ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ
Περὶ ἡσυχίας
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
(Διὰ τὴν ἱερὰν «ἡσυχίαν», τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν)
ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΕΘΑ σὰν δοῦλοι ποὺ μᾶς ἀγόρασαν τὰ ἀνόσια πάθη καὶ μᾶς ὑπέταξαν. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο γνωρίζομε κάπως τοὺς δόλους καὶ τὰ τεχνάσματα καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὶς πανουργίες τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ ἐκυριάρχησαν στὴν ἀθλία ψυχή μας. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ποὺ ἐγνώρισαν τὰ τεχνάσματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἀπὸ τὴν φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουν ἀπέναντί τους. Διαφορετικὸ πράγμα εἶναι νὰ φαντάζεται κάποιος ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ἰδική του κατάστασι τὴν εὐχάριστη κατάτασι τῆς ὑγείας, καὶ διαφορετικὸ νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ συμπεραίνη κάποιος ποὺ χαίρει ἄκρας ὑγείας, ἀπὸ τὴν ἰδική του κατάστασι τὴν δυσάρεστη κατάστασι τῆς ἀσθενείας.
Ἐμεῖς σὰν ἀσθενεῖς ποὺ εἴμαστε φοβούμεθα νὰ φιλοσοφήσωμε στὸν παρόντα λόγο γιὰ τὸ λιμάνι τῆς ἡσυχίας, διότι γνωρίζομε κάποιον κύνα ποὺ παρευρίσκεται πάντοτε στὴν τράπεζα τοῦ καλοῦ κοινοβίου καὶ προσπαθεῖ νὰ ἁρπάξη ἕνα τεμάχιο ἄρτου, μία ψυχὴ δηλαδή, καὶ κρατώντας την στὸ στόμα του νὰ τρέξη ἔπειτα στὴν ἔρημο γιὰ νὰ τὴν φάγη μὲ τὴν ἡσυχία του.
Γιὰ νὰ μὴ δώσωμε λοιπὸν μὲ τὸν λόγο μας τόπο σ᾿ αὐτὸν τὸν κύνα καὶ ἀφορμὴ σὲ ὅσους ζητοῦν ἀφορμή, ἐθεωρήσαμε ὅτι δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἀνοίξωμε τώρα συζήτησι περὶ εἰρήνης μὲ τοὺς γενναίους στρατιῶτες τοῦ Βασιλέως ποὺ μάχονται στὸν πόλεμο. Τοῦτο μόνο λέγομε, ὅτι οἱ στέφανοι τῆς εἰρήνης καὶ τῆς γαλήνης ἔχουν πλεχθῆ γιὰ ὅσους πολεμοῦν μὲ ἀνδρεία. Ἂς εἰποῦμε ὅμως ὀλίγα ‐ ἂν νομίζετε‐ περὶ ἡσυχίας «ὡς ἐν τύπῳ διακρίσεως», γιὰ νὰ μὴ λυπήσωμε μερικοὺς ποὺ δὲν θὰ ἤθελαν νὰ ἀφήσωμε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λόγους ἀνεξέταστο τοῦτο τὸ θέμα.
2. Ἡσυχία τοῦ σώματος σημαίνει ἐπιστήμη καὶ εὐτρεπισμένη κατάστασις τῶν ἠθῶν καὶ τῶν αἰσθήσεων. Ἡσυχία τῆς ψυχῆς σημαίνει ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν καὶ «ἀσύλητος ἔννοια». Φίλος καὶ βοηθὸς τῆς ἡσυχίας εἶναι ἕνας ἀνδρεῖος καὶ αὐστηρὸς λογισμὸς ποὺ ἵσταται ἄγρυπνος στὴν θύρα τῆς καρδίας καὶ φονεύει ἢ ἀποδιώκει τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ πλησιάζουν. Ὅποιος ζῆ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ «ἐν αἰσθήσει καρδίας», ἀντιλαμβάνεται αὐτὸ ποὺ εἶπα. Ὅποιος ὅμως εἶναι ἀκόμη νήπιος καὶ ἀρχάριος, οὔτε τὸ ἐγεύθηκε οὔτε τὸ ἐγνώρισε. Ὁ γνωστικὸς ἡσυχαστὴς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγους διδασκαλικούς, διότι αὐτοὺς τοὺς ἀντιλαμβάνεται ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὰ γεγονότα.
3. Ἀρχὴ τῆς ἡσυχίας εἶναι τὸ νὰ ἀποκρούη κανεὶς τοὺς κτύπους (τῶν δαιμόνων), διότι τοῦ ταράζουν τὸν βυθὸ (τῆς καρδίας). Τέλος της εἶναι τὸ νὰ μὴ φοβῆται τοὺς θορύβους, ἀλλὰ νὰ ἀναισθητῆ ἀπέναντί τους.
4. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ κελλί του ὁ ἡσυχαστὴς λόγῳ κάποιας ἀνάγκης, εἶναι σὰν νὰ μὴ ἐξέρχεται. Παρουσιάζεται δὲ ἤπιος, πραγματικὸς οἶκος τῆς ἀγάπης, δυσκίνητος πρὸς τὴν ὁμιλία καὶ ἀκίνητος πρὸς τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ. Τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι φανερό, (ὁ τρόπος δηλαδὴ τῆς ἐξόδου ἑνός, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται χωρὶς νὰ ὑπάρχη λόγος).
5. Ἡσυχαστὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ περιορίση τὸ ἀσώματον μέσα σὲ σωματικὸ οἶκο – πράγμα παραδοξότατο!
6. Παρακολουθεῖ προσεκτικὰ τὸν ποντικὸ ἡ θηρεύτριά του, (ἡ γάτα δηλαδή). Ὁμοίως κάποιο νοητὸ ποντικὸ παρακολουθεῖ ἡ σκέψις τοῦ ἡσυχαστοῦ. Μὴ περιφρονήσης αὐτὸ τὸ παράδειγμα. Ἂν τὸ
περιφρονήσης, σημαίνει ὅτι δὲν ἐγεύθηκες ἀκόμη τὴν ἡσυχία.
7. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα μοναχὸς ποὺ ἀσκεῖται κατὰ μόνας καὶ μοναχὸς ποὺ ἀσκεῖται μαζὶ μὲ ἄλλον μοναχό. Διότι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀσκεῖται κατὰ μόνας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ νήψι καὶ ἀρρέμβαστο νοῦ
(ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν πειρασμῶν τῶν πονηρῶν πνευμάτων). Τὸν προηγούμενο, (ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶναι μόνος του), πολλὲς φορὲς τὸν ἐβοήθησε ὁ ἄλλος συνασκητής του, ἐνῷ στὸν δεύτερο χρειάσθηκε νὰ σταλῆ Ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθῆ.
8. Οἱ νοερὲς Δυνάμεις συλλειτουργοῦν καὶ ζοῦν μαζὶ μὲ τὸν ἡσυχαστὴ ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς. Γιὰ τὸ ἀντίθετο ὅμως προτιμῶ νὰ σιωπήσω.
9. Ὁ βυθὸς τῶν δογμάτων εἶναι βαθύς, καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἡσυχαστοῦ πηδᾶ καὶ βυθίζεται σ᾿ αὐτὰ ὄχι χωρὶς κίνδυνο. Εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κολυμβᾶ κανεὶς μὲ τὰ ροῦχα του· ὁμοίως καὶ τὸ νὰ ἐγγίζη τὴν θεολογία, ἐνῷ ἔχει πάθη.
10. Κελλὶ τοῦ ἡσυχαστοῦ σημαίνει περιορισμὸς τοῦ σώματος. Καὶ κρύπτει μέσα του (τὸ κελλί) τὸν οἶκο τῆς θείας γνώσεως.
11. Ὅποιος νοσεῖ ψυχικὰ ἀπὸ κάποιο πάθος καὶ ἐπιχειρεῖ τὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ πήδησε στὸ πέλαγος ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ κρατώντας ἕνα σανίδι νομίζει ὅτι θὰ φθάση χωρὶς κίνδυνο στὴν ξηρά.
12. Σὲ ὅσους μάχονται πρὸς τὸ πήλινο σῶμα τους, ἡ ἡσυχία ἀποβαίνει ὠφέλιμη στὸν κατάλληλο καιρό, ἐὰν βεβαίως ἔχουν πνευματικὸ ὁδηγό. Διότι γιὰ νὰ ἀσκῆ κανεὶς μόνος του τὴν ἡσυχία χρειάζεται νὰ ἔχη ἀγγελικὴ δύναμι καὶ ἱκανότητα. Ἐγὼ βέβαια ὁμιλῶ γιὰ τοὺς πραγματικοὺς ἡσυχαστὰς καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχή.
13. Ὁ ἡσυχαστὴς ποὺ βαρέθηκε τὴν ζωή του, ἀρχίζει νὰ ψεύδεται καὶ μὲ πλαγίους λόγους παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν ἡσυχία. Ἐγκαταλείποντας τὸ κελλί του κατηγορεῖ τοὺς δαίμονας, ξεχνώντας ὅτι ἔγινε ὁ ἴδιος δαίμων τοῦ ἑαυτοῦ του.
14. Εἶδα ἡσυχαστὰς, οἱ ὁποῖοι τὴν φλογερή τους ἐπιθυμία πρὸς τὸν Θεὸν τὴν ἱκανοποίησαν ἀχόρταγα μέσῳ τῆς ἡσυχίας, καὶ ἀπὸ τὸ πῦρ ἔκαναν νὰ προκύψη πῦρ καὶ ἀπὸ τὸν ἔρωτα ἔρωτας καὶ ἀπὸ τὸν πόθο πόθος.
15. Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἐπίγειος τύπος Ἀγγέλου, ποὺ μὲ τὸ χαρτὶ τοῦ πόθου του καὶ τὰ γράμματα τοῦ ζήλου του (σὰν μὲ ἔγγραφο ἀποφυλακίσεως) ἐλευθέρωσε τὴν προσευχή του ἀπὸ κάθε ρᾳθυμία καὶ ὀκνηρία.
16. Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐβόησε δυνατὰ καὶ καθαρά: «Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός» (Ψαλμ.
ρζ´ 2). Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἆσμα ε´ 2).
17. Νὰ κλείνης τὴν θύρα τοῦ κελλιοῦ σου γιὰ νὰ μὴν ἐξέρχεται τὸ σῶμα σου, τὴν θύρα τῆς γλώσσης σου γιὰ νὰ μὴν ἐξέρχωνται λόγια, καὶ τὴν ἐσωτερικὴ πύλη τῆς ψυχῆς σου γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχωνται τὰ πονηρὰ πνεύματα.
18. Ἡ γαλήνη τῆς θαλάσσης καὶ ὁ μεσημβρινὸς ἥλιος ἐδοκίμασαν τὴν ὑπομονὴ τοῦ ναυτικού, καὶ ἡ ἔλλειψις τῶν ἀναγκαίων ἔδειξε τὴν καρτερία τοῦ ἡσυχαστοῦ. Ὁ ἕνας, ὁ ναυτικός, ἀπὸ τὴν στενοχώρια του ρίχνεται καὶ κολυμβᾶ στὰ νερά. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἡσυχαστής, ἀπὸ τὴν ἀκηδία του βγαίνει καὶ συμφύρεται μὲ τὰ πλήθη, γιὰ νὰ ἐξοικονομήση τὰ ἀναγκαῖα.
19. Νὰ μὴ φοβῆσαι τὰ παιγνίδια ποὺ κάνουν οἱ δαίμονες μὲ τοὺς διαφόρους κτύπους, διότι τὸ πένθος δὲν γνωρίζει τὴν δειλία καὶ δὲν πτοεῖται.
20. Ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ὁ νοῦς ἔμαθε ἀληθινὰ νὰ προσεύχεται, ὁμιλοῦν στὸν Κύριον «ἐνώπιοι ἐνωπίῳ», ὅπως αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν ἰδιαιτέρως στὸ αὐτὶ τοῦ βασιλέως. Ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχονται μὲ τὸ στόμα, ὁμοιάζουν μὲ αὐτοὺς ποὺ γονατίζουν καὶ παρακαλοῦν τὸν βασιλέα ἐμπρὸς σὲ ὅλη τὴν σύγκλητο. Καὶ ὅσοι ζοῦν στὸν κόσμο, ὅταν προσεύχωνται, εἶναι σὰν νὰ ἱκετεύουν τὸν βασιλέα μέσα ἀπὸ τοὺς θορύβους ὅλου τοῦ ὄχλου. Ἐὰν ἔμαθες ἐπιστημονικὰ τὴν τέχνη τῆς προσευχῆς, δὲν θὰ ἀγνοῆς αὐτὸ
ποὺ λέγω.
21. Καθισμένος σὲ μία ὑψηλὴ σκοπιά, παρατήρει τὸν ἑαυτό σου, ἐὰν βέβαια καὶ ἔχης τὴν ἀπαραίτητη γνῶσι, καὶ τότε θὰ ἰδῆς πῶς καὶ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ πόσοι καὶ ποιοὶ κλέπτες ἔρχονται νὰ κλέψουν τὰ σταφύλια. Ὅταν ἀποκάμη ὁ σκοπὸς (μὲ αὐτὴ τὴν ἔρευνα), ἂς σηκωθῆ νὰ προσευχηθῆ. Καὶ πάλι, ἀφοῦ καθήση, ἂς συνεχίση μὲ ἀποφασιστικότητα τὴν προηγουμένη ἐργασία του.
22. Ἤθελε κάποιος ποὺ τὰ ἐδοκίμασε νὰ ὁμιλήσῃ περὶ αὐτῶν ἀναλυτικὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια, ἀλλὰ φοβήθηκε μήπως καὶ στοὺς ἐργαζομένους αὐτὰ φέρη ἀπροθυμία καὶ στοὺς ἐπιθυμοῦντας αὐτὰ δημιουργήσῃ φόβο μὲ τὸν κτύπο τῶν λόγων του. Ὅποιος ἐξηγεῖ τὰ τῆς ἡσυχίας ἀναλυτικὰ καὶ ἐπιστημονικά, ἐξήγειρε ἐναντίον του τοὺς δαίμονας, διότι κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ξεσκεπάσῃ ὅπως αὐτὸς τὶς ἀθλιότητες τῶν δαιμόνων.
23. Ὅποιος ἔφθασε στὴν τελεία ἡσυχία, ἐγνώρισε τὸν βυθὸ τῶν θείων μυστηρίων. Δὲν κατέβηκε ὅμως σ᾿ αὐτόν, παρὰ ἀφοῦ προηγουμένως εἶδε καὶ ἄκουσε τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων καὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἴσως δὲ καὶ ἐβράχηκε ἀπὸ αὐτά. Τὸ ἐπικυρώνει αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος, ἐὰν δὲν ἁρπαζόταν ὡσὰν σὲ ἡσυχία στὸν Παράδεισο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσῃ τὰ «ἄρρητα ρήματα» (Β´ Κορ. ιβ´ 4).
24. Τὸ αὐτὶ τῆς ἡσυχίας θὰ ἀκούση ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐξαίσια πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ πάνσοφη αὐτὴ ἔλεγε καὶ στὸν Ἰώβ: «Πότερον, οὗ δέξεταί μου τὸ οὖς ἐξαίσια παρ᾿ αὐτοῦ;» (δ´ 12).
25. Ἡσυχαστὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ χωρὶς νὰ τοὺς μισῆ, τοὺς ἀποφεύγη ὅλους τόσο, ὅσο ἕνας ἀμελὴς μοναχὸς τρέχει κοντά τους μὲ προθυμία. Καὶ τοῦτο, διότι δὲν θέλει νὰ διακοπῆ ἡ γεῦσις τῆς γλυκύτητος τοῦ Θεοῦ.
26. Πήγαινε καὶ σ κ ό ρ π ι σ ε γρήγορα τὰ ὑπάρχοντά σου ‐ὄχι π ώ λ η σ ε, διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ χρόνο‐ καὶ δός τα σὲ πτωχοὺς μοναχούς, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσουν μὲ τὴν προσευχή τους στὴν ἡσυχία. Καὶ σήκωσε τὸν σταυρό σου μὲ τὴν ὑπακοή, καὶ ὑπόμεινε γενναῖα τὸ βάρος τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματός σου. Καὶ ἐν συνεχείᾳ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσης, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὴν τρισμακάριστη ἡσυχία, καὶ θὰ σὲ διδάξω φανερὰ τὴν ἐργασία καὶ τὴν πολιτεία τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων.
Δὲν θὰ χορτάσουν αὐτὲς νὰ δοξολογοῦν εἰς αἰώνας αἰώνων τὸν Δημιουργό. Ὁμοίως καὶ αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ τῆς ἡσυχίας νὰ ἀνυμνῆ τὸν Κτίστη. Δὲν φροντίζουν γιὰ τὰ ὑλικὰ οἱ ἄυλοι.
Ὁμοίως γιὰ τὴν τροφὴ οἱ «ὑλικοὶ ἄυλοι». Δὲν θὰ γευθοῦν οἱ πρῶτοι φαγητά. Ὁμοίως καὶ οἱ δεύτεροι δὲν θὰ στηριχθοῦν σὲ ὑποσχέσεις ἀνθρώπων γιὰ τὴν συντήρησί τους. Δὲν θὰ φροντίσουν ἐκεῖνοι γιὰ χρήματα καὶ κτήματα. Ὁμοίως καὶ αὐτοὶ γιὰ τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὶς κακοπάθειες ποὺ τοὺς προκαλοῦν τὰ πονηρὰ πνεύματα.
Δὲν ἐπιθυμοῦν οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι κάποιο ὁρατὸ κτίσμα. Ὁμοίως καὶ οἱ ἐπίγειοι Ἄγγελοι τὴν θέα κάποιου προσώπου. Δὲν θὰ παύσουν ποτὲ ἐκεῖνοι νὰ προοδεύουν στὴν ἀγάπη. Ὁμοίως καὶ αὐτοὶ νὰ τοὺς συναγωνίζονται κάθε ἡμέρα. Δὲν εἶναι ἄγνωστος σ᾿ ἐκείνους ὁ πλοῦτος τῆς προκοπῆς τους. Ὁμοίως καὶ σ᾿ αὐτοὺς ὁ ἔρωτας τῆς πνευματικῆς τους ἀναβάσεως. Καὶ δὲν θὰ σταματήσουν, μέχρις ὅτου φθάσουν τὰ Σεραφείμ· οὔτε θὰ ὑπολογίσουν κόπους, μέχρις ὅτου γίνουν Ἄγγελοι.
Μακάριος, ὅποιος ἐλπίζη νὰ φθάση σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψος. Τρισμακάριος, ὅποιος πλησιάζει. Ἄγγελος, ὅποιος ἔφθασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου