναντιώνονται νοερῶς σ᾿ αὐτούς. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μᾶς πείσουν ὅτι
ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ μυστικὲς σκέψεις τῶν καρδιῶν μας τὶς γνωρίζουν.
40. Νὰ μὴ θέλης νὰ γίνεσαι αὐστηρὸς δικαστῆς ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀναπτύσουν θαυμάσιες διδασκαλίες, βλέποντάς τους κάπως ὀκνηροὺς στὴν πρακτική. Διότι πολλὲς φορὲς τὴν ἔλλειψί τους στὰ ἔργα τὴν ἀναπληρώνει ἡ ὠφέλεια ποὺ προξενεῖ ὁ λόγος τους. Ἀσφαλῶς δὲν τὰ κατέχομε ὅλοι ἐξ ἴσου ὅλα. Σὲ μερικοὺς ὁ λόγος ὑπερτερεῖ τοῦ ἔργου. Σὲ ἄλλους πάλι τὸ δεύτερο ὑπερέχει τοῦ πρώτου.
41. Ὁ Θεὸς οὔτε ἔπλασε οὔτε ἐδημιούργησε κανένα κακό. Κάποιοι ὅμως ἀπατήθηκαν ποὺ ἰσχυρίσθηκαν ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ πάθη ὑπάρχουν ἐκ φύσεως στὴν ψυχή. Δὲν ἔλαβαν ὑπ᾿ ὄψιν τους ὅτι ἐμεῖς ὡρισμένες στοιχειώδεις κλίσεις τῆς φύσεώς μας τὶς μετεστρέψαμε σὲ πάθη. Ἐπὶ παραδείγματι: Ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα μας ἡ δυνατότης τῆς σαρκικῆς σπορᾶς γιὰ τὴν γέννησι τέκνων. Ἐμεῖς ὅμως αὐτὸ τὸ μεταβάλαμε σὲ πορνεία. Ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα μας ὁ θυμὸς ἐναντίον τοῦ ὄφεως, καὶ ἐμεῖς τὸν χρησιμοποιοῦμε ἐναντίον τοῦ πλησίον. Ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα μας ὁ ζῆλος γιὰ τὶς ἀρετές, καὶ ἐμεῖς τὸν στρέφομε πρὸς τὸ κακό. Ἐκ φύσεως ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξης, ἀλλὰ τῆς ἄνω. Ἐκ φύσεως καὶ τὸ νὰ ὑπερηφανευώμεθα, ἀλλὰ κατὰ τῶν δαιμόνων. Ὁμοίως καὶ ἡ χαρά, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὸν Κύριον καὶ μὲ τὴν εὐτυχία τοῦ πλησίον. Μᾶς ἐδόθηκε ἀκόμη καὶ ἡ μνησικακία, ἀλλὰ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της ψυχῆς. Μᾶς ἐδόθηκε καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς τροφῆς, ἀλλὰ ὄχι καὶ τῆς ἀσωτίας.
42. Ἡ ἄοκνη ψυχὴ ἐξήγειρε ἐναντίον της τοὺς δαίμονας. Ὅσο ὅμως αὐξήθηκαν οἱ πόλεμοι, τόσο αὐξήθηκαν καὶ οἱ στέφανοι. Αὐτὸς ποὺ δὲν κτυπᾶται ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς δὲν πρόκεται βέβαια νὰ στεφανωθῆ. Καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἀποκάμνει ἀπὸ τὶς τυχὸν πτώσεις, θὰ δοξασθῆ ὡς πολεμιστὴς ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.
43. Κάποιος ἀφοῦ παρέμεινε τρεῖς νύκτες μέσα στὴν γῆ ἀνεβίωσε μονίμως. Καὶ ὅποιος θὰ νικήση τὶς τρεῖς ὦρες δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἀποθάνη.
44. Ἐὰν σύμφωνα μὲ τὰ παιδαγωγικά Του σχέδια ὁ Ἥλιος, (δηλαδὴ ὁ Θεός), ἀφοῦ ἀνέτειλε μέσα μας,
«ἔγνω» γιὰ πρώτη φορὰ «τὴν δύσιν αὐτοῦ» (Ψαλμ. ργ´ 19), ὁπωσδήποτε «ἔθετο σκότος ἐν τῇ ἀποκρυφῇ αὐτοῦ καὶ ἐγένετο νύξ» (πρβλ. Ψαλμ. ιζ´ 12, ργ´ 20). Κατ᾿ αὐτὴν τὴν νύκτα θὰ ἔλθουν ἐναντίον μας οἱ ἄγριοι λέοντες ποὺ εἶχαν πρὸ ὀλίγου ἀναχωρήσει, καὶ ὅλα τὰ θηρία τῶν ἀκανθωδῶν παθῶν ὠρυόμενα νὰ ἁρπάξουν ἀπὸ μέσα μας τὴν ἐλπίδα καὶ ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν ἄδεια νὰ τραφοῦν ἀπὸ τὰ
πάθη μας εἴτε μὲ τὸν λογισμὸ εἴτε μὲ τὴν πράξι (πρβλ. Ψαλμ. ργ´ 20‐21).
«Ἀνέτειλε» πάλι σ᾿ ἐμᾶς διὰ τῆς σκοτεινῆς ταπεινώσεως «ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν» ὅλα τὰ θηρία, «καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται» (Ψαλμ. ργ´ 22), δηλαδὴ στὶς καρδιὲς τῶν φιληδόνων ἀνθρώπων, καὶ ὄχι σ᾿ ἐμᾶς. Τότε οἱ δαίμονες θὰ εἰποῦν μεταξύ τους: «Ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι πάλιν μετὰ τούτων ἔλεος». Ἐμεῖς θὰ εἰποῦμε πρὸς αὐτούς: «Ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν· ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι, ὑμεῖς δὲ διωκόμενοι» (πρβλ. Ψαλμ. ρκε´ 2‐3).
«Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης», δηλαδὴ σὲ ψυχὴ ποὺ ὑψώθηκε ἐπάνω ἀπὸ κάθε γήϊνη ἐπιθυμία, καὶ θὰ ἔλθη στὴν καρδιὰ ποὺ προηγουμένως ἦταν σὰν Αἰγυπτία, γεμάτη σκότος, «καὶ σεισθήσονται τὰ χειροποίητα εἴδωλα» καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ τοῦ νοῦ (πρβλ. Ἡσ. ιθ´ 1).
45. Ἐὰν ὁ Χριστὸς σωματικῶς φεύγη μακρυὰ ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, παρ᾿ ὅλον ὅτι εἶναι παντοδύναμος, ἂς διδαχθοῦν οἱ προπετεῖς νὰ μὴν εἰσορμοῦν στοὺς πειρασμούς. Ἀναφέρει δὲ ἡ Γραφή: «Μὴ δώης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, καὶ οὐ νυστάξει ὁ φυλάσσων σε ἄγγελος» (πρβλ. Ψαλμ. ρκ´ 3).
46. Μὲ τὴν ἀνδρεία συμπλέκεται ἡ ὑπερηφάνεια, ὅπως ὁ σμίλαξ μὲ τὸ κυπαρίσσι. Ἂς φροντίζωμε συνεχῶς ὥστε νὰ ἀποφεύγωμε καὶ τὸν ἁπλὸ λογισμό, ὅτι ἀποκτήσαμε κάποιο ἀγαθό. Ἀφοῦ δὲ ἐξετάσωμε ἐπακριβῶς τὰ γνωρίσματα αὐτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ, ἂς ἐρευνήσωμε ἂν ὑπάρχη μέσα μας, καὶ τότε ἀσφαλῶς θὰ διαπιστώσωμε τὶς ἐλλείψεις μας. Ἐπίσης νὰ ἀναζητῆς συνεχῶς καὶ τὰ σημάδια τῶν παθῶν, καὶ τότε θὰ ἀνακαλύψης πολλὰ μέσα σου. Αὐτὰ δὲ τὰ πάθη, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄρρωστοι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀντιληφθοῦμε, εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια εἴτε ἀπὸ ριζωμένη πολυχρόνιο συνήθεια.
47. Ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὴν πρόθεσι. Σὲ ὅσα ὅμως μποροῦμε, ζητεῖ μὲ φιλάνθρωπο τρόπο καὶ ἔργα. Εἶναι μέγας αὐτὸς ποὺ δὲν παραλείπει τίποτε ἀπὸ ὅσα μπορεῖ. Μεγαλύτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ ταπείνωσι ἐπιχειρεῖ πράγματα ὑπὲρ τὴν δύναμί του. Πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλαφρὰ καὶ ὠφέλιμα ἔργα καὶ μᾶς προτρέπουν περισσότερο στὰ πλέον κοπιαστικά.
48. Εὑρίσκω ὅτι ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἐμακαρίσθη (πρβλ. Γεν. λθ´) γιὰ τὴν ἀπάθειά του, ἀλλὰ διότι ἀπεστράφη τὴν ἁμαρτία. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀναζητήσωμε σὲ ποιὲς καὶ σὲ πόσες ἁμαρτίες ἡ ἀποστροφὴ στεφανώνεται. Διότι καλὸ μὲν πράγμα εἶναι νὰ ἀποστρέφεται κάποιος τὴν σκιά, ἀνώτερο ὅμως τὸ νὰ προστρέχη στὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
49. Ὁ σκοτισμὸς γίνεται αἰτία νὰ σκοντάφτουμε. Τὸ νὰ σκοντάφτουμε γίνεται αἰτία νὰ πέφτουμε. Καὶ τὸ νὰ πέφτουμε γίνεται αἰτία νὰ ἀποθνήσκωμε. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐσκοτίσθηκαν ἀπὸ τὸν οἶνο, ἐνίφθηκαν πολλὲς φορὲς μὲ νερό. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐσκοτίσθηκαν ἀπὸ τὰ πάθη, ἐνίφθηκαν μὲ δάκρυα.
50. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ θόλωσις (τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς), ἄλλο ὁ διασκορπισμὸς καὶ ἄλλο ἡ τύφλωσις. Καὶ τὸ μὲν πρῶτο τὸ θεραπεύει ἡ ἐγκράτεια, τὸ δεύτερο ἡ ἡσυχία καὶ τὸ τρίτο ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πρὸς χάριν μας ἔγινε «ὑπήκοος».
51. Ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι δυὸ εἰδῶν καθαρισμοὶ ὑπάρχουν σὲ ὅσους «φρονοῦσι τὰ ἄνω», παίρνοντας παράδειγμα τοὺς δυὸ καθαρισμοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦνται κάτω στὴν γῆ. Καὶ χαρακτηρίζομε κ ν α φ ε ῖ ο ν τὸ ἐν Κυρίῳ κοινόβιο, διότι ξύνει καὶ καθαρίζει τὸν ρύπο καὶ τὸ πάχος καὶ τὴν δυσμορφία τῆς ψυχῆς. Καὶ ὡς β α φ ε ῖ ο ν θὰ ὠνομάζαμε τὴν ἀναχώρησι στὴν ἔρημο, διότι (βάφει μὲ οὐράνια χαρίσματα) ὅσες ψυχὲς ἐκαθαρίσθηκαν στὸ κοινόβιο ἀπὸ τὴν λαγνεία καὶ τὴν μνησικακία καὶ τὸν θυμό, καὶ ἔτσι ἀσπάσθηκαν τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή.
52. Ὑποστηρίζουν μερικοὶ ὅτι ἡ πτῶσις στὶς ἴδιες ἁμαρτίες προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψι τῆς πρεπούσης μετανοίας, ἡ ὁποία χρησιμεύει σὰν ἀντίβαρο γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν προηγουμένων πταισμάτων. Ἂς ἐρευνηθῆ δὲ καὶ τοῦτο, ἐὰν αὐτὸς ποὺ δὲν ἔπεσε στὴν ἴδια ἁμαρτία, μετενόησε πράγματι, ὅπως ἔπρεπε νὰ μετανοήση.
53. Ἔπεσαν στὶς ἴδιες ἁμαρτίες, ἄλλοι μὲν διότι κατέχωσαν στὸν βυθὸ τῆς λήθης τὶς προηγούμενες, ἄλλοι δὲ διότι ἡ φιληδονία τοὺς ἔκανε νὰ βλέπουν μόνο τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλοι ἐπειδὴ ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴν σωτηρία τους. Καὶ ἂν δὲν θὰ μὲ κατηγοροῦσε κανείς, θὰ ἔλεγα ἐπὶ πλέον, ὅτι ἡ πτῶσις στὶς προηγούμενες ἁμαρτίες ὀφείλεται καὶ σὲ τοῦτο: Στὸ ὅτι δὲν μποροῦν πλέον νὰ δέσουν ἐκεῖνον τὸν ἐχθρό, ὁ ὁποῖος τοὺς σύρει βιαίως στὴν ἁμαρτία μὲ τὴν τυραννία τῆς συνηθείας.
54. Ἀξίζει νὰ ἐρευνηθῆ τὸ πῶς ἡ ψυχή, ἂν καὶ εἶναι ἀσώματη, δὲν βλέπει τί εἴδους εἶναι τὰ πνεύματα (ἄγγελοι‐δαίμονες) ποὺ τὴν πλησιάζουν, ἐνῷ καὶ αὐτὰ εἶναι ὁμοίας φύσεως. Αὐτὸ μᾶλλον θὰ ὀφείλεται στὴν σύζευξι τῆς ψυχῆς μὲ τὸ ὑλικὸ σῶμα, πράγμα ποὺ μόνο Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴν σύζευξι τὸ γνωρίζει.
55. Κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστικοὺς πατέρας μὲ ἐρώτησε: «Πές μου, πές μου, σὲ παρακαλῶ, διότι θέλω νὰ μάθω, ποιὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα κάνουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ταπεινώνεται καὶ ποιὰ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του»; Καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἀπόρησα γιὰ τὸ ζήτημα καὶ ἐβεβαίωσα τὴν ἄγνοιά μου μὲ ὅρκο, τότε ἔλαβε τὸν λόγο ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ διδαχθῆ καὶ μὲ ἐδίδαξε: «Μὲ
ὀλίγα λόγια –μοῦ εἶπε‐ θὰ σοῦ προσφέρω μικρὴ ζύμη διακρίσεως, ἀφίνοντάς σε νὰ κοπιάσης μόνος σου
γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. Οἱ δαίμονες τῆς σαρκός, τῆς ὀργῆς, τῆς κοιλιοδουλείας, τῆς ἀκηδίας καὶ τοῦ ὕπνου κατὰ κανόνα δὲν ἀνυψώνουν τὸ κέρας τοῦ νοῦ. Ἐνῷ οἱ δαίμονες τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς πολυλογίας καὶ πολλοὶ ἄλλοι (τὸ ἀνυψώνουν, καὶ ἔτσι) στὸ ἕνα κακὸ προσθέτουν ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ εὑρίσκεται κοντά τους καὶ ὁ δαίμων τῆς κατακρίσεως.
56. Ὅποιος ἐπισκέφθηκε κοσμικοὺς ἢ ἐδέχθηκε ἐπίσκεψί τους, καὶ μετὰ τὴν ὥρα ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ χωρισμοῦ αἰσθάνθηκε στὴν καρδιά του βέλος λύπης –καὶ ὄχι χαρά, διότι ἀπηλλάγη ἀπὸ ἐμπόδια καὶ παγίδες‐ αὐτὸς ἐμπαίζεται ἢ ἀπὸ τὴν κενοδοξία ἢ ἀπὸ τὴν πορνεία.
57. Ἂς ἀναζητήσωμε πρὸ πάντων ἀπὸ ποῦ φυσᾶ ὁ ἄνεμος, μὴ τυχὸν καὶ ἔχομε ἀνοίξει τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνσι.
58. Νὰ παρηγορῆς μὲ ἀγάπη τοὺς ἡλικιωμένους ἀγωνιστάς, οἱ ὁποῖοι ἔλυωσαν τὰ σώματά τους στὴν ἄσκησι καὶ νὰ παρέχης σ᾿ αὐτοὺς ὀλίγη ἀνάπαυσι. Νὰ πιέζης τοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι ἔλυωσαν τὶς ψυχές τους στὴν ἁμαρτία, νὰ ἐγκρατεύωνται, ὀμιλώντας τους γιὰ τὴν αἰώνιο κόλασι.
59. Εἶναι ἀπὸ τὰ ἀκατόρθωτα, ὅπως καὶ ἀλλοῦ ἀναφέραμε, νὰ ἐλευθερωθοῦμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τελείως καὶ ἀπὸ τὴν γαστριμαργία καὶ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ἂς μὴν θελήσωμε ὅμως νὰ πολεμήσωμε τὴν κενοδοξία μὲ τὴν τρυφὴ –ὡς γνωστὸν στοὺς ἀρχαρίους ἡ ἥττα τῆς γαστριμαργίας δημιουργεῖ κενοδοξία. Εἶναι καλύτερα νὰ προσευχηθοῦμε κατὰ τῆς κενοδοξίας, μὲ λιτότητα καὶ ἐγκράτεια. Καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν «ἐλεύσεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν» (Ἰωάν. δ´ 23), κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος θὰ ὑποτάξη καὶ αὐτὴν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας.
60. Οἱ νέοι καὶ οἱ ἡλικιωμένοι ποὺ προσέρχονται (στὴν μοναχικὴ ζωή) δὲν πολεμοῦνται ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη. Πολλὲς φορὲς μάλιστα πάσχουν ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντίθετες ἀσθένειες. Γιὰ τοῦτο εἶναι μακαρισμένη ἡ μακαρία ταπείνωσις, διότι καὶ στοὺς νέους καὶ στοὺς ἡλικιωμένους καθιστᾶ ἀσφαλῆ καὶ δυνατὴ τὴν μετάνοια.
61. Μὴ ταραχθῆς γι᾿ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ εἰπῶ: Ὑπάρχουν, ἂν καὶ σπανίως, ψυχὲς μὲ εὐθύτητα, χωρὶς πονηρία, ἀπηλλαγμένες ἀπὸ κάθε κακία, ὑποκρισία καὶ δολιότητα. Σ᾿ αὐτὲς τὶς ψυχὲς δὲν συμφέρει ἡ συμβίωσις μὲ ἄλλους. Διότι μποροῦν νὰ ξεκινήσουν μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό τους ὁδηγὸ σὰν ἀπὸ κάποιο λιμάνι, ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, καὶ νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανό, χωρὶς ἔτσι νὰ γευθοῦν καὶ νὰ δοκιμάσουν τοὺς θορύβους καὶ τὰ σκάνδαλα τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς.
62. Τοὺς λάγνους μποροῦν νὰ τοὺς ἰατρεύσουν οἱ ἄνθρωποι, τοὺς πονηροὺς οἱ Ἄγγελοι, καὶ τοὺς ὑπερηφάνους μόνο ὁ Θεός.
63. Ἕνα εἶδος ἀγάπης εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ τοῦτο: Ὅταν μας ἐπισκεφθῆ ὁ πλησίον, νὰ τὸν ἀφίνουμε νὰ κάνη σὲ ὅλα ὅ,τι ἐπιθυμεῖ, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ τοῦ δείχνωμε ὅλη μας τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη.
64. Ἀξίζει νὰ ἐρευνήσωμε πῶς καὶ μέχρι ποίου σημείου καὶ πότε βλάπτει ἡ μεταμέλεια ποὺ γίνεται γιὰ τὰ καλά μας ἔργα, ὅπως καὶ γιὰ τὰ κακά.
65. Ἂς ἔχωμε πολλὴ διάκρισι, γιὰ νὰ γνωρίζωμε πότε πρέπει νὰ πολεμοῦμε πρὸς τὰ πάθη καὶ μὲ ποιὰ καὶ μέχρι ποίου σημείου, καὶ πότε νὰ ὑποχωροῦμε. Διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προτιμήσωμε τὴν φυγὴ ἕνεκα τῆς ἀδυναμίας μας, γιὰ νὰ μή μας εὕρη ὁ θάνατος.
66. Ἂς παρατηρήσωμε καὶ ἂς παρακολουθήσωμε πότε καὶ πῶς μποροῦμε μὲ κάποιο πικρὸ φάρμακο νὰ ἐμέσωμε τὴν χολὴ τοῦ κακοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Ποιοὶ δαίμονες ἀνυψώνουν καὶ ποιοὶ ταπεινώνουν. Ποιοὶ σκληρύνουν καὶ ποιοὶ ἀνακουφίζουν. Ποιοὶ σκοτίζουν καὶ ποιοὶ ὑποκρίνονται ὅτι φωτίζουν. Ποιοὶ μᾶς κάνουν νωθροὺς καὶ ποιοὶ ἐπιτηδείους στὸ κακό. Καὶ ποιοὶ πάλι σκυθρωποὺς καὶ ποιοὶ χαρούμενους.
67. Ἂς μὴν ἐκπλαγοῦμε, ἐὰν βλέπωμε στὴν ἀρχὴ τοῦ μοναχικοῦ σταδίου τὸν ἑαυτό μας πιὸ ἐμπαθῆ
ἀπὸ ὅ,τι στὴν κοσμικὴ ζωή. Διότι πρέπει νὰ φανερωθοῦν πρῶτα οἱ κρυφὲς αἰτίες τῆς ἀσθενείας μας καὶ ἔπειτα νὰ ἀποκτήσωμε τὴν ὑγεία. Προηγουμένως δὲ τὰ θηρία δὲν ἐφαίνοντο, διότι ἦταν κρυμμένα.
68. Ἐκεῖνοι ποὺ πλησιάζουν στὴν τελειότητα, ἂν συμβῆ καὶ ὑποστοῦν μία μικρὴ ἥττα ἀπὸ τοὺς δαίμονας, προσπαθοῦν παντοιοτρόπως νὰ ἀνακτήσουν σύντομα ὅ,τι τοὺς ἀφηρέθη καὶ μάλιστα νὰ τὸ πάρουν πίσω ἑκατὸ φορὲς περισσότερο.
69. Οἱ ἄνεμοι ἄλλοτε, σὲ καιρὸ γαλήνης, ταράζουν μόνο τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἄλλοτε ὅμως,
ὅταν πνέουν σφοδρά, καὶ τὸν βυθό. Κάτι παρόμοιο στοχάσου καὶ γιὰ τοὺς σκοτεινοὺς ἀνέμους τῆς
πονηρίας: Στοὺς ἐμπαθεῖς ἀναστατώνουν τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς. Στοὺς προχωρημένους ὅμως μόνο τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νοῦ· καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἐπανευρίσκουν γρηγορότερα τὴν ἐσωτερική τους γαλήνη, ἀφοῦ ἡ καρδιὰ παρέμεινε ἀμόλυντη.
70. Μόνον οἱ τέλειοι εἶναι σὲ θέσι νὰ γνωρίζουν πάντοτε ποιὰ σκέψις μέσα στὴν ψυχὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποιὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποιὰ ἀπὸ τοὺς δαίμονας.
Οἱ δαίμονες δὲν προτρέπουν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς σὲ ὅλα τὰ ἀντίθετα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι σκοτεινὸ πραγματικὰ καὶ δυσεπίλυτο τὸ πρόβλημα αὐτό.
Μὲ τοὺς δυὸ αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς φωτίζεται τὸ σῶμα, καὶ μὲ τὴν αἰσθητὴ καὶ νοερὰ διάκρισι λαμπρύνονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς.
ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ ‐ ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ Περὶ διακρίσεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου