Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ
ΙΑ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΙΣΟΥΣ
Ο Ιησούς Χριστός, ο άναρχος Θεός, έδωκεν εις ημάς εντολάς, αίτινες έχουν την ιδιότητα να ευρύνουν τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου μέχρι απειρότητος. Κατ’ αρχήν, εν τούτοις, ο πιστεύων εις την αιώνιαν αξίαν του ευαγγελικού λόγου (βλ. Ματθ. κδ’ 35) εισάγεται εις τον εσώτερον χώρον της ψυχής θέτων εαυτόν απαύστως υπό την κρίσιν του Θεού. «Ο αθετών Εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματα Μου έχει τον κρίνοντα αυτόν· ο λόγος όν ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα· ότι Εγώ εξ Εμαυτού (ως άνθρωπος) ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας Με Πατήρ Αυτός Μοι εντολήν έδωκε τί είπω και τί λαλήσω· και οίδα ότι η εντολή Αυτού ζωή αιώνιος εστιν» (Ιωάν. ιβ’ ‐). Η ένθεος προσπάθεια ημών, όπως διαφυλάξωμεν τας εντολάς, θα έχη ως φυσικήν συνέπειαν την πλήρη επίγνωσιν της αδυναμίας ημών. Ο νους του ανθρώπου, δια του επιμόχθου αγώνος όπως παραμείνη ούτος εν τω πνεύματι του λόγου του Κυρίου, κατανοεί ότι αι υποθήκαι του Χριστού, κατά την πνευματικήν αυτών ουσίαν, είναι το άκτιστον Φως της Θεότητος. Ουδεμία ενέργεια ημών φθάνει την τελειότητα, την οποίαν απαιτεί ο Πανάγιος Θεός. Το κατελθόν εκ των ουρανών Φως της Ευαγγελικής 222 διδαχής καταυγάζει την εσωτερικήν ημών όρασιν και λεπτύνει την δεκτικότητα της καρδίας. Ένεκα τούτου, ό,τι πρότερον ήτο ασύλληπτον υφ’ ημών, δεν δύναται πλέον να εκφύγη της προσοχής ημών. Εκάστη κίνησις της καρδίας ή του νου ταχέως συλλαμβάνεται, και βλέπομεν εαυτούς οποίοι ακριβώς είμεθα. Όσον εντονώτερος είναι ο τρόμος ημών μη τυχόν αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, τοσούτον μάλλον «απογυμνούται» όλος ο έσω ημών κόσμος και ενώπιον ημών αυτών και βεβαίως ενώπιον του Προσώπου του Θεού: «Και ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού» (Εβρ. δ’ 13). Η εγρήγορσις του νου και η νήψις της καρδίας οδηγούν εις κατάστασιν, ήτις δύναται να φανή εις τους μη έχοντας πείραν υπερβολική ή απίστευτος. Συγκεκριμένως, ο χριστιανός ανακαλύπτει εν εαυτώ την παρουσίαν παντός είδους κακίας, είτε εκδήλου είτε τουλάχιστον εν δυνάμει, και ούτω θεωρεί εαυτόν όντως χείριστον πάντων. Προ της εμφανίσεως εις ημάς του Θείου Φωτός ζώμεν ως τυφλοί. Άνευ του Φωτός τούτου δεν αναγνωρίζομεν την αμαρτίαν. Άνευ της ελλάμψεως Αυτού δεν αποκαλύπτεται εις ημάς η πτώσις του Ανθρώπου εν ταις πραγματικαίς αυτής διαστάσεσι. Μόνον το Πνεύμα το Άγιον εμπνέον ημάς καθιστά ικανούς να ίδωμεν κατ’ αρχήν την τραγικότητα της ιδίας ημών καταστάσεως, και κατόπιν μέσω αυτής να βιώσωμεν το μέγα δράμα της παγκοσμίου ιστορίας της ανθρωπότητος. Αι συνέπειαι της πτώσεως είναι νόσος ήτις δεν θεραπεύεται υπό των ιατρών της γης. Δεν δυνάμεθα να συμμορφώσωμεν τα αισθήματα της καρδίας ημών προς το πνεύμα των εντολών του Χριστού. Εις τούτο οφείλεται ο επώδυνος ασκητικός αγών κατά του φονεύοντος ημάς «νόμου της αμαρτίας» (βλ. Ρωμ. ζ’ 23‐25). 223 Η περίοδος αύτη της ζωής ημών είναι πολύτιμος, παρά τον μαρτυρικόν αυτής χαρακτήρα. Εξ όλων των πλευρών περιζωννύει ημάς η φλοξ των παθών, άτινα λαμβάνουν μορφήν «πυρώσεως προς πειρασμόν» (πρβλ. Α’ Πετρ. δ’ 12). Εις βοήθειαν ημών έρχεται η χάρις, ήτις κατ’ αρχάς δεν οράται ως Φως, αλλά γίνεται αισθητή ως ουράνιον πυρ, κατακαίον εν ημίν τας ρίζας της αμαρτίας. Ποσάκις η ψυχή μου εκρέματο ως μικρόν και ανίσχυρον πλάσμα επάνω της αβύσσου εν μεγάλω φόβω! Δεν ήτο γήϊνος ο φόβος: Δεν επεδίωκον ατελεύτητον παράτασιν της ζωής ταύτης. Η φρίκη μου προήρχετο εκ του ότι, μετά το γεγονός της συγκαταβάσεως του Θεού εις εμέ, έβλεπον υπό ποίων πληγών ήμην όλος ηλκωμένος. Ανεγνώριζον εαυτόν έως τέλους ανίκανον δια την Βασιλείαν του Αγίου Θεού. Δεν δύναμαι να περιγράψω την θλίψιν εκείνην, ήτις εβύθιζεν εμέ εις παρατεταμένον και βαθύ πένθος. Άφρων ών, εν τούτοις εγνώριζον ότι ευρίσκομαι εις τας χείρας του Δημιουργού μου, περί ών ελέχθη: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού Ζώντος» (Εβρ. ι’ 31). Τούτο ήτο αφορήτως βαρύ δι’ εμέ, και πολλάκις απεπειράθην να εκφύγω των αγίων Αυτού χειρών (βλ. Ιωάν. ι’ 28), αλλά πάσαι αι προσπάθειαι απετύγχανον, διότι δεν είχον πού να καταφύγω: Ουδέν εν τω κόσμω είλκυεν εμέ, ουδέν ηδύνατο να ικανοποιήση το πνεύμα μου. Ο Κύριος είπε: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα … φοβηθήτε τον μετά το αποκτείναι έχοντα εξουσίαν εμβαλείν εις την γέεναν· ναι, λέγω υμίν, τούτον φοβήθητε» (Λουκ. ιβ’ 4‐5). Ο Κύριος, παραδούς Εαυτόν εις τον επί του σταυρού θάνατον, δεν προέφερε λόγους 224 ματαίους και κενούς. Και εγώ ουδόλως ήθελον να μειώσω τον κατηγορηματικόν αυτών χαρακτήρα. Ο ζωοποιός φόβος δεν αφίστατο απ’ εμού. Πλέον τούτου ετελείτο παράδοξόν τι: Ευθύς ως ο φόβος ούτος εξησθένει, ησθανόμην να αποχωρή απ’ εμού η ζώσα δύναμις· απεδυναμούτο η προσευχή, ο νους διεχέετο, η αίσθησις του Θείου απήρχετο εις την ομίχλην – απέθνησκον πνεύματι. Μόνον βραδύτερον κατενόησα ότι το Πνεύμα του Θεού διεπαιδαγώγει εμέ, και η βάσανος μου μετετρέπετο εις ανυπολόγιστον όφελος. Ο τρόμος προ της αιωνίου απωλείας και ο θρήνος της μετανοίας, δια τινος μυστηριώδους τρόπου, μετέβαλλον εμέ όλον εις «προσευχήν». Το πνεύμα μου ελευθέρως, άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας, ανήρχετο εις κατάστασιν θεωρίας αγνώστων πρότερον πραγματικοτήτων: της ατέρμονος αβύσσου του είναι, των ζοφερών σκηνωμάτων του άδου, αλλά και του κατηυγασμένου υπό του ακτίστου Φωτός Ουρανού. Είη το όνομα Αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας των αιώνων. Μη αναμένετε απ’ εμού την κατά τον οφειλόμενον τρόπον συγκεκροτημένην περιγραφήν της ζωής της ψυχής μου κατά τους μακρούς χρόνους του παρελθόντος μου. Ενίοτε κατήρχετο αύτη μέχρι των κατωτάτων του Άδου, άλλοτε προς στιγμήν ανεβίβαζεν αυτήν ο Κύριος μέχρι των ουρανών. Κατά καιρούς ίστατο αύτη επί του ακαθορίστου εκείνου μεθορίου, από του οποίου εθεώρει και το Φως της Θεότητος και το «σκότος το εξώτερον», όπερ επιφέρει φρίκην εις την ψυχήν· φρίκην ιδιαιτέρας μορφής, ουχί ομοίαν προς τον φόβον ενώπιον του φυσικού θανάτου. Ώ, ουχί, τούτο είναι τι ποιοτικώς διάφορον. Ενώπιον του πνεύματος μου απεκαλύπτετο η αγαθή 225 αιωνιότης, ούσα εισέτι μακράν απ’ εμού, ωσαύτως όμως και το άχρονον σκότος, όπερ εγένετο γνωστόν δια της παρουσίας αυτού εντός μου. Ήμην εν διχασμώ: Μη ών ελεύθερος εκ της τυραννίας των παθών, έπασχον, και διψών δια το αμετάθετον αγαθόν εφερόμην προς τον Θεόν. Η προσευχή της μετανοίας εκυρίευεν εμού ολοτελώς. Αστάθμητος, αόρατος δύναμις μετέφερεν εμέ εις νοητόν‐πνευματικόν διάστημα. «Εκεί» έμενον μόνος: Εξηφανίζετο η γη· δεν υπήρχον ούτε ήλιος, ούτε αστέρες, ούτε άνθρωποι, ούτε άλλο τι κτίσμα· δεν ησθανόμην ούτε το σώμα μου. Συνέβαινε να μη βλέπω το φως ως τοιούτον, αλλ’ εν τούτοις το βλέμμα μου διεισέδυεν εις αβυσσαλέα βάθη. Η ψυχή έκραζε προς τον Θεόν εν οδυνηρά απογνώσει. Όντως, είμαι αμαρτωλός, αλλά διψώ τον Θεόν, τον άγιον Θεόν. Δεν ενεθυμούμην συγκεκριμένας πράξεις εκ του παρελθόντος μου, ει μη την διαπεραστικήν συναίσθησιν της απομακρύνσεως μου από του Θεού, τον Οποίον εγνώριζον κατά τους χρόνους της παιδικής μου ηλικίας και εν τη αρχή της νεότητος. Ούτος απεχώρησεν απ’ εμού, ότε εγώ εμακρύνθην απ’ Αυτού κατά την άφρονα αναζήτησιν άλλου, ανωτέρου δήθεν, υπερ‐προσωπικού Απολύτου. Η τοιαύτη προσευχή κατέλαβεν εμέ μετ’ ιδιαιτέρας δυνάμεως εν τη ερήμω. Δεν δύναμαι να είπω νυν πόσον διήρκουν αι δεήσεις μου κατ’ εκείνην ή την άλλην νύκτα. Ενθυμούμαι όμως ότι, ότε η ψυχή επέστρεφεν εις την συνήθη αντίληψιν του υλικού κόσμου, παρέμενε μετ’ εμού, εν εμοί, η πνευματική αίσθησις την οποίαν ησθανόμην εκ της προσευχή εν εκείνη τη αταράχω και ανεικάστω αβύσσω. Εν εκείνη τη απειρότητι δεν υπήρχεν ούτε άνω, ούτε κάτω, πρόσω ή οπίσω, δεξιά ή αριστερά. Και όμως έφθανε στιγμή κατά την οποίαν εφαίνετο εις εμέ 226 ότι εκινούμην· και την κίνησιν ταύτην ησθανόμην ως πτώσιν· άφωνος δε κραυγή εξέφευγεν από του στήθους: «Κύριε, σώσον … Συ μόνος δύνασαι ακωλύτως να φθάσης εμέ εις οιανδήποτε άβυσσον …». Και Ούτος έσωζεν. Αλλά δια τί ησθανόμην ότι «έπιπτον»; Δεν συνέβαινεν άρα γε τούτο, επειδή ο νους μου δεν ηδύνατο να σταθή πλέον εις την σφαίραν του Αιωνίου; Πάντως, μετά ταύτα η όρασις ελάμβανε πέρας. Αι συνθήκαι της ερήμου ηυνόουν την τοιαύτην προσευχήν, διότι ουδεμίαν μέριμναν είχον επί του υλικού επιπέδου. Ήμην μόνος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η προσευχή αύτη εξαρτάται, κατά την ουσίαν αυτής, εκ των εξωτερικών συνθηκών. Είναι Θείον δώρον, συνδεόμενον μεθ’ ενός άλλου δώρου: της μετανοίας (βλ. Λουκ. κδ’ ‐). Τας απαρχάς της τοιαύτης προσευχής εγεύθην, πριν ή εγκαταβιώσω εν Άθω. Είχον αυτήν και εν τη Μονή, αλλά εν μικροτέρα εντάσει και συχνότητι.
Αύτη αποσπά τον άνθρωπον εκ των δεσμών του χρόνου. Εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της προσευχής ο άνθρωπος αισθάνεται εαυτόν εκτός των γηΐνων κατηγοριών: Είναι έξω πάσης ιεραρχίας κοινωνικής, έτι δε και εκκλησιαστικής. Περί ουδενός άλλου λογίζεται, ει μη μόνον περί του Θεού, και παρίσταται Αυτώ μόνος Μόνω. Εν τη απομονώσει του σπηλαίου μου εδέχθην το εξαίρετον προνόμιον να παραδοθώ εξ ολοκλήρου εις τοιαύτην απερίσπαστον προσευχήν, ήτις διακατείχεν εμέ επί μήνας. Αύτη διεκόπτετο κατά τας ώρας της ημέρας υπό των βιοτικών απασχολήσεων. Ευθύς όμως ως έκλινεν η εργάσιμος ημέρα και έφθανεν η ήσυχος νυξ εν τω σπηλαίω, η προσευχή εκείνη εκ νέου εκυρίευεν εμού. 227 Πάλιν το παν εξέπιπτεν εκ της μνήμης, και έμενε μόνον η συνείδησις της αΰλου αλλά φρικτής αμαρτίας, ήτις εγέννα εν εμοί μεταμέλειαν, αισχύνην, αποστροφήν και μίσος εισέτι προς εμαυτόν. Και πάλιν το παν εβυθίζετο εις τα δάκρυα της μετανοίας και το πνεύμα μου εισήρχετο εις την ανονόμαστον απειρότητα. Ήμην πάντοτε λίαν βραδύς να εννοώ την κατάστασιν των πραγμάτων, να διακρίνω εναργώς το τελούμενον εν εμοί. Διηρχόμην μακράς περιόδους άνευ σκέψεων. Αι τελευταίαι ήρχοντο κατά τας συνομιλίας, αλλ’ ουχί ότε ευρισκόμην μόνος ενώπιον του Θεού. Δεν εθεολόγουν, ούτε επέστρεφον, ίνα αναλύσω εαυτόν. Δεν προσεκολλώμην εις τας καταστάσεις των οποίων ελάμβανον πείραν, καίτοι διέμενον εν τη αμόρφω νοερά σφαίρα. Να καλέσω άρά γε τούτο παραφροσύνην; Ότε όμως η παραφροσύνη αύτη απεχώρει απ’ εμού, τότε μόνον κατενόουν την προξενηθείσαν υπ’ εμού ανυπολόγιστον ζημίαν εν τω πνευματικώ μου είναι. Τότε και δια μέσου εκείνης της προσευχής απεκαλύπτετο εις εμέ εκ μέρους το νόημα των λόγων του Χριστού: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί … έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26). Το προς εμέ έλεος του Θεού εξεδηλούτο δια της δωρεάς της ακατασχέτου ορμής προς οδυνηράν μετάνοιαν, ήτις είλκυεν εμέ εις τοιαύτην ακόρεστον προσευχήν, ώστε η ψυχή να επιλανθάνηται των πάντων, ουδέν να ενθυμήται, αλλά να στρέφηται ακατασχέτως προς τον Θεόν, τον αόρατον αλλ’ ηγαπημένον, τον άγνωστον αλλ’ οικείον, τον απρόσιτον αλλ’ εγγύς. Δεν ευρίσκω λόγους να περιγράψω τον υπό του Κυρίου δωρηθέντα εις εμέ πλούτον. 228 Θα επιχειρήσω να δώσω βραχύν κατάλογον των λογισμών εκείνων, οίτινες ανέβαινον επί την καρδίαν μου κατ’ εκείνας τας θλιβεράς ώρας των αναμνήσεων της απολεσθείσης υπ’ εμού προσευχής. Φυσική συνέπεια της τηρήσεως των εντολών του Κυρίου είναι η άκρα σμίκρυνσις ημών, τουτέστιν η κένωσις. Άνευ της βαθείας επιγνώσεως ότι είμεθα αληθώς γεννήματα του άδου εν τη πτώσει ημών, ουδέποτε θα επιτύχωμεν του πληρώματος της μετανοίας. Η ολοκληρωτική μετάνοια αποσπά ημάς από του θανασίμου εναγκαλισμού του εγωκεντρικού ατομισμού και εισάγει εις την θεωρίαν της θείας παγκοσμιότητος του Χριστού, «του αγαπήσαντος ημάς εις τέλος» (πρβλ. Ιωάν. ιγ’ 1). Όταν μισήσωμεν εαυτούς ένεκα της εν ημίν ζώσης κακίας, τότε διανοίγονται εις ημάς οι ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης. Άνευ του Χριστού ουδέποτε θα περιβάλωμεν τον κόσμον δια της ζωηφόρου φλογός της Άνωθεν κατερχομένης χάριτος, ούτε θα συλλάβωμεν την οντολογικήν διάστασιν της «δευτέρας εντολής»: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (βλ. Ματθ. κβ’ ‐). Εις τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν εδόθη η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, ως και περί αυτού του ιδίου. Είθε να δώση ο Κύριος εις πάντας και εις έκαστον να ίδουν το Φως της τοιαύτης προσευχής, διότι δι’ αυτής αποκαθίσταται η πρωτόκτιστος εικών του Ανθρώπου. Όστις δεν προσήγγισε τα όρια των καταστάσεων αυτών, ας μη τολμά να ονομάζη εαυτόν χριστιανόν άνευ φόβου και αισχύνης, αλλ’ ας συνειδητοποιή μετά πόνου ότι είναι ανάξιος της κλήσεως ταύτης. «Εί τις θέλει οπίσω Μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν (απαρνησάσθω πάσας τας προγενεστέρας αυτού αντιλήψεις και ιδέας) και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω Μοι … Εί τις έρχεται προς Με 229 και ου μισεί … έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι … ουκ έστι Μου άξιος» (πρβλ. Ματθ. ιστ’ 24, ι’ ‐, Λουκ. ιδ’ 26 και 33). Τρομάζει εμέ ο λογισμός: Πού και εις τί έγκειται η ανομία ενώπιον του Θεού, ήτις παρεμπόδισεν εις εμέ την οδόν προς εκείνο το πλήρωμα, όπερ εξεχύθη επί την κεφαλήν του Αγίου Σιλουανού; Η μνήμη περί της εν τω παρελθόντι πλάνης μου συνδέεται μετά του οξέος αισθήματος της αναξιότητός μου εν γένει να παρασταθώ ενώπιον τοιούτου Θεού. Και εάν εις τινας στιγμάς της ζωής μου προσήγγισα εκείνα τα όρια της μετανοίας, όπου αγιάζεται ο όλος άνθρωπος, τούτο κατέστη δυνατόν ουχί άλλως, ει μη χάριν των προσευχών του Αγίου Γέροντος. Δεν έφθασα εις τα μέτρα αυτού, αλλά γνωρίζω ότι εκείνο περί του οποίου γράφω είναι αληθές. «Ο Θεός αγάπη εστίν». Ούτος «Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. δ’ 8, α’ 5). Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι Πυρ ζωοποιούν, ερριμμένον από των ουρανών επί της Γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού (βλ. Λουκ. ιβ’ ). Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και εν ταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς την αγάπην ταύτην. Άνευ της εμπειρίας ταύτης ουδείς εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να κατανοήση το φαινομενικώς παράδοξον των εντολών του Ευαγγελίου: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε 230 τοις μισούσιν υμάς» (Ματθ. ε’ ), και εν ταυτώ: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν (ζωήν), ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26). «Ο Θεός ημών πυρ (εστι) καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29). Η Θεία Αγάπη συνιστά τον πυρήνα του προαιωνίου Είναι· εν αυτή τη Αγάπη ευρίσκουν την υψηλοτέραν αυτών έκφρασιν πάντα τα λοιπά κατηγορήματα της Θεότητος: Σοφία, Βασιλεία, Δύναμις, Φως. Εν αυτή συνίσταται το κάλλος της ανάρχου και ασαλεύτου Βασιλείας. Η Αγάπη του Χριστού είναι η αποκάλυψις και του Μυστηρίου της Πατρικής αγάπης. Όταν η Αγάπη του Χριστού εύρη καρδίαν ετοίμην να αποδεχθή την φλόγα αυτής, σκηνοί εν αυτή. Η εξαίρετος όμως αύτη ευλογία δεν δίδει ανάπαυσιν εις τον διάκονον αυτής εν τω κόσμω τούτω, έως ότου επιτελέση ούτος το έργον αυτού (βλ. Ιωάν. ιζ’ 4). Να ομιλή τις περί της προσευχής, ήτις γεννάται υπ’ αυτής της αγάπης, προξενεί τρόμον εις την καρδίαν. Επώδυνος είναι η οδός η άγουσα εις την απόκτησιν της αγίας Αγάπης. Δεν είναι άραγε αυτός ο λόγος ένεκα του οποίου πολλοί εκπίπτουν του Χριστιανισμού …, αποκλίνουν από της σταυρικής οδού της αγάπης ταύτης προς άλλας οδούς; Αλλά δεν υπάρχει άλλη οδός, καθώς δεν υπάρχει και άλλος Θεός (βλ. Ιωάν. ιδ’ 6). «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής» (Ματθ. ιστ’ ). Εις προνομιακάς στιγμάς είναι δυνατόν να εγγίση την γηΐνην καρδίαν το άκτιστον Φως της αγάπης του Χριστού. Εν αυτή ευρίσκεται η Θεία αιωνιότης, 231 εν αυτή και ο μόνος και έσχατος σκοπός της ασκήσεως ημών. Ούτε ο νους ημών εν τη πτώσει αυτού, ούτε η καρδία άνευ της επενεργείας της αγάπης, της εκ του Πατρός εκπορευομένης, δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν εις την Γεθσημανή και, έτι πλέον, εις τον Γολγοθάν. Ο βαθύς θρήνος της συνόλου ημών υπάρξεως, όστις γεννάται εκ της καιομένης εν ημίν αγάπης κατά την ώραν της υπέρ του κόσμου προσευχής, δύναται να φθάση εις έντασιν υπερβαίνουσαν την αντοχήν ημών. Τότε το πνεύμα ημών εξέρχεται προς την Θείαν αιωνιότητα και η προσευχή παύει. Τοσούτον επωδύνως προπαρασκευάζεται η μακαρία έξοδος του πνεύματος ημών προς τον Θεόν. Εν τη επιστροφή όμως αυτής η ψυχή γεύεται γλυκείας αναπαύσεως και εκείνης της ειρήνης, περί της οποίας ο Απόστολος Παύλος είπεν ότι «υπερέχει πάντα νουν» (πρβλ. Φιλ. δ’ 7). Η συνείδησις ημών επανέρχεται μετά τινος λύπης εις τον συνήθη τρόπον αντιλήψεως της ζωής. Η ψυχή βλέπει εκ νέου ταχέως την αυτήν πραγματικότητα, ως και πρότερον, και πάλιν δέχεται πολλά τραύματα. Όταν ο άνθρωπος ακολουθή τον Χριστόν δι’ όλων των δυνάμεων της υπάρξεως αυτού, το πνεύμα αυτού αισθάνεται τον ορατόν τούτον κόσμον ως στενόν κελλίον φυλακής. Πάσα αγαθή κίνησις του πνεύματος αυτού προσκρούει εις την αγρίαν αντίστασιν των δυνάμεων του σκότους. «Ο Θεός ημών αγάπη εστίν … Ούτος Πυρ εστι καταναλίσκον». Ουδόλως είναι εύκολον να πλησιάση τις το Πυρ τούτο. Ουδόλως είναι ακίνδυνον να επεκταθή τις 232 ομιλών περί του αγίου τούτου Πυρός. Ο φόβος συνθλίβει την ψυχήν, μη τυχόν αποδειχθή αναξία τούτου, κατά την εντεύθεν έξοδον αυτής. Επί πολλά έτη, ιδιαιτέρως ότε ήμην εν Αγίω Όρει, εν τη ερήμω, ως και εν τη Μονή, ο νους μου εν τη φορά αυτού προς τον Θεόν απεκόπτετο του παρελθόντος. «Απεκόπτετο» ουχί δι’ ασκητικής εντάσεως, αλλ’ ελκυόμενος υπό της προσευχής της μετανοίας. Αφ’ ότου όμως κατεστάθην πνευματικός, πολλάκις έπρεπε να «ενθυμούμαι» τα βιωθέντα. Νυν δε συγγράφων την «εξομολόγησίν» μου, και συγχρόνως την πνευματικήν βιογραφίαν μου, μετ’ ευγνωμοσύνη παρατηρώ ότι πολλαί στιγμαί, καθ’ άς ήγγισεν εμέ ο δάκτυλος του Θεού, εχαράχθησαν ανεξιτήλως επί του σώματος της ζωής μου. Το Πνεύμα του Ζώντος Θεού γράφει «ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ’ εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β’ Κορ. γ’ 3). Ό,τι εγράφη υπό του Θεού απέβη το περιεχόμενον του είναι μου. Τί θέλω κατ’ ουσίαν να είπω δι’ όλων αυτών; Τούτο ακριβώς: Δια της δοθείσης εις εμέ μετανοίας, μέχρι και του αυτομίσους, έλαβον απροσδοκήτως πείραν θαυμαστής ειρήνης, και το άκτιστον Φως περιέβαλεν εμέ, εισέδυσεν εντός μου, εποίησε και εμέ φως όμοιον προς Αυτό και έδωκεν εις εμέ να ζήσω την Βασιλείαν του Θεού της Αγάπης, Βασιλείαν, της οποίας «ουκ έσται τέλος». Εθαύμαζον, και δεν θα παύσω να θαυμάζω, την ταπεινήν συγκατάβασιν του Παντοκράτορος Θεού μέχρις εισέτι και της μηδαμινότητός μου. Έδωκεν όμως εις ημάς την εντολήν: «Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων … ουκ έστι θέλημ έμπροσθεν του Πατρός υμών του εν ουρανοίς, ίνα απόληται είς των 233 μικρών τούτων» (Ματθ. ιη’ 10‐14). Βλέπομεν ότι ο Ίδιος ζη συμφώνως προς τας δοθείσας εις ημάς εντολάς. Αι εντολαί του Ευαγγελίου περικλείουν την Αυτο‐αποκάλυψιν του Θεού. Όσον βαθύτερον εισχωρούμεν εις το πνεύμα αυτών, τοσούτον πλέον συγκεκριμένη καθίσταται εις ημάς η θεωρία του Θεού. Και όταν αι εντολαί αύται, κατά την ευδοκίαν Αυτού, αποβούν η μόνη αρχή όλου του είναι ημών, προσκαίρου και αιωνίου, τότε και ημείς θα ομοιωθώμεν προς Αυτόν, «ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστιν» (Α’ Ιωάν. γ’ 2). Ο Θεός αγάπη εστί. 234 235
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου