ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Περὶ ὑπακοῆς
(Διὰ τὴν μακαρίαν καὶ ἀείμνηστον ὑπακοήν)
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ λόγος ἔφθασε ὁμαλὰ καὶ κανονικὰ στοὺς πύκτας καὶ ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅπως πρὶν ἀπὸ τὸν καρπὸ ἀναφαίνεται τὸ ἄνθος, ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ προηγεῖται ἡ ξενιτεία, εἴτε τοῦ σώματος εἴτε τοῦ θελήματος. Μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀρετές, ὡσὰν μὲ χρυσὲς πτέρυγες ἀνέρχεται ἄκοπα στὸν οὐρανὸ ἡ ὁσία ψυχή. Ἴσως μάλιστα γι᾿ αὐτὸ κάποιος πνευματοφόρος ἄνθρωπος νὰ ἔψαλλε: «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι» ‐μὲ τὴν πράξι‐«καὶ καταπαύσω»‐ μὲ τὴν θεωρία καὶ τὴν ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ´ 7).
2. Ἂν συμφωνῆτε καὶ σεῖς, δὲν πρέπει οὔτε τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα τῶν ἀνδρείων αὐτῶν πολεμιστῶν νὰ παραβλέψωμε καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάσωμε μὲ πλήρη περιγραφή. Πῶς δηλαδὴ κρατοῦν γερὰ τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν γυμναστή τους, καὶ μὲ αὐτήν, θὰ ἐλέγαμε, ἀποκρούουν κάθε λογισμὸ ἀπιστίας ἢ μεταβάσεως καὶ ἀναχωρήσεως (ἀπὸ τὴν Μονή). Πῶς ἔχουν ἀνεσπασμένη συνεχῶς τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος καὶ φονεύουν κάθε ἰδικό τους θέλημα ποὺ θὰ ἀναφανῆ. Πῶς ἔχουν φορέσει τοὺς σιδερένιους θώρακες τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς πραότητος καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἀποκρούουν κάθε ὑβρεολογία, κάθε λέξι ποὺ σουβλίζει καὶ κάθε λόγο ποὺ ρίπτεται ἐναντίον τους σὰν βέλος. Πῶς φοροῦν καὶ τὴν «περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου» (Ἐφεσ. ς´ 17), τὴ σκέπη δηλαδὴ ποὺ τοὺς παρέχει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντος. Καὶ δὲν στέκονται μὲ δεμένα τὰ πόδια, ἀλλὰ τὸ ἕνα τὸ προβάλλουν ‐ εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ ὑπηρεσία ‐ καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἔχουν ἀκίνητο ‐ εἶναι πρόθυμοι δηλαδὴ γιὰ προσευχή.
3. Ὑπακοὴ εἶναι ἡ τελεία ἀπάρνησις τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματος. Ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο: Ὑπακοὴ εἶναι νέκρωσις τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐνῷ ὁ νοῦς εἶναι ζωντανός. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνέργεια χωρὶς ἐξέτασι, θάνατος ἑκούσιος, ζωὴ χωρὶς περιέργεια, ἀμεριμνία γιὰ κάθε σωματικὸ κίνδυνο, ἀμεριμνία γιὰ τὸ τί θὰ ἀπολογηθῆς στὸν Θεόν, νὰ μὴ φοβῆσαι τὸν θάνατο, νὰ ταξειδεύης στὴν θάλασσα χωρὶς κίνδυνο, νὰ ὁδοιπορῆς στὴν ξηρὰ ξέγνοιαστα σὰν νὰ κοιμᾶσαι.
4. Ὑπακοὴ σημαίνει ἐνταφιασμὸς τῆς ἰδικῆς μας θελήσεως καὶ ἀνάστασις τῆς ταπεινώσεως. Δὲν ἀντιλέγει ὁ νεκρὸς οὔτε ξεχωρίζει τὰ καλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ φαίνονται ὡς πονηρά. Διότι ὁ Γέροντάς του, ποὺ τοῦ ἐθανάτωσε μὲ τρόπο θεάρεστο τὴν ψυχή, αὐτὸς θὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα. Ὑπακοὴ σημαίνει νὰ ἀποθέσωμε τὴν ἰδική μας διάκρισι στὴν πλούσια διάκρισι τοῦ Γέροντος.
5. Ἡ ἀρχὴ τῆς νεκρώσεως καὶ κάποιου μέλους τοῦ σώματος καὶ κάποιου θελήματος τῆς ψυχῆς φέρνει πόνο. Στὸ μέσον τῆς νεκρώσεως, ἄλλοτε αἰσθανόμεθα πόνο καὶ ἄλλοτε ὄχι. Καὶ στὸ τέλος ἐπέρχεται παῦσις καὶ ἀναισθησία τοῦ πόνου. Τότε μόνο φαίνεται νὰ πονῆ καὶ νὰ ὑποφέρη ὁ ζωντανὸς αὐτὸς νεκρὸς καὶ μακαρίτης, ὅταν βλέπη πὼς κάνει τὸ θέλημά του. Καὶ τοῦτο, διότι φοβεῖται τὸ βάρος τοῦ πταίσματός του.
6. Ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐπιχειρήσατε νὰ ἀποδυθῆτε καὶ νὰ εἰσέλθετε στὸ στάδιο αὐτὸ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου, ὅσοι θέλετε νὰ σηκώσετε στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι φροντίζετε νὰ φορτώσετε στὸν τράχηλο κάποιου ἄλλου τὸ ἰδικό σας φορτίο, ὅσοι σπεύδετε νὰ γράψετε σὲ συμβόλαιο τὴν πώλησί σας καὶ θέλετε ἀντὶ αὐτῆς νὰ γραφῆ σὲ σᾶς ἐλευθερία, ὅσοι, τέλος, ὑποβαστάζεσθε καὶ ἀνυψώνεσθε ἀπὸ χέρια ἄλλων καὶ διανύετε ἔτσι τὸ μεγάλο τοῦτο πέλαγος, ἂς γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσατε νὰ βαδίσετε μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ τραχεία ὁδό, ἡ ὁποία μία καὶ μόνη πλάνη κρύβει: Αὐτὴν ποὺ λέγεται ἰδιορρυθμία. Αὐτὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε ἐντελῶς τὴν ἰδιορρυθμία σὲ ὅσα τοῦ φαίνονται καλὰ καὶ πνευματικὰ καὶ θεάρεστα, αὐτὸς ἔφθασε στὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ, προτοῦ ἀρχίση νὰ
τὴν βαδίζη. Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπακοή: Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτόν του σὲ ὅλα τὰ καλὰ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.
7. Ὅταν πρόκειται νὰ κλίνωμε τὸν αὐχένα μας στὸν Κύριον, καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν ἑαυτόν μας σὲ ἄλλον, μὲ λογισμὸ ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ κύριο σκοπὸ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴν σωτηρία μας, πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδό μας στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, ἂν τυχὸν διαθέτωμε κάποια πονηρία καὶ σύνεσι, ἂς ἐξετάσωμε ἐρευνητικὰ καὶ ‐ἂς τὸ πῶ ἔτσι‐ ἂς δοκιμάσωμε τὸν κυβερνήτη. Γιὰ νὰ μὴν πέσωμε σὲ ναύτη ἀντὶ σὲ κυβερνήτη, σὲ ἀσθενῆ ἀντὶ σὲ ἰατρό, σὲ ἐμπαθῆ ἀντὶ σὲ ἀπαθῆ, σὲ πέλαγος ἀντὶ σὲ λιμάνι, καὶ ἔτσι προξενήσωμε στὸν ἑαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.
Μετὰ τὴν εἴσοδό μας ὅμως στὸ στάδιο τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ὑποταγῆς, ποτὲ πλέον καὶ σὲ τίποτε ἀπολύτως ἂς μὴ ἐξετάζωμε τὸν καλὸ ἀγωνοθέτη μας, ἔστω καὶ ἂν παρατηρήσωμε σ᾿ αὐτόν, σὰν σὲ ἄνθρωπο, μερικὰ μικρὰ ἴσως σφάλματα. Διότι διαφορετικὰ τίποτε δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν ὑποταγή, ἐὰν τὸν ἐξετάζωμε καὶ τὸν κρίνωμε.
8. Ὅσοι θέλουν νὰ τρέφουν πάντοτε ἀδίστακτη ἐμπιστοσύνη στοὺς Γέροντες, ἐπιβάλλεται νὰ διατηροῦν ἀλησμόνητα καὶ ἀνεξάλειπτα στὴν καρδιά τους τὰ πνευματικά τους κατορθώματα. Ὥστε, ὅταν οἱ δαίμονες προσπαθοῦν νὰ ἐνσπείρουν μέσα τους ἀμφιβολία, νὰ τὰ ἐνθυμοῦνται καὶ νὰ τοὺς ἀποστομώνουν.
Ὅσο δὲ ἡ ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Γέροντα θάλλει μέσα στὴν καρδιά, τόσο τὸ σῶμα προθυμοποιεῖται σὲ κάθε διακονία. Ἐνῷ, ὅταν σκοντάψη στὴν ἀπιστία, θὰ πέση, διότι «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» (Ρωμ. ιδ´ 23).
9. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ποὺ σοῦ ὑποβάλλει νὰ ἐξετάσης ἢ νὰ κατακρίνης τὸν Ἡγούμενο, τινάξου μακρυὰ σὰν ἀπὸ πορνεία. Μὴ δώσης καθόλου ἄδεια στὸν ὄφι αὐτὸν οὔτε τόπο οὔτε εἴσοδο οὔτε ἀρχή. Καὶ ἀπάντησε στὸν δράκοντα: «Ὦ ἀπατεών, δὲν ἀνέλαβα ἐγὼ νὰ κρίνω τὸν Ἡγούμενο, ἀλλὰ ἐκεῖνος νὰ κρίνη ἐμένα. Δὲν διωρίσθηκα ἐγὼ κριτής του, ἀλλὰ αὐτὸς ἰδικός μου».
10. Οἱ πατέρες ὠνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνῷ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτήν, κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώση νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον.
11. Ὁ ὑποτακτικὸς καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἂν μὲν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ὑπακούη τελείως ‐ ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δὲν φαίνεται τελείως ‐ τότε ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ κάθε καταδίκη. Ἐὰν ὅμως ἱκανοποιῆ σὲ μερικὰ πράγματα τὸ θέλημά του ‐ ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι ὑπακούει ‐ τότε σηκώνει ὁ ἴδιος τὸ φορτίο του. Στὴν περίπτωσι αὐτή, ἂν ὁ Γέροντας δὲν παύη νὰ τὸν ἐλέγχη, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως ἐσιώπησε, τότε δὲν ξεύρω τί νὰ εἰπῶ!
12. Ὅσοι ὑποτάσσονται ἐν Κυρίῳ μὲ ἁπλότητα, αὐτοὶ τελείωνουν καλὰ τὸν δρόμο τους, διότι, ἀποφεύγοντες τὴν λεπτολόγο ἐξέτασι τοῦ Γέροντος, δὲν προσελκύουν κατεπάνω τους τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
13. (Ἀφοῦ ἔλθωμε στὸ Κοινόβιο), πρὶν ἀπὸ ὅλα ἂς ἐξομολογηθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας στὸν καλό μας δικαστῆ, (τὸν Γέροντα), καὶ μόνο σ᾿ αὐτόν, ἂν ὅμως μᾶς προστάξη, καὶ ἐνώπιον ὅλων. Διότι πληγὲς ποὺ φανερώνονται, δὲν χειροτερεύουν, ἀλλὰ θεραπεύονται.
14. Φθάνοντας κάποτε σ᾿ ἕνα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερὴ καὶ ἐκπληκτικὴ κρίσι ἑνὸς καλοῦ κριτοῦ καὶ ποιμένος. Ἐνῷ εὑρισκόμουν ἐκεῖ, ἔτυχε νὰ ἔλθη γιὰ μοναχὸς κάποιος ποὺ ἦταν προηγουμένως λῃστής. Αὐτὸν λοιπὸν ὁ ἄριστος ἐκεῖνος ἰατρὸς καὶ ποιμὴν διέταξε νὰ ἀπολαύση ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες κάθε ἀνάπαυσι, καὶ μόνη ἀπασχόλησι νὰ ἔχη τὸ νὰ παρατηρῆ τὴν ζωὴ καὶ τὴν τάξι τῆς Μονῆς.
Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τὸν ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως ὁ ποιμὴν καὶ τὸν ἐρώτησε ἂν τοῦ ἄρεσε νὰ
συγκατοικήση μαζί τους. Ὅταν δὲ τὸν εἶδε νὰ συγκατατίθεται μὲ ὅλη του τὴν εἰλικρίνεια, τὸν ἐρώτησε πάλι τί ἁμαρτήματα διέπραξε στὸν κόσμο. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν εἶδε νὰ τὰ ἐξομολογῆται τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μὲ προθυμία ὅλα, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάση τοῦ εἶπε πάλι: «Θέλω ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ φανερώσης ἐμπρὸς σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα». Καὶ ἐκεῖνος ἔχοντας μισήσει ὁλωσδιόλου τὴν ἁμαρτία του καὶ περιφρονώντας κάθε ἐντροπὴ τοῦ τὸ ὑποσχέθηκε ἀδίστακτα. «Καὶ ἂν θέλης ἀκόμη, τοῦ λέγει, τὰ ἐξομολογοῦμαι καὶ στὸ κέντρο τῆς Ἀλεξανδρείας».
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό, ὁ Ποιμὴν συναθροίζει στὸ Κυριακὸ ὅλα τὰ (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τὸν ἀριθμό. Καὶ ἐνῷ ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία ‐ἦταν ἡμέρα Κυριακή‐ μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου, δίδει ἐντολὴ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Ναὸ ὁ ἀθῷος πλέον ἐκεῖνος κατάδικος.
Τὸν ἔσυραν μερικοὶ ἀδελφοὶ κτυπώντας τὸν ἐλαφρά, μὲ τὰ χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο καὶ ἔχοντας ριγμένη στάχτη στὸ κεφάλι του. Καὶ μόνη ἡ θέα τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἐδημιούργησε κατάπληξι σὲ ὅλους, ὥστε ἀμέσως νὰ ξεσπάσουν σὲ δάκρυα καὶ ὀλολυγμούς, ἐφ᾿ ὅσον κανεὶς δὲν ἐγνώριζε τί ἀκριβῶς συνέβαινε. Ἔπειτα μόλις ἐπλησίασε στὴν πύλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἱερὰ ἐκείνη κεφαλή, ὁ φιλάνθρωπος κριτής, τοῦ ἐφώναξε μὲ δυνατὴ φωνή: «Στάσου! Εἶσαι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθης ἐδῶ μέσα».
Ἐκεῖνος τότε ἐταράχθηκε ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Ποιμένος ποὺ τὴν ἄκουσε ἀπὸ τὸ Ἱερό. (Ὅπως ἀργότερα μᾶς ἐβεβαίωνε μὲ ὅρκους, τοῦ ἐφάνηκε ὅτι ἄκουσε βροντὴ καὶ ὄχι φωνὴ ἀνθρώπου). Πέφτει ἀμέσως ἔντρομος μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, συγκλονισμένος ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν φόβο. Ἐνῷ δὲ ἐκείτετο κάτω καὶ ἔβρεχε τὸ χῶμα μὲ τὰ δάκρυά του, ἐκεῖνος ὁ θαυμάσιος ἰατρός, ὁ ὁποῖος μεταχειριζόταν τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία του, καὶ συγχρόνως ἔδιδε σὲ ὅλους ἕνα ὑπόδειγμα σωτηρίας καὶ ἀληθινῆς ταπεινώσεως, τὸν προστάζει νὰ εἰπῆ ἐμπρὸς σὲ ὅλους ὅλα τὰ ἁμαρτήματά του ἕνα‐ἕνα ξεχωριστά.
Τότε αὐτὸς ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται μὲ τρόμο ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα ἕνα‐ἕνα λέγοντας πράγματα ποὺ ἐξένιζαν κάθε ἀνθρώπινη ἀκοή. Ὄχι μόνο σαρκικὰ ἁμαρτήματα παρὰ φύσιν, κατὰ φύσιν, μὲ ἀνθρώπους, μὲ ζῷα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μαγεῖες καὶ φόνους καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀκούση οὔτε νὰ γράψη κανείς. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι αὐτή, προστάζει ὁ Ποιμὴν νὰ καρῆ ἀμέσως μοναχὸς καὶ νὰ συγκαταριθμηθῆ στοὺς ἀδελφούς.
15. Ἐγὼ τότε ἐθαύμασα τὴν σοφία τοῦ Ὁσίου ἐκείνου καὶ τὸν ἐρώτησα ἰδιαιτέρως, γιὰ ποιὸ λόγο
προέβη στὴν παράδοξη αὐτὴ ἐνέργεια. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἦταν πράγματι ἰατρὸς ψυχῶν, μοῦ ἀπήντησε ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους:
«Πρώτον, χάριν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ὥστε μὲ τὴν ἐντροπὴ τῆς παρούσης ἐξομολογήσεως νὰ τὸν ἀπαλλάξω ἀπὸ τὴν μέλλουσα ἐντροπὴ – πράγμα ποὺ ἀσφαλῶς ἔγινε. Διότι, ἀδελφέ μου Ἰωάννη, δὲν ἐσηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, μέχρις ὅτου ἐπέτυχε τὴν ἄφεσι ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν του. Καὶ μὴν ἀμφιβάλλης γι᾿ αὐτό, διότι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ πῆρε θάρρος καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔβλεπα τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιον φοβερὸ καὶ ἐπιβλητικὸ ἄνδρα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χαρτὶ γραμμένο καὶ ἕνα κοντύλι ἀπὸ καλάμι. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ὁ ριγμένος στὸ ἔδαφος ἐξωμολογεῖτο μία ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μὲ τὸ κοντύλι τὴν διέγραφε». Αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό, σύμφωνα καὶ μὲ τὰ λόγια (του Δαβίδ):
«Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφήκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. λα´ 5). Δεύτερον, τὸ ἔκανα αὐτό, ἐπειδὴ ἔχω μερικοὺς ἀδελφοὺς μὲ ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοὺς παρακινῶ καὶ ἐκείνους στὴν ἐξομολόγησι, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν θὰ ἐπιτύχη τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του».
16. Εἶδα καὶ ἄλλα πολλὰ ἀξιοθαύμαστα καὶ ἀξιομνημόνευτα πράγματα, κοντὰ στὸν ἀείμνηστο ἐκεῖνο Ποιμένα καὶ τὸ ποίμνιό του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα θὰ προσπαθήσω νὰ σὰς τὰ παρουσιάσω. Διότι ἔμεινα κοντὰ τοὺς ἀρκετὸ καιρό, ἐξετάζοντας τὴν ζωή τους, ἡ ὁποία μου προξενοῦσε ὑπερβολικὸ θαυμασμὸ καθὼς ἔβλεπα πῶς οἱ ἐπίγειοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι ἐμιμοῦντο τοὺς οὐρανίους!
Συνδέονταν μεταξύ τους μὲ ἀδιάρρηκτο δεσμὸ ἀγάπης, χωρὶς ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀγάπη ‐πράγμα πολὺ θαυμαστό‐ νὰ ἔχη δημιουργήσει μεταξύ τους παρρησία ἢ ἀργολογία. Πρὶν ἀπὸ ὅλα ἐφρόντιζαν νὰ μὴ τραυματίσουν σὲ τίποτε τὴν συνείδησι τοῦ ἀδελφοῦ. Ἐὰν τυχὸν εὑρισκόταν κανεὶς μὲ μίσος πρὸς τοὺς
ἄλλους, ὁ Ποιμὴν τὸν ἐξώριζε ὡς κατάδικο στὸ ἰδιαίτερο καὶ ἀπομονωμένο Μοναστήρι.
Ὅταν κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ὡμίλησε στὸν Ποιμένα ὑβριστικὰ εἰς βάρος ἄλλου ἀδελφοῦ, τὴν ἴδια στιγμὴ διέταξε ὁ ὁσιώτατος Ποιμὴν νὰ ἐκδιωχθῆ. «Δὲν ἀνέχομαι ‐εἶπε‐ νὰ ὑπάρχη στὴν Μονὴ καὶ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος διάβολος».
Στοὺς ὁσίους αὐτοὺς μοναχοὺς εἶδα ὁμολογουμένως ὠφέλιμα καὶ ἀξιοθαύμαστα πράγματα. Εἶδα μία ἀδελφότητα, ἐν Κυρίῳ συναθροισμένη καὶ ἑνωμένη, ποὺ κατέκτησε σὲ θαυμαστὸ βαθμὸ τόσο τὴν πρακτικὴ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ὅσο καὶ τὴν θεωρία.
Ἀσκοῦσαν καὶ ἐγύμναζαν τὸν ἑαυτό τους τόσο πολὺ στὰ πνευματικά, ὥστε νὰ περιττεύη ἡ ὑπόμνησις τοῦ Γέροντος. Ὁ καθένας αὐτοπροαίρετα ξυπνοῦσε καὶ παρακινοῦσε τὸν ἄλλον στὴν πνευματικὴ ἐπαγρύπνησι. Ὑπῆρχαν μάλιστα στὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς τους ὡρισμένα ἱερὰ γυμνάσματα καλομελετημένα καὶ παγιωμένα.
Ἔτσι, ἂν συνέβαινε κάποτε στὴν ἀπουσία τοῦ Γέροντος νὰ παρασυρθῆ κάποιος στὴν κακολογία ἢ στὴν κατάκρισι ἢ στὴν ἀργολογία, τότε ἕνας ἀδελφὸς κάνοντάς του ἕνα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο νεῦμα τοῦ ὑπενθύμιζε τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν συνέφερε. Ἐὰν τυχὸν δὲν ἔδειχνε συναίσθησι, ὁ ἀδελφὸς ποὺ τοῦ ἔκανε τὴν ὑπόμνησι ἔβαζε μετάνοια καὶ ἔφευγε.
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν συνομιλιῶν, ἂν χρειαζόταν νὰ εἰποῦν κάτι, εἶχαν σὰν μοναδικὴ καὶ παντοτεινὴ συζήτησι τὴν ἀνάμνησι τοῦ θανάτου καὶ τὴν σκέψι τῆς αἰωνίου κολάσεως.
17. Δὲν θὰ σὰς ἀποσιωπήσω καὶ τὸ ἀσυνήθιστο καὶ θαυμαστὸ ἔργο τοῦ μαγείρου τους. Βλέποντάς τον νὰ ἔχη παντοτεινὴ περισυλλογὴ καὶ δάκρυα στὸ διακόνημά του, τὸν ἱκέτευα νὰ μοῦ εἰπῆ πῶς ἀξιώθηκε νὰ λάβη ἕνα τέτοιο χάρισμα, καὶ ἐκεῖνος στὴν ἐπιμονή μου ἀποκρίθηκε: «Ποτὲ δὲν σκέφθηκα ὅτι ὑπηρετῶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸν Θεόν. Ἔκρινα τὸν ἑαυτόν μου ἀνάξιο γιὰ κάθε εἴδους ἀνάπαυσι καὶ ἡ θέα αὐτῆς τῆς φωτιᾶς μου ἐνθυμίζει συνεχῶς τὴν μελλοντικὴ φλόγα τῆς κολάσεως».
18. Ἀκούσατε καὶ ἄλλο παράδοξο κατόρθωμα τῶν μοναχῶν αὐτῶν: Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τῆς τραπέζης, δὲν διέκοπταν τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς προσευχῆς. Μὲ κάποιο συγκεκριμένο ἀλλὰ μυστικὸ νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς. Καὶ αὐτό, ὄχι μόνο στὴν τράπεζα, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε συνάντησι καὶ σύναξί τους.
Ὅταν τυχὸν ἔπεφτε κάποιος σὲ παράπτωμα, τότε τὸν παρακαλοῦσαν καὶ τὸν ἱκέτευαν πολὺ οἱ ἄλλοι, νὰ ἐπιτρέψη νὰ μεριμνήσουν αὐτοί, νὰ ἀπολογηθοῦν αὐτοὶ στὸν Ποιμένα καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίπληξι.
Ὁ μέγας ἐκεῖνος Ποιμὴν τὸ ἀντελήφθηκε αὐτὸ καὶ τοὺς ἔβαζε ἐλαφρότερες τιμωρίες, γνωρίζοντας ὅτι ὁ τιμωρούμενος εἶναι ἀθῷος. Ὡστόσο ὅμως δὲν ἐπιζητοῦσε νὰ μάθη τὸν πραγματικὸ ἔνοχο.
Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ ἐκείνους ἐκδηλώσεις ποὺ νὰ ἐνθυμίζουν ἀργολογία ἢ ἀστειολογία!
Ἐὰν ἐπίσης ἄρχιζε κάποιος νὰ φιλονικῆ μὲ τὸν πλησίον του, ὁ τρίτος ποὺ τύχαινε νὰ περάση ἀπὸ ἐκεῖ ἔβαζε μετάνοια καὶ διέλυε τὴν ὀργή. Ὅταν δὲ ἀντιλαμβανόταν πὼς ἔμενε μέσα τοὺς μνησικακία, τὸ ἀνέφερε ἀμέσως στὸν Δεύτερο ‐μετὰ τὸν Γέροντα‐ καὶ αὐτὸς ἐφρόντιζε νὰ συμφιλιωθοῦν πρὶν δύση ὁ ἥλιος (πρβλ. Ἐφ. δ´ 26). Ἐὰν ὅμως ἐσκλήρυναν τὴν στάσι τους καὶ ἐπέμεναν, τότε ἐτιμωροῦντο μὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ ἕως ὅτου συμφιλιωθοῦν, ἢ ἀπεβάλλοντο ἀπὸ τὴν Μονή.
Ἡ διαγωγή τους αὐτή, ἡ τόσο ἀξιέπαινος καὶ προσεκτική, δὲν ἦταν πράγμα μάταιο καὶ ἀνωφελές,
ἀλλὰ ἀντιθέτως παρουσίαζε πολλοὺς ἐμφανεῖς καρπούς.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁσίους ἐκείνους ἀναδείχθηκαν σπουδαῖοι στὴν πρακτικὴ καὶ στὴν θεωρητικὴ ζωή,
στὴν διάκρισι καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἀντίκρυζε δὲ κανεὶς σ᾿ αὐτοὺς ἕνα θέαμα ἐκπληκτικὸ καὶ
ἀγγελοπρεπές: Ὁλόλευκοι ἡλικιωμένοι μοναχοί, σεβάσμιοι καὶ ἱεροπρεπεῖς, νὰ τρέχουν δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀσκώντας τὴν ὑπακοὴ καὶ ἔχοντας ὡς μεγαλύτερό τους καύχημα τὴν ταπείνωσί τους.
19. Εἶδα ἐκεῖ ἄνδρας ποὺ εἶχαν πενήντα περίπου χρόνια στὴν ὑπακοή, καὶ τοὺς ἱκέτευα νὰ μοῦ εἰποῦν ποιὰ πνευματικὴ παρηγορία ἀπέκτησαν ὕστερα ἀπὸ τόσο κόπο. Ἄλλοι ὠμολογοῦσαν ὅτι ἔφθασαν σὲ ἄβυσσο ταπεινοφροσύνης καὶ μὲ αὐτὴν ἀποκρούουν ἐπιτυχῶς κάθε ἐπίθεσι τοῦ ἐχθροῦ. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ὑπομένουν ἀναίσθητα καὶ ἀνώδυνα κάθε κακολογία καὶ ὕβρι.
Εἶδα καὶ ἄλλους ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀειμνήστους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὁλόλευκοι ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ ἀγγελοειδεῖς. Εἶχαν φθάσει σὲ βαθύτατη ἀκακία καὶ ἁπλότητα, ἁπλότητα «σεσοφισμένη», κατωρθωμένη μὲ τὴν ἀγαθή τους προαίρεσι καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀλογίκευτη καὶ ἀσύνετη σὰν ἐκείνη ὡρισμένων κοσμικῶν γερόντων, ποὺ τοὺς ὀνομάζουν φλύαρους καὶ «ξεκουτιασμένους».
Ἐφαίνοντο δὲ ἐξωτερικὰ τελείως ἤπιοι, προσηνεῖς, φαιδροί, χωρὶς τίποτε τὸ ἐπίπλαστο καὶ ἐπιτηδευμένο κὰ νοθευμένο στοὺς λόγους καὶ στὴν συμπεριφορά τους. Πράγματα ποὺ δὲν συναντῶνται εὔκολα! Ἐσωτερικά, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους ἀνέπνεαν σὰν ἄκακα νήπια τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα. Τὸ δὲ νοερό τους βλέμμα τὸ εἶχαν στραμμένο ‐ ὠργισμένο καὶ ἀλύγιστο ‐ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν.
20. Δὲν θὰ ἐπαρκέση ὅμως, ὦ ἱερὲ φίλε μετὰ τῆς θεοφιλοῦς συνοδίας σου, ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου, προκειμένου νὰ ἐξιστορήσω τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν οὐρανομίμητη ζωὴ τῶν μακαρίων ἐκείνων μοναχῶν. Ἀλλὰ εἶναι προτιμότερο νὰ κοσμήσω τὸν ἀκόσμητο λόγο μου μὲ τοὺς ἱδρώτας ἐκείνων, καὶ νὰ σᾶς διεγείρω ἔτσι σὲ θεάρεστο ζῆλο καὶ μίμησι, παρὰ μὲ τὶς ἰδικές μου πτωχὲς παραινέσεις, διότι «χωρὶς πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος κατακοσμεῖται» (πρβλ. Ἑβρ. ζ´ 7).
Μόνο σᾶς παρακαλῶ, μὴν ὑποψιασθῆτε καθόλου ὅτι σᾶς γράφω κάτι πλαστό, διότι μία τέτοια δυσπιστία καταστρέφει τὴν ὠφέλεια.
21. Ἂς συνεχίσωμε λοιπὸν τὴν προηγούμενη διήγησι. Στὸ Κοινόβιο αὐτὸ εἶχε κοινοβιάσει πρὶν ἀπὸ μερικὰ ἔτη κάποιος Ἰσίδωρος ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπὸ ἀρχοντικὴ τάξι. Αὐτὸν τὸν ἐπρόλαβα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ. Ὅταν τὸν ὑποδέχθηκε ὁ ὁσιώτατος ἐκεῖνος Ποιμήν, εἶδε ὅτι ἦταν κακότροπος, σκληρόκαρδος, φοβερός, ἐπιβλητικὸς καὶ ἀγέρωχος. Καὶ ἐσκέφθηκε μὲ ἕνα ἀνθρώπινο τέχνασμα νὰ νικήση τὴν πανουργία τῶν δαιμόνων.
Λέγει λοιπὸν στὸν Ἰσίδωρο: «Ἂν πραγματικὰ ἀπεφάσισες νὰ σηκώσης τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνο ποὺ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα σοῦ ζητῶ εἶναι νὰ ἀσκῆς τὴν ὑπακοή». «Ὅπως τὸ σίδερο στὸν σιδηρουργό, ἔτσι ἁγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στὴν ὑπακοή», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Ἱκανοποιημένος τότε ὁ μέγας Ποιμὴν ἀπὸ τὴν ἀπάντησι καὶ τὴν παρομοίωσι, προχώρησε ἀμέσως καὶ ἔδωσε στὸν σιδερένιο Ἰσίδωρο τὸ γύμνασμά του:
«Θέλω, ἀδελφέ, νὰ κάθεσαι στὴν πύλη τῆς Μονῆς καὶ μὲ φυσικότητα σὲ καθέναν ποὺ θὰ εἰσέρχεται ἢ θὰ ἐξέρχεται, νὰ βάζης μετάνοια λέγοντας, «προσευχήσου γιὰ μένα, πάτερ, διότι εἶμαι ἐπιληπτικός». Ὁ Ἰσίδωρος ὑπήκουσε σὰν ἄγγελος στὸν Κύριον.
Συνεπλήρωσε ἑπτὰ χρόνια σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄσκησι, καὶ ἔφθασε ἔτσι σὲ βαθύτατη ταπείνωσι καὶ κατάνυξι.
Τότε ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Ποιμήν, ἀφοῦ πέρασε ἡ «νομικὴ ἑπταετία» καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀφάνταστη ὑπομονὴ τοῦ Ἰσιδώρου, ἀπεφάσισε νὰ τὸν συγκαταριθμήση στοὺς ἀδελφοὺς ‐ἦταν ὑπεράξιος‐ καὶ ἐπὶ πλέον νὰ τὸν χειροτονήση κληρικό.
Ἐκεῖνος ὅμως μέσῳ ἄλλων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ, ἱκέτευσε τὸν Ποιμένα νὰ τὸν ἀφήση νὰ τελειώση τὸν δρόμο του μὲ τὴν ἴδια ἄσκησι. Στὴν παράκλησί του αὐτὴ ἄφινε νὰ ὑποδηλωθῆ κάπως ἀμυδρὰ ὅτι ἔφθανε στὸ τέλος του, ὅτι ἐπλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Διδάσκαλος τὸν ἄφησε στὴν ἴδια θέσι, καὶ ὕστερα ἀπὸ δέκα ἡμέρες «δι᾿ ἀδοξίας
ἐνδόξως ἐξεδήμησε» πρὸς τὸν Κύριον. Ἑπτὰ δὲ ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησί του παρέλαβε κοντά του καὶ τὸν θυρωρὸ τῆς Μονῆς.
Τοῦ εἶχε εἰπεῖ, ὅτι «ἐὰν βρῶ παρρησία στὸν Κύριον, σύντομα θὰ σὲ ἔχω κοντά μου, γιὰ νὰ εἴμαστε καὶ ἐκεῖ ἀχώριστοι». Ἔτσι καὶ ἔγινε, ὥστε νὰ φανερωθῆ ἀπόλυτα καὶ νὰ ἐπικυρωθῆ (ἀπὸ τὸν Θεόν) ἡ ἀκαταίσχυντος ὑπακοὴ καὶ ἡ θεομίμητος ταπείνωσίς του.
22. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ὁ μέγας αὐτὸς Ἰσίδωρος, τὸν ἐρώτησα τί ἐργασία εἶχε ὁ νοῦς του, καθὼς εὑρισκόταν ἐκεῖ ἐμπρὸς στὴν πύλη τῆς Μονῆς. Καὶ δὲν μοῦ τὸ ἀπέκρυψε ὁ ἀείμνηστος θέλοντας νὰ μὲ ὠφελήση.
«Στὴν ἀρχὴ μέν, μοῦ εἶπε, συλλογιζόμουν ὅτι πωλήθηκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ ὡς ἐκ τούτου μὲ πολλὴ πικρία καὶ βία καὶ αἱματηρὸ ἀγώνα ἔκανα τὶς μετάνοιες. Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ἕνας χρόνος, τότε πλέον ἡ καρδιά μου δὲν αἰσθανόταν λύπη, ἀλλὰ ἐπερίμενα ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν μισθὸ τῆς ὑπομονῆς μου. Καὶ ὅταν ἐπέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, τότε ἔνοιωθα τὸν ἑαυτό μου μὲ βαθειὰ συναίσθησι ὡς ἀνάξιο νὰ διαμένη στὴν Μονή, νὰ βλέπη καὶ νὰ συναντᾶ τοὺς πατέρες, νὰ μεταλαμβάνη τῶν θείων Μυστηρίων καὶ νὰ ἀντικρύζη ὁποιοδήποτε πρόσωπο. Ρίχνοντας δὲ κάτω τὸ βλέμμα καὶ πιὸ κάτω ἀκόμη τὴν σκέψι περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἱκέτευα τοὺς εἰσερχομένους καὶ ἐξερχομένους νὰ προσεύχωνται γιὰ μένα».
23. Κάποτε, ἐνῷ καθόμαστε μαζὶ στὴν τράπεζα, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἡγούμενος ἔγειρε στὸ αὐτί μου τὸ
ἅγιό του στόμα καὶ μοῦ λέγει: «Θέλεις νὰ σοῦ δείξω θεϊκὸ φρόνημα μέσα σὲ βαθύτατο γῆρας»; Ἀφοῦ δὲ ἐγὼ τὸν παρεκάλεσα γι᾿ αὐτό, φωνάζει ὁ δίκαιος κάποιον ἀπὸ τὸ δεύτερο τραπέζι, ποὺ ὠνομαζόταν Λαυρέντιος καὶ εἶχε σαράντα ὀκτὼ περίπου χρόνια στὸ Μοναστήρι ‐ἦταν μάλιστα καὶ ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰν πρεσβύτερος στὸ ἱερατεῖο τῆς Μονῆς. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Λαυρέντιος, ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἡγούμενο καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του. Ἀφοῦ ὅμως σηκώθηκε, δὲν τοῦ εἶπε τίποτε
ἀπολύτως, ἀλλὰ τὸν ἄφησε νὰ ἵσταται ὄρθιος ἐμπρὸς στὸ τραπέζι καὶ χωρὶς νὰ τρώγη (ἐνῷ εὐρισκόμεθα ἀκόμη στὴν ἀρχὴ τοῦ γεύματος). Καὶ ἔμεινε στὴν θέσι αὐτὴ ὄρθιος μία ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ δυό, ὥστε ἐγὼ ἔφθασα στὸ σημεῖο νὰ ἐντρέπωμαι καὶ νὰ ἀτενίσω ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τὸν ἐργάτη αὐτὸν τῆς ἀρετῆς, ποὺ ἦταν ὁλόλευκος γέρων ὀγδόντα ἐτῶν. Περίμενε ἐκεῖ, χωρὶς νὰ λάβη ἀπάντησι, μέχρι τέλους τοῦ φαγητοῦ, ὁπότε, ὅταν ἐμεῖς σηκωθήκαμε, τὸν στέλνει ὁ Ὅσιος στὸν μέγα Ἰσίδωρο, ποὺ ἀνέφερα ἐνωρίτερα, νὰ τοῦ εἰπῆ τὴν ἀρχὴ τοῦ τριακοστοῦ ἐνάτου Ψαλμοῦ, (δηλαδή:
«Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι, καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου»).
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ σὰν πονηρότατος δὲν παρέλειψα νὰ ἐξετάσω καὶ νὰ δοκιμάσω τὸν γέροντα. Τὸν ἐρώτησα λοιπόν, τί σκεπτόταν ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα, ὄρθιος, ἐμπρὸς στὸ τραπέζι. «Οὐδέποτε ‐μοῦ ἀπήντησε‐ ἔβαλα στὸ νοῦ μου ὅτι μὲ διατάζει ὁ Ἡγούμενος, ἀλλ᾿ ὁ Θεός, διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Ποιμένος ἐτοποθέτησα τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο, πάτερ Ἰωάννη, τὴν ὥρα ἐκείνη προσευχόμουν στὸν Θεόν, σὰν νὰ εὑρισκόμουν ὄχι ἐμπρὸς σὲ τραπέζι ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐνώπιον τοῦ θείου θυσιαστηρίου. Δὲν δέχθηκα κανέναν πονηρὸ λογισμὸ ἐναντίον τοῦ Ποιμένος, ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ τρέφω ἀπέναντί του, διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α´ Κορινθ. ιγ´ 5). Ἐπὶ πλέον ὅμως, γνώριζε καὶ τοῦτο, πάτερ, ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ παραδώση τὸν ἑαυτόν του αὐτοπροαίρετα στὶς ἀρετῆς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀκακίας, δὲν παραχωρεῖ πλέον στὸν πονηρὸ «χῶραν ἢ ὥραν», γιὰ νὰ τὸν βλάψη.
24. Καθὼς ἀληθινὰ ἦταν ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ὁ σωτὴρ καὶ ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, παρόμοιον τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεὸς καὶ τὸν οἰκονόμο τῆς Μονῆς, σώφρονα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, καὶ πρᾴο ὅσο ἐλάχιστοι. Μία φορὰ λοιπὸν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί, ὁ μεγάλος (Γέροντας) τὸν ἐπέπληξε ἄδικα μέσα στὸ Κυριακὸ καὶ διέταξε, ἄκαιρα, νὰ τὸν βγάλουν ἔξω! Ἐγὼ δέ, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀθῷος σε ἐκεῖνο ποὺ τὸν κατηγοροῦσε ὁ Ποιμήν, ἀπολογήθηκα ὑπὲρ αὐτοῦ ἰδιαιτέρως.
«Τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, πάτερ, ὅτι εἶναι ἀθῷος, μοῦ ἀπήντησε ὁ σοφός. Ἀλλ᾿ ὅπως εἶναι πράγμα οἰκτρό, νὰ ἁρπάξης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πεινασμένου νηπίου, ἔτσι ἀδικεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἐργάτη ὁ ὑπεύθυνος τῶν ψυχῶν, ὅταν δὲν τοῦ προξενῆ κάθε ὥρα στεφάνους, ὅσους γνωρίζει ὅτι
μπορεῖ νὰ ὑπομείνη εἴτε μὲ ὕβρεις εἴτε μὲ ἀτιμίες εἴτε μὲ ἐξευτελισμοὺς καὶ ἐμπαιγμούς. Διότι ἔτσι προκαλεῖ τρεῖς πολὺ μεγάλες ἀδικίες:
Πρῶτον, στερεῖται ὁ ἴδιος τὸν μισθὸ ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησι.
Δεύτερον, ὅτι ἐνῷ μποροῦσε νὰ ὠφελήση καὶ ἄλλους μὲ τὴν ἀρετὴ ἐκείνου, δὲν τὸ ἔπραξε.
Καὶ τρίτον ‐τὸ πιὸ σοβαρό‐ ὅτι πολλὲς φορὲς καὶ αὐτοὶ ποὺ φαίνονται καλοὶ καὶ ὑπομονητικοί, ὅταν παραμεληθοῦν πολὺν καιρὸ καὶ ὡς δῆθεν ἐνάρετοι δὲν ἐλέγχωνται πλέον οὔτε ὀνειδίζωνται ἀπὸ τὸν Γέροντα, ὑποβαθμίζονται καὶ χάνουν τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονὴ ποὺ εἶχαν. Διότι ὅσο καλὸ καὶ καρποφόρο καὶ παχὺ καὶ ἂν εἶναι τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὅταν τοῦ λείψη τὸ πότισμα μὲ τὸ νερὸ τῆς ἀτιμίας, τότε θὰ χορταριάση καὶ θὰ βλαστήση ἀγκάθια ὑπερηφανείας καὶ πορνείας καὶ ἀφοβίας. Τοῦτο γνωρίζοντας ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀπόστολος, ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Ἐπίστηθι, ἐπενέχθητι, ἐπίπληξον αὐτοῖς εὐκαίρως, ἀκαίρως» (πρβλ. Β´ Τιμοθ. δ´ 2).
Ἐγὼ δὲ ἔφερνα ἀντιρρήσεις στὸν (σοφὸ αὐτόν) ὁδηγὸ προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας καὶ συνεπῶς τὸν φόβο μήπως οἱ πολλοί, μὲ τὴν ἄδικη ἐπίπληξι ‐ἀκόμη ἴσως καὶ μὲ τὴν ὄχι ἄδικη‐ φθάσουν στὸ σημεῖο νὰ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ τὸ Κοινόβιο.
Μοῦ ἀπήντησε τότε τὸ κατοικητήριο αὐτὸ τῆς σοφίας:
«Ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἐδέθηκε χάριν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ποιμένα μὲ ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη, ὑπομένει μέχρις αἵματος καὶ δὲν ἀπομακρύνεται καὶ μάλιστα ἐὰν τυχὸν ἔχη εὐεργετηθῆ ἀπὸ αὐτὸν στὴ θεραπεία ψυχικῶν της τραυμάτων. Καὶ ἐνθυμεῖται τοὺς λόγους ἐκείνου ποὺ εἶπε: «Οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται χωρίσαι ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. η´ 38‐39). Τὴν ψυχὴ ὅμως ἡ ὁποία δὲν ἐδέθηκε καὶ δὲν ἑνώθηκε σφικτὰ καὶ δὲν προσκολλήθηκε στὸν Ποιμένα, θὰ ἀπορῶ πολύ, ἐὰν τὴν ἰδῶ νὰ μὴ συνεχίζη ἄσκοπα τὴν παραμονή της στὸ Μοναστήρι, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει συνδεθεῖ μὲ ἐπιφανειακὴ ὑποταγή».
Καὶ πραγματικὰ δὲν διεψεύσθη ὁ μέγας αὐτὸς Ποιμήν, ἀλλὰ καὶ ὠδήγησε καὶ ἐτελειοποίησε καὶ προσέφερε στὸν Χριστὸ καθαρὰ καὶ ἄμωμα θύματα.
25. Ἂς ἀκούσωμε τώρα καὶ ἂς θαυμάσωμε θεϊκὴ σοφία ποὺ εὑρέθηκε μέσα σὲ «ὀστράκινα» σώματα. Ὅσο καιρὸ ἤμουν ἐκεῖ, ἐκαμάρωνα τὴν πίστι καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀδάμαστη καρτερία τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν στὶς ἐπιτιμήσεις, στὶς περιφρονήσεις καὶ στὶς διώξεις ‐μερικὲς φορές‐ ὄχι μόνο ἐκ μέρους τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ καὶ τῶν πολὺ μικροτέρων ἀδελφῶν. Καὶ χάριν πνευματικῆς οἰκοδομῆς ἐρώτησα ἕναν ἀδελφό, ποὺ λεγόταν Ἀββάκυρος καὶ εἶχε δεκαπέντε χρόνια στὴν Μονή.
Τὸν ἀδελφὸ αὐτὸν ἔβλεπα νὰ τὸν μαλώνουν ὅλοι σχεδόν, καὶ μερικὲς φορὲς μάλιστα νὰ τὸν διώχνουν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν τράπεζα οἱ διακονηταί, ἐπειδὴ εἶχε ἐκ φύσεως τὸ ἐλάττωμα νὰ εἶναι ὀλίγο φλύαρος.
Τοῦ εἶπα λοιπόν: «Γιατί, ἀδελφὲ Ἀββάκυρε, βλέπω κάθε ἡμέρα νὰ σὲ διώχνουν ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ πολλὲς φορὲς νὰ κοιμᾶσαι νηστικός»; Ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίθηκε: «Πίστεψέ μὲ, πάτερ, ὅτι μὲ δοκιμάζουν οἱ πατέρες μου, ἂν κάνω γιὰ μοναχός. Ἀλλὰ δὲν τὸ κάνουν στὰ ἀληθινά. Καὶ ἐγὼ γνωρίζοντας τὸν σκοπὸ τοῦ μεγάλου, (δηλαδὴ τοῦ Γέροντος), καὶ τῶν ἀδελφῶν, τὰ ὑπομένω ὅλα χωρὶς κόπο. Καὶ νά, ποὺ συμπλήρωσα δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὸν λογισμὸ αὐτόν. Ἔτσι ἄλλωστε μοῦ εἶπαν ἀπὸ
τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ὅτι μέχρι τριάντα χρόνια δοκιμάζουν αὐτοὺς ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ εἰσέρχονται στὴν Μονή. Καὶ δικαίως, πάτερ Ἰωάννη! Διότι ἐὰν δὲν ὑποβληθῆ σὲ δοκιμασία ὁ χρυσός, δὲν θεωρεῖται καθαρός».
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γενναῖος Ἀββάκυρος ἀγωνίσθηκε δυὸ ἀκόμη χρόνια ‐μετὰ τὴν ἐπίσκεψί μου στὸ Μοναστήρι‐, καὶ ἔτσι ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Καὶ πρὶν ξεψυχήση εἶπε πρὸς τοὺς πατέρας: «Εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ τὸν Κύριον καὶ σᾶς. Διότι μὲ τὸ νὰ μὲ πειράζετε ἐσεῖς γιὰ νὰ μὲ σώσετε, δὲν μὲ ἐπείραξαν οἱ δαίμονες δεκαεπτὰ ὁλόκληρα ἔτη»!
Ὁ ποιμήν, ποὺ πάντοτε ἔκρινε δίκαια, διέταξε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν σὰν ὁμολογητὴ ‐τοῦ ἄξιζε‐ ἀνάμεσα στοὺς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους τῆς Μονῆς.
26. Θὰ ζημιώσω ὁπωσδήποτε τοὺς ζηλωτὰς τῶν καλῶν, ἐὰν θάψω στὸ μνῆμα τῆς σιωπῆς τὸ κατόρθωμα καὶ ἄθλημα τοῦ Μακεδονίου, τοῦ πρώτου διακόνου τῆς Μονῆς.
Αὐτός, ὁ ἰδιαίτερα ἠγαπημένος ἀπὸ τὸν Κύριον, ὅταν κάποτε ἐπλησίαζε ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Θεοφανείων, παρεκάλεσε τὸν ποιμένα ‐δυὸ ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτή‐ νὰ μεταβῆ στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ κάποια του ἀνάγκη, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἐπιστρέψη τὸ γρηγορώτερο, γιὰ τὴν Ἀκολουθία καὶ ἑτοιμασία τῆς ἑορτῆς.
Ὁ μισόκαλος ὅμως διάβολος ἔφερε ἐμπόδιο στὸν ἀρχιδιάκονο καὶ ὠδήγησε τὰ πράγματα ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καὶ ἔφυγε, νὰ μὴ προφθάση νὰ ἐπιστρέψη στὴν Μονὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἁγίας ἑορτῆς, σύμφωνα μὲ τὴν διορία ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Γέροντα.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε, μία ἡμέρα ἀργότερα, τὸν βγάζει ὁ Ποιμὴν ἀπὸ τὴν θέσι τῶν διακόνων καὶ τὸν κατεβάζει στὴν τάξι τῶν τελευταίων ἀρχαρίων. Καὶ ὁ καλὸς ὑπηρέτης καὶ διάκονος τῆς ὑπομονῆς καὶ ἀρχιδιάκονος τῆς καρτερίας δέχεται τὸν ὁρισμὸ καὶ τὴν ἀπόφασι τοῦ Πατρὸς χωρὶς τὴν παραμικρὴ λύπη, σὰν νὰ ἐπιτιμήθηκε ἄλλος καὶ ὄχι αὐτός. Καὶ ὅταν συμπλήρωσε σαράντα ἡμέρες στὴν θέση
αὐτή, ὁ σοφὸς Γέροντας τὸν ἐπανέφερε πάλι στὴν κανονική του σειρά. Τὴν ἑπομένη ὅμως ἡμέρα ὁ ἀρχιδιάκονος τὸν ἱκετεύει νὰ τὸν τοποθετήση πάλι στὴν ἴδια τιμωρία καὶ ἀτιμία, διότι ‐ἔλεγε‐ ἔπεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια σὲ ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα.
Ὁ Ὅσιος κατάλαβε βεβαίως ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι τοῦ τὸ ζητοῦσε ἀπὸ ταπείνωσι, ὡστόσο ὅμως ὑποχώρησε στὴν καλὴ ἐπιθυμία τοῦ ἐργάτου. Ἔτσι ἔβλεπε κανεὶς ἕναν ὁλόλευκο καὶ σεβάσμιο γέροντα νὰ εὑρίσκεται στὴν τάξι τῶν ἀρχαρίων καὶ νὰ τοὺς παρακαλῆ ὅλους ἀπὸ καρδίας νὰ προσεύχωνται γι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ ‐ὅπως ἔλεγε‐ ἔπεσε στὴν πορνεία τῆς παρακοῆς. Ὁ μέγας αὐτὸς Μακεδόνιος ἐμπιστεύθηκε στὴν ταπεινότητά μου τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία προσέτρεξε στὴν ταπεινωτικὴ αὐτὴ κατάστασι: «Ποτὲ ἄλλοτε, μοῦ εἶπε, δὲν αἰσθάνθηκα μέσα μου, ὅπως τώρα, τόση ἀνακούφισι ἀπὸ πολέμους καὶ τόση γλυκύτητα ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φῶς»!
27. Ἴδιον τῶν ἀγγέλων εἶναι τὸ νὰ μὴ πέφτουν, ἴσως διότι καὶ δὲν μποροῦν (πλέον) νὰ πέσουν, ὅπως λέγουν ὡρισμένοι. Τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἴδιον νὰ πέφτουν, ἀλλὰ καὶ νὰ σηκώνονται πάλι ὅταν πέσουν. Μόνο στοὺς δαίμονας συμβαίνει, ἀφοῦ μία φορὰ ἔπεσαν, νὰ μὴν ὑπάρχη πλέον περίπτωσις νὰ σηκωθοῦν.
Ὁ οἰκονόμος τῆς Μονῆς αὐτῆς ἐπῆρε τὸ θάρρος νὰ μοῦ διηγηθῆ τὰ ἑπόμενα: «Ὅταν ἤμουν νέος καὶ εἶχα διακόνημα νὰ περιποιοῦμαι τὰ ζῷα, συνέβη νὰ πέσω σὲ σοβαρὸ ψυχικὸ παράπτωμα. Ἔχοντας ὅμως τὴν συνήθεια νὰ μὴν ἀποκρύπτω ποτὲ τὸν ὄφι τῆς ἁμαρτίας στὴν φωλιὰ τῆς καρδίας μου, τὸν ἅρπαξα ἀπὸ τὴν οὐρὰ καὶ τὸν ἐφανέρωσα ἀμέσως στὸν ἰατρὸ – λέγοντας οὐρὰ ἐννοῶ τὴν ἔκβασι τῆς πράξεως. Ἐκεῖνος τότε χαμογέλασε καὶ κτυπώντας μὲ ἐλαφρὰ στὸ πρόσωπο, μοῦ λέγει: «Γύρισε πίσω, παιδί μου, συνέχισε τὸ διακόνημά σου ὅπως καὶ πρίν, καὶ μὴ φοβεῖσαι τίποτε». Ἐγὼ ἔχοντας ὑπερβολικὴ πίστι στὸ πρόσωπό του, ἐπείσθηκα στὰ λόγια του. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἔλαβα ἐσωτερικὴ πληροφορία ὅτι ἐθεραπεύθηκα, καὶ συνέχισα τὴν πορεία μου μὲ χαρά, ἀλλὰ καὶ μὲ τρόμο».
28. Σὲ κάθε εἶδος κτισμάτων παρατηροῦνται, ὅπως λέγουν μερικοί, πολλὲς διαφορές. Καὶ μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν μιᾶς συνοδίας παρατηροῦνται διαφορὲς στὴν πνευματικὴ πρόοδο καὶ στὸν τρόπο τῆς σκέψεως καὶ διαθέσεως. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, ὅταν ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, (ὁ Γέροντας δηλαδὴ τοῦ Κοινοβίου ἐκείνου), διέκρινε σὲ μερικοὺς ἀδελφοὺς τὴν τάσι νὰ ἐπιδεικνύωνται στοὺς κοσμικοὺς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς, τοὺς ἐξευτέλιζε ἐμπρὸς σ᾿ ἐκείνους καὶ τοὺς ἀνέθετε περιφρονητικὲς ὑπηρεσίες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τοὺς ἔκανε, ὥστε νὰ ἐξαφανίζωνται ἄλλη φορά, ὅταν ἔρχονταν κοσμικοὶ ἐπισκέπτες. Καὶ μποροῦσε νὰ ἰδῆ κανεὶς ἕνα πράγμα ἀνέλπιστο καὶ θαυμαστό: Ἡ κενοδοξία τῶν μοναχῶν αὐτῶν νὰ ἐκδιώκη τὸν ἑαυτόν της καὶ νὰ τοὺς κάνη νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁλοταχῶς.
29. Μὴ θέλοντας ὁ Κύριος νὰ μοῦ στερήση τὴν εὐχὴ ἑνὸς ὁσίου μοναχοῦ, μία ἑβδομάδα πρὶν ἀναχωρήσω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι αὐτό, ἐκάλεσε κοντά του τὸν δεύτερο, μετὰ τὸν Ἡγούμενο, ἕνα θαυμάσιο ἄνδρα ποὺ ὠνομαζόταν Μηνᾶς. Αὐτὸς ἔζησε πενήντα ἐννέα ἔτη στὸ Κοινόβιο καὶ πέρασε ἀπὸ ὅλα τὰ διακονήματα.
Τὴν Τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησί του, ἐνῷ ἐτελούσαμε τὴν καθωρισμένη Ἀκολουθία, ξαφνικὰ γεμίζει εὐωδία ὅλος ὁ χῶρος, ὅπου εἶχε ἐνταφιασθῆ ὁ Ὅσιος. Τότε ὁ μέγας, (ὁ Ἡγούμενος δηλαδή), ἐπέτρεψε νὰ ξεσκεπάσωμε τὸν τάφο.
Καὶ μόλις ἀνοίξαμε, βλέπομαι νὰ ξεχύνεται ἀπὸ τὰ εὐλογημένα πέλματά του, σὰν ἀπὸ δυὸ πηγές, εὐωδιαστὸ μύρο! Λέγει τότε σ᾿ ὅλους ὁ διδάσκαλος: «Κοιτᾶτε! Νά, οἱ ἱδρῶτες ἀπὸ τὰ πόδια του καὶ τοὺς κόπους του! Σὰν μύρο προσεφέρθησαν στὸν Θεὸν καὶ σὰν μύρο ἔγιναν πράγματι δεκτοί»!
Καὶ ἄλλα πολλὰ κατορθώματα τοῦ ὁσίου τούτου Μηνᾶ μοῦ διηγήθηκαν οἱ ἐκεῖ πατέρες. Μοῦ εἶπαν καὶ τὸ ἑξῆς: «Κάποτε ὁ Γέροντας θέλησε νὰ δοκιμάση τὴν μεγάλη ὑπομονὴ ποὺ τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός. Ἕνα βράδυ λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε στὸ ἡγουμενεῖο καὶ τοῦ ἔβαλε μετάνοια ζητώντας τὴν καθιερωμένη εὐλογία, ἐκεῖνος τὸν ἄφησε γονατιστὸ μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ξύπνησαν οἱ μοναχοὶ γιὰ τὸν κανόνα τους. Τότε μόνο τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ σηκωθῆ, ἀφοῦ τὸν ὠνόμασε ὑβριστικὰ φιλενδείκτη καὶ ἀνυπόμονο! Καὶ ὅλα αὐτά, διότι ἐγνώριζε ὁ Ὅσιος ὅτι τὰ ὑπομένει μὲ γενναιότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦ δημιούργησε τὴν σκηνὴ αὐτή, ὥστε ὅλοι νὰ ὠφεληθοῦν. Ὁ δὲ μαθητὴς τοῦ ὁσίου Μηνᾶ γνωρίζοντας καλὰ τὴν ζωή του διδασκάλου του, μᾶς ἀνέφερε σχετικῶς: «Τὸν ἐξέτασα καλὰ μήπως ἀποκοιμήθηκε στὴν θέσι ποὺ εἶχε βάλει μετάνοια στὸν Ἡγούμενο, καὶ μὲ διαβεβαίωσε ὅτι ‐ γονατισμένος ὅπως ἦταν‐ ἀπήγγειλε νοερὰ ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήριο»!
30. Δὲν θὰ παραλείψω νὰ στολίσω τὸ στεφάνι τοῦ λόγου καὶ μὲ τοῦτο τὸ σμαράγδι: Ἄνοιξα μία φορὰ συζήτησι περὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς μὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἡρωϊκοὺς ἐκείνους γέροντες. Καὶ αὐτοὶ μὲ χαμογελαστὸ πρόσωπο καὶ ἱλαρὸ ὕφος μοῦ ἀπήντησαν: «Ἐμεῖς, πάτερ Ἰωάννη, σὰν ὑλικοὶ ποὺ εἴμαστε, κάνουμε καὶ μία ζωὴ ὑλικώτερη. Διότι ἔχομε τὴν γνώμη, πὼς ἀνάλογος πρὸς τὴν ἀδυναμία μας, πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ πόλεμος ποὺ θὰ διεξάγωμε. Συλλογισθήκαμε, ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ παλεύωμε μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε εἶναι ἀγριεμένοι καὶ ἄλλοτε μετανοοῦν, παρὰ μὲ τοὺς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι πάντοτε ὁπλίζονται ἐναντίον μας γεμάτοι μανία».
31. Ἕνας ἄλλος πάλι ἀπὸ τοὺς ἀειμνήστους ἐκείνους, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε ἀπέναντί μου πολλὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπη καὶ οἰκειότητα, μοῦ εἶπε κάποτε φιλικά:
«Ἐὰν πραγματικά, πάνσοφε, ὑπάρχει μέσα σου καὶ ζῆ ἡ ψυχή σου τὴν ἐνέργεια ἐκείνου ποὺ εἶπε
«πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί μὲ Χριστῷ» (Φιλιπ. δ´ 13), ἐὰν κατῆλθε καὶ σὲ σένα, ὅπως καὶ στὴν Παρθένο, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς δρόσος ἁγνείας, ἐὰν δύναμις ὑπομονῆς τοῦ Ὑψίστου σὲ ἐπεσκίασε (πρβλ. Λουκ. α´ 35), τότε ζῶσε σὰν ἄνδρας, ὅπως ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, στὴν μέση σου τὴν ποδιὰ τῆς ὑπακοῆς, σήκω ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς ἡσυχίας, καὶ νίψε τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν μὲ συντετριμμένο πνεῦμα. Ἢ καλύτερα κυλίσου κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μιᾶς συνοδίας μὲ ταπεινωμένο φρόνημα.
» Τοποθέτησε αὐστηροὺς καὶ ἄγρυπνους φρουροὺς στὴν πύλη τῆς καρδιᾶς σου. Συγκράτησε μέσα στὸ σῶμα τὸν ἀσυγκράτητο νοῦ ποὺ περισπᾶται (ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ Κοινοβίου). Ἐξάσκησε τὴν «νοερὰν ἡσυχίαν», ἐνῷ τὰ μέλη τοῦ σώματος κινοῦνται συνεχῶς (στὰ διάφορα διακονήματα) ‐πράγμα ποὺ εἶναι τὸ πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ ὅλα. Γίνε «ἀπτόητος ψυχή» μέσα στοὺς θορύβους (τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς).
» Χαλίνωσε τὴν γλώσσα σου ποὺ ὁρμᾶ μὲ πάθος στὴν ἀντιλογία. Πάλευε ἐνάντια στὴν δέσποινα, (τὴν κοιλία δηλαδή), «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» κάθε ἡμέρα. Κάρφωσε ἐπάνω στὸ ξύλο τῆς ψυχῆς σου σὰν σὲ ἄλλο σταυρὸ τὸ ἀμόνι, τὸν νοῦ σου δηλαδή, οὕτως ὥστε ὅταν σφυροκοπῆται συνεχῶς καὶ ἐμπαίζεται καὶ ὑβρίζεται καὶ χλευάζεται, νὰ μὴ βλάπτεται καθόλου, ἀλλὰ νὰ παραμένη τελείως καθαρός, ἄθικτος καὶ ἀλύγιστος. Ξεντύσου τὸ ἰδικό σου θέλημα σὰν ροῦχο ἐντροπῆς καὶ γυμνὸς προχώρει στὸ στάδιο
τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος –πράγμα ποὺ σπάνια συναντᾶται. Φόρεσε τὸν θώρακα τῆς πίστεως πρὸς τὸν ἀγωνοθέτη, (τὸν Γέροντα), θώρακα ποὺ δὲν καταστρέφεται καὶ δὲν πληγώνεται ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀμφιβολία.
» Περιόρισε μὲ τὸ χαλινάρι τῆς ἁγνότητος τὴν ἁφὴ ποὺ πηδᾶ ἐμπρός σου ἀσυγκράτητη. Χαλίνωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ θέλουν κάθε στιγμὴ νὰ περιεργάζωνται τὸ παράστημα καὶ τὸ κάλλος τῶν σωμάτων, μὲ τὴν σκέψι τοῦ θανάτου. Φίμωσε καὶ κλεῖσε στὴν μέριμνα τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν περίεργο νοῦ καὶ ἐμπόδισέ τον ἀπὸ τὸ νὰ θέλη νὰ κατακρίνη ὡς ἀμελῆ τὸν ἀδελφό, καὶ δεῖχνε χωρὶς νὰ τὸ δείχνης κάθε ἀγάπη καὶ συμπάθεια πρὸς τὸν πλησίον σου.
» Τότε, φίλτατε πάτερ, θὰ καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μέσα στὴν συνοδία ἔχωμε μεταξύ μας ἀγάπη (πρβλ. Ἰωάν. ιγ´ 35).
» Ἔλα, ἔλα, μοῦ ἔλεγε πάλι ὁ καλὸς φίλος. Ἔλα νὰ συγκατοικήσης μαζί μας. Πίνε κάθε στιγμὴ τὸν χλευασμὸ σὰν τρεχούμενο καὶ δροσερὸ νερό. Ἄλλωστε καὶ ὁ Δαβίδ, ἀφοῦ περιεργάσθηκε ὅλα τὰ τερπνὰ ποὺ ὑπάρχουν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε μὲ θαυμασμό: «Ποιὸ εἶναι ὡραιότερο καὶ τερπνότερο; Κανένα ἄλλο παρὰ τὸ νὰ συγκατοικοῦν ἀδελφοὶ μαζί!» (πρβλ. Ψαλμ. ρλβ´ 1). Ἐὰν ὅμως δὲν ἀξιωθήκαμε ἀκόμη νὰ ἀποκτήσωμε τὸ ἀγαθὸ μιᾶς τέτοιας ὑπομονῆς καὶ ὑπακοῆς, τότε θὰ εἶναι καλύτερα, συναισθανόμενοι τὴν ἀδυναμία μας, νὰ ἀσκητεύωμε μόνοι μας, μακρυὰ ἀπὸ τὸ ἀθλητικὸ στάδιο (τοῦ Κοινοβίου). Νὰ μακαρίζωμε δὲ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται σ᾿ αὐτὸ ἀθλητικὰ καὶ νὰ τοὺς εὐχώμεθα καλὴ ὑπομονή».
Τὰ λόγια τοῦ καλοῦ πατρὸς καὶ ἐξαιρετικοῦ διδασκάλου ποὺ ἐπάλαιψε μαζί μου μὲ τρόπο εὐαγγελικὸ καὶ προφητικό, ἢ καλύτερα φιλικό, μὲ ἐνίκησαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ χωρὶς καμμία ἀμφιβολία ἀπεφάσισα νὰ δώσω τὰ πρωτεῖα στὴν μακαρία ὑπακοή.
32. Ἐνθυμήθηκα καὶ μία ἄλλη ἀξιόλογη ἀρετὴ τῶν μακαρίων αὐτῶν μοναχῶν, καὶ ἀφοῦ σᾶς τὴν παραθέσω, θὰ τελειώσω τὸν περίπατο μέσα στὸ ὅμοιο μὲ παραδεισένιο κῆπο Κοινόβιό τους, γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ τὰ ἰδικά μου λόγια, τὰ χωρὶς κάλλος, τὰ ἀνωφελῆ καὶ ἀκανθώδη.
Συνέβη πολλὲς φορὲς νὰ διακρίνη ὁ Ποιμὴν μερικοὺς ἀδελφοὺς ποὺ συζητοῦσαν μεταξύ τους τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας. Καὶ τοὺς ἐπέβαλε, μολονότι ἦσαν κληρικοὶ ‐συγκεκριμένα Ἱερεῖς‐ νὰ ἵστανται ἔξω
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μία ἑβδομάδα καὶ νὰ βάζουν μετάνοια σὲ ὅλους ὅσους εἰσέρχονταν καὶ ἐξέρχονταν.
Ἄλλη φορὰ βλέπω ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ παρακολουθῆ τὴν ψαλμῳδία μὲ πραγματικὴ συναίσθηση περισσότερη ἀπὸ κάθε ἄλλον. Μάλιστα στὴν ἀρχὴ τῶν Ἀκολουθιῶν ἔδειχνε ἀπὸ τὶς κινήσεις καὶ τὸ ὕφος τοῦ προσώπου του ὅτι συζητοῦσε μὲ κάποιον. Ἐζήτησα λοιπὸν ἀπὸ τὸν μακάριο νὰ μοῦ ἐξηγήση αὐτή του τὴν στάσι. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν συνήθιζε νὰ ἀποκρύπτη κάτι ποὺ θὰ ὠφελοῦσε, μοῦ ἀπήντησε: «Ἔχω τὴν συνήθεια, πάτερ Ἰωάννη, νὰ συμμαζεύω στὴν ἀρχὴ τῆς Ἀκολουθίας τοὺς λογισμούς, τὸν νοῦ καὶ ὅλο τὸν ψυχικό μου κόσμο. Καὶ μόλις τοὺς συγκαλέσω, τοὺς φωνάζω: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν».
Παρηκολούθησα καὶ τὸν μάγειρο καὶ ἰδοὺ τί τὸν συνέλαβα νὰ κάνη: Εἶχε ἕνα «πτυχίον», (ἕνα σημειωματάριο δηλαδή), κρεμασμένο στὴν ζώνη του γιὰ νὰ σημειώνη ‐ἔτσι μοῦ ἐξήγησε‐ καθημερινὰ τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ τοὺς ἀνακοινώνη ὅλους στὸν Γέροντα! Καὶ αὐτὸ ὄχι μόνο τὸν μάγειρο, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀδελφούς της Μονῆς εἶδα νὰ τὸ κάνουν. Καὶ αὐτὴ ἡ τακτικὴ ἦταν ἐντολὴ τοῦ μεγάλου, (τοῦ Ἡγουμένου), ὅπως ἄκουσα.
33. Κάποτε ὁ Ἡγούμενος ἔδιωξε ἕναν ἀδελφό, ὁ ὁποῖος τοῦ κατηγόρησε κάποιον ἄλλον ὡς φλύαρο καὶ πολυλογά. Αὐτὸς τότε περίμενε καρτερικὰ στὴν πύλη τῆς Μονῆς ἑπτὰ ἡμέρες, παρακαλώντας θερμὰ νὰ συγχωρηθῆ καὶ νὰ γίνη πάλι δεκτός. Μόλις τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ φιλόψυχος ἐκεῖνος Ἡγούμενος,
ἐξέτασε καλὰ καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι δὲν εἶχε φάγει τίποτε στὶς ἡμέρες ποὺ πέρασαν, τοῦ ἐδήλωσε ὅτι, ἂν
ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ παραμείνη στὴν Μονή, θὰ τὸν κατέτασσε στὴν τάξι τῶν μετανοούντων. Ὁ μετανοημένος ἀδελφὸς τὸ δέχθηκε μὲ εὐχαρίστησι. Τότε ὁ Ποιμὴν διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ ἰδιαίτερο Μοναστήρι, ὅπου ἔμεναν ὅσοι πενθοῦσαν γιὰ διάφορες πτώσεις τους. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Καὶ τώρα, ἀφοῦ ἐνθυμήθηκα τὸ Μοναστήρι αὐτὸ τῶν μετανοούντων, ἂς ποῦμε ὀλίγα καὶ γι᾿ αὐτό.
Σὲ ἀπόστασι ἑνὸς «σημείου», (δηλαδὴ ἐνάμισυ χιλιομέτρου), ἀπὸ τὴν μεγάλη Μονὴ εὑρισκόταν ὁ ἀπαράκλητος ἐκεῖνος τόπος ποὺ ὠνομαζόταν Φυλακή. Ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε ποτὲ περίπτωσις νὰ ἰδῆς
καπνὸ ἢ κρασὶ ἢ λάδι στὸ φαγητὸ ἢ τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ψωμὶ καὶ μερικὰ χόρτα.
Στὴν Φυλακὴ αὐτὴ ἔκλεινε ὁ Ἡγούμενος χωρὶς δικαίωμα ἐξόδου, ὅσους μετὰ τὴν κουρά τους ἔπεφταν σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα. Δὲν τοὺς ἔκλεινε στὸ ἴδιο δωμάτιο, ἀλλὰ χωριστὰ τὸν καθένα ἢ τὸ πολὺ ἀνὰ δυό. Καὶ τοὺς ἄφινε ἐκεῖ, μέχρις ὅτου θὰ τὸν πληροφοροῦσε ὁ Κύριος γιὰ τὸν καθένα. Τοὺς εἶχε ὁρίσει καὶ ἕναν ἐξαίρετο ὑπεύθυνο ‐«τοποποιόν»‐ ὀνόματι Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος τοὺς ὑποχρέωνε σὲ ἀδιάλειπτο σχεδὸν προσευχή, καὶ τοὺς διέθετε μεγάλη ποσότητα θαλλῶν (κλάδων φοινίκων), γιὰ νὰ πλέκουν καὶ νὰ ἀποδιώκουν τὴν ἀκηδία.
Αὐτὸς ἦταν σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἡ κατάστασις καὶ ἡ πολιτεία «αὐτῶν ποὺ ἐπιζητοῦσαν πραγματικὰ νὰ ἀντικρύσουν τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ» (Ψαλμ. κγ´ 6).
34. Τὸ νὰ θαυμάζη κανεὶς τοὺς κόπους τῶν Ἁγίων εἶναι καλό. Τὸ νὰ ζηλεύη νὰ τοὺς μιμηθῆ εἶναι σωτήριο. Ἀλλὰ τὸ νὰ θέλη διὰ μιᾶς νὰ τοὺς μιμηθῆ εἶναι παράλογο καὶ ἀκατόρθωτο.
35. Ὅταν μᾶς δαγκώνουν οἱ ἔλεγχοι καὶ οἱ ἐπιπλήξεις τῶν ἄλλων, ἂς ἐνθυμούμεθα τὰ ἁμαρτήματά μας. Μέχρις ὅτου ὁ Κύριος, ποὺ βλέπει τὴν ἀγωνιστικότητα τῶν βιαστῶν του, σβήση τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ μεταβάλη σὲ χαρὰ τὴν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς μας. Διότι ὅπως λέγει καὶ ὁ Ψαλμῳδός: «Ὅσο μεγάλες ἦταν οἱ ὁδύνες στὴν καρδιά μου, τόσο δυνατὲς ὑπῆρξαν καὶ οἱ παρηγοριές σου, οἱ ὁποῖες στὴν κατάλληλη ὥρα εὔφραναν τὴν ψυχή μου» (Ψαλμ. 93, 19).
36. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγε πρὸς τὸν Κύριον: «Πόσες θλίψεις μοῦ ἔδειξες! Θλίψεις πολλὲς καὶ κακές! Δὲν μὲ ἐγκατέλειψες ὅμως, ἀλλὰ μὲ ἐπεσκέφθηκες μὲ στοργὴ καὶ μὲ ἐζωογόνησες καὶ μὲ ἀνύψωσες καὶ πάλι μετὰ τὴν πτῶσι μου ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς ὅπου εἶχα πέσει» (Ψαλμ. ο´ 20).
37. Μακάριος ὅποιος, ἐνῷ κάθε ἡμέρα κακολογεῖται καὶ ἐξουθενεῖται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, βιάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ὑπομένει. Μαζί μὲ τοὺς Μάρτυρες αὐτὸς θὰ χορεύση καὶ μεταξὺ τῶν Ἀγγέλων θὰ παρουσιασθῆ μὲ παρρησία.
Μακάριος ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του κάθε ὥρα ἄξιο γιὰ κάθε ἀτιμία καὶ κάθε ἐξουδένωσι.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐνέκρωσε τελείως τὸ θέλημά του καὶ παρέδωσε τὴν φροντίδα τῆς ψυχῆς τους στὸν ἐν Κυρίῳ ὁδηγὸ καὶ διδάσκαλό του. Αὐτὸς θὰ σταθῆ στὰ δεξιά του Σταυρωθέντος.
38. Ὅποιος ἀποκρούει τὸν ἔλεγχο, εἴτε δίκαιο εἴτε ἄδικο, αὐτὸς ἀρνήθηκε τὴν σωτηρία του. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τὸν δέχεται, εἴτε μὲ δυσκολία εἴτε χωρὶς δυσκολία, αὐτὸς γρήγορα θὰ ἐπιτύχη τὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων του.
39. Δεῖχνε νοερῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν εἰλικρινῆ πίστι καὶ ἀγάπη ποὺ τρέφεις πρὸς τὸν πνευματικό σου Πατέρα καὶ ὁ Θεὸς μὲ μυστικὸ τρόπο θὰ τὸν πληροφορήση, ὥστε καὶ ἐκεῖνος νὰ τρέφη ἀπέναντί σου ἀνάλογη εὔνοια καὶ οἰκειότητα.
Ὅποιος φανερώνει (στὸν Γέροντά του) τὸν ὄφι ποὺ κρύπτεται μέσα του, ἀποδεικνύει ὅτι ἔχει δυνατὴ καὶ ἀληθινὴ πίστι (πρὸς αὐτόν). Ὅποιος ὅμως τὸν ἀποκρύπτει, αὐτὸς περιπλανᾶται ἀκόμη σὲ δύσβατα μέρη.
40. Ἐὰν κάποιος ἐπιθυμῆ νὰ διαπιστώση τὴν πραγματικὴ φιλαδελφία καὶ ἀγάπη ποὺ ἔχει, ἂς τὸ βεβαιωθῆ μὲ τὸ ἑξῆς: Νὰ παρατηρήση ἐὰν πενθῆ γιὰ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐὰν ἀγάλλεται γιὰ τὴν πρόοδο καὶ τὰ χαρίσματά του.
41. Ἐκεῖνος ποὺ στὶς συζητήσεις ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπιβάλλη τὴν γνώμη του, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὀρθή, ἂς γνωρίζη ὅτι νοσεῖ ἀπὸ τὴν νόσο τοῦ διαβόλου, (δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια). Καὶ ἐὰν μὲν αὐτὸ γίνεται στὶς συζητήσεις μὲ ἴσους, ἴσως νὰ θεραπευθῆ κάποτε μὲ τὴν ἐπίπληξι τῶν μεγαλυτέρων.
Ἐὰν ὅμως μὲ μεγαλυτέρους ἢ πιὸ σοφούς, τότε τὸ πάθος τοῦ εἶναι ἀνθρωπίνως ἀθεράπευτο.
42. Αὐτὸς ποὺ δὲν ὑποχωρεῖ στὰ λόγια, εἶναι φανερὸ πὼς δὲν ὑποχωρεῖ καὶ στὰ ἔργα. Διότι «ὁ ἐν ὀλίγῳ ἄπιστος, καὶ ἐν πολλῷ ἄπιστός ἐστι» (Λουκ. ις´ 10) καὶ ἀνένδοτος καὶ μάταια κοπιάζει καὶ ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ὑποταγὴ τίποτε δὲν κερδίζει, παρὰ μόνο ἐνοχή.
43. Αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τελείως καθαρὰ συνείδησι στὸ θέμα τῆς ὑποταγῆς στὸν Γέροντα, δὲν φοβεῖται τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὸν περιμένει κάθε ἡμέρα σὰν ὕπνο ἢ καλύτερα σὰν ζωή. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ εἶναι βέβαιος ὅτι κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη τοῦ θανάτου ὄχι αὐτός, ἀλλ᾿ ὁ Γέροντάς του θὰ δώση λόγο γιὰ τὰ
ἔργα του.
44. Ἐὰν κάποιος ἀναλάβη ἐν Κυρίῳ χωρὶς πίεσι ἐκ μέρους τοῦ Ἡγουμένου κάποια ὑπηρεσία καὶ ἐπάνω στὴν ἐκτέλεσί της ὑποστῆ κάποια ἀνέλπιστη πτῶσι, ἂς μὴν ἀποδίδη τὴν αἰτία σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔδωσε τὸ ὅπλο, ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔλαβε. Διότι ἐνῷ ἐπῆρε τὸ ὅπλο γιὰ νὰ κτυπήση τὸν ἐχθρό, αὐτὸς τὸ ἔστρεψε κατὰ τῆς καρδίας του. Ἂν ὅμως ἐδέχθηκε τὴν ὑπηρεσία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μὲ πίεσι τοῦ Γέροντος, καὶ ἂν εἶχε ἀναφέρει ἀπὸ πρὶν στὸν Γέροντα τὴν ἀδυναμία του, ἂς ἔχη θάρρος, διότι καὶ ἂν ἔπεσε, δὲν ἀπέθανε.
45. Μοῦ διάφυγε, ἀγαπητοί, νὰ σᾶς παραθέσω καὶ τοῦτο τὸ γλυκὸ ψωμὶ τῆς ἀρετῆς: Εἶδα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ Κοινόβιο ὑποτακτικούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τρόπο θεάρεστο ἐπαίδευαν οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό τους μὲ ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμούς. Ἔτσι ἦταν προετοιμασμένοι νὰ ὑπομένουν τὶς ὕβρεις, ποὺ τοὺς ἔρχονταν ἀπ᾿ ἔξω, ἐφ᾿ ὅσον συνήθισαν νὰ μὴ ταράζωνται ἀπὸ τοὺς ἐξευτελισμούς.
46. Τὴν ψυχὴ ποὺ συνηθίζει νὰ ἐξομολογῆται, ἡ σκέψις τῆς ἐξομολογήσεως τὴν συγκρατεῖ σὰν χαλινάρι καὶ δὲν τὴν ἀφίνει νὰ ἁμαρτήση. Ἀντιθέτως τὶς ἁμαρτίες ποὺ δὲν σκέπτεται κανεὶς νὰ τὶς ἐξομολογηθῆ, συνεχῶς σὰν σὲ σκοτάδι τὶς διαπράττει ἄφοβα.
47. Ὅταν, στὴν ἀπουσία τοῦ Γέροντος, τὸν φανταζώμεθα σὰν νὰ παρευρίσκεται ἀνάμεσά μας, καὶ ἀποφεύγωμε κάθε συζήτησι ἢ λόγο ἢ φαγητὸ ἢ ὕπνο ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ γνωρίζομε ὅτι τὸν δυσαρεστοῦν, τότε ἐξασκοῦμε ἀληθινὰ ἀνόθευτη ὑπακοή. Οἱ νόθοι μαθηταὶ χαίρονται γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ διδασκάλου, ἐνῷ οἱ γνήσιοι τὴν θεωροῦν ζημία τους.
48. Ἐρώτησα κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους μοναχούς, παρακαλώντας τον νὰ μοῦ ἐξηγήση πὼς ἡ ὑπακοὴ κρύβει μέσα της τὴν ταπείνωση. Καὶ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Ὁ εὐγνώμων ὑποτακτικὸς καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστήση νεκροὺς καὶ ἂν ἀποκτήση τὸ χάρισμα τῶν δακρύων ἢ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς πολέμους (τῶν παθῶν), ὁπωσδήποτε συλλογίζεται ὅτι αὐτὰ τὰ κατόρθωσε ἡ εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ
του Πατρός. Καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος παραμένει ξένος ἀπὸ τὴν ματαία οἴησι. Διότι πῶς θὰ μπορέση νὰ
ὑπερηφανευθῆ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ‐ὅπως λέγει‐ τὸ ἐπέτυχε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Πατρός του καὶ ὄχι μὲ τὴν ἰδική του ἀξία καὶ προσπάθεια»;
49. Ὁ ἡσυχαστὴς ποὺ ἀσκεῖται μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐφαρμόση αὐτά. Ἡ δὲ οἴησις ἀσκεῖ δικαιώματα ἐπάνω του, καὶ τοῦ ὑποβάλλει τὸν λογισμό, ὅτι μὲ τὴν ἰδική του ἀξία καὶ προσπάθεια ἐπέτυχε τὰ κατορθώματά του. Ἐνῷ ὁ ὑποτακτικὸς νικᾶ καὶ ἐξουδετερώνει τοὺς δυὸ δόλους τῶν δαιμόνων καὶ μένει γιὰ πάντα δοῦλος καὶ ὑπήκοος τοῦ Χριστοῦ.
50. Ἀγωνίζεται σὰν πυγμάχος ὁ δαίμων ἐναντίον τῶν ὑποτακτικῶν καὶ προσπαθεῖ, ἄλλοτε νὰ τοὺς ρίχνη σὲ σαρκικοὺς μολυσμοὺς καὶ νὰ τοὺς σκληρύνη τὴν καρδία, ἄλλοτε σὲ ξαφνικὴ ὀργὴ καὶ ταραχή, σὲ πνευματικὴ ξηρότητα καὶ ἀκαρπία, στὴν λαιμαργία καὶ στὴν ὀκνηρία γιὰ προσευχή, ἄλλοτε στὸν ὕπνο καὶ στὸν σκοτισμὸ τοῦ νοῦ. Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν ἄθλησι τῆς ὑπακοῆς, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τίποτε δὲν ὠφελήθηκαν ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔμειναν πίσω στὰ πνευματικά. Καὶ δὲν τοὺς ἀφίνει νὰ ἐννοήσουν ὅτι πολλὲς φορὲς ἐπιτρέπει σκόπιμα ὁ Θεὸς νὰ ἀπομακρυνθοῦν οἱ ἀρετὲς ποὺ νομίζομε ὅτι ἔχομε, γιὰ νὰ δημιουργηθῆ μέσα μας βαθύτατη ταπεινοφροσύνη.
51. Ἀποκρούσθηκε πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ὑπομονὴ ἡ ἀπάτη τοῦ προηγουμένου δαίμονος. Κατόπιν «ἔτι τούτου λαλοῦντος, ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος» (Ἰὼβ α´ 16‐18), ἦλθε δηλαδὴ ἄλλος κακὸς δαίμων, ὁ ὁποῖος
προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐξαπατήση μὲ διαφορετικὸ τρόπο. (Γιὰ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνεται λόγος εὐθὺς στὴν συνέχεια).
52. Συνήντησα ὑποτακτικοὺς οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν εὐχὴ καὶ σκέπη τοῦ Γέροντός των ἔγιναν εὐκατάνυκτοι, γλυκομίλητοι, ἐγκρατεῖς, μὲ ἀγωνιστικὸ ζῆλο, ἀπολέμητοι (ἀπὸ τὰ πάθη), μὲ πνευματικὴ θερμότητα… Σ᾿ αὐτοὺς λοιπὸν κατέφθασα οἱ δαίμονες καὶ τοὺς ἔσπειραν μυστικὰ τὸν λογισμό, ὅτι εἶναι ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι τώρα γιὰ τὸ ἀνώτερο βραβεῖο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία θὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάθεια. Καὶ ἔτσι ἐξαπατήθηκαν καὶ ἀπὸ τὸ λιμάνι ἀνοίχθηκαν στὸ πέλαγος. Ἐκεῖ ὅμως τοὺς ἔπιασε ἡ τρικυμία καί, μὴ ἔχοντας κυβερνήτη, ἐκινδύνευσαν νὰ πνιγοῦν στὴν ἁλμυρὴ καὶ ἀκάθαρτη θάλασσα (τῶν παθῶν).
53. Χρειάζεται μερικὲς φορὲς νὰ θολώση καὶ νὰ ἀναταραχθῆ καὶ νὰ ἐξαγριωθῆ ἡ θάλασσα (τῆς ψυχῆς),
γιὰ νὰ ἐκβρασθοῦν πάλι στὴν ξηρὰ ὁ βοῦρκος καὶ ἡ σαπρία καὶ τὰ χορτάρια, ποὺ οἱ ποταμοὶ τῶν παθῶν κατέβασαν μέσα της. Ἐὰν παρατηρήσωμε, θὰ ἰδοῦμε ὅτι μετὰ ἀπὸ τὴν ἀναταραχὴ αὐτῆς τῆς θαλάσσης ἐπικρατεῖ βαθειὰ γαλήνη.
54. Αὐτὸς ποὺ ἄλλοτε ὑπακούει καὶ ἄλλοτε παρακούει στὸν πνευματικό του Πατέρα ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ βάζει στοὺς ὀφθαλμούς του ἄλλοτε κολλύριο καὶ ἄλλοτε ἀσβέστη. (Ποίον τὸ ὄφελος;). Διότι «ἐὰν ἕνας κτίζη ‐ὅπως λέγει ἡ Γραφή‐ καὶ ἕνας γκρεμίζη, τί καλὸ προκύπτει παρὰ μόνο κόπο»; (Σοφ. Σειρ. λδ´ 23).
55. Μὴν ἀπατᾶσαι, ὦ υἱὲ καὶ ὑπήκοε τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς οἰήσεως καὶ παρουσιάζεις τὰ ἁμαρτήματά σου σὰν νὰ τὰ ἔπραξε ἄλλο πρόσωπο καὶ ὄχι ἐσύ. Διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαλλαγῆ κανεὶς ἀπὸ τὴν αἰσχύνη χωρὶς νὰ αἰσθανθῆ αἰσχύνη. Συνηθίζουν πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες νὰ μᾶς καταφέρνουν ἢ νὰ μὴν ἐξομολογούμεθα ἢ νὰ παρουσιάζωμε τὶς ἁμαρτίες μας σὰν νὰ τὶς διέπραξε κάποιος ἄλλος ἢ νὰ ἐπιρρίπτωμε σὲ ἄλλους τὴν αἰτία.
56. Ξεγύμνωσε, ξεγύμνωσε τὸ τραῦμα σου στὸν ἰατρό. Μὴ ἐντραπῆς, ἀλλὰ λέγε: «Ἰδικό μου, πάτερ, εἶναι τὸ τραῦμα, ἰδική μου ἡ πληγή! Ἡ ἰδική μου ρᾳθυμία τὸ προξένησε καὶ ὄχι κάτι ἄλλο. Κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ἁμαρτίας μου, οὔτε ἄνθρωπος οὔτε διάβολος οὔτε σῶμα οὔτε ἄλλο τίποτε, παρὰ μόνο ἡ ἀμέλειά μου». Τὴν ὥρα ποὺ ἐξομολογεῖσαι νὰ εἶσαι καὶ στὴν συμπεριφορὰ καὶ στὴν ὄψι καὶ στὸν λογισμὸ σκυφτὸς σὰν κατάδικος, καὶ ἂν μπορῆς βρέχε μὲ δάκρυα τὰ πόδια τοῦ πνευματικοῦ ἰατροῦ καὶ δικαστοῦ σὰν νὰ εἶναι τοῦ Χριστοῦ.
57. Ἐὰν ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν συνήθεια, τότε ὁπωσδήποτε καὶ τὰ καλά. Καὶ ἡ καλὴ συνήθεια ἔχει περισσότερη δύναμι, διότι δέχεται τὴν ἰσχυρὴ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ κοπιάσης, υἱέ μου, πολλὰ ἔτη γιὰ νὰ ἀντικρύσης μέσα σου τὴν μακαρία ἀνάπαυσι, ἐὰν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ παραδώσης ὁλόψυχα τὸν ἑαυτό σου στὶς ἀτιμίες.
58. Μὴ τὸ θεωρήσεις ἀνάξιο νὰ ἐξομολογηθῆς τὶς ἁμαρτίες σου στὸν βοηθό σου, (στὸν Γέροντά σου δηλαδή), μὲ ταπείνωσι καὶ συντριβὴ ὡσὰν στὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐγὼ συνήντησα καταδίκους οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀξιολύπητη καὶ δακρυσμένη ὄψι τους καὶ μὲ τὶς ἀπελπισμένες κραυγὲς καὶ ἱκεσίες τους ἐμαλάκωσαν τὴν αὐστηρότητα τοῦ δικαστοῦ καὶ μετέτρεψαν τὴν ὀργή του σὲ καλωσύνη καὶ εὐσπλαγχνία. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπλησίαζαν ἐπιζητοῦσε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τὴν ἐξομολόγησι, ὄχι διότι ὁ ἴδιος τὴν χρειαζόταν, ἀλλὰ διότι ἐπεδίωκε τὴν σωτηρία τους.
59. Ἂς μὴν ἐκπλαγοῦμε διότι μᾶς πολεμοῦν (οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ποὺ ἐξωμολογηθήκαμε) καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγησι. Εἶναι προτιμότερο νὰ παλεύουμε μὲ τοὺς λογισμοὺς παρὰ μὲ τὴν οἴησι.
60. Ἂς μὴ σὲ ἑλκύουν καὶ ἐνθουσιάζουν καὶ συνεπαίρνουν οἱ διηγήσεις γιὰ τοὺς ἡσυχαστὰς καὶ ἀναχωρητάς. Διότι ἐσὺ βαδίζεις στὴν στρατιωτικὴ πορεία τοῦ Πρωτομάρτυρος, (τοῦ Χριστοῦ δηλαδὴ ποὺ «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου»).
61. Καὶ ὅταν ἀκόμη πέσης, μὴν ἐγκαταλείπης τὸν στίβο (τοῦ Κοινοβίου), ἀφοῦ τότε ἰδιαιτέρως ἔχεις μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπὸ ἰατρό. Ἐκεῖνος ποὺ ἐνῷ ἔχει συμπαράστασι ἐσκόνταψε στὶς πέτρες, χωρὶς
συμπαράστασι ὄχι μόνο θὰ ἐσκόνταφτε ἀλλὰ καὶ θὰ ἐθανατώνετο.
62. Μόλις νικηθοῦμε ἀπὸ κάποιον πειρασμὸ στὸ Κοινόβιο, καταφθάνουν ἀμέσως οἱ δαίμονες καὶ ἀρπάζοντας τὴν εὔλογη ἢ καλύτερα παράλογη αὐτὴ ἀφορμὴ μᾶς προτρέπουν (νὰ ἐγκαταλείψωμε τὴν σύγχυσι τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς) καὶ νὰ ἀκολουθήσωμε τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ προσθέσουν οἱ ἐχθροί μας μία πληγὴ ἀκόμη στὴν ἥττα μας.
63. Ὅταν ὁ ἰατρὸς προβάλη ἀδυναμία νὰ μᾶς θεραπεύση, τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναζητήσωμε ἄλλον,
διότι σπάνια θεραπεύεται κανεὶς χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ ἰατροῦ.
64. Ἐκεῖνο τὸ πλοῖο ποὺ μὲ ἔμπειρο κυβερνήτη συνήντησε ναυάγιο, χωρὶς κυβερνήτη ὁπωσδήποτε θὰ ἐχάνετο. Σ᾿ αὐτὸ ποιὸς ἄραγε θὰ διανοηθῆ νὰ φέρη ἀντιρρήσεις;
65. Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ γεννᾶται ἡ ταπείνωσις. Ἀπὸ τὴν ταπείνωσι ἡ ἀπάθεια, ἀφοῦ, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ψαλμῳδός, «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύρος καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν» (Ψαλμ. ρλε´ 23‐24). Συνεπῶς τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ εἰποῦμε ὅτι ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ γεννᾶται ἡ ἀπάθεια, ἡ ὁποία ἀπάθεια προξενεῖ τὴν τελεία ταπείνωσι. Ὅπως ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ ἀρχίζει ὁ Νόμος, ἔτσι ἀπὸ τὴν ταπείνωσι ἀρχίζει νὰ δημιουργῆται ἡ ἀπάθεια. Καὶ ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἡ θυγατέρα τῆς συναγωγῆς, ἐτελειοποίησε τὴν συναγωγή, ἔτσι καὶ ἡ ἀπάθεια, ἡ θυγατέρα τῆς ταπεινώσεως, ἐτελειοποίησε τὴν ταπείνωσι.
66. Ἀξίζουν κάθε τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸν οἱ ἄρρωστοι ποὺ ἐγνώρισαν τὴν ἱκανότητα τοῦ ἰατροῦ καὶ ὠφελήθηκαν ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἔπειτα, πρὶν τελειώση ἡ θεραπεία, τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ἐδιάλεξαν ἄλλον.
67. Μὴ φεύγης ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου ποὺ σὲ προσέφερε στὸν Κύριον. Καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή σου κανέναν ἄλλο νὰ μὴ σεβασθῆς ὅπως αὐτόν.
68. Ἕνας στρατιώτης χωρὶς πολεμικὴ πείρα, εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ ξεχωρίση ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴ παράταξι καὶ νὰ πολεμῆ μόνος του τὸν ἐχθρό. Καὶ εἶναι ἐπίσης ἐπικίνδυνο, ἕνας μοναχὸς χωρὶς πολλὴ πείρα καὶ ἄσκησι στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν παθῶν, νὰ προχωρήση στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ μὲν στρατιώτης κινδυνεύει ἀπὸ σωματικὸ θάνατο, ὁ δὲ μοναχὸς ἀπὸ ψυχικό. Ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἀγαθοὶ οἱ δυὸ ὑπὲρ τὸν ἕνα» (Ἐκκλ. δ´ 9). Εἶναι δηλαδὴ καλύτερο νὰ ἀσκοῦν τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ δυὸ ‐ὑποτακτικὸς καὶ Γέροντας‐ καὶ μὲ τὴν χάρι καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ καταπολεμοῦν τὶς «προλήψεις».
69. Ὅποιος ἀποστερεῖ τὸν τυφλὸ ἀπὸ τὸν χειραγωγό του, τὸ ποίμνιο ἀπὸ τὸν ποιμένα του, τὸν περιπλανώμενο ἀπὸ τὸν ὁδηγό του, τὸ νήπιο ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν ἄρρωστο ἀπὸ τὸν ἰατρό του, τὸ πλοῖο ἀπὸ τὸν κυβερνήτη του, προξενεῖ καὶ στοὺς δυὸ κινδύνους. Καὶ ὅποιος ἐπιχειρήση νὰ παλαίψη ἀβοήθητος μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ὁπωσδήποτε θὰ θανατωθῆ.
70. Ὅσοι πηγαίνουν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ἰατρεῖο, ἂς ἐνθυμοῦνται καὶ ἂς σημειώνουν τοὺς πόνους, καὶ ὅσοι στὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴν ταπείνωσι ποὺ εἶχαν. Στοὺς πρώτους ἡ ἐλάττωσις τῶν πόνων θὰ εἶναι, ὅσο καμμία ἄλλη, ἡ βεβαία ἀπόδειξις ὅτι βελτιώθηκε ἡ ὑγεία τους, καὶ στοὺς δευτέρους ἡ αὔξησις τῆς αὐτομεμψίας.
71. Ἡ συνείδησίς σου ἂς εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ὑπακοῆς σου, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετό.
72. Ὅποιος ἀσκεῖ ἡσυχαστικὴ ζωή, αὐτὸς καὶ ὁ Γέροντάς του, ἔχει ὡς ἀντιπάλους μόνο τοὺς δαίμονες. Ὅποιος ἀσκεῖται στὸ Κοινόβιο παλεύει καὶ μὲ δαίμονες καὶ μὲ ἀνθρώπους. Ὁ πρῶτος παρατηρώντας συνεχῶς τὸν διδάσκαλό του, τηρεῖ μὲ περισσότερη ἀκρίβεια τὶς ἐντολές του. Ὁ δεύτερος πολλὲς φορὲς τὶς παραβιάζει κάπως μὲ τὴν ἀπουσία τοῦ Ἡγουμένου. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ κοινοβιάτες οἱ ὁποῖοι θὰ δείξουν ζῆλο καὶ καρτερία, μὲ τὴν ὑπομονητικὴ ἀντιμετώπισι τῶν προσκομμάτων, θὰ ἀναπληρώσουν μὲ τὸ παραπάνω τὴν ἔλλειψι καὶ θὰ κερδήσουν διπλοὺς στεφάνους.
73. Ἂς προφυλάττωμε τὸν ἑαυτό μας μὲ κάθε προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνησι. Διότι τὸ λιμάνι ποὺ εἶναι γεμάτο μὲ πλοῖα, συνήθως τὰ συντρίβει μὲ εὐκολία, καὶ μάλιστα ἐὰν ἔχουν κρυφὲς φθορὲς ἀπὸ τὸ σαράκι τοῦ θυμοῦ.
74. Ἐμπρὸς στὸν Γέροντα ἂς δείχνουμε τελεία σιωπὴ καὶ ἄγνοια. Ὁ σιωπηλὸς ἄνδρας εἶναι υἱὸς τῆς φιλοσοφίας, ποὺ πάντοτε (μὲ τὴν σιωπή) αὐξάνει τὶς γνώσεις του. Εἶδα ὑποτακτικὸ ποὺ ἅρπαξε τὴν ὁμιλία ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Γέροντος καὶ ἀπελπίσθηκα γιὰ τὴν ὑποταγή του, βλέποντας ὅτι ἀποκτᾶ ἀπὸ αὐτὴν ὑπερηφάνεια καὶ ὄχι ταπείνωσι.
75. Μὲ ὅλη μας τὴν προσοχὴ ἂς σταθοῦμε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοὶ γιὰ νὰ διακρίνωμε τὸ πότε καὶ πῶς πρέπει νὰ προτιμᾶται τὸ διακόνημα ἀπὸ τὴν προσευχή, διότι αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται πάντοτε. «Πρόσεχε σεαυτῷ» (Δευτ. ιε´ 9), ὅταν εὑρίσκεσαι μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ μὴ βιάζεσαι νὰ φανῆς σὲ κανένα πράγμα δικαιότερος καὶ καλύτερος ἀπὸ αὐτούς. Διότι ἔτσι διαπράττεις δυὸ κακά: Ἐκείνους τοὺς προσβάλλεις μὲ τὸν ψεύτικο καὶ ἐπιφανειακὸ ζῆλο σου, καὶ στὸν ἑαυτό σου δημιουργεῖς ὁπωσδήποτε ὑψηλοφροσύνη.
76. Ἐργάζου μὲ ζῆλο στὸ ἐσωτερικό της ψυχῆς σου, χωρὶς νὰ τὸ δείχνης καθόλου ἐξωτερικά, οὔτε μὲ τὸ ὕφος καὶ τὶς κινήσεις οὔτε μὲ λόγο οὔτε μὲ κάποια νύξι. Καὶ τοῦτο βεβαίως, ἐφ᾿ ὅσον ἔχεις παύσει νὰ ἐξουδενώνης τὸν πλησίον σου. Ἐὰν ὅμως εἶσαι ἐπιρρεπὴς σ᾿ αὐτό, τότε γίνε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου (χωρὶς δηλαδὴ ἰδιαίτερη ἐσωτερικὴ ἐργασία), καὶ ὄχι ἀνόμοιος μὲ τὴν οἴηση (ποὺ σοῦ προξενεῖ ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία).
77. Εἶδα ἕναν ἀπρόκοφτο μαθητὴ ποὺ ἐκαυχάτο ἐμπρὸς σὲ ἄλλους γιὰ τὰ κατορθώματα τοῦ διδασκάλου του. Ἐνόμιζε ὅτι θὰ δοξαζόταν μὲ τὸ σιτάρι, (τὸν πνευματικὸ πλοῦτο δηλαδή), τοῦ Γέροντός του. Ἀλλὰ μᾶλλον ἀπεδοκιμάσθη, διότι ὅλοι τοῦ εἶπαν: «Καὶ πῶς ἕνα τόσο καλὸ δένδρο ἔβγαλε ἄκαρπο κλωνάρι»;
78. Δὲν ἀποδεικνυόμαστε ὑπομονητικοί, ὅταν ὑποφέρωμε γενναῖα τους ἐξευτελισμοὺς τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ ὅταν μᾶς καταφρονῆ καὶ μᾶς ὑβρίζη ὁ οἱοσδήποτε ἄνθρωπος. Διότι τὸν πνευματικό μας πατέρα τὸν ὑπομένομε καὶ ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἀπὸ ὑποχρέωσι.
79. Πίνε πρόθυμα τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο σὰν νὰ εἶναι «ὕδωρ ζωῆς». Νὰ νομίζης ὅτι θέλει νὰ σὲ ποτίση μὲ φάρμακο καθαρτικὸ τῆς λαγνείας. Διότι τότε θὰ προβάλη στὴν ψυχή σου ἁγνότης ἀναφαίρετη καὶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ λείψη ἀπὸ τὴν καρδιά σου.
80. Ἂν κανεὶς βλέπη ἀναπαυμένους ἐκ μέρους του τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Κοινοβίου, ἂς μὴ καυχᾶται μὲ τὸν λογισμό του, διότι οἱ κλέπτες εὑρίσκονται γύρω του.
81. Μνημόνευε συνεχῶς τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅταν πάντα ποιήσητε τὰ προστεταγμένα, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν, ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ´ 10). Τὴν ἀξία δὲ τῶν κόπων μας κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου θὰ τὴν καταλάβωμε.
82. Τὸ Κοινόβιο εἶναι ἐπίγειος οὐρανός. Γι᾿ αὐτὸ ἂς κάνουμε τὴν καρδιά μας νὰ αἰσθάνεται ὅπως οἱ ἄγγελοι ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριον.
Ὅσοι εὑρίσκονται μέσα στὸν οὐρανὸ αὐτόν, ἄλλοτε μὲν αἰσθάνονται σκληρὴ σὰν πέτρα τὴν καρδιά τους καὶ ἄλλοτε πάλι παρηγοροῦνται μὲ τὴν κατάνυξι. Ἔτσι καὶ τὴν οἴησι ἀποφεύγουν καὶ ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν παρηγοροῦνται μὲ τὴν χάρι τῶν δακρύων.
83. Ὀλίγη φωτιὰ ἔχει τὴν δύναμι νὰ μαλακώση πολὺ κερί. Καὶ πολλὲς φορὲς μία μικρὴ ἀτιμία ποὺ γευθήκαμε, ὅλη τὴν ἀγριότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν ἀναισθησία καὶ τὴν πώρωσι ἀμέσως τὴν κατεπράϋνε καὶ τὴν κατεγλύκανε καὶ τὴν ἐξαφάνισε.
84. Ἀντελήφθηκα κάποτε δυὸ μοναχούς, ποὺ κάθονταν καὶ παρατηροῦσαν κρυφὰ καὶ ἄκουγαν τοὺς
στεναγμοὺς καὶ τοὺς κόπους τῶν ἀγωνιστῶν. Ἀλλὰ ὁ μὲν ἕνας τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μιμηθῆ τὸν ζῆλο τους, ὁ δὲ ἄλλος γιὰ νὰ τὰ ἀποκαλύψη εἰρωνικὰ καὶ ἐμπαικτικά, ὅταν θὰ ἐδίδετο εὐκαιρία, καὶ ἔτσι νὰ
ἀνακόψη τὸν ἐργάτη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν καλὸν ἀγώνα του.
85. Μὴν ἀσκῆς τὴν «ἄλογον σιωπήν» καὶ δημιουργῆς ἔτσι ταραχὴ καὶ πικρία στοὺς ἄλλους. Οὔτε νὰ εἶσαι νωθρὸς στοὺς τρόπους καὶ στὸ βάδισμά σου, τὴν στιγμὴ ποὺ σὲ προστάζουν νὰ δείξης προθυμία καὶ ἐνεργητικότητα. Διότι ἔτσι καταντᾶς χειρότερος ἀπὸ τοὺς μανιακοὺς καὶ τοὺς ταραχοποιούς.
86. Ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἰώβ, εἶδα τέτοια φαινόμενα πολλὲς φορὲς (πρβλ. Ἰὼβ ιγ´1): Ψυχὲς δηλαδὴ ποὺ διακρίνονταν γιὰ φυσικὴ νωθρότητα ἢ ἀκόμη καὶ γιὰ φυσικὴ «σβελτάδα», οἱ ὁποῖες ἐπαινέθηκαν ὡς δῆθεν εἰρηνικὲς ἢ δραστήριες καὶ ἀμέσως συγκινήθηκαν καὶ ὑπερηφανεύθηκαν. Βλέποντας αὐτὸ ἐθαύμασα γιὰ τὶς πολυποίκιλες μορφὲς τῆς κακίας!
87. Ὅποιος ζῆ σὲ Κοινόβιο δὲν ὠφελεῖται τόσο ἀπὸ τὴν ψαλμῳδία, ὅσο ἀπὸ τὴν (ἐσωτερική) προσευχή.
Διότι οἱ φωνὲς τῶν ψαλτῶν δημιουργοῦν σύγχυσι καὶ ἐμποδίζουν τὴν κατανόησι τῶν ὕμνων.
88. Πάλευε συνεχῶς νὰ συγκεντρώνης τὸν νοῦ σου ποὺ σκορπίζεται σὲ ρεμβασμούς. Ὁ Θεὸς δὲν ζητεῖ ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικοὺς τοῦ Κοινοβίου (ὅπως ἀπὸ τοὺς ἡσυχαστὰς) προσευχὴ ἀρρέμβαστη. Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν ἀθυμῆς, ἐπειδὴ κλέπτεται ὁ νοῦς σου. Ἀντίθετα νὰ εὐθυμῆς ποὺ πάντοτε τὸν ἐπαναφέρεις. Ἄλλωστε μόνο στοὺς ἀγγέλους παρατηρεῖται τὸ «ἄσυλον», τὸ νὰ μὴν κλέπτεται δηλαδὴ ὁ νοῦς των.
89. Ὅποιος εἶναι ἀποφασισμένος ἐσωτερικὰ νὰ μὴν φύγη ἀπὸ τὸ στάδιο τῆς πάλης μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς, ὕστερα καὶ ἀπὸ χίλιους ἀκόμη σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς θανάτους, αὐτὸς δὲν θὰ πέση εὔκολα σὲ κάτι τέτοιο, (στὸ νὰ ἐγκαταλείψη δηλαδὴ τὸ Μοναστήρι του). Ἐκεῖνο ποὺ συνήθως δημιουργεῖ τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς συμφορὲς αὐτὲς εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς δισταγμὸς τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν τόπο ὅπου εὑρίσκεται.
90. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀλλάζουν εὔκολα Μοναστήρι εἶναι τελείως ἀπρόκοφτοι. Διότι τίποτε δὲν συντελεῖ τόσο στὴν ἀκαρπία, ὅσο ἡ ἔλλειψις ὑπομονῆς.
91. Ἐὰν εὑρέθηκες σὲ ἕνα ἄγνωστο ἰατρεῖο καὶ ἰατρό, ἂς συμπεριφέρεσαι σὰν περαστικὸς καὶ ἂς πλουτήσης ἀθόρυβα τὴν πείρα σου μὲ ὅλα ὅσα θὰ παρατηρήσης ἐκεῖ. Καὶ ὅταν βλέπης ὅτι θεραπεύονται ἐκεῖ οἱ ἀσθένειές σου καὶ μάλιστα ὁ ὄγκος τῆς ὑπερηφανείας σου ‐ τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ περιζήτητο ‐ τότε ἀποφάσισε νὰ παραμείνης. Τότε πούλησε τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸν χρυσὸ τῆς ταπεινώσεως, τὸ συμβόλαιο τῆς ὑπακοῆς, τὰ γράμματα τῆς διακονίας (ὑπηρεσίας) καὶ μὲ μάρτυρες τοὺς ἀγγέλους.
92. Σχίσε τελείως ἐμπρὸς σ᾿ αὐτοὺς τὸ χαρτὶ τοῦ ἰδικοῦ σου θελήματος. Ἂν γυρίζης ἀκόμη ἀπὸ τὸ ἕνα
Μοναστήρι στὸ ἄλλο, ἀθετεῖς τὸ συμβόλαιο καὶ τὸ τίμημα μὲ τὸ ὁποῖο σὲ ἐξηγόρασε ὁ Χριστός.
93. Ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεώς σου ἂς εἶναι γιὰ σένα μνῆμα πρὶν ἀπὸ τὸ μνῆμα. Νὰ σκέπτεσαι ὅτι κανεὶς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸ μνῆμα πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάστασι. Μερικοὶ οἱ ὁποῖοι βγῆκαν, θυμήσου ὅτι ἀπέθαναν. Ἂς ἰκετεύσωμε τὸν Κύριον νὰ μὴ τὸ πάθωμε κι ἐμεῖς.
94. Οἱ πιὸ ὀκνηροὶ μοναχοί, ὅταν ἀντιληφθοῦν βαρειὰ τὴν ἐντολὴ τῆς ἐργασίας, κοιτάζουν νὰ προτιμήσουν τὴν προσευχή. Ὅταν ὅμως τὴν ἀντιληφθοῦν ξεκούραστη, ἀποφεύγουν τὴν προσευχὴ σὰν νὰ εἶναι φωτιά.
95. Συμβαίνει νὰ ἐγκαταλείψη ἕνας μοναχὸς τὴν ἐργασία του, γιὰ νὰ ξεκουράση κάποιον ἀδελφό, ὁ ὁποῖος τοῦ τὸ ζήτησε. Συμβαίνει ὅμως αὐτὸ καὶ ἀπὸ ὀκνηρία. Ἄλλες φορὲς πάλι, δὲν τὴν ἐγκαταλείπει ἀπὸ κενοδοξία, καὶ ἄλλες ἀπὸ προθυμία.
96. Ἐὰν ἐβιάσθηκες καὶ συνωμολόγησες νὰ ἐγκαταβιώσης (σὲ μία Μονή), καὶ βλέπεις ἐν τῷ μεταξὺ ὅτι δὲν προοδεύεις σ᾿ αὐτὴν πνευματικά, μὴ διστάζης νὰ τὴν ἀποχωρισθῆς. Πλὴν ὅμως γνώριζε ὅτι ὁ
ἐκλεκτὸς μοναχὸς παντοῦ εἶναι ἐκλεκτὸς καὶ ὁ ἀπρόκοφτος παντοῦ εἶναι ἀπρόκοφτος.
97. Τὰ ὑβριστικὰ λόγια προξενοῦν στοὺς κοσμικοὺς πολλοὺς χωρισμοὺς καὶ διασπάσεις. Ὁμοίως καὶ στὰ Κοινόβια οἱ γαστριμαργίες δημιουργοῦν ὅλες τὶς πτώσεις καὶ τὶς ἀθετήσεις τῶν ὑποσχέσεων.
98. Ἐὰν κυριαρχήσης ἐπάνω στὴν δέσποινα, (στὴν κοιλία), τότε ὁ ὁποιοσδήποτε ἀσκητικὸς τόπος σὲ ὁδηγεῖ στὴν ἀπάθεια. Ἐὰν ὅμως κυριαρχῆ αὐτὴ ἐπάνω σου, τότε παντοῦ κινδυνεύεις, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μνῆμα (ὅπου θὰ σὲ θάψουν).
99. «Ὁ Κύριος δίδει σοφία στοὺς τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε´ 8). Δηλαδὴ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ὑποτακτικῶν τους φωτίζει, ὥστε νὰ βλέπουν τὶς ἀρετὲς τοῦ διδασκάλου, καὶ τοὺς σκοτίζει, ὥστε νὰ μὴ βλέπουν τὰ ἐλαττώματά του. Ἐνῷ ὁ μισόκαλος διάβολος κάνει τὸ ἀντίθετο.
100. Ἂς ἔχωμε, ἀγαπητοί, ὡς ὑπόδειγμα τελείας ὑποταγῆς τὸν ὑδράργυρο, ὁ ὁποῖος καὶ ὅταν κυλιέται κάτω ἀπ᾿ ὅλα, μένει ἐντελῶς ἄθικτος ἀπὸ ἀκαθαρσίες. Οἱ ἐπιμελεῖς μοναχοὶ ἂς προσέχουν ἰδιαίτερα τὸν ἑαυτό τους, μήπως κατακρίνοντας τοὺς ἀμελεῖς, καταδικασθοῦν περισσότερο ἀπὸ αὐτούς. Ἐὰν ὁ Λὼτ ἀνεδείχθη δίκαιος, νομίζω πὼς ὀφείλεται στὸ ὅτι, ἐνῷ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ τόσο ἁμαρτωλούς, δὲν φάνηκε ποτὲ νὰ τοὺς κατακρίνη.
101. Πάντοτε βέβαια, περισσότερο ὅμως κατὰ τὴν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας, ἂς διατηρήσωμε ἡσυχία καὶ ἀταραξία. Διότι οἱ δαίμονες προσπαθοῦν μὲ τὶς ταραχὲς νὰ χαλοῦν τὴν προσευχή.
102. «Διακονητής» σημαίνει, νὰ εὑρίσκεσαι σωματικὰ ἐμπρὸς σὲ ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸν νοῦ σου νὰ κτυπᾶς τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ διὰ τῆς προσευχῆς.
103. Οἱ ὕβρεις καὶ οἱ ἐξουδενώσεις καὶ τὰ παρόμοια εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ σὰν τὴν πικρὴ ἀψιθιά. Ἐνῷ οἱ ἔπαινοι, οἱ τιμὲς καὶ τὰ ἐγκώμια ὁμοιάζουν μὲ τὸ μέλι, καὶ προξενοῦν στοὺς ἡδυπαθεῖς ὑπερβολικὴ γλυκύτητα. Ἂς ἐξετάσωμε ὅμως τὴν φύσι καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ καθενός. Τὰ πρῶτα καθαρίζουν ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ λάσπη, ἐνῷ τὰ δεύτερα αὐξάνουν τὴν χολὴ τῶν παθῶν.
104. Ἂς εἴμεθα ἀμέριμνοι καὶ ἂς ἔχωμε ἐμπιστοσύνη σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν ἐν Κυρίῳ τὴν φροντίδα τῶν ψυχῶν μας, ἔστω καὶ ἂν μερικὰ προστάγματά τους φαίνωνται ἐπιζήμια στὴν ψυχή μας. Τότε, τότε ἀκριβῶς δοκιμάζεται ἡ πίστις μας πρὸς αὐτοὺς μέσα στὸ χωνευτήριο τῆς ταπεινώσεως. Τὸ γνώρισμα τῆς τελείας ἐμπιστοσύνης εἶναι αὐτό: Ἐνῷ βλέπομε πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι περιμένουμε, ὑποτασσόμεθα ἀδίστακτα σὲ ἐκείνους ποὺ μᾶς προστάζουν.
105. Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ γεννᾶται ἡ ταπείνωσις, ὅπως ἄλλωστε τὸ εἴπαμε προηγουμένως. Ἀπὸ τὴν ταπείνωσι γεννᾶται ἡ διάκρισις. Περὶ αὐτοῦ ὁμιλεῖ πολὺ ἔξοχα καὶ βαθυστόχαστα καὶ ὁ μέγας Κασσιανὸς στὸν λόγο του «περὶ διακρίσεως» (4). Ἀπὸ τὴν διάκρισι γεννᾶται ἡ δ ι ό ρ α σ ι ς καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἡ π ρ ο ό ρ α σ ι ς.
Ποιὸς ἄραγε δὲν θὰ θελήση νὰ τρέξη στὸν ὡραῖο αὐτὸ δρόμο τῆς ὑπακοῆς, βλέποντας ἑτοιμασμένα ἐμπρός του τόσο σπουδαῖα ἀγαθά! Γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀρετὴ ἔλεγε καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐκεῖνος ψαλμῳδός:
«Ἑτοίμασες, ὦ Θεέ, ἀπὸ καλωσύνη τὴν παρουσία σου μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ πτωχοῦ
ὑποτακτικοῦ» (πρβλ. Ψαλμ. ξζ´ 11).
106. Μὴ λησμονήσης ποτὲ στὴ ζωή σου τὸν μεγάλο ἐκεῖνο ἀθλητή, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα ἔτη δὲν ἄκουσε μία φορὰ μὲ τὰ ἐξωτερικά του αὐτιὰ ἀπὸ τὸν Γέροντά του τὴν εὐχὴ «σω θε ίη ς» (εἴθε νὰ σωθῆς). Μὲ τὰ ἐσωτερικά του ὅμως αὐτιὰ ἄκουε καθημερινὰ ἀπὸ τὸν Κύριον ὄχι τὸ «σωθείης» ποὺ εἶναι εὐχὴ ἀβεβαία, ἀλλὰ τὸ «ἐσώθ η ς» ποὺ εἶναι κάτι τὸ ὁριστικὸ καὶ βέβαιο.
107. Ἀπατοῦν τὸν ἑαυτό τους μερικοὶ ὑποτακτικοί, οἱ ὁποῖοι βλέποντας τὸν Γέροντα πειθήνιο καὶ συγκαταβατικό, ζητοῦν ἐντολὲς σύμφωνες μὲ τὰ θελήματά τους. Ὅταν ὅμως τὸ ἐπιτυγχάνουν αὐτό, ἂς γνωρίζουν ὅτι ἔχασαν τελείως τὸν στέφανο τῆς μαρτυρικῆς ὁμολογίας. Διότι ὑπακοὴ σημαίνει
ἀποξένωσις ἀπὸ τὴν ὑποκρισία καὶ ἀπὸ κάθε προσωπικὴ ἐπιθυμία.
108. Συμβαίνει νὰ δεχθῆ ἕνας ὑποτακτικὸς κάποια ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Γέροντα. Ἀντιλαμβάνεται ὅμως ὅτι
ὁ Γέροντας δὲν εἶναι εὐχαριστημένος μὲ αὐτὸ ποὺ ἐπρόσταξε, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν τὴν ἐκτελεῖ. Ἕνας ἄλλος ὅμως ὑποτακτικὸς ποὺ καὶ αὐτὸς τὸ ἀντιλαμβάνεται, ὑπακούει καὶ τὴν ἐκτελεῖ ἀδιακρίτως. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ ἐξετάσωμε ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ ἐνήργησε περισσότερο θεάρεστα.
109. Εἶναι πράγμα ἀδύνατον τὸ νὰ πολεμήση ὁ διάβολος (ὅσους πράττουν) τὸ θέλημά του. Ἂς σὲ πείσουν σ᾿ αὐτὸ οἱ ἀμελεῖς μοναχοί, οἱ ὁποῖοι μποροῦν καὶ παραμένουν στὸ ἡσυχαστήριό τους ἢ τὸ Κοινόβιό τους (χωρὶς νὰ πολεμοῦνται καθόλου ἀπὸ λογισμοὺς φυγῆς).
110. Τὸ ὅτι πολεμούμεθα νὰ ἀναχωρήσωμε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς μας, ἀποδεικνύει ὅτι ἐκεῖ εὐαρεστοῦμε τὸν Θεόν, ἐφ᾿ ὅσον τὸ νὰ μᾶς πολεμῆ ὁ ἐχθρὸς σημαίνει βέβαια ὅτι καὶ ἐμεῖς τὸν πολεμοῦμε.
111. Δὲν θὰ τὰ ἀποκρύψω κατὰ τρόπον ἄδικο οὔτε θὰ τὰ κρατήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου κατὰ τρόπον ἀπάνθρωπο. Δὲν θὰ ἀποσιωπήσω αὐτὰ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποσιωπηθοῦν. Ἐκεῖνος ὁ φίλος μου, ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης μοῦ διηγήθηκε πολλὰ ἀξιάκουστα πράγματα. Πόσο δὲ ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτὸς ἀπαθὴς καὶ εἰλικρινὴς καὶ ἀκέραιος στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα, τὸ γνωρίζεις καὶ σύ, ὅσιε πάτερ,
ἀπὸ ἰδική σου πείρα. Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:
«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.
» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν
ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»! Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;
» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο».
Ἐμένα μοῦ φαίνεται, πάτερ Ἰωάννη, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ὡμίλησε στὸν νεκρὸ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ μέγας Ἰωάννης. Ἡ μακαρία αὐτὴ ψυχὴ καὶ ἕνα ἄλλο περιστατικὸ μοῦ διηγήθηκε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποιον ἄλλο. Ἦταν ὅμως αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅπως κατώρθωσα νὰ τὸ ἐξακριβώσω ἀργότερα.
112. Μοῦ διηγήθηκε ὅτι στὸ ἴδιο αὐτὸ Μοναστήρι τῆς Ἀσίας ἔγινε κάποιος ὑποτακτικὸς σ᾿ ἕναν μοναχὸ
πρᾴο, ἐπιεικῆ καὶ ἥσυχο. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔβλεπε ὅτι ὁ Γέροντάς του τὸν ἐτιμοῦσε καὶ τὸν ἀνέπαυε, ἐπῆρε μία καλὴ ἀπόφαση ‐γιὰ τοὺς πολλοὺς ὅμως ἐπικίνδυνη‐ καὶ παρεκάλεσε τὸν Γέροντα νὰ τὸν ἀπολύση. Εἶχε ἄλλωστε καὶ ἄλλον ὑποτακτικὸ καὶ τὸ πράγμα δὲν ἦταν κάτι τὸ πολὺ θλιβερό.
Ἀναχωρεῖ λοιπὸν καὶ μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Γέροντός του γίνεται δεκτός σε ἕνα ἀπὸ τὰ Κοινόβια τοῦ Πόντου. Τὴν πρώτη νύκτα τῆς εἰσόδου του στὸ Κοινόβιο βλέπει στὸν ὕπνο του ὅτι λογοδοτοῦσε σὲ κάποιους. Μετὰ τὸ τέλος τῆς τόσο φοβερῆς αὐτῆς λογοδοσίας, εἶδε ὅτι τοῦ ἔμενε ἕνα ὑπόλοιπον χρέους ποὺ ἦταν ἑκατὸ λίτρες χρυσοῦ. Ξυπνώντας ἑρμήνευσε τὸ ὅραμα καὶ εἶπε: «Ταπεινὲ Ἀντίοχε ‐ἔτσι ὠνομαζόταν‐ ἔχομε πράγματι πολὺ χρέος ἀκόμη»!
» Συνεπλήρωσα ‐διηγεῖται ὁ Ἀντίοχος‐ τρία ἔτη σ᾿ αὐτὸ τὸ Κοινόβιο, κάνοντας ἀδιάκριτο ὑπακοὴ καὶ δεχόμενος ἀπὸ ὅλους θλίψεις καὶ περιφρονήσεις σὰν ξένος ‐ ἄλλος ξένος μοναχὸς ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ. Τότε λοιπὸν βλέπω πάλι στὸν ὕπνο μου κάποιον, ὁ ὁποῖος μου ἔδωσε ἀπόδειξι ὅτι ἐξώφλησα δέκα λίτρες ἀπὸ τὸ χρέος μου. Ὅταν ξύπνησα, κατάλαβα τὴν σημασία τοῦ ὁράματος, καὶ εἶπα: «Μόνο δέκα; Καὶ πότε ἄραγε θὰ κατορθώσω νὰ ἐξοφλήσω ὅλο τὸ χρέος μου»; Καὶ τότε εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ταπεινὲ Ἀντίοχε, χρειάζεσαι ἀκόμη περισσότερο κόπο καὶ ἀτιμία»! Καὶ ἄρχισα ἀπὸ τότε νὰ ὑποκρίνωμαι τὸν τρελλό, χωρὶς ὅμως νὰ ἀμελῶ καθόλου τὸ διακόνημά μου. Ὁπότε καὶ οἱ σκληροὶ ἐκεῖνοι πατέρες, ἐπειδὴ μὲ ἔβλεπαν σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάστασι καὶ προθυμία, μοῦ ἐπέβαλλαν ὅλα τὰ βαρύτερα ἔργα τῆς Μονῆς.
» Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπέμενα σ᾿ ἕνα τέτοιον ἀγώνα δέκα τρία ἔτη, εἶδα καὶ πάλι στὸν ὕπνο μου ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἔλθει στὴν ἀρχή, νὰ μοῦ ὑπογράφουν τὴν τελειωτικὴ ἐξόφλησι τοῦ χρέους μου. Καὶ ἀπὸ τότε ὅταν οἱ πατέρες τῆς Μονῆς αὐτῆς μὲ στεναχωροῦσαν σὲ κάτι, τὸ ὑπέφερα μὲ γενναιότητα ἐνθυμούμενος τὸ χρέος μου».
Αὐτά, πάτερ Ἰωάννη, μοῦ διηγήθηκε ὁ πάνσοφος Ἰωάννης (ὁ Σαββαΐτης), σὰν νὰ συνέβησαν σὲ κάποιον ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἄλλαξε τὸ ὄνομά του σὲ Ἀντίοχο. Αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔσχισε πραγματικὰ τὸ χειρόγραφο τοῦ χρέους του μὲ τὴν γενναία ὑπομονή του.
113. Ἂς ἀκούσωμε τώρα καὶ πόσο διακριτικὸς ἔγινε ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν τελεία ὑπακοή του: Ὅταν ἔμενε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, προσῆλθον τρεῖς νεαροὶ μοναχοί, ποὺ ἤθελαν νὰ γίνουν ὑποτακτικοί του. Ἀμέσως τοὺς δέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ τοὺς προσέφερε φιλοξενία, γιὰ νὰ τοὺς ἀναπαύση ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Ἀφοῦ πέρασαν τρεῖς ἡμέρες, τοὺς λέγει ὁ Γέροντας:
» Ἐγώ, ἀδελφοί μου, εἶμαι ἐκ φύσεως ἄνθρωπος πόρνος καὶ δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ κανένα ἀπὸ σάς»! Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐσκανδαλίσθηκαν, διότι ἐγνώριζαν πόσο καλλιεργοῦσε ὁ Γέροντας τὴν ἀρετή. Ἐπειδὴ λοιπόν, ἂν καὶ πολὺ τὸν παρεκάλεσαν, δὲν κατώρθωσαν διόλου νὰ τὸν πείσουν, πέφτουν στὰ πόδια του καὶ τὸν ἱκετεύουν, νὰ τοὺς ὁρίση ἔστω, πῶς καὶ ποῦ πρέπει νὰ μονάσουν.
Ὑπεχώρησε τότε ὁ Γέροντας ἐπειδὴ κατάλαβε, πὼς ὅ,τι θὰ τοὺς εἰπῆ θὰ τὸ δεχθοῦν μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπακοή, καὶ λέγει στὸν πρῶτο:
«Ἐσένα τέκνο μου, ὁ Κύριος σε θέλει νὰ μονάσης σὲ τόπο ἡσυχαστικό, μὲ ὑποταγὴ σὲ πνευματικὸ πατέρα».
Ἔπειτα λέγει στὸν δεύτερο:
«Πήγαινε, πούλησε τὰ θελήματά σου καὶ παράδωσέ τα στὸν Θεόν. Σήκωσε στοὺς ὤμους τὸν σταυρό σου, ζῆσε μὲ ὑπομονὴ σὲ κοινοβιακὴ ἀδελφότητα, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ βρῆς θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς».
Τέλος λέγει καὶ στὸν τρίτο:
«Ἂς ἔχης συνεχῶς ἀχώριστο μαζὶ μὲ τὴν ἀναπνοή σου τὸ ρητὸ ποὺ λέγει: «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι´ 22). Καὶ πήγαινε νὰ βρῆς γιὰ Γέροντά σου, εἰ δυνατόν, τὸν πιὸ ἐλεγκτικὸ καὶ
ἀπότομο ἄνθρωπο. Κάνε σ᾿ αὐτὸν ὑπομονὴ καὶ πίνε καθημερινὰ τὶς περιφρονήσεις καὶ τὶς ὕβρεις σὰν μέλι καὶ γάλα».
Τότε ὁ ἀδελφὸς ἐρώτησε τὸν μέγα Ἰωάννη: «Ἐὰν ὅμως, πάτερ, ζῆ μὲ ἀμέλεια; Τί νὰ κάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση»; Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Καὶ ἐὰν ἀκόμη τὸν ἰδῆς νὰ πορνεύη, καὶ τότε μὴ φύγης, ἀλλὰ λέγε μέσα σου: «Ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει»; (Ματθ. κς´ 50) ‐δηλαδή, «φίλε μου, γιατί ἦλθες ἐδῶ; γιὰ νὰ ἐξετάζης τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων»; Κάνοντας ἔτσι θὰ ἰδῆς νὰ σβύνη μέσα σου ἡ ὑπερηφάνεια καὶ νὰ μαραίνεται ἡ σαρκικὴ πύρωσις.
114. Ὅλοι ὅσοι ποθοῦμε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, ἂς ἀγωνισθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμι (ἐναντίον τῶν παθῶν μας), γιὰ νὰ μὴν ἀποκτήσωμε μέσα στὸ γυμναστήριο τῆς ἀρετῆς πονηρία καὶ κακία καὶ σκληρότητα καὶ πανουργία καὶ κακεντρέχεια καὶ ὀργή. Συμβαίνει αὐτό! Δὲν εἶναι κάτι τὸ παράδοξο! Διότι ὅσο εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἁπλοῦς πολίτης ἢ ἁπλοῦς ναύτης ἢ γεωργός, δὲν τὸν πολεμοῦν καὶ τόσο οἱ ἐχθροὶ τοῦ βασιλέως. Μόλις ἰδοῦν ὅμως ὅτι ἔλαβε τὸ χρίσμα καὶ τὴν ἀσπίδα καὶ τὴν μάχαιρα καὶ τὸ ξίφος καὶ τὸ τόξο, καὶ φόρεσε τὴν στρατιωτικὴ στολή, τότε τρίζουν τὰ δόντια τους ἐναντίον του καὶ μὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νὰ τὸν φονεύσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἂς μὴ κοιμηθοῦμε.
115. Εἶδα μικρὰ παιδιὰ ἀθῴα καὶ ἐκλεκτὰ ποὺ ἐπῆγαν στὸ σχολεῖο γιὰ σοφία καὶ μόρφωσι καὶ ὠφέλεια, καὶ δυστυχῶς σὲ τίποτε δὲν ἐπρόκοψαν, παρὰ μόνο στὴν σκληρότητα καὶ πονηρία καὶ κακία ἐξ αἰτίας τῆς συναναστροφῆς μὲ τοὺς ἄλλους μαθητάς! Ὅποιος ἔχει νοῦ, ἂς ἐννοήση τί θέλω νὰ εἰπῶ.
Εἶναι ἀδύνατον αὐτοὶ ποὺ ἐπιδίδονται ὁλόψυχα στὴν ἐκμάθησι μιᾶς τέχνης, νὰ μὴ προοδεύουν ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Ἄλλοι ἀντιλαμβάνονται τὴν πρόοδό τους. Σὲ ἄλλους ὅμως πρὸς ὠφέλειάν τους δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ τὴν γνωρίζουν.
116. Ὁ καλὸς ἔμπορος μετρᾶ κάθε βράδυ τὸ κέρδος ἢ τὴν ζημία τῆς ἡμέρας. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀκριβὴ γνῶσι τοῦ πράγματος, ἐὰν δὲν κρατᾶ κάθε τόσο σημειώσεις. Ἡ ἐξέτασις τῆς κάθε ὥρας παρουσιάζει ἕτοιμο τὸν λογαριασμὸ τῆς ἡμέρας.
117. Ὁ ἀνόητος μοναχὸς δαγκώνεται, ὅταν τὸν περιφρονοῦν ἢ τὸν ἐπιπλήττουν, καὶ προσπαθεῖ νὰ φέρη ἀντίρρησι καὶ νὰ δικαιολογηθῆ ἢ ἀντίθετα βάζει γρήγορα μετάνοια σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐπιπλήττει, ὄχι ἀπὸ ταπείνωσι, ἀλλὰ διότι θέλει νὰ σταματήσουν οἱ ὀνειδισμοί.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν σὲ περιγελοῦν νὰ σιωπᾶς καὶ νὰ δέχεσαι μὲ εὐχαρίστησι τοὺς καυστῆρες αὐτοὺς ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχὴ ὁλόλαμπρη ἁγνότητα. Δεῖξε τὴν μετάνοιά σου στὸν ἰατρό, ὅταν σταματήση νὰ σὲ ἐλέγχη, διότι κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ θυμοῦ του ἴσως νὰ μὴ δέχεται τὴν μετάνοιά σου.
118. Οἱ κοινοβιάτες πρὸς ὅλα βέβαια τὰ πάθη, ἀλλὰ περισσότερο πρὸς τὰ ἑξῆς δυὸ πρέπει συνεχῶς νὰ ἀγωνιζόμαστε: τὴν κοιλιοδουλεία καὶ τὸν θυμό. Διότι μέσα στὸ πλῆθος ἀφθονοῦν οἱ ἀφορμὲς τῶν παθῶν αὐτῶν.
Ὅσους ἀσκοῦν τὴν ὑπακοή, ὁ διάβολος τοὺς παρακινεῖ νὰ ἐπιθυμοῦν ἀρετὲς ποὺ δὲν ταιριάζουν σ᾿ αὐτούς, (ἀλλὰ στοὺς ἡσυχαστὰς). Καὶ τοὺς ἡσυχαστὰς πάλι τοὺς παρακινεῖ σὲ ὅσα δὲν ταιριάζουν σ᾿ αὐτούς, (ἀλλὰ στοὺς κοινοβιάτες).
119. Στοὺς ἀπρόκοφτους ὑποτακτικούς, ἐὰν ἀνοίξης τὸν νοῦ τους, θὰ βρῆς σκέψεις πλανεμένες.
Θὰ βρῆς δηλαδὴ νὰ ἐπιθυμοῦν τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, τὴν πιὸ αὐστηρὴ νηστεία, τὴν ἀρέμβαστη προσευχή, τὴν τελεία ἀκενοδοξία, τὴν διαρκῆ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν συνεχῆ κατάνυξι, τὴν ἀπόλυτη ἀοργησία, τὴν βαθειὰ σιωπή, τὴν πιὸ ὑψηλὴ ἁγνότητα. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὰ γευθοῦν στὴν ἀρχὴ τῆς κοινοβιακῆς τους ζωῆς. Καὶ αὐτοὶ ἀπατήθηκαν καὶ
μετεπήδησαν (στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή), γιὰ νὰ τὰ ἀναζητήσουν ματαίως ἐκεῖ. Τοὺς παρεκίνησε ὁ ἐχθρὸς νὰ τὰ ἀναζητήσουν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους, γιὰ νὰ μὴν ὑπομείνουν καὶ τὰ κατορθώσουν στὴν ὥρα τους.
120. Στοὺς ἡσυχαστὰς ὁ ἀπατεὼν διάβολος μακαρίζει τὶς ἀρετὲς τῶν κοινοβιατῶν: τὴν φιλοξενία δηλαδή, τὴν ἐξυπηρετικότητα, τὴν ἀδελφοσύνη καὶ τὴν συμβίωσι καὶ τὴν περιποίησι τῶν ἀρρώστων. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ ἐπιτύχη ὁ πλάνος νὰ τοὺς ὁδηγήση ‐ὅπως καὶ τοὺς προηγουμένους‐ στὴν ἀνυπομονησία (καὶ στὴν ἀποτυχία).
121. Εἶναι πράγματι σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀσκοῦν ὅπως πρέπει τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ἀπέκτησαν τὴν παρηγορία τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία τοὺς ξεκουράζει στοὺς κόπους καὶ τοὺς βοηθεῖ στοὺς πολέμους.
122. Ἀνάλογα μὲ τὰ πάθη ποὺ ὑπάρχουν μέσα μας, πρέπει νὰ κοιτάξωμε καὶ νὰ ἐκλέξωμε τοὺς
Γέροντες, ὅπου θὰ ὑποταγοῦμε.
Δηλαδή: Ἂν εἶσαι ἐπιρρεπὴς στὴν λαγνεία, διάλεξε ὡς γυμναστή σου ἕναν ἀσκητικὸ καὶ αὐστηρότατο στὴν νηστεία Γέροντα. Μὴ διαλέξης κανέναν σπουδαῖο καὶ θαυματουργό, ὁ ὁποῖος ὅμως φιλοξενεῖ πρόθυμα καὶ στρώνει τραπέζι στὸν καθένα. Ἐὰν πάλι εἶσαι ὑψαύχην (ὑπερήφανος), διάλεξε Γέροντα ἀπότομο καὶ ἀνυποχώρητο, καὶ ὄχι κανέναν πρᾴο καὶ φιλεύσπλαχνο.
123. Ἂς μὴ ζητοῦμε Γέροντες προγνωστικοὺς καὶ προορατικούς, ἀλλὰ πρὸ πάντων καὶ ὁπωσδήποτε ταπεινοὺς καὶ κατάλληλους γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν μας – πράγματα ποὺ θὰ φαίνωνται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους καὶ ἀπὸ τὸν τόπο καὶ τὴν κατάστασι τῆς ἀσκήσεώς τους.
124. Ἂς ἔχης σὰν καλὸ παράδειγμα ὑπακοῆς τὸν δίκαιο καὶ ἐνάρετο Ἀββάκυρο ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως, καὶ ἂς σκέπτεσαι πάντοτε, ὅπως ἐκεῖνος, ὅτι σὲ δοκιμάζει ὁ Γέροντας, (ὅταν σὲ ἀντιμετωπίζη σκληρὰ ἢ περιφρονητικά), καὶ ἔτσι ποτὲ δὲν θὰ ἀστοχήσης.
125. Ὅταν, ἐνῷ ὁ πατὴρ σὲ ἐπιπλήττει ἀκατάπαυστα, ἐσὺ ἀποκτᾶς περισσότερη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀγάπη ἀπέναντί του, γνώριζε ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατώκησε ἀόρατα στὴν ψυχή σου καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου σὲ ἐπεσκίασε. Πλὴν ὅμως ἐσὺ νὰ μὴ καυχᾶσαι οὔτε νὰ χαίρεσαι, διότι ὑπομένεις μὲ γενναιότητα τὶς ὕβρεις καὶ τὶς ἀτιμίες, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ θρηνῆς, καὶ νὰ σκέπτεσαι ὅτι ὁπωσδήποτε κάτι ἄσχημο διέπραξες καὶ τὸν ἔκανες νὰ ταραχθῆ καὶ νὰ κινηθῆ ἐναντίον σου.
126. Μὴ παραξενευθῆς γιὰ ὅ,τι πρόκειται νὰ εἰπῶ. Ἔχω σ᾿ αὐτὸ συνήγορο τὸν ἴδιο τὸν Μωϋσῆ. Εἶναι προτιμότερο νὰ ἁμαρτήσωμε στὸν Θεόν, παρὰ στὸν Γέροντά μας. Διότι ἐὰν παροργίσωμε τὸν Θεόν, ἔχει τὴν δύναμι ὁ διδάσκαλός μας νὰ μᾶς σιμφιλιώση μὲ αὐτόν. Ἐὰν ὅμως ἐξοργίσωμε τὸν διδάσκαλό μας, δὲν ἔχομε πλέον κανένα γιὰ νὰ μεσιτεύση σ᾿ αὐτὸν πρὸς χάριν μας. Ἐγὼ ἔχω καὶ τὴν γνώμη ὅτι καὶ τὰ δυὸ (καὶ ὁ παροργισμὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ παροργισμὸς τοῦ Γέροντος) ἔχουν τὴν ἴδια βαρύτητα, (ἀφοῦ ὁ Γέροντας εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ).
127. Ἂς ἐξετάσωμε καὶ ἂς δείξωμε διάκρισι καὶ προσοχὴ στὸ ἑξῆς σημεῖο: Σὲ ποιὲς περιπτώσεις, ἐνῷ μᾶς κατηγορεῖ ὁ Ποιμὴν πρέπει νὰ ὑπομένωμε εὐχάριστα καὶ σιωπηλά, καὶ σὲ ποιὲς περιπτώσεις πρέπει νὰ τοῦ δίδωμε ἐξηγήσεις. Ἡ γνώμη μου εἶναι: Σὲ ὅσα προξενοῦν στὸν ἑαυτό μας ἀτιμία, νὰ σιωποῦμε, διότι ἡ ὥρα αὐτὴ εἶναι ὥρα πνευματικοῦ κέρδους. Ὅταν ὅμως οἱ κατηγορίες ἀναφέρωνται καὶ σὲ ἄλλο πρόσωπο, νὰ ἀπολογούμεθα γιὰ νὰ μὴ σαλευθῆ ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης.
128. Ὅσοι ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὴν ὑπακοή, αὐτοὶ θὰ σοῦ παραστήσουν καλύτερα τὴν ὠφέλειά της. Διότι τότε κατάλαβαν σὲ ποιὸ οὐρανὸ ἐζοῦσαν.
129. Ἐκεῖνος ποὺ τρέχει νὰ φθάση τὴν ἀπάθεια καὶ τὸν Θεόν, κάθε ἡμέρα ποὺ δὲν συνέβη νὰ τὸν κακολογήσουν, σκέπτεται ὅτι ζημιώθηκε πολύ.
130. Ὅπως τὰ δένδρα ποὺ σείονται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ρίχνουν βαθειὲς ρίζες, ἔτσι καὶ ὅσοι ζοῦν σὲ ὑπακοὴ ἀποκτοῦν δυνατὲς καὶ ἀκλόνητες ψυχές.
131. Ἐκεῖνος ποὺ ζοῦσε ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ ἀντελήφθηκε τὴν ἀδυναμία του, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐπῆγε καὶ
πουλήθηκε στὴν ὑπακοή, ἦταν ἄνθρωπος τυφλὸς ποὺ χωρὶς κόπο βρῆκε τὸ φῶς του καὶ ἀντίκρυσε τὸν
Χριστόν.
132. Μείνατε σταθεροί, μείνατε σταθεροί, καὶ πάλι σᾶς λέγω, μείνατε σταθεροὶ στὸν δρόμο ποὺ τρέχετε, ἀδελφοί μου ἀθληταί. Καὶ ἂς ἠχοῦν στὰ αὐτιά σας τὰ λόγια ἐκείνου τοῦ σοφοῦ ποὺ τονίζουν γιὰ σᾶς: «Ὁ Κύριος τοὺς ἐδοκίμασε σὰν χρυσάφι στὸ χωνευτήριο, ἢ καλύτερα στὸ Κοινόβιο, καὶ σὰν ὁλοκαύτωμα θυσίας τοὺς δέχθηκε στοὺς κόλπους του» (πρβλ. Σοφ. Σολομ. γ´ 6).
Βαθμὶς ἰσάριθμη μὲ τοὺς Εὐαγγελιστάς. Σύ, ἀθλητά, ποὺ ἔφθασες σ᾿ αὐτήν, μεῖνε σταθερὸς καὶ τρέχε χωρὶς φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου