Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (51)
Ἀπόδοση στην νέα ἑλληνική:
Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης
Για τη μία σύνθετη υπόσταση του Θεού Λόγου.
Ισχυριζόμαστε ότι η θεία υπόσταση του Θεού Λόγου προϋπήρχε αιώνια πριν από το χρόνο, απλή και ασύνθετη, άκτιστη, ασώματη, αόρατη, αψηλάφητη, απερίγραπτη, έχοντας όλα όσα έχει ο Πατέρας, επειδή είναι ομοούσιά του. Διαφέρει με την υπόσταση του Πατέρα στον τρόπο και τη σχέση της γεννήσεως, που είναι τέλεια, χωρίς ποτέ να έχει βγει έξω από την πατρική υπόσταση. Τα τελευταία όμως χρόνια, ο Λόγος, χωρίς καθόλου να απομακρυνθεί από τον τόπο του Πατέρα του, με τρόπο απερίγραπτο, κατοίκησε μέσα στην κοιλιά της αγίας Παρθένου, χωρίς σπέρμα και χωρίς να εγκλειστεί, όπως αυτός μόνο γνωρίζει· και μέσα σ’ αυτήν απόκτησε σάρκα για τον εαυτό του από την αγία Παρθένο αλλά στην προαιώνια υπόστασή του.
Υπήρχε, λοιπόν, (ο Χριστός) μέσα σ’ όλα και πάνω απ’ όλα, και στην κοιλία της αγίας Θεοτόκου και στο ενεργούμενο γεγονός της σαρκώσεως.
Σαρκώθηκε απ’ αυτήν προσλαμβάνοντας το πιο εκλεκτό από τη δική μας (ανθρώπινη) γενιά· προσέλαβε σάρκα πλουτισμένη με λογική και νοερή ψυχή, για να χρησιμεύσει αυτή ως υπόσταση της σάρκας, η υπόσταση δηλαδή του Θεού Λόγου· έτσι συνέβη ώστε η υπόσταση του Λόγου, η οποία πριν ήταν απλή, να γίνει σύνθετη –σύνθετη από δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη– και ν’ αποκτήσει αυτή το χαρακτηριστικό και διακριτικό γνώρισμα της θείας ιδιότητας του Υιού που έχει ο Θεός Λόγος, με το οποίο γνώρισμα διακρίνεται από τον Πατέρα και το Πνεύμα· να έχει επίσης και τα χαρακτηριστικά και διακριτικά γνωρίσματα της ανθρωπίνης φύσεως στα και το Άγιο Πνεύμα, καθώς και τα γνωρίσματα της ανθρωπίνης φύσεως, με τα οποία είναι συνδέεται με τη μητέρα και μας. Διαφέρει βέβαια με τον Πατέρα, το Πνεύμα, τη μητέρα και εμάς, στο ότι είναι ο ίδιος μαζί και Θεός και άνθρωπος· αυτό πράγματι είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της υποστάσεως του Χριστού.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ομολογούμε ότι αυτός είναι ο ένας Υιός του Θεού και μετά την ενανθρώπησή του, και ο ίδιος είναι Υιός του ανθρώπου, ένας Χριστός, ένας Κύριος, ο μοναδικός μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς, ο Κύριός μας. Προσκυνούμε τις δύο γεννήσεις του, μία γέννηση από τον Πατέρα, προαιώνια, πέρα από αιτία, λογική, χρόνο και φύση, και άλλη γέννηση τελευταία για μας, σύμφωνα με τα δικά μας, και πάνω από τα δικά μας. «Για μας», διότι έγινε για τη δική μας σωτηρία· «σύμφωνα με μας», διότι γεννήθηκε από γυναίκα με κανονικό τοκετό· και «πάνω από μας», διότι δεν
γεννήθηκε με σπέρμα, αλλά από το Άγιο Πνεύμα και την αγία Παρθένο, πέρα από τη φυσιολογική κύηση. Δεν κηρύττουμε ότι είναι μόνο Θεός χωρίς την ανθρώπινη φύση μας, ούτε βέβαια μόνον άνθρωπος απογυμνωμένος από τη θεία φύση· δεν κηρύττουμε ότι είναι άλλος και άλλος, αλλά ένας και ο αυτός, Θεός μαζί και άνθρωπος· είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος· είναι ο ίδιος όλος Θεός με τη σάρκα του, και όλος άνθρωπος με την υπέρθεη θεία φύση του. Με την έκφραση «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος», δηλώνεται η πληρότητα και τελειότητα των φύσεων· και με την έκφραση «ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος» δηλώνεται η μοναδικότητα και ενότητα της υποστάσεως.
Ομολογούμε ακόμη «μία φύση του Θεού Λόγου η οποία έχει σαρκωθεί». Με την έκφραση «σαρκωμένη», θέλουμε να φανερώσουμε τη φύση της σάρκας, σύμφωνα με τον μακάριο Κύριλλο. Σαρκώθηκε, λοιπόν, ο Λόγος, αλλά δεν άφησε το ασώματο της φύσεώς του· ολόκληρος σαρκώθηκε και ολόκληρος είναι απερίγραπτος. Μικραίνει σωματικά και συστέλλεται αλλά παραμένει απερίγραπτος στη θεία φύση του, χωρίς το σώμα του να έχει την ίδια έκταση με την απερίγραπτη θεία φύση του.
Επομένως, όλος είναι τέλειος Θεός, αλλά δεν είναι ως ολότητα Θεός· διότι δεν είναι μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος· και είναι ολόκληρος τέλειος άνθρωπος, αλλά δεν είναι ως ολότητα άνθρωπος· διότι δεν είναι μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός. Η έκφραση «ολότητα» σημαίνει τη φύση, ενώ η έκφραση «όλος» δηλώνει την υπόσταση, όπως η έκφραση «άλλο» δηλώνει τη φύση, ενώ η έκφραση «άλλος» την υπόσταση. Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι, αν και λέμε ότι οι φύσεις του Κυρίου Διότι αυτή τα διαπερνά όλα με τη θέλησή της και τα περιχωρεί· τίποτε όμως δεν διαπερνά αυτήν. Και ενώ βέβαια προσφέρει τη δόξα της στη σάρκα, η ίδια παραμένει απαθής και αμέτοχη στα πάθη της σάρκας.
Διότι, αν ο ήλιος μεταδίδει σε μας τις δικές του ενέργειες, αλλά ο ίδιος δεν μετέχει στα δικά μας, πόσο μάλλον ο δημιουργός και Κύριος του ήλιου!
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 51. Περὶ τῆς μιᾶς τοῦ Θεοῦ Λόγου συνθέτου ὑποστάσεως
Προεῖναι μὲν οὖν ἀχρόνως καὶ ἀϊδίως φαμὲν τὴν θείαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπόστασιν, ἁπλῆν καὶ ἀσύνθετον, ἄκτιστον, ἀσώματον, ἀόρατον, ἀναφῆ, ἀπερίγραπτον, πάντα ἔχουσαν ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ὡς αὐτῷ ὁμοούσιον, τῷ τῆς γεννήσεως τρόπῳ καὶ σχέσει τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως διαφέρουσαν, τελείως ἔχουσαν, οὐδέποτε τῆς πατρικῆς ἐκφοιτῶσαν ὑποστάσεως, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τῶν πατρικῶν κόλπων οὐκ ἀποστάντα τὸν Λόγον ἀπεριγράπτως γάρ ἐνῳκηκέναι τῇ γαστρὶ τῆς Ἁγίας Παρθένου ἀσπόρως καὶ ἀπεριλήπτως, ὡς οἶδεν αὐτός, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ προαιωνίῳ αὐτοῦ ὑποστάσει ὑποστήσασθαι ἑαυτῷ σάρκα ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου.
Ἐν πᾶσι μὲν οὖν καὶ ὑπὲρ τὰ πάντα ἦν καὶ ἐν τῇ γαστρὶ ὑπάρχων τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, ἀλλ᾿ ἐν αὐτῇ ἐνεργείᾳ σαρκώσεως· σεσάρκωται τοίνυν ἐξ αὐτῆς προσλαβόμενος τὴν ἀπαρχὴν τοῦ ἡμετέρου φυράματος, σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ, ὥστε αὐτὴν χρηματίσαι τῇ σαρκὶ ὑπόστασιν, τὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπόστασιν, καὶ σύνθετον γενέσθαι τὴν πρότερον ἁπλῆν οὖσαν τοῦ Λόγου ὑπόστασιν –σύνθετον δὲ ἐκ δύο τελείων φύσεων, θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος– καὶ φέρειν αὐτὴν τῆς θείας τοῦ Θεοῦ Λόγου υἱότητος τὸ χαρακτηριστικὸν καὶ ἀφοριστικὸν ἰδίωμα, καθ᾿ ὃ διακέκριται τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος, τά τε τῆς σαρκὸς χαρακτηριστικὰ καὶ ἀφοριστικὰ ἰδιώματα, καθ᾿ ἃ διαφέρει τῆς τε μητρὸς καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. Φέρειν δὲ καὶ τὰ τῆς θείας φύσεως ἰδιώματα, καθ᾿ ἃ ἥνωται τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ τὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως γνωρίσματα, καθ᾿ ἃ ἥνωται τῇ τε μητρὶ καὶ ἡμῖν. Ἔτι δὲ διαφέρει τοῦ τε Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος,
τῆς τε μητρὸς καὶ ἡμῶν κατὰ τὸ ὑπάρχειν Θεόν τε ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπον τὸν αὐτόν· τοῦτο γὰρ τῆς τοῦ Χριστοῦ ὑποστάσεως ἰδιαίτατον ἰδίωμα γινώσκομεν.
Τοιγαροῦν ὁμολογοῦμεν αὐτὸν ἕνα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησιν, καὶ Υἱὸν ἀνθρώπου τὸν αὐτόν, ἕνα Χριστόν, ἕνα Κύριον, τὸν μόνον μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦν, Πατρὸς προαιώνιον ὑπὲρ αἰτίαν καὶ λόγον καὶ χρόνον καὶ φύσιν καὶ μίαν τὴν ἐπ᾿ ἐσχάτων δι᾿ ἡμᾶς, καθ᾿ ἡμᾶς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς· «δι᾿ ἡμᾶς», ὅτι διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, «καθ᾿ ἡμᾶς», ὅτι γενόμενος ἄνθρωπος ἐκ γυναικὸς καὶ χρόνῳ κυήσεως, «ὑπὲρ ἡμᾶς», ὅτι οὐκ ἐκ σπορᾶς, ἀλλ᾿ ἐξ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Ἁγίας Παρθένου ὑπὲρ νόμον κυήσεως· οὐ Θεὸν αὐτὸν μόνον κηρύττοντες γυμνὸν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἀνθρωπότητος, οὐδὲ μὴν ἄνθρωπον μόνον ψιλοῦντες αὐτὸν τῆς θεότητος, οὐκ ἄλλον καὶ ἄλλον, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμοῦ Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον, Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον,
ὅλον Θεόν, καὶ ὅλον ἄνθρωπον, τὸν αὐτὸν ὅλον Θεὸν καὶ μετὰ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ὅλον ἄνθρωπον καὶ μετὰ τῆς ὑπερθέου αὐτοῦ θεότητος· διὰ τοῦ εἰπεῖν «τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον», τὸ πλῆρες καὶ ἀνελλιπὲς δηλοῦντες τῶν φύσεων, διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν «ὅλον Θεὸν καὶ ὅλον ἄνθρωπον» τὸ μοναδικὸν καὶ ἄτμητον δεικνύντες τῆς ὑποστάσεως.
Καὶ «μίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένην» ὁμολογοῦμεν· διὰ τοῦ εἰπεῖν «σεσαρκωμένην», τὴν τῆς σαρκὸς οὐσίαν σημαίνοντες κατὰ τὸν μακάριον Κύριλλον. Καὶ σεσάρκωται τοίνυν ὁ Λόγος καὶ τῆς οἰκείας ἀϋλότητος οὐκ ἐξέστηκε, καὶ ὅλος σεσάρκωται καὶ ὅλος ἐστὶν ἀπερίγραπτος. Σμικρύνεται σωματικῶς καὶ συστέλλεται καὶ θεϊκῶς ἐστιν ἀπερίγραπτος, οὐ συμπαρεκτεινομένης τῆς σαρκὸς αὐτοῦ τῇ ἀπεριγράπτῳ αὐτοῦ θεότητι.
Ὅλος μὲν οὖν ἐστι Θεὸς τέλειος, οὐχ ὅλον δὲ Θεός· οὐ γὰρ μόνον Θεός, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος· καὶ ὅλος ἄνθρωπος τέλειος, οὐχ ὅλον δὲ ἄνθρωπος· οὐ μόνον γὰρ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Τὸ μὲν γάρ
«ὅλον» φύσεως ἐστι παραστατικόν, τὸ «ὅλος» δὲ ὑποστάσεως, ὥσπερ τὸ μὲν «ἄλλο» φύσεως, τὸ «ἄλλος» δὲ ὑποστάσεως.
Ἰστέον δέ, ὡς, εἰ καὶ περιχωρεῖν ἐν ἀλλήλαις τὰς τοῦ Κυρίου φύσεις φαμέν, ἀλλ᾿ οἴδαμεν, ὡς ἐκ τῆς θείας φύσεως ἡ περιχώρησις γέγονεν· αὕτη μὲν γὰρ διὰ πάντων διήκει, καθὼς βούλεται, καὶ περιχωρεῖ, δι᾿ αὐτῆς δὲ οὐδέν. Καὶ αὐτὴ μὲν τῶν οἰκείων αὐχημάτων τῇ σαρκὶ μεταδίδωσι μένουσα αὐτὴ ἀπαθὴς καὶ τῶν τῆς σαρκὸς παθῶν ἀμέτοχος. Εἰ γὰρ ὁ ἥλιος ἡμῖν τῶν οἰκείων ἐνεργειῶν μεταδιδοὺς μένει τῶν ἡμετέρων ἀμέτοχος, πόσῳ μᾶλλον ὁ τοῦ ἡλίου ποιητής τε καὶ Κύριος!
Οὐ γὰρ πέπονθεν σαρκωθείς· πῶς γὰρ ἂν πάθοι τὸ φύσει ἀπαθές; οὐδὲ ἐτράπη ὁ ἁπλοῦς σύνθετος γενόμενος· ἡ γὰρ τροπὴ πάθος ἐστί, τὸ δὲ ἀπαθὲς πάντως καὶ ἄτρεπτον. Ἐνήργησε τοιγαροῦν σαρκωθείς, οὐκ ἔπαθεν· οὔτε γὰρ ἡ φύσις αὐτοῦ ἡ θεία ἐτράπη ἢ προσθήκην ἐδέξατο, οὐδὲ τὸ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ ἰδίωμα, τουτέστιν ἡ υἱότης, ἐτράπη· ἔμεινε γὰρ υἱὸς τοῦ θεοῦ καὶ υἱὸς ἀνθρώπου γενόμενος. Οὐκ ἔπαθεν οὖν, ἀλλ᾿ ἐνήργησε δημιουργήσας ἑαυτῷ σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε
καὶ νοερᾷ καὶ δοὺς αὐτῇ ἑαυτὸν ὑπόστασιν καὶ ἐν ἑαυτῷ αὐτὴν ὑποστήσας. Ἰστέον γάρ, ὡς ἐπὶ τῆς πυρώσεως δύο χρὴ ἐννοεῖν. Πεπυρῶσθαι γὰρ λέγεται τὸ πυρούμενον καθ᾿ ἕνα μὲν τρόπον, ὅτι ὁ σίδηρος τυχὸν ἢ τὸ ξύλον εἰς πῦρ προϋφεστὼς εἰσερχόμενον λαμβάνει ἐξ αὐτοῦ πῦρ μήπω καθ᾿ αὑτὸ προϋποστὰν καὶ γίνεται αὐτῷ ὑπόστασις ἐν αὐτῷ γὰρ τῷ ξύλῳ προϋπάρχοντι καὶ προϋφεστῶτι ὑφίσταται τὸ πῦρ, ὃ λαμβάνει ἐκ τοῦ προϋφεστῶτος πυρός καὶ γίνεται ἡ τοῦ σιδήρου ὑπόστασις καὶ τοῦ ἐν αὐτῷ θεωρουμένου πυρὸς ὑπόστασις μία ὑπόστασις τοῦ τε ξύλου καὶ τοῦ ἐν αὐτῷ πυρός οὐ γὰρ ὑπέστη καθ᾿ αὑτὸ τὸ ἐν τῷ ξύλῳ πῦρ, ἀλλ᾿ αἰτίαν τῆς ὑποστάσεως καὶ τῆς ἀναμέρος κεχωρισμένης ἐκ τῶν λοιπῶν πυρῶν ὑπάρξεως καὶ συμπήξεως τὸ ξύλον ἔσχε καὶ ἔστι μία ὑπόστασις τοῦ τε ξύλου καὶ τοῦ ἐν αὐτῷ ὑποστάντος πυρός, προηγουμένως μὲν τοῦ ξύλου, ἑπομένως δὲ τοῦ πυρός· προϋπάρχουσα γὰρ τοῦ ξύλου μετὰ ταῦτα ἐγένετο καὶ τοῦ πυρός.
Λέγεται δὲ καὶ καθ᾿ ἕτερον τρόπον πύρωσις ὡς τοῦ πυρουμένου ξύλου δεχομένου τὴν τοῦ πυρὸς ἐνέργειαν· τὸ γὰρ λεπτότερον μεταδίδωσι τῷ παχυτέρῳ τῆς οἰκείας ἐνεργείας. Ἐπὶ μὲν οὖν τῆς πυρώσεως τὸ ξύλον ἐστὶ τὸ πυρούμενον, καὶ λέγεται πύρωσις τοῦ ξύλου καὶ οὐ ξύλωσις τοῦ πυρός· τὸ γὰρ ξύλον προϋπάρχει τε καὶ ὑπόστασις τῷ πυρὶ γίνεται καὶ τὴν τοῦ πυρὸς ἐνέργειαν δέχεται. Ἐπὶ δὲ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ σάρκωσις μὲν τοῦ λόγου λέγεται ὡς τοῦ λόγου
γενομένου τῇ σαρκὶ ὑποστάσεως προϋπῆρχε γὰρ ἡ ὑπόστασις τοῦ λόγου, καὶ ἐν αὐτῇ ὑπέστη ἡ σάρξ, θέωσις δὲ τῆς σαρκός· αὕτη γὰρ μετέσχε τῶν τῆς θεότητος, καὶ οὐχ ἡ θεότης τῶν αὐτῆς παθῶν· διὰ γὰρ τῆς σαρκὸς ἡ θεότης ἐνήργει ὡς τὸ πῦρ διὰ τοῦ ξύλου, οὐχ ἡ σὰρξ διὰ τοῦ λόγου. Οὐκ ἔπαθε τοίνυν σαρκωθεὶς ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐνήργησε τὴν σάρκωσιν μεταδοὺς τῇ σαρκὶ τῆς τε ὑποστάσεως καὶ τῆς θεώσεως. Θεώσεως δὲ λέγω οὐχὶ τραπείσης εἰς θεότητος φύσιν, ἀλλὰ τῆς μεθέξεως τῆς ὑπὸ τῶν τῆς θεότητος αὐχημάτων· ἐζωοποίει γὰρ οὐ κατ᾿ οἰκείαν φύσιν, ἀλλὰ τῇ ἑνώσει τῇ πρὸς τὴν θεότητα. Καὶ ἐν Θαβὼρ ἤστραψε καὶ ἀπαστράπτει οὐ διὰ τὴν ἰδίαν φύσιν, ἀλλὰ διὰ τὴν τῆς καθ᾿ ὑπόστασιν ἡνωμένης αὐτῇ θεότητος ἐνέργειαν, ὡς τὸ ξύλον λάμπει καὶ καίει οὐ κατὰ τὴν οἰκείαν φυσικὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ διὰ τὴν τοῦ καθ᾿ ὑπόστασιν ἡνωμένου αὐτῷ πυρὸς τῆς ἐνεργείας μέθεξιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου