Οι άνθρωποι στην ζωή μας αισθανόμαστε την ανάγκη του θαύματος, του σημείου δηλαδή εκείνου που υπερβαίνει την φύση, τις δυνατότητές μας, ανα-νοηματοδοτεί τον χρόνο μας, κάνει δυνατό το ακατόρθωτο. Το θαύμα έχει μεταφυσική διάσταση. Προέρχεται από τον Θεό ή από τους φίλους του Θεού, που είναι οι Άγιοι και είναι η παρουσία στην ζωή μία δύναμης που μόνο η πίστη μπορεί να ερμηνεύσει. Οι ορθολογιστές χλευάζουν τα θαύματα. Πιστεύουν ότι μπορούν να τα ερμηνεύσουν είτε ως απάτες είτε ως έκτακτες δυνατότητες που έχουν κάποιοι ανθρώπινοι οργανισμοί να αναπτύσσουν δυνάμεις υπέρβασης μπροστά στον θάνατο, δυνάμεις επιβίωσης τις οποίες αποδίδουν σε έναν μηχανισμό φαντασιακής πίστης, ωστόσο προερχόμενης από αξίες με τις οποίες έχουν μεγαλώσει και φαίνεται ότι δεν μπορούν να διαγραφούν, ιδίως σε δύσκολες στιγμές. Για τους ορθολογιστές υπάρχει μία κυνική θεώρηση της ζωής. Μόνος του ο άνθρωπος νικά τις δυσκολίες του. Κάποτε μπορεί να τον βοηθήσουν τα επιτεύγματά του, όπως η επιστήμη, ιδίως της ιατρικής. Όμως όταν έρχεται ο θάνατος, ο άνθρωπος πρέπει να πάρει απόφαση τον αναπόδραστο μηδενισμό.
Το θαύμα όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πίστη στον Θεό. Πώς μπορούν όσοι δεν πιστεύουν να καταλάβουν τι συμβαίνει; Πόσο είναι ηθικό να κρίνουν κάτι που γίνεται με κριτήρια αλλιώτικα των πεποιθήσεών τους; Όταν οι ίδιοι δεν έχουν σχέση με τον Θεό, από πού αντλούν το δικαίωμα να κατακρίνουν τον τρόπο, την ελπίδα, την λογική των άλλων ανθρώπων που έχουν σχέση; Είναι δεδομένο ότι ο εγωισμός, ένα αίσθημα υπερηφάνειας, αλλά και μία βαθιά ανασφάλεια η οποία οδηγεί στο να θέλει ο άνθρωπος να αποδείξει τις απόψεις του και να τις επιβάλλει, είτε με επιχειρήματα είτε με ειρωνείες εις βάρος των άλλων που πιστεύουν διαφορετικά είτε με εμμονή που δεν θέλει να αποδεχτεί κι άλλες πραγματικότητες, να αποτελούν την βάση για την άρνηση των θαυμάτων. Όσοι όμως πιστεύουμε στον Θεό, γνωρίζουμε, εμπιστευόμαστε, αφηνόμαστε στο έλεός Του είτε τα θαύματα γίνουν είτε όχι. Διότι Εκείνος γνωρίζει τι είναι καλό για μας, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Κι από την άλλη, Εκείνος έχει αφήσει σε μας πρότυπα τα οποία μας δείχνουν την οδό της πίστης που τελικά είναι το ίδιο το θαύμα!
Η Εκκλησία μας, κάθε Παρασκευή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δεν παύει να φέρνει ενώπιόν μας το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. «Το προοίμιον των θαυμάτων του Χριστού, το κεφάλαιον των δογμάτων Του». Είναι η απαρχή των θαυμάτων του Κυρίου μας η Παναγία διότι γεφυρώνει την γη με τον ουρανό. Δίδει δηλαδή στην ανθρωπότητα την ευκαιρία να φτάσει στον Θεό, αλλά όχι μόνη της. Κατεβαίνει ο Θεός, σαρκώνεται διά της Παναγίας και ανεβαίνει ο άνθρωπος στο Πρόσωπο του Κυρίου μας στον θρόνο του Θεού. Η Θεοτόκος είναι το πρώτο θαύμα, διότι αυτό που ζει είναι αδιανόητο για τον κτιστό άνθρωπο. Γίνεται η χώρα του Αχωρήτου. Υπερβαίνει δηλαδή την λογική μας. Ελκύει την χάρη του Θεού. Και πλαταίνει η ύπαρξή της τόσο, ώστε να προσλαμβάνεται εντός της ο Θεός και να προσλαμβάνει ο Θεός την σάρκα από εκείνη. Μυστήριο απερίγραπτο. Και την ίδια στιγμή η βάση για όλα τα δόγματα της χριστιανικής πίστης. Διότι χωρίς την ενσάρκωση διά της Θεοτόκου θα είχαμε έναν Θεό Απρόσιτο. Έναν Θεό που δεν θα προσλάμβανε ούτε θα θεράπευε την νικημένη από τον θάνατο φύση μας. Έναν Θεό που θα βοηθούσε, αλλά δεν θα λύτρωνε τους ανθρώπους. Θα ήταν παρών στην ζωή μας, αλλά δεν θα μπορούσαμε οι άνθρωποι να Τον αναγνωρίσουμε και να κοινωνήσουμε μαζί Του μετά τον θάνατό μας, διότι Εκείνος είναι πνεύμα και αμέθεκτος ως προς τη ουσία Του κι εμείς δεν θα είχαμε το κλειδί της ενανθρώπησης για να Τον συναντήσουμε. Έτσι η παναγία η ίδια γίνεται η βάση των δογμάτων. Διατυπώνουμε με λέξεις την εμπειρία της Εκκλησίας. Την πίστη της Εκκλησίας. Την ελπίδα μας.
Γι’ αυτό και αναφωνούμε, μαζί με τον ιερό υμνογράφο του Ακαθίστου Ύμνου, το «Χαίρε». Εκφράζουμε και την δική μας χαρά διότι τα θαύματα πλέον είναι οικεία. Όπως η Παναγία έφερε τον Χριστό στον κόσμο, έτσι κι εμείς, ακολουθώντας τον τρόπο της Παναγίας, μπορούμε να φέρουμε τον Χριστό στην ζωή μας. Εκείνη δόθηκε υπαρξιακά στον Θεό. Κατοίκησε στον ναό του. Τράφηκε με την τροφή του ουρανού από τον Άγγελο. Αγωνίστηκε να έχει την χάρη του Θεού και την χάρη της αρετής. Σίγησε εν ταπεινώσει στις λύπες της πορείας της. Υπάκουσε χωρίς υπερηφάνεια στο θέλημα του Υιού της. Τον ακολούθησε μέχρι σταυρού, θανάτου και Ανάστασης. Τον είδε να αναλαμβάνεται και να στέλνει το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές. Και πάντοτε προσευχόταν να τον ξανασυναντήσει στην αιωνιότητα. Κι εμείς μπορούμε να ζήσουμε αυτά τα μικρά και μεγαλύτερα θαύματα. Να δοθούμε υπαρξιακά στον Θεό γνωρίζοντας πως ό,τι κι αν κάνουμε, Εκείνος είναι ο λόγος και το νόημα της ύπαρξής μας. Να κατοικούμε στον ναό Του. Να τρεφόμαστε με την Θεία Ευχαριστία, τον Ίδιο δηλαδή. Να αγωνιζόμαστε να έχουμε την χάρη της αρετής και να παλεύουμε εναντίον των παθών μας. Να σιωπούμε εν ταπεινώσει σε ό,τι δεν γνωρίζουμε και να υπακούμε στο θέλημα του Θεού, ακόμη κι αν δεν μας ευχαριστεί. Να Τον ακολουθούμε σε όλα τα γεγονότα της ζωής, νοερά και με αγάπη. Και να αποφασίσουμε να είναι για μας γιορτή η κάθε συνάντηση μαζί Του στην Εκκλησία. Στο πρόσωπο του πλησίον, ακόμη κι αυτού που μας δυσκολεύει, διότι μείζων η Αγάπη και Εκείνος Αγάπη εστί.
Τα θαύματα βιώνονται και εξηγούνται στην Εκκλησία. Εδώ υπάρχει το κλειδί της ερμηνείας τους. Όποιος δεν το κατέχει, δεν μπορεί να απαντήσει το «γιατί;» γίνονται. Και κατοχή σημαίνει πίστη. Και σε δόγματα και σε θαύματα. Η Υπεραγία Θεοτόκος, το θαύμα των θαυμάτων, η Κεχαριτωμένη, αποτελεί οδοδείκτη για μας. Ας πιστεύουμε στον Υιό της με τον τρόπο της Εκκλησίας και ας Τον εμπιστευόμαστε για κάθε μικρότερο ή μεγαλύτερο θαύμα που χρειαζόμαστε. Και Εκείνη θα μεσιτεύει για μας, ώστε η χαρά που ζει, να μεταφέρεται στον καθέναν μας. Η χαρά της πίστης! Της ζωής του Χριστού! Της ελπίδας μας!
Κέρκυρα, 31 Μαρτίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου