Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ
Β’ ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ
Ο φόβος του Θεού είναι συνέπεια πνευματικής ελλάμψεως του ανθρώπου. Η φύσις αυτού είναι ακατάληπτος δια την ψυχολογίαν. Εν αυτώ ουδέν κοινόν υπάρχει προς το αντίστοιχον ζωώδες ένστικτον. Υπάρχουν πολλοί βαθμοί και μορφαί φόβου του Θεού, αλλ’ ημείς νυν θα ομιλήσωμεν περί μιας εξ αυτών, της πλέον ουσιώδους δια την σωτηρίαν ημών· της «φρίκης» να αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς εν τω ανεσπέρω Φωτί (βλ. Ματθ. ι’ ‐ ). Όσοι διακατέχονται υπό του αγίου τούτου φόβου, ελευθερούνται από παντός άλλου γηΐνου φόβου. Οι Πατέρες ημών, οι ατρόμητοι ούτοι λειτουργοί του Πνεύματος, απεμακρύνοντο εις τας ερήμους και έζων – όπερ και σήμερον παρατηρείται – μεταξύ αγρίων θηρίων και ιοβόλων όφεων, υπό συνθήκας τραχείας φύσεως, και εν τοιαύτη εσχάτη πτωχεία, ήτις υπερβαίνει και αυτήν την φαντασίαν των συγχρόνων ανθρώπων. Και τούτο, ίνα παραδοθούν ελεύθεροι εις το πένθος, έχοντες συνείδησιν της αποστάσεως αυτών από του Ηγαπημένου Θεού. Δεν είναι εις πάντας εφικτόν να εννοήσουν, δια ποίον λόγον οι πνευματικοί ούτοι άνδρες, οι τα πάντα εν τω κόσμω τούτω καταφρονήσαντες θρηνούν ουχί ολιγώτερον, ενίοτε δε πλείον, ή όσον αι μητέρες επί των τάφων των προσφιλεστάτων αυτώ τέκνων. Οι αναχωρηταί πενθούν επί τω θεάματι της εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» και είναι αδύνατον να αποσπαθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών. Εις όσους όμως δεν εγνώρισαν την κατάστασιν αυτήν του πνεύματος ημών, το μυστήριον τούτο θα παραμείνη εσαεί ακατανόητον. Ουχί διότι κρύπτεται τούτο από των αλλοτρίων οφθαλμών, ή διότι υπάρχει προσωποληψία παρά τω Θεώ, αλλ’ επειδή η χάρις αύτη χορηγείται μόνον εις εκείνους, οίτινες οι ίδιοι ενεπιστεύθησαν εαυτούς εις τον Θεόν‐Χριστόν. Και αύτη η χάρις αποτελεί ωσαύτως δώρημα της αγάπης του Θεού, άνευ της οποίας δάκρυα δεν αναβλύζουν. Οι αναχωρηταί πενθούν επί τω θεάματι της εντός αυτών ζοφώδους αβύσσου: Είναι βαθείαι αι ρίζαι της «γνώσεως του κακού» και είναι αδύνατον να αποσπασθούν αύται δια μόνης της δυνάμεως ημών. Εκ της αγάπης του Θεού γεννάται η αγία παρρησία. Ούτω, μικρά τις ομάς Αποστόλων, πρότερον μεν ολιγοψυχούντων, μετά δε την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος πεπληρωμένων ανδρείας, εξήλθεν εις πνευματικήν πάλην προς άπαντα τον λοιπόν κόσμον. Σχεδόν πάντες ούτοι έλαβον μαρτυρικόν τέλος. Είναι θαυμαστοί οι λόγοι του Αποστόλου Ανδρέου προς τον ηγεμόνα των Πατρών, τον απειλούντα αυτόν δια σταυρώσεως: «Εάν εφοβούμην τον σταυρόν, δεν θα εκήρυττον αυτόν». Εσταυρώθη δε ούτος, και κρεμάμενος επί σταυρού εδόξασε τον σταυρικόν θάνατον του Δεσπότου Χριστού. Αι δωρεαί του Αγίου Πνεύματος είναι ανεκτίμητοι. Εκάστη αληθής δωρεά ουδέν τι άλλο είναι, ει μη φλοξ αγάπης. Αλλά, ίνα πλατυνθή η καρδία ημών και καταστή ικανή να προσλάβη την αγάπην του Χριστού εις τας εναργείς αυτής εκδηλώσεις, είναι αναγκαίον να διέλθωμεν ανεξαιρέτως δια πολλών πειρατηρίων. Όσοι ζουν εν σαρκική ανέσει ατροφούν πνευματικώς και παραμένουν κλειστοί εις την αγάπην του Χριστού, την θεοπρεπώς περιπτυσσομένην τον κόσμον. Οι τοιούτοι ζουν και αποθνήσκουν μη δυνάμενοι να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν. Μεταξύ των Άνωθεν δωρεών και του αγώνος της πίστεως υπάρχει οποία τις αντιστοιχία: Πάντες οι πορευόμενοι δια της οδού των εντολών του Χριστού αναγεννώνται εξ αυτού του γεγονότος ότι ακολουθούν Αυτόν, ο είς πλείον, οι άλλοι ολιγώτερον, αναλόγως του επιδεικνυομένου ζήλου αυτών. Δια της σταυρώσεως του πιστού μετά του σαρκωθέντος Θεού‐Λόγου κατέρχεται επ’ αυτόν η χάρις, η εξομοιούσα τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον. Το μέγα τούτο δώρον περικλείει εντός αυτού την ζωηφόρον Θεολογίαν, δια της αληθούς διαμονής εν τω Φωτί της αγάπης. Η χάρις της μετανοίας παρέχεται εις εκείνους, οίτινες δι’ ολοκληρωτικής πίστεως αποδέχονται τον λόγον του Χριστού, Όστις λέγει ότι, εάν δεν πιστεύσωμεν εις την Θεότητα Αυτού και την απόλυτον αλήθειαν παντός εντελλομένου υπ’ Αυτού, το μυστήριον της αμαρτίας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς εν τω οντολογικώ αυτού βάθει, και ημείς «αποθανούμεθα εν ταις αμαρτίαις ημών» (πρβλ. Ιωάν. η’ 21‐24). Αυτή αύτη η έννοια της αμαρτίας είναι παρούσα μόνον εκεί, όπου αι σχέσεις μεταξύ του Θεού‐Απολύτου και του ανθρώπου‐κτίσματος λαμβάνουν χαρακτήρα καθαρώς προσωπικόν. Άλλως απομένει μόνον διανοητική τις αντίληψις περί του ενός ή του άλλου βαθμού τελειότητος του τρόπου υπάρξεως. Η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός. Εκδηλούται ως απομάκρυνσις από του Θεού και ως στροφή της θελήσεως ημών προς τα πάθη. Η μετάνοια συνδέεται πάντοτε μετά της εγκρατείας από των αμαρτωλών έλξεων. Και εκτός του Χριστιανισμού διεξάγεται αγών κατά τινων παθών· και εν τω ανθρωπισμώ παρατηρείται η προσπάθεια υπερνικήσεως της μιας ή της άλλης φαυλότητος. Εφ΄ όσον όμως απουσιάζει η επίγνωσις της βαθυτέρας ουσίας της αμαρτίας, ήτοι της υπερηφανίας, και εφ’ όσον η ρίζα αύτη του κακού παραμένει ακατάβλητος, η τραγικότης της ιστορίας δεν θα παύση να αυξάνη. Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι μόνη η ταπείνωσις δύναται να σώση τον άνθρωπον, και ότι μόνη η υπερηφανία είναι ικανή να κρημνίση αυτόν εις το σκότος του άδου. Η δε νίκη εφ’ όλου του συμπλέγματος των παθών μαρτυρεί την απόκτησιν της θεοειδούς ζωής. Πάντα τα πάθη ενδύονται αναποφεύκτως μορφήν τινα ορατήν, ή νοητήν‐φαντασιώδη.
Το πνεύμα του χριστιανού, ευρισκόμενον εν φλογερά προσευχή μετανοίας, απεκδύεται τας εικόνας των ορατών πραγμάτων και τας λογικάς εννοίας. Η απέκδυσις του νου από πασών των οπτικών και νοερών παραστάσεων καλλιεργείται και εις άλλας ασκητικάς παραδόσεις. Παρά ταύτα, εν αυτώ τούτω τω «γνόφω της απεκδύσεως» η ψυχή δεν θα συναντήση τον Ζώντα Θεόν, εάν η προσευχή τελήται άνευ της οφειλομένης συνειδήσεως της αμαρτίας και της ειλικρινούς μετανοίας. Είναι δυνατόν, εν τούτοις, να αισθανθή αύτη ανακούφισιν τινα εκ της τύρβης της καθ’ ημέραν ζωής. Εκ της μεγάλης θλίψεως δια τον απολεσθέντα Θεόν η ψυχή, φυσικώ τω τρόπω, απογυμνούται από των υλικών και νοερών εικόνων, και ο νους‐πνεύμα προσεγγίζει εκείνο το όριον, πέραν του οποίου είναι δυνατόν να φανή το Φως. Αλλά και τούτο το όριον δύναται να παραμείνη απρόσβατον, εάν ο νους επιστρέψη εις εαυτόν. Δεν αποκλείονται περιπτώσεις κατά τας οποίας ο νους, εν τη προς εαυτόν στροφή, ορά εαυτόν όμοιον προς φως. Είναι σημαντικόν να γνωρίσωμεν ότι το φως τούτο είναι φυσικόν ιδίωμα του νοός ημών, εφ’ όσον ούτος εκτίσθη κατ’ εικόνα Θεού, του αποκαλυφθέντος εις ημάς ως Φως «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. α’ 5). Ούτω συντελείται η μετάβασις προς άλλην μορφήν νοήσεως, προς άλλο είδος συνέσεως, ανωτέρας της επιστημονικής εμπειρικής γνώσεως. Το πνεύμα ημών εν τη ορμή της μετανοίας, απεκδυόμενον παν παρερχόμενον, εποπτεύει ως εξ υψηλής τινος κορυφής τον σχετικόν και συμβατικόν χαρακτήρα πάσης ανθρωπίνης γνώσεως. Πάλιν και πολλάκις επαναλαμβάνομεν: Ο Θεός γνωρίζεται εν αληθεία είτε ως πυρ καθαίρον, είτε ως Φως καταυγάζον. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. ρι’ 10). Ο φόβος ούτος κατέρχεται εφ’ ημάς Άνωθεν. Είναι πνευματική αίσθησις προ παντός του Θεού, ύστερον δε και ημών των ιδίων. Ζώμεν εν καταστάσει φόβου ένεκα της ζώσης παρουσίας του Ζώντος Θεού, έχοντες εν ταυτώ συνείδησιν της ρυπαρότητος ημών. Τοιαύτη είναι η ενέργεια του φόβου τούτου: Θέτει ημάς ενώπιον του Προσώπου του Θεού, ίνα κριθώμεν υπ’ Αυτού· αλλ’ η πτώσις ημών είναι τοιαύτη, ώστε η θλίψις δια την κατάστασιν ημών γίνεται βαθεία οδύνη, βαρυτέρα της βασάνου του οράν εαυτούς εν τη σκοτία της αγνοίας, εν τη παραλυσία της αναισθησίας ή εν τη δουλεία των παθών. Ο φόβος ούτος είναι η ανάνηψις ημών εκ του μακραίωνος ύπνου της αμαρτίας. Φέρει το φως της συνέσεως: την συναίσθησιν, αφ’ ενός μεν του αιωνίου ολέθρου, αφ’ ετέρου δε της αγιότητος του Θεού. Η φύσις του ευλογημένου τούτου φόβου είναι θαυμαστή: Άνευ της καθαρτικής αυτού ενεργείας δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς η οδός προς την τελείαν αγάπην του Θεού. Δεν είναι ούτος μόνον η αρχή της σοφίας, αλλά και της αγάπης. Η ψυχή ημών συγκλονίζεται, όταν επιγινώσκωμεν την πραγματικήν ημών κατάστασιν, και ενούται μετά του Θεού δια σφοδρού πόθου παραμονής εν Αυτώ. Ο φόβος συνοδεύει το θάμβος ημών ενώπιον του αποκαλυπτομένου Θεού. Η φρίκη ημών συνίσταται εις την συναίσθησιν ότι είμεθα ανάξιοι ενός τοιούτου Θεού. Ο φόβος μη τυχόν παραμείνωμεν αιωνίως εν τω σκότει του άδου, του οποίου την φύσιν διακρίνομεν χάρις εις το άκτιστον Φως – το αόρατον έτι υφ’ ημών, αλλά παρέχον την δυνατότητα να βλέπωμεν –, διεγείρει άσβεστον δίψαν να αποσπασθώμεν εκ του ασφυκτικού εναγκαλισμού της πτώσεως ημών και να εισέλθωμεν εις την σφαίραν του αδύτου Φωτός, προς τον Θεόν της αγίας αγάπης. Μόνον δια της πίστεως εις τον Θεόν‐Χριστόν αποκτώμεν αυθεντικόν κριτήριον διακρίσεως των πραγματικοτήτων του ακτίστου και κτιστού κόσμου. Αλλά προς τούτο είναι απαραίτητον να οικοδομήσωμεν άπαν το είναι ημών, και το πρόσκαιρον και το αιώνιον, επί της ασαλεύτου πέτρας των εντολών του Χριστού. Πλείστοι όσοι προσέρχονται εις χειροποιήτους ναούς δια προσευχήν, αλλ’ ελάχιστοι είναι εκείνοι, οίτινες ευρίσκουν την «στενήν» οδόν, την άγουσαν εις την αχειροποίητον σκηνήν των ουρανών (βλ. Ματθ’ ζ’ 14). Εν τη αρχή της μετανοίας ημών ουδέν, ως φαίνεται, βλέπομεν, ει μη τον εντός ημών άδην, αλλά παραδόξως το Φως, αθέατον εισέτι υφ’ ημών, εισδύει ήδη εις την καρδίαν ως ζώσα αίσθησις της παρουσίας του Θεού. Εάν ισχυρώς, δι’ αμφοτέρων των χειρών, κρατήσωμεν το κράσπεδον του ιματίου του Κυρίου, το θαύμα της εν Θεώ αυξήσεως ημών θα εντείνηται συνεχώς, και εις ημάς θα αποκαλύπτηται η θαυμαστή μορφή του Ιησού, και μετ’ Αυτού η θεωρία του Προτύπου ημών, συμφώνως προς το Οποίον συνελήφθημεν, προ καταβολής κόσμου, εν τω Νοΐ του Δημιουργού. Ίνα μη υπεραίρηται η καρδία του ανθρώπου ένεκα του πλούτου των δωρεών, δίδεται εις αυτόν υπό της Προνοίας να φθάση εις αυτήν την γνώσιν δι’ αποκρήμνων και δυσβάτων αναβάσεων, αίτινες εξαντλούν και τον νουν, και την ψυχήν, και το σώμα. Κατά καιρούς ο Θεός αίρει από του ασκητού την χείρα Αυτού και το αλλότριον πνεύμα ευρίσκει καταλλήλους στιγμάς, καθ’ άς δύναται να σαλεύση την καρδίαν και την σκέψιν αυτού. Ως εκ τούτου ουδέποτε αισθανόμεθα απολύτως ασφαλείς και δεν «υπεραιρόμεθα», και όταν εισέτι το έλεος του Ηγαπημένου Θεού εκχέηται εφ’ ημάς πλουσίως. Ιδού, και ο Απόστολος Παύλος ομιλεί ωσαύτως περί τούτου εις την προς Κορινθίους επιστολήν: «Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων, ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 7). Ούτως ήτο εν τη αρχή του Χριστιανισμού και ούτω θα παραμείνη έως του τέλους της ιστορίας του κόσμου. Απερίγραπτοι είναι αι δωρεαί του Θεού ημών. Και πώς είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μη επαίρηται ενώπιον των αδελφών αυτού; Τούτο είναι όντως κατορθωτόν δια της συνεργίας αυτής ταύτης της Θείας δυνάμεως, διότι ο Ίδιος ο Θεός είναι Ταπείνωσις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου