Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Οψώμεθα τόν Θεόν καθώς εστί
Περι κενώσεως Και Θεοεγκαταλείψεως
Ασκητικαί εμπειρίαι
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 5). Μακάριοι, διότι ομού μετά της συναισθήσεως της εν πνεύματι πτωχείας αυτών κατέρχεται επ’ αυτούς Άνωθεν δύναμις δι’ ανάβασιν προς τον Θεόν. Άνευ της συναισθήσεως ταύτης δεν υπάρχει κίνησις προς τον Ύψιστον. Η αυτάρκεια είναι σύμπτωμα ή πνευματικής παραλύσεως ή πτώσεως. Δια της συνεχούς υποβολής ημών υπό την κρίσιν των εντολών του Θεού οξύνεται εν ημίν το αίσθημα της αποστάσεως ημών απ’ Αυτού και βαθύνεται η επίγνωσις ότι η υπερηφανία είναι η ρίζα πάσης κακίας. Η υπερηφανία είναι εναντία προς τον Θεόν. Είναι ο αντίπους της Θείας αγάπης. Δια της υπερηφανίας η ανθρωπότης υπετάγη εις την φθοράν. Είναι απαραίτητον όπως χειραγωγηθώμεν υπό της Ευαγγελικής διδαχής, ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ και επανέλθωμεν εις το πρωτόκτιστον πνευματικόν κάλλος. Μόνον η ισχυρά πίστις, ότι ο Χριστός είναι ο Παντοκράτωρ Θεός, θα βοηθήση ημάς να στερεωθώμεν 194 «επί την ασάλευτον πέτραν των εντολών Αυτού».
Υπό τας συνθήκας αυτάς διεξάγεται δεινός πόλεμος εναντίον όλων εκείκων, άτινα προσελάβωμεν εν τη πτώσει ημών. Η πίστις ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Σωτήρ του ανθρώπου δεν θα επιτρέψη να εκπέσωμεν απ’ Αυτού κατά την διάρκειαν της απροβλέπτου και ακαταλήπτου διαδικασίας της καθάρσεως ημών εκ του «πλούτου» της αμαρτίας. Οι Απόστολοι ανήγγειλαν εις ημάς εκείνα, άτινα ήκουσαν και εγνώρισαν εξ Αυτού του Κυρίου· οι δε Πατέρες της Εκκλησίας δι’ ανυπερβλήτου ασκήσεως διεφύλαξαν πάντα τα υπό του Θεού εντεταλμένα και παρέδωκαν εις ημάς την ανεκτίμητον πείραν και γνώσιν αυτών. Χάριν αυτών, των Αποστόλων και των Πατέρων, κατέχομεν την γνώσιν του μυστηρίου των οδών της σωτηρίας. Αι αδιόρατοι αύται οδοί κρέμανται υπεράνω αβύσσων. Επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει άλλη δύναμις, άλλη σύνεσις, ικανή να αποτρέψη την εκτροπήν ημών εκ των οδών τούτων και τον καταποντισμόν εις τας ζοφώδεις αβύσσους, ει μη η ακατάλυτος πίστις εις τον Χριστόν‐Θεόν. «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α’ Ιωάν. ε’ 4). Θα προβώ εις την κατά δύναμιν περιγραφήν του μυστηρίου τούτου των οδών της σωτηρίας. Αι εντολαί θέτουν ημάς πρόσωπον προς Πρόσωπον ενώπιον του Απολύτου Είναι. Πάσαι αι προσπάθειαι ημών, όπως τηρήσωμεν αυτάς, αναποφεύκτως αποτυγχάνουν. Ανακαλύπτομεν την πλήρη ανικανότητα ημών δια την πορείαν ταύτην. Παρατηρούμεν εν ημίν δολιότητα πνεύματος‐νου και πάθη καρδίας, άτινα φονεύουν ημάς. Ο φόβος της εκπτώσεως από του Θεού, εις τον Οποίον επιστεύσαμεν, είναι μέγας. Εκ του φόβου τούτου ερχόμεθα εις συντριβήν 195 καρδίας δια την κατάστασιν ημών. Απορρίπτομεν εκείνα, τα οποία εθεωρούμεν κατά το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηΐνων προσκολλήσεων και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα». Βεβαίως η πλέον βαρεία δοκιμασία έγκειται εις το ότι, παρά την άκραν έντασιν όπως παραμείνωμεν πιστοί εις τον Θεόν, υπομένομεν περιόδους εγκαταλείψεως υπό του Θεού. Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. Αισθανόμεθα ως να βαρύνη εφ’ ημών φοβερά τις κατάρα. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εις πάντα τα επίπεδα του είναι ημών: το πνεύμα, τον νουν, την καρδίαν, το σώμα. Εις παρομοίας ακριβώς στιγμάς το πνεύμα ημών συλλαμβάνει την βιβλικήν αποκάλυψιν περί της αυθεντικής τραγωδίας της πτώσεως του Ανθρώπου, και η πίστις εις την αγάπην του Χριστού παροτρύνει ημάς, όπως παραδοθώμεν εις πλήρη κατά το δυνατόν μετάνοιαν. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια ημών, τοσούτον ευρύτερον διανοίγονται ενώπιον ημών τα έως τότε κεκαλυμμένα βάθη του είναι ημών. Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα. Αύτη η μορφή κενώσεως ή ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται δι’ ανθρωπίνων προσπαθειών. Είναι δώρον του Θεού Σωτήρος. Είναι η χάρις της μετανοίας «εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. κδ’ ). Δεν κατανοούμεν την εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλ’ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι δι’ ημάς φρικτόν: Ούτος εγκατέλιπεν ημάς. Αυτός, η μόνη αναζήτησις ημών και αγάπη, εκρύβη αφ’ ημών. Δι’ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας (βλ. Γέν. γ’ 14‐19). 196 Δι’ αυτής της οδού εισδύει βαθμηδόν εντός ημών ήδη νέα άκτιστος ενέργεια: Μετέχομεν του Θείου Είναι. Τότε έρχεται το Θείον Φως και περιπτύσσεται ημάς. Το Πνεύμα της Αληθείας, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον, κατέρχεται εις την καρδίαν ημών ως Παράκλητος: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. Ούτος, και ουδείς άλλος, εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον τούτο. Παραδεδομένοι εις τας αγίας Αυτού χείρας, αισθανόμεθα εντός ημών την δημιουργικήν Αυτού πορείαν και κατανοούμεν ότι παν το χορηγούμενον υπ’ Αυτού υπερβαίνει ημάς: «ά οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Και δεν υπάρχει τέλος εις την έκπληξιν ημών ενώπιον Αυτού. Ώ, πώς γνωρίζει Ούτος τον άνθρωπον! Μόνον ο Δημιουργός ημών δύναται να έχη τοιαύτην γνώσιν περί των δυνατοτήτων της φύσεως ημών. Αναζητώ λόγους ίνα εκφράσω μυστήριον απολεσθέν υπό των ανθρώπων. Ικετεύω τον Θεόν να δώση εις εμέ τον κατάλληλον λόγον. Παρακαλώ τον τυχόν αναγνώστην, όπως αγνοήση εμέ τον μηδαμινόν και δώση προσοχήν εις την ουσίαν του θέματος. Δεν είμαι εγώ όστις επενόησε την διδαχήν ταύτην, αλλ’ εμυήθην εις αυτήν, Θεία συγκαταβάσει, υπό του εκλεκτού (αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου) Αυτού. Δεν επιχειρώ να ερμηνεύσω το παράδοξον τούτο: Δια τί έλαχεν εις εμέ ο κλήρος της διακονίας ταύτης. Οδηγηθείς όμως εις το υποπόδιον του μεγάλου μυστηρίου, έμεινα έκθαμβος προ της μεγαλοπρεπείας αυτού. Είναι αδύνατον να ανυμνήσωμεν επαξίως 197 την τελειότητα του Θεού‐ Χριστού. «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί … έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26). Η εν ημίν εμφάνισις του αγίου τούτου «μίσους» μαρτυρεί την προσέγγισιν ημών προς την θεωρίαν του αγίου τούτου μυστηρίου. Όστις εδέχθη την φοβεράν ταύτην ευλογίαν, ούτος άρχεται να γνωρίζη «τον μόνον αληθινόν Θεόν και Όν απέστειλεν Ιησούν Χριστόν» (πρβλ. Ιωάν. ιζ’ 3), και ίσταται προ της εισόδου της ασαλεύτου Βασιλείας. Θαυμαστήν περιγραφήν της οδού ταύτης ευρίσκομεν εν τω δωδεκάτω κεφαλαίω της προς Εβραίους επιστολής. «Τί δε έχεις ό ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τί καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α’ Κορ. δ’ 7). Ο Κύριος, Όστις ευδόκησε κατά τους νηπιακούς μου χρόνους να ίδω το Φως Αυτού μετά παιδικής απλότητος, παρεχώρησε να ζήσω πτώσιν, ομοίαν προς εκείνην του Αδάμ. Όμως δεν εγκατέλιπεν εμέ έως τέλους. Έδωκεν εις εμέ να εννοήσω εις ποίαν «χώραν μακράν» εμακρυνόμην απ’ Αυτού (Λουκ. ιε’ 13‐24). Παραλλήλως, εν τη αφθονία των δακρύων μου εξέχεεν επ’ εμέ την χάριν της συντριβής δια τα υπ’ εμού πεπραγμένα. Κατά την πρώτην περίοδον είχον πλήρη άγνοιαν της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων ασκητών. Ό,τι συνέβαινεν, υπερέβαινεν εμέ κατά πάντα, και εγώ ο αμαθής ωδυρόμην εν τη μετανοία μου, γνωρίζων ότι ήμην ανάξιος συγχωρήσεως. Ο πόθος ήτο τοσούτος, ώστε, και ότε εισέτι η κατακαίουσα εμέ φλοξ μετεβάλλετο εις φως, δεν ηδυνάμην να στρέψω την προσοχήν μου εις το δώρον τούτο, και η αυτοκαταδίκη 198 εις το σκότος το εξώτερον δεν εγκατέλειπεν εμέ. Το πυρ της αφορήτου αισχύνης εξήντλει εμέ:
«Εγκατέλιπον Αυτόν ως υποδεέστερον: Ενόμισα ότι υπερέβην Αυτόν εν τη αντιλήψει μου περί του Πρωταρχικού Είναι». Προσηυχόμην πρηνής. Δεν ετόλμων να ατενίσω εις Αυτόν. Εμίσουν εμαυτόν. Ο άνθρωπος, αποκεκομμένος εκ της Παραδόσεως, δεν είναι εις θέσιν να πορευθή μόνος την οδόν του Χριστού. Το θέαμα, όπερ εκτυλίσσεται ενώπιον αυτού, είναι καθ’ υπερβολήν μεγαλειώδες. Ο έχων σώας τας φρένας θα αποφύγη την αυτάρκειαν και θα αναζητήση αξιοπίστους μάρτυρας, ίνα μάθη «μήπως εις κενόν τρέχει» (πρβλ. Γαλ. β’ 2). Μάρτυρας όμως είναι φυσικόν ότι οφείλει να εκλέγη εκ των παλαιοτέρων μεν τους ακολουθήσαντας τον Χριστόν, εκ των συγχρόνων δε αυτού τους έχοντας την αυτήν πίστιν. Δεν θα καταφύγω εις βουδδιστήν ή μωαμεθανόν, ίνα ερωτήσω κατά πόσον εννοώ ορθώς τας εντολάς του Κυρίου. Ούτω, λοιπόν, επεδόθην εις την ανάγνωσιν πρωτίστως της Καινής Διαθήκης, κατέφυγον εις τους λειτουργούς της Εκκλησίας, τους καθηγητάς της θεολογίας. Ανέγνων τας γραφάς των αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων ασκητών, μη αγνοήσας ωσαύτως τα έργα του προσφάτου παρελθόντος και των συγχρόνων μου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν τα συγγράμματα των τελευταίων ολίγον και εμμέσως εβοήθουν εμέ. Τουναντίον, η γνωριμία μετά των έργων των Ασκητών ανταπεκρίνετο όντως εις τας ανάγκας μου. Εν αυτοίς εύρον ουχί μόνον χειραγωγίαν εμπνέουσαν προς την οδόν την οποίαν επέλεξα, αλλά και πολλάς θαυμαστάς ερμηνείας εσωτερικών πνευματικών γεγονότων, γνωστών ήδη εις εμέ. Αφ’ ενός μεν εστερεούμην εις την γνώσιν 199 του πνευματικού κόσμου, αφ’ ετέρου δε εισηρχόμην εις τον πολύπλοκον πόλεμον κατά της κενοδοξίας. Ανακαλύπτων εν τοις συγγράμασιν αυτών ομοιότητα προς την εμπειρίαν μου, συνέβαινε να αισθάνωμαι κύμα ικανοποιήσεως, όπερ ως ελώδης ιλύς εκάλυπτε την καρδίαν μου. Τότε απεχώρει, ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός. Περιέπιπτον εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου. Εφαίνετο εις εμέ ότι ευρισκόμην προ αδιεξόδου: Δεν ηδυνάμην να είμαι αυτάρκης. Οσάκις όμως κατενόουν εκείνο, όπερ η δεξιά του Θεού απέστελλεν εις εμέ, τότε η «αριστερά» μου κατέστρεφε το παν (βλ. Ματθ. στ’ 3). «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ’ 24). Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο απ’ εμού. Κατόπιν πολλών επαναλήψεων παρομοίων συμφορών, και εκ του ελαχίστου σημείου προσεγγίσεως του εχθρού τούτου, της κενοδοξίας, ηρχόμην εις φόβον. Τότε εδιπλασίαζον τον κλαυθμόν της μετανοίας: «Κύριε ήλθον οι φονείς μου, σώσόν με». Ούτω κατενόησα, δια ποίον λόγον οι Πατέρες αποφεύγουν τους επαίνους: Και οι τέλειοι εισέτι δεν δύνανται να εξέλθουν άνευ ζημίας τινός της προς τον Θεόν αγάπης αυτών. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 3). Οι λόγοι ούτοι του Χριστού κείνται εις θεμέλιον της ασκητικής ζωής, ήτις οδηγεί προς την σωτηρίαν, εννοουμένην ως θέωσιν. 200 «Ικετεύω Σε, Χριστέ, συνάναρχε τω Πατρί και τω Πνεύματι, ενυπόστατε Λόγε, δος μοι νυν λόγον δυνάμενον να εξηγήση, έστω και εκ μέρους, ποία απόκρυφα μυστήρια διδάσκεις ημάς δια της προνοητικής απομακρύνσεώς Σου αφ’ ημών. Συ γαρ εί ο μόνος Διδάσκαλος και Καθηγητής ημών. Συ εί το Φως, Συ εί η Σοφία· Συ και η μόνη οδός προς τον Πατέρα». Όταν ευρεθώμεν αντιμέτωποι προς το ανέφραστον μεγαλείον της Θείας Αγάπης, ήν εφανέρωσεν εις ημάς ο σαρκωθείς Λόγος του Πατρός, τότε ημείς, εν τη ορμή ημών όπως ακολουθήσωμεν τα ίχνη Αυτού, διερχόμεθα κατ’ αρχήν την βαρείαν εμπειρίαν της συνεχώς αυξανομένης αποκαλύψεως της μηδαμινότητος ημών. Είναι επώδυνος και εν ταυτώ θαυμαστή η πορεία αύτη· το βαθύ εν τούτοις νόημα αυτής αποκαλύπτεται μόνον εις το τέρμα της οδού. Εν Χριστώ συναντώμεθα μετά της Απολύτου Υπάρξεως. Μόνον δια της δυνάμεως Αυτού δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν παν ό,τι είναι ενάντιον προς την αγάπην Αυτού και ανίκανον να προσλάβη την αιωνιότητα. Είναι θλιβερόν να πειθώμεθα εις έκαστον βήμα περί της αδυναμίας ημών. Ο νους ημών είναι στενός, ίνα συλλάβη τα άγια προστάγματα Αυτού. Εν αυτή ταύτη όμως τη οδυνηρά ορμή προς Αυτόν αρχόμεθα να διακρίνωμεν εμπνέουσαν κλήσιν εκπορευομένην εκ της ανάρχου Θεότητος. Καίτοι ουχί εισέτι μεθ’ ηδύτητος, εν τούτοις αγαπώμεν Αυτόν, διότι είναι μεγαλοπρεπής, και η αγάπη αύτη είναι ισχυροτέρα του θανάτου. Όσον βαρεία και εάν είναι η τήρησις του Λόγου Αυτού, ημείς εν τούτοις δεν δυνάμεθα να παρεκκλίνωμεν του προ ημών ισταμένου σκοπού: Να γίνωμεν σκήνωμα του Φωτός Αυτού 201 εις τους αιώνας. Ούτως αλγούντες δι’ όλης της υπάρξεως ημών κατακλυζόμεθα υπό θαλάσσης δακρύων ολοκληρωτικής μετανοίας. Γνωρίζομεν εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος προς απαλλαγήν εκ του κληρονομηθέντος εν τη πτώσει ειδεχθούς πάθους της υπερηφανίας. Εν τη καταστάσει της μετανοίας ταύτης γινόμεθα επιδεκτικοί της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, ενεργείας παντοδυνάμου, διδούσης εις ημάς την πρόγευσιν της μετά του Θεού αιωνίου ενώσεως ημών. Η μετάβασις εκ της φθοράς, της κληρονομηθείσης παρά του Αδάμ, εις την περιοχήν του ανεσπέρου Φωτός του Χριστού είναι γεγονός σημαντικώτερον πάντων των άλλων γεγονότων της γης. Σημείον της προσεγγίσεως εις το μέγα τούτο μυστήριον αποτελεί η εν ημίν εμφάνισις του αγίου μίσους προς ημάς αυτούς (βλ. Λουκ. ιδ’ 26). Ως ελέχθη, ουδέν ακάθαρτον θα εισέλθη εις την Βασιλείαν του Αμνού του Θεού (βλ. Αποκ. κα’ 27). Αυστηρώς ελέγχομεν και άνευ οίκτου καταδικάζομεν εαυτούς εις τον άδην ως αναξίους του Θεού. Ούτως υπερνικώμεν την τάσιν να συγκαταβαίνωμεν εις τας αδυναμίας ημών, να συγχωρώμεν ευκόλως τας παραβάσεις ημών, ιδιαιτέρως όταν αύται διαπράττωνται μόνον κατά διάνοιαν. Ο αγών ημών είναι μεγαλειώδης. Εν αυτώ επιστρατεύεται πάσα η ύπαρξις ημών. Εάν κερδήσωμεν, κατακτώμεν την αθανασίαν εν τω ανάρχω Φωτί. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (βλ. Ματθ. ια’ 12). Η διδαχή του Χριστού πηγάζει «από του Πατρός των Φώτων» (Ιακ. α’ 17)· συμφυής μετ’ αυτής είναι η Θεία τελειότης. Ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι. Ουδείς 202 εκ των ανθρώπων δύναται να συμμορφώση την ζωήν αυτού προς το Ευαγγέλιον δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Όσον και εάν εντείνωμεν την προσπάθειαν ημών, η εντολή παραμένει ανέφικτος εν τη τελειότητι αυτής. Είναι δυνατόν εις τινας στιγμάς να δοθή εις ημάς η ευλογία να πλησιάσωμεν το Πυρ τούτο (βλ. Λουκ. ιβ’ ), αλλά δεν δυνάμεθα να παραμείνωμεν εν Αυτώ επί μακρόν. Το αυτό παρατηρούμεν και εν σχέσει προς την εμπειρίαν της απαθείας: Δύναται αύτη να δοθή εις τον ασκητήν, δεν φέρει όμως χαρακτήρα μονιμότητος, αλλά υπόκειται εις διακυμάνσεις εξαρτωμένας εκ του περιβάλλοντος και εκ της μορφής της διακονίας αυτού προς τους ανθρώπους. Η απόλυτος τελειότης δεν είναι εφικτή εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής, και είναι επικίνδυνον να αισθανώμεθα ικανοποιημένοι δια τα ήδη κεκτημένα. Όσοι δεν πιστεύουν εις τον Θεόν, δεν γνωρίζουν την Θεοεγκατάλειψιν. Την εξ αυτής θλίψιν διέρχονται μόνον εκείνοι, οίτινες εγνώρισαν ήδη την αγαθότητα του Θεού και αγωνίζονται δι’ όλων των δυνάμεων αυτών, όπως παραμείνουν εν Αυτώ και συν Αυτώ. Όσον εντονώτερον εγεύθη ο άνθρωπος της χαράς της μετά του Θεού ενώσεως, τοσούτον βαθύτερον πάσχει εκ του χωρισμού απ’ Αυτού.
Ως γνωρίζομεν εκ του Ευαγγελίου, ο Ίδιος ο Κύριος έζησε την άκραν εγκατάλειψιν. Μετά τον αιματηρόν ιδρώτα της εν Γεθσημανή προσευχής, εν τη οποία Ούτος παρέδωκε το παν εις τον Πατέρα Αυτού, επί του σταυρού «ανεβόησε φωνή μεγάλη … Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί Με εγκατέλιπες; … (και) πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ. κζ’ ‐). Η τοιαύτη τελεία κένωσις του «ανθρώπου Χριστού Ιησού» (πρβλ. Α’ Τιμ. β’ 5) μετετράπη εις εξ ίσου τελείαν θέωσιν της φύσεως ημών, την οποίαν προσέλαβε δια της σαρκώσεως Αυτού. Και εις Αυτόν, ήδη ως 203 «άνθρωπον», εδόθη «το Όνομα το υπέρ πάν όνομα», ονομαζόμενον ουχί μόνον εν τω νυν, αλλά και εν τω μέλλοντι αιώνι (Φιλ. β’ 9, πρβλ. Εφεσ. α’ 21). Οφείλει ο χριστιανός να προσεγγίση, εν τινι μέτρω, εις την κατάστασιν της κενώσεως, όπως αξιωθή να προσλάβη την σωτηρίαν, ήτις είναι πάντοτε ανάλογος προς το βάθος της προσωπικής αυτού κενώσεως. Τοιαύτη είναι η αγάπη του Θεού: Εν τη αιωνιότητι χαρακτηρίζεται υπό της άκρας εντάσεως του Είναι, ουδέποτε ελαττουμένης εν τη πλήρει αυταπαρνήσει αυτής. Η αγάπη αύτη είναι ταπεινή, και είναι φυσικόν εις την Θείαν ταπείνωσιν να προσφέρηται προς πάντας τους ερχομένους προς αυτήν (βλ. Ιωάν. στ’ ‐). Εν τη Βασιλεία του Θεού Πατρός ουδείς απομονούται εγωιστικώς εν εαυτώ. Η αγία αγάπη μεταφέρει όλον τον πόθον αυτής εις τους ηγαπημένους. Εναγκαλίζεται εν ταπεινώσει όλον τον κόσμον, τον Θείον και τον κτιστόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον άπαν το Είναι αποβαίνει το περιεχόμενον αυτής. Εις τούτο έγκειται το μεγαλείον της αγάπης, ο άμετρος πλούτος και η άφατος μακαριότης αυτής. Τουναντίον, ο εν αυταρεσκεία εγκλεισμός του ανθρώπου εν εαυτώ αποτελεί την άκραν στέρησιν και το σκότος του άδου. Ο έσχατος βαθμός εγωκεντρικότητος εκφράζεται ως μίσος προς τον Θεόν. Η Θεία αγάπη αποκτάται δια μακράς πείρας αυτοκενώσεως. Αποκάλυψις περί αυτής δίδεται εις βραχείας στιγμάς των Άνωθεν επισκέψεων. Ύστερον θα επακολουθήσουν αναποφεύκτως ημέραι, χρόνοι, Θεοεγκαταλείψεως. Φόβος τότε περιβάλλει την υπό του Θεού εγκαταλειφθείσαν ψυχήν. Ενδέχεται ημείς να μη γνωρίζωμεν 204 τον λόγον της εγκαταλείψεως. Ιστάμεθα προ κινδύνου: Η αγάπη αύτη, ήτις εφανερώθη εις ημάς εν τω Φωτί, απέρχεται, κρύπτεται ως δύων ήλιος … Επέρχεται νυξ αφεγγής. Ούτω μανθάνομεν να ακολουθώμεν τον Χριστόν καταβαίνοντα εις τον άδην· να ακολουθώμεν Αυτόν «όπου αν υπάγη» (Αποκ. ιδʹ 4). Είναι απαραίτητον εις πάντα άνθρωπον, όστις εν αληθεία εκζητεί την σωτηρίαν, να διέλθη δια της εμπειρίας της Θεοεγκαταλείψεως. Ενίοτε αύτη βιούται μετά τοιαύτης εντάσεως, ώστε έτι και βραχείαι στιγμαί φαίνονται εκτός χρόνου. Τοιούτου είδους ακραίαι καταστάσεις σπανίως παραχωρούνται εις τον ασκητήν, αλλ’ η εν μετρίω βαθμώ δοκιμασία της πίστεως δύναται να συνοδεύη ημάς επί πολλά έτη κατά το δεύτερον στάδιον της πνευματικής ημών ζωής, τουτέστιν, όταν κατά πρόνοιαν Θεού πάσχωμεν ύφεσιν ή και απομάκρυνσιν της πρώτης χάριτος. Εν τη αναποφεύκτω ταύτη εγκαταλείψει κρύπτεται βαθύ νόημα: Δίδεται εις τον άνθρωπον η δυνατότης όπως επιδείξη την ελευθερίαν και την πιστότητα αυτού προς τον Θεόν. Πώς όμως είναι δυνατόν να μη απελπιζώμεθα, όταν ουδεμία προσευχή φθάνη εις τα ώτα του Υψίστου; Όσον και εάν είχομεν εδραιωθή εις την πίστιν δια της ζώσης κοινωνίας μετά του όντως Όντος κατά τα προηγούμενα έτη, η κατάστασις της εγκαταλείψεως υπό του Θεού, του ήδη ηγαπημένου, δημιουργεί εις το πνεύμα την εναγώνιον απορίαν; Τί άρα γε συνέβαινε τότε μετ’ εμού; Είναι ποτε δυνατόν ο τοιούτος Θεός, ως εγνώρισα Αυτόν, να έχη τοσούτον απομακρυνθή, ώστε ουδεμία κραυγή της τετρωμένης ψυχής μου να συγκινή Αυτόν; … Παρόμοιοι λογισμοί συγχέουν και κλονίζουν τον νουν. Η τελική απάντησις 205 εν τούτοις ενδέχεται να μη έλθη ταχέως. Ότε εδόθη εις εμέ να βεβαιωθώ και εκ πείρας ότι αι εντολαί του Χριστού είναι, ως προς την ουσίαν αυτών, προβολή της Θείας ζωής επί του γηΐνου επιπέδου, τότε κατενόησα τους λόγους του Κυρίου: «Χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5). Εις δυσκόλους στιγμάς, ότε απετύγχανον πάσαι αι προσπάθειαι όπως συμμορφώσω τας εκδηλώσεις της ζωής μου προς την ευαγγελικήν διδαχήν, συνέβαινε να προσεύχωμαι ούτως: «Ελθέ και ποίησον Σύ Αυτός εν εμοί το θέλημά Σου. Τα προστάγματά Σου δεν χωρούν εν τη στενή μου καρδία, και ο πεπερασμένος μου νους δεν συλλαμβάνει το περιεχόμενον αυτών … Εάν Συ δεν ευδοκήσης να κατοικήσης εν εμοί, τότε αναποφεύκτως θα πορευθώ εις το σκότος … Γνωρίζω ότι Συ δεν ενεργείς δια της βίας, αλλά Σε ικετεύω: Είσελθε μετ’ εξουσίας εις τον οίκον μου, και όλον εμέ αναγέννησον. Μετάβαλε το καταχθόνιον σκότος της υπερηφανίας μου εις την ταπεινήν Σου αγάπην. Δια του Φωτός Σου μεταμόρφωσον την διαφθαρείσαν φύσιν μου, ούτως ώστε ουδέν πάθος να μείνη εν εμοί, ικανόν να παρεμποδίση την μετά Σου έλευσιν του Πατρός Σου (βλ. Ιωάν. ιδ’ 21‐23). Ποίησόν με κατοικητήριον της αγίας εκείνης ζωής, της οποίας Αυτός Συ επέτρεψας εις εμέ να γευθώ εκ μέρους … Ναι, Κύριε, δέομαί Σου μη στερήσης εμέ του σημείου τούτου της αγαθότητός Σου». Συχνάκις εν τοιαύτη προσευχή παρήρχοντο πολλαί ώραι. 206 Βραδύτερον η πιστή ψυχή θα εννοήση ότι εξελέγη υπό του Αγαθού Πατρός δι’ αυτών ακριβώς των παραχωρηθεισών εις αυτήν μαρτυρικών δοκιμασιών. Άνευ αυτών ουδείς θα εισέδυεν εις τα βάθη της περί ημών προνοίας του Θεού και ουδολως θα εγνώριζε την αγάπην εκείνων, περί ής ωμίλησεν ο Χριστός. Κατά τας ώρας της εγκαταλείψεως αναγνωρίζομεν ότι πάσαι αι έως τότε προσπάθειαι ημών ουδόλως επαρκούν προς σωτηρίαν και ότι η αγαθή αιωνιότης δεν ανήκει εισέτι εις ημάς. Το αλγεινόν αίσθημα της απελπισίας περί ημών αυτών, όπερ ζώμεν ως αποστροφήν προς ημάς αυτούς, είναι το πρώτον σημείον της προσεγγίσεως εις το πλήρωμα της υπό του Θεού εντεταλμένης αγάπης: Είναι η υπέρβασις του φοβερού εκείνου ορίου της επιστροφής προς ημάς αυτούς. Εν τη προσευχή, ήτις γεννάται εκ του αυτομίσους, αποκαλύπτεται εντός ημών νέον, ήδη υπερκόσμιον, είναι, και ημείς θεωρούμεν το μεγαλείον του Θεού. Η χριστιανική τελειότης υπερβαίνει τον άνθρωπον: Είναι Θεία. Ο Κύριος εφανέρωσεν αυτήν εις ημάς δια της σαρκώσεως Αυτού. Ουδείς απεχώρησεν εκ του κόσμου τούτου φθάσας εις ίσον προς Αυτόν μέτρον τελειότητος (βλ. Φιλ. γ’ 12). Εν τούτοις, προσέγγισις τις εδόθη εις σχετικώς ολίγους (βλ. Ματθ. ζ’ 14), δια της διδαχής και του παραδείγματος των οποίων εμπνεόμεθα εις τον αγώνα προς απόκτησιν της ταπεινώσεως του Χριστού και της αγάπης Αυτού. Το ουράνιον πυρ, όπερ διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας και τα Μυστήρια αυτής, συγκρατεί δια μέσου των αιώνων την πίστιν εις το Ευαγγέλιον, «ό ουκ έστι κατ’ άνθρωπον, ουδέ … παρά ανθρώπου…, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11‐12). 207 Πολλοί θα σωθούν και θα ευφρανθούν εν τω ωκεανώ της αγάπης του Χριστού. Ολίγοι όμως θα είναι εκείνοι οίτινες, ουχί άνευ φόβου, θα δεχθούν την φλόγα ταύτην, φέροντες εισέτι την γηΐνην σάρκα. Ενθυμούμαι ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, εκ συγκαταβάσεως προς εμέ, τον πένητα, είπέ ποτε: «Η φθαρτή φύσις ημών δεν δύναται να βαστάση το πλήρωμα της χάριτος· ένεκα τούτου η εμφάνισις του Θεού εν τη προαιωνίω δόξη Αυτού είναι δυνατή μόνον εν βραχυτάτη στιγμή· και τούτο ουχί άλλως, ει μη δια της πρότερον ενισχύσεως του σώματος και του ψυχισμού υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος … Είναι ευκολώτερον να μεταφέρη τις δια γυμνών χειρών ανημμένους άνθρακας εις απόστασιν, λόγου χάριν, εκατόν μέτρων, ή να ανθέξη την χάριν ταύτην και να παραμείνη εν ζωή» (Αποδίδω ακριβώς το νόημα δι’ ιδίων λόγων). Οι φορείς τοιαύτης γνώσεως θέτουν την σφραγίδα αυτών επί πλήθους πιστών. Χάριν αυτών διατηρείται η ζώσα παράδοσις του πνεύματος της ζωής ανά τους αιώνας της ιστορικής πραγματικότητος. «Γνωρίζουν» τον Χριστόν μόνον εκείνοι των οποίων η εσωτερική ζωή είναι ομοία προς την επίγειον Αυτού ζωήν. Κατά τους λόγους του Αποστόλου οφείλομεν να έχωμεν τα αυτά αισθήματα, το αυτό φρόνημα, άτινα βλέπομεν και εν Χριστώ Ιησού, Όστις, Θεός υπάρχων κατ’ ουσίαν, εκένωσεν Εαυτόν προσλαβών την δουλικήν ημών μορφήν, και «εταπείνωσεν Εαυτόν … μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλ. β’ 5‐8). Ούτος είναι ο «λίθος» ο αποδοκιμασθείς υπό των αρχόντων του κόσμου τούτου, αλλά κείμενος εν τω πραγματικώ είναι εις θεμέλιον παντός υπαρκτού. Όταν το υπ’ Αυτού ριφθέν 208 επί της Γης Πυρ εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, τότε μόνον ευρίσκει ούτος την δύναμιν να ακολουθήση Αυτόν εις την Γεθσημανή και τον Γολγοθάν. Να ακολουθήση βεβαίως Αυτόν πνεύματι, εν βαθεία οδύνη της συνόλου υπάρξεως αυτού. Τοιούτου είδους γνώσις του Κυρίου, του «κατελθόντος εκ των ουρανών» εις την Γην, έτι δε και εις τον άδην, οδηγεί εις την εν μέρει πρόγευσιν της αναστάσεως. Δίδεται εις αυτούς (τους χριστιανούς) η δια πείρας γνώσις των ζοφερών αβύσσων, αλλά και η ευφρόσυνος θεωρία του Φωτός της Βασιλείας. Η Βασιλεία αύτη είναι πανταχού παρούσα. Η είσοδος όμως εις αυτήν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, διότι αύτη δεν είναί τι το «αντικειμενικώς» υπάρχον, αλλ’ είναι Αυτός Ούτος ο έχων την εξουσίαν να προσλάβη ημάς προς Εαυτόν ή, όπερ και ταυτόσημον, να σκηνώση εν ημίν σκηνώματι αιωνίω. Τότε μένομεν εν Αυτώ και Αυτός εν ημίν· και η Ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών αναφαίρετος.
2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ
Η Θεοεγκατάλειψις εκείνη, ήτις εδόθη εις τον Άγιον Σιλουανόν να ζήση προ της εις αυτόν εμφανίσεως του Κυρίου, είναι, εν τη πνευματική αυτής πραγματικότητι, η κένωσις του ιδίου του Γέροντος. Κατ’ εκείνην την Θεοεγκατάλειψιν, την οποίαν εξέφρασεν ούτος δια των λόγων «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», ήτο φανερά η Πρόνοια του Θεού, ήτις έδωκεν εις τον Σιλουανόν να 209 βυθισθή εις το σκότος της απογνώσεως, να γευθή την φρικαλέαν δια την ψυχήν νέκρωσιν, να σμικρυνθή μέχρι του μηδενός ένεκα της απ’ αυτού απομακρύνσεως του Θεού. Αλλ’ αυτή η κάθοδος εις τον άδην ητο η προετοιμασία της ψυχής αυτού, ίνα δεχθή τον εν μεγάλη δυνάμει εμφανισθέντα εις αυτόν Χριστόν. Το Φως της Θεότητος περιέλαμψεν αυτόν και η χάρις του Αγίου Πνεύματος επλήρωσεν αυτόν όλον, έτι και το σώμα. Η άκτιστος ζωή περιέβαλεν αυτόν, και η Άνωθεν παραχωρηθείσα «απόγνωσις‐κένωσις» μετετράπη εις την «ταπείνωσιν του Χριστού, ήτις είναι απερίγραπτος». Ας ίδωμεν πώς ο ίδιος ο Σιλουανός ομιλεί περί της εμπειρίας αυτού: «Ο Κύριος εδίδαξεν εμέ να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην και να μη απελπίζωμαι, και κατ’ αυτόν τον τρόπον ταπεινούται η ψυχή μου, αλλά τούτο δεν είναι εισέτι εκείνη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωσις, ήτις είναι απερίγραπτος … »Η ταπείνωσις του Χριστού ενοικεί εις τους ελαχίστους, και ούτοι χαίρουν, διότι είναι ελάχιστοι. Ούτως έδωκεν εις εμέ ο Κύριος να εννοήσω … »Γράφω περί τούτου, διότι η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριον. »Μόνον εις τους ταπεινούς εμφανίζεται ο Κύριος εν Πνεύματι Αγίω … Η ταπείνωσις είναι Φως, εν ώ δυνάμεθα να ίδωμεν τον Θεόν‐Φως »Όστις εγνώρισε τον Θεόν Πνεύματι Αγίω, ούτος έμαθε παρ’ Αυτού (Χριστού‐Θεού) την ταπείνωσιν, και ωμοιώθη προς τον Διδάσκαλον αυτού, τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού (βλ. Ματθ. ια’ 19) και εγένετο όμοιος Αυτώ (τω Χριστώ)». (Κεφ. III, Περί ταπεινώσεως). 210 Ουδείς εκ των γηγενών φθάνει το πλήρωμα του Χριστού εν τω κόσμω τούτω. Ο Χριστός είναι το καταπλήττον ημάς θαύμα: Θεός ών Παντοδύναμος σμικρύνει Εαυτόν δια της Σταυρώσεως και δι’ όλων των επακολουθησάντων παθημάτων, του θανάτου επί του σταυρού και της καθόδου εις τον άδην. Το θαύμα έγκειται εις το ότι εν τη δουλική (βλ. Φιλ. β’ 7‐8) ημών μορφή υπάρξεως εφανέρωσεν Ούτος την τελειότητα της κενώσεως της Θείας αγάπης: «Τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ’ 30, ιζ’ 4). Ουδείς δύναται να συγκριθή προς τον Χριστόν, αλλά τουλάχιστον πρέπει να υπάρχουν τινές, έστω ολίγοι, οίτινες κατά τινα τρόπον να είναι όμοιοι προς Αυτόν, ώστε «να γνωρίζουν τον Θεόν Πνεύματι Αγίω». «Εγώ Παύλος ο δέσμιος του Χριστού Ιησού υπέρ υμών … είγε ηκούσατε την οικονομίαν της χάριτος του Θεού της δοθείσης μοι … ότι κατά αποκάλυψιν εγνώρισε μοι το μυστήριον … ό δύνασθε αναγινώσκοντες νοήσαι την σύνεσιν μου εν τω μυστηρίω του Χριστού … δια του Ευαγγελίου, ού εγενόμην διάκονος κατά την δωρεάν της χάριτος του Θεού την δοθείσαν μοι κατά την ενέργειαν της δυνάμεως Αυτού. Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων των αγίων εδόθη η χάρις αύτη …» (Εφεσ. γ’ 1‐8). «Δια πάσης προσευχής και δεήσεως, προσευχόμενοι … περί πάντων των αγίωνν, και υπέρ εμού, ίνα μοι δοθή λόγος … εν παρρησία γνωρίσαι το μυστήριον του Ευαγγελίου» (Εφεσ. στ’ 18‐19). Ο Απόστολος Παύλος παρεκάλει τους Εφεσίους να προσεύχωνται υπέρ αυτού, ώστε να δοθή εις αυτόν λόγος να αναγγείλη μετά παρρησίας το αποκαλυφθέν εις αυτόν «μυστήριον του Ευαγγελίου». Τοσούτον μάλλον έχω εγώ ανάγκην των προσευχών πάντων, και ενός εκάστου, 211 ώστε να δυνηθώ να εκθέσω πιστώς μίαν εκ των σημαντικωτέρων πλευρών της χριστιανικής ζωής. Εν τη περιπτώσει μου δεν γίνεται λόγος περί ιδιαιτέρας τινός αποκαλύψεως. Εν τούτοις όμως είναι απαραίτητος, ως έδειξεν εις εμέ η πείρα μου ως πνευματικού, η υπόμνησις περί της απολεσθείσης υπό των πολλών γνώσεως των οδών της σωτηρίας. Επομένως, θερμώς παρακαλώ, προσεύχεσθε υπέρ εμού. Μέγα υπήρξε το πνευματικόν ανάστημα του Αγίου Σιλουανού, εις τους πόδας του οποίου ωδήγησεν εμέ η Πρόνοια του Θεού. Ωμίλει και έγραφε δι’ απλών λόγων περί των δοθεισών εις αυτόν καταστάσεων. Οι λόγοι αυτού εν τούτοις είναι κατανοητοί μόνον υπ’ εκείνων, οίτινες έζησαν εν τη αυτή ατμοσφαίρα πνεύματος, ως και ο Σιλουανός. Συνέβη να συνομιλήσω μετά τινων εκ των πλέον διαπρεπών εκπροσώπων της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ήτο οφθαλμοφανές ότι και εκείνοι, οίτινες εγνώριζον τα έργα των αγίων ασκητών της αρχαίας Αιγύπτου και Παλαιστίνης, δεν είχον ζώσαν πείραν εκείνου περί του οποίου εμαρτύρουν οι Πατέρες. Ιδού δια τι απεφάσισα να επιχειρήσω, έστω και εκ μέρους, να εξηγήσω τον ιδιαίτερον χαρακτήρα εκείνου του κόσμου, εν ώ διέμενε το πνεύμα του Αγίου· να υποδείξω τρόπον τινά εκείνην την πραγματικότητα, ήτις περικλείεται εις τους «απλούς» λόγους αυτού, ως επί παραδείγματι: «Ηρξάμην να πράττω καθώς εδιδάχθην υπό του Κυρίου· ο νους μου εκαθαρίσθη και το Πνεύμα εμαρτύρει εν τη ψυχή μου την σωτηρίαν». Τι σημαίνει όμως «καθαρός νους» και τι «μαρτυρία του Πνεύματος»; Το γεγονός ότι, δια των ευχών του Αγίου Σιλουανού, 212 ετέθην και εγώ εις την αυτήν πνευματικήν προοπτικήν, επιτρέπει εις εμέ να τολμήσω το εγχείρημα τούτο. Βεβαίως δεν εγνώρισα πλήρως το μέτρον εκείνης της ευλογίας, ήν ο Κύριος εξέχυσεν επ’ αυτόν· αλλ’ εν τούτοις και εις εμέ, τον έσχατον πάντων, εδόθη να ζήσω κατά τινας στιγμάς της ζωής μου εγγύτητος των καταστάσεων μου προς εκείνας τας οποίας εβίωσεν ο Άγιος, τολμώ να ομιλήσω περί του υψηλού τούτου θέματος. Εν τη προσπαθεία ταύτη αναποφεύκτως θα αναφερθώμεν εις βαθέα δογματικά προβλήματα. «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», εσκέφθη ο Άγιος. Επέπεσεν επ’ αυτόν πνεύμα απογνώσεως. Είχε την αίσθησιν ότι ο Θεός απεστράφη αυτόν έως τέλους και ότι δεν υπάρχει πλέον σωτηρία δι’ αυτόν. Η ψυχή αυτού ενατένιζεν εναργώς εις την αιωνίαν απώλειαν (βλ. Άγιος Σιλουανός, Κεφ. XIX, Διηγήσεις εκ της ιστορίας του βίου). Γράφει ούτος: «Το πνεύμα τούτο είναι τοσούτον απαίσιον και βασανιστικόν, ώστε είναι φοβερόν και να επαναφέρης αυτό εις την μνήμην. Είναι αδύνατον να βαστάση τούτο η ψυχή επί πολύ … μετέβην εις τον ναόν … και ατενίσας εις την εικόνα του Σωτήρος είπον: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Και ευθύς είδον εις την θέσιν της εικόνος τον Ζώντα Κύριον, και η χάρις του Αγίου Πνεύματος επλήρωσε την ψυχήν και όλον το σώμα μου. Και ούτως εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός· και ηδέως επόθουν όπως πάσχω δια τον Χριστόν». Το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό της εμφανίσεως του Ζώντος Κυρίου εις τον Σιλουανόν, μετά την δοκιμασίαν αυτού, μαρτυρεί περί του ότι εν εκείνη τη ώρα η κατάστασις 213 του Αγίου Γέροντος δεν απείχε πολύ της καταστάσεως του Χριστού επί του Γολγοθά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες» (Ματθ. κζ’ ). Γνωρίζομεν ότι ο ορών ο,τιδήποτε Θείον οφείλει να ευρίσκηται και ο ίδιος εις κατάστασιν ανάλογον του ορωμένου. Ο Χριστός, μετά την κραυγήν Αυτού, παρέδωκε το Πνεύμα Αυτού εις τας χείρας του Πατρός. Τί συνέβη όμως εις την περίπτωσιν του Σιλουανού; … Εν θανασίμω θλίψει μετέβη εις τον ναόν, και ευθύς ως προέφερε την προσευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είδεν Αυτόν Ζώντα· και πάσα η ύπαρξις αυτού επληρώθη του πυρός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος μέχρι των ορίων των δυνάμεων αυτού. Εκ της οράσεως περιήλθεν ούτος εις πλήρη εξάντλησιν, και ο Κύριος εγένετο άφαντος. Δια του Πνεύματος όμως του Θεού ο Σιλουανός ηρπάγη εις τον ουρανόν, όπου ήκουσεν άρρητα ρήματα. Βραδύτερον ο Όσιος Σιλουανός εβεβαίου ότι, όταν Αυτός ο Κύριος εμφανίζηται εις την ψυχήν εν μεγάλω Φωτί, τότε η ψυχή δεν δύναται να μη αναγνωρίση εν Αυτώ τον Δημιουργόν και Θεόν αυτής: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου!» ανεφώνησεν ο Απόστολος Θωμάς εις τον αναστάντα Χριστόν Ιησούν (Ιωάν. κ’ 28). Και ο Σαύλος‐Παύλος επί της οδού προς Δαμασκόν ανεγνώρισεν εν τω ιδίω Φωτί τον Χριστόν‐Θεόν. Η ζωή του χριστιανού είναι παράδοξος και εξαιρετικώς ιδιόμορφος. Η Θεοεγκατάλειψις και το σκότος της αιωνίου απωλείας συνυφαίνονται μετά της εμφανείας του Θεού εν τω ακτίστω Φωτί. Ως συμβαίνει και κατά την χάριν της μνήμης του θανάτου, η αιωνιότης παρουσιάζεται κατ’ αρχήν υπό αρνητικήν μορφήν, τουτέστιν ως γενική απόσβεσις της υπάρξεως, ύστερον όμως μεταβάλλεται εις θεωρίαν του Φωτός της αναστάσεως. 214 Ο Κύριος Ιησούς ηρώτησε τον Πατέρα: «Ινατί με εγκατέλιπες»; Φρονούμεν ότι επί του επιπέδου της Θεότητος δεν ήτο δυνατόν να επέλθη τούτο οντολογικώς, τουτέστι να χωρισθή ο Πατήρ από του συναϊδίου και ομοουσίου Υιού Αυτού, εις τον Οποίον μετέδωκεν άπαν το πλήρωμα του αιωνίου Αυτού Είναι. Πώς λοιπόν να εννοήσωμεν ακριβώς εκείνο, όπερ εγένετο εις τον «άνθρωπον Χριστόν Ιησούν» (Α’ Τιμ. β’ 5); Εκ της πείρας του Σιλουανού, ως και όλων των άλλων ανά τους αιώνας μεγάλων ασκητών της ευσεβείας, παρατηρούμεν συνύπαρξιν της βαρείας Θεοεγκαταλείψεως μετά της άκρας εντάσεως προς τήρησιν των εντολών του Θεού (βλ. Ιωάν. ε’ 30, ι’ 18, ιε’ 10, ιη’ 11). Διαπιστούμεν το φαινόμενον τούτο, αλλ’ ουδόλως δυνάμεθα να ερμηνεύσωμεν αυτό, ιδιαιτέρως όταν γίνηται λόγος περί του Θεανθρώπου Χριστού. Κατ’ ουσίαν, εν ταις σπανίαις ταύταις περιπτώσεσι της κατά Θείαν πρόνοιαν εγκαταλείψεως, πρέπει να διακρίνωμεν το άμετρον μεγαλείον της δωρεάς του Θεού. Άνευ της εμπειρίας ταύτης είναι δύσκολον να συλλάβωμεν την επηγγελμένην θέωσιν του πεπτωκότος ανθρώπου. Το γεγονός, εις το οποίον νυν αναφέρομαι, είναι η «κένωσις» της Θείας αγάπης. Ο Χριστός Ιησούς, «η εικών του Θεού», Θεός ών κατ’ ουσίαν, ή ως εξέφρασε τούτο ο Απόστολος Παύλος, «εν μορφή Θεού υπάρχων», εταπείνωσεν ο Ίδιος Εαυτόν εξ υπακοής προς τον Πατέρα μέχρι πλήρους απαρνήσεως της ανθρωπίνης Αυτού θελήσεως, «μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού».
«Περίλυπος εστιν η ψυχή Μου έως θανάτου … και προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον Αυτού προσευχόμενος και λέγων· Πάτερ Μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω 215 απ’ Εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως Εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ … Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην. Πάλιν εκ δευτέρου απελθών προσηύξατο λέγων· Πάτερ Μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ Εμού εάν μη αυτό πίω, γενηθήτω το θέλημα Σου! … πάλιν προσηύξατο εκ τρίτου τον αυτόν λόγον ειπών» (Ματθ. κστ’ 28‐, Λουκ. κβ’ , Ματθ. κστ’ ‐). Και ακριβώς δια τούτο «ο Θεός Αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο Αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. β’ 9). Ο υπερυψωθείς Χριστός‐άνθρωπος παραμένει αιωνίως ανυπέρβλητος εις τον άθλον της κενώσεως Αυτού: Επορεύθη προς επονείδιστον θάνατον προωρισμένον δι’ εγκληματίας. Εκρεμάσθη επί σταυρού, γυμνός ενώπιον της Μητρός Αυτού, ενώπιον των γυναικών αίτινες διηκόνουν Αυτόν, εγκατελείφθη υπό των μαθητών, είδε την πλήρη αποτυχίαν του κηρύγματος Αυτού … Και τις θα ηδύνατο να απαριθμήση πάντα όσα έπασχεν Ούτος εντός Αυτού, εν ταις ημέραις εκείναις; Ούτως, αυτού του είδους η εγκατάλειψις είναι ο άλλος πόλος της Θείας αγάπης. Η αγάπη αύτη εδόθη εις ημάς ως εντολή υπό του Χριστού δια των φοβερών τούτων λόγων: «Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί … (παν ό,τι είναι εις αυτόν πολύτιμον), έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26 και 33). Σπανίως, καθ’ όλην την διάρκειαν της ιστορίας της Εκκλησίας, εδόθη εις άνθρωπον να βιώση την κατά παραχώρησιν Θεού εγκατάλειψιν εις τοιούτον μέτρον, ως ο δούλος του Θεού του Υψίστου Σιλουανός. Ότε, κατά την εμφάνισιν του Χριστού, περιέλαμψεν αυτόν το μέγα 216 Φως, τότε, ό,τι εφαίνετο ως θανάσιμος εκ της Θεοεγκαταλείψεως πόνος, μετετράπη εις «ταπείνωσιν Χριστού, ήτις είναι απερίγραπτος». Αύτη είναι η οντολογική πλευρά της ανάρχου αγάπης του Τριαδικού Θεού. Ο Θεός, ο απόλυτος εν τη απείρω Αυτού παντοδυναμία, είναι απόλυτος δι’ ακαταλήπτου τρόπου και εις την «κένωσιν‐ταπείνωσιν», Αυτού. Όστις ηγάπησε φλογερώς τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν‐Δημιουργόν ημών και Θεόν‐Σωτήρα, αφεύκτως ζη δύο εκ διαμέτρου αντιθέτους φαινομενικώς καταστάσεις: την εις άδου κάθοδον και την εις ουρανούς ανάβασιν. Ο άγιος Παύλος γράφει περί τούτου ως εξής: «3.8 Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων των αγίων εδόθη η χάρις αύτη, εν τοις έθνεσιν ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού 3.9 και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ, τω τα πάντα κτίσαντι δια Ιησού Χριστού, 3.10 ίνα γνωρισθή νυν ταις αρχαίς και ταις εξουσίαις εν τοις επουρανίοις δια της εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού, 3.11 κατά πρόθεσιν των αιώνων ήν εποίησεν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, 3.12 εν ώ έχομεν την παρρησίαν και την προσαγωγήν εν πεποιθήσει δια της πίστεως αυτού. 3.13 Διό αιτούμαι μη εκκακείν εν ταις θλίψεσί μου υπέρ υμών, ήτις εστί δόξα υμών. 3.14 Τούτου χάριν κάμπτω τα γόνατά μου προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, 3.15 εξ Ου πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται 3.16 ίνα δώη υμίν κατά τον πλούτον της δόξης αυτού δυνάμει κραταιωθήναι δια του Πνεύματος αυτού εις τον έσω άνθρωπον, 3.17 κατοικήσαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών, 3.18 εν αγάπη ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι σύν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, 217 3.19 γνώναί τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις πάν το πλήρωμα του Θεού» (Εφεσ. γ’ 8‐19). Η «διαπασών» της χριστιανικής ζωής υπερβαίνει αμέτρως την συνήθη ακοήν των ανθρώπων. «Υπερβαίνει» αυτήν και κατά το βάθος και κατά το ύψος. Δυστυχώς πλείστοι είναι εκείνοι, οίτινες δεν συλλαμβάνουν τα θαυμαστά κύματα του θείου ύμνου, τα εκπεμπόμενα εκ του ανεξιχνιάστου βάθους του προαιωνίου Είναι. Εις τον πιστεύοντα εις την Θεότητα του Χριστού, και δυνάμει της πίστεως ταύτης οικοδομούντα την ζωήν αυτού επί την πέτραν του λόγου‐ διδαχής Αυτού (βλ. Ματθ. ζ’ 24‐27), αποκαλύπτονται απόκρυφοι άβυσσοι, ανυποψίαστοι δια τους μη αποδεχθέντας τον Χριστόν ως τον Αληθινόν Θεόν, ως την παναγίαν και απόλυτον Αυθεντίαν (βλ. Ματθ. κγ’ 8)· την (άνευ βίας) Αυθεντίαν πρώτον της Αληθείας του Ανάρχου Γεγονότος και δεύτερον της Τελείας Αγάπης. Ο μακάριος Γέρων διέκρινε δύο είδη ταπεινώσεως: Την ασκητικήν και την Θείαν. Ολίγας στιγμάς προ της τελευτής αυτού, εις ερώτησίν μου: «Γέροντα, θέλετε να αποθάνητε;», απεκρίθη: «Δεν εταπεινώθην εισέτι». Ουδεμίαν αμφιβολίαν έχω ότι ούτος είχεν υπ’ όψιν την απερίγραπτον (Θείαν) ταπείνωσιν του Χριστού, της οποίας ουδέποτε ηδύνατο να επιλησθή. Ενθυμούμενος ταύτην έγραφε: «Μακαρία η ψυχή, ήτις φυλάττει την καθαρότητα του σώματος και της ψυχής. Ο Κύριος αγαπά αυτήν και δίδει εις αυτήν την χάριν του Αγίου Πνεύματος· και η χάρις αύτη συνέχει την ψυχήν ούτω να αγαπά τον Θεόν, ώστε εκ της ηδύτητος του Πνεύματος 218 του Αγίου δεν δύναται αύτη να αποσπασθή από του Θεού, και ακορέστως ορμά προς Αυτόν, επειδή εν τη αγάπη του Θεού δεν υπάρχει τέλος. Γνωρίζω όμως άνθρωπον (πρόκειται περί του ιδίου), τον οποίον επεσκέφθη ο Κύριος δια της χάριτος Αυτού, και εάν ηρώτα Αυτόν ο Κύριος: «Θέλεις να δώσω εις σε μεγαλυτέραν χάριν;», τότε η ασθενής κατά το σώμα ψυχή θα έλεγε: «Κύριε, Συ βλέπεις ότι, εάν θα δώσης έτι μεγαλυτέραν χάριν, δεν θα ανθέξω, θα αποθάνω!». Αι ακραίαι αύται εντάσεις δίδονται εις λίαν σπανίους ασκητάς, εν όσω ούτοι ευρίσκονται έτι εν σώματι, και τούτο μόνον εν βραχυτάτω χρόνω, εν τω οποίω, εν τούτοις, αποκαλύπτεται η άχρονος αιωνιότης. Ο λόγος μου είναι ανίσχυρος. Βλέπω ότι ουχί μόνον η «ταπείνωσις» του Χριστού ως τελειότης της Θείας αγάπης είναι απερίγραπτος, αλλά και πολλαί άλλαι πλευραί της ζωής ταύτης είναι δι’ εμέ ωσαύτως ανέκφραστοι. Εις ημάς εδόθη ως εντολή ακριβώς η Θεία τελειότης, την οποίαν δεν φθάνομεν, αλλά και μόνον ο πόθος αυτής δίδει εις ημάς να αισθανθώμεν δι’ όλης της υπάρξεως ημών ότι εγγίζει ημάς η Απόλυτος Θεότης. Αύτη ελκύει προς Εαυτήν την ψυχήν, και η ψυχή πάσχει, διότι δεν είναι εις θέσιν να περιλάβη την ζωήν ταύτην, και ούτω διέρχεται εσταυρωμένη τους χρόνους αυτής επί της γης. Και δεν δύναται να κατέλθη από του αοράτου τούτου σταυρού, διότι, οσάκις «κατέρχεται», έστω και εκ μέρους, ατονεί εν αυτή το ρεύμα της αληθούς αιωνιότητος (βλ. Ματθ. κζ’ ). Δυνάμερα να είπωμεν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, αλλά κατ’ εξοχήν ζωή. Ζωή και 219 αγάπη «εις τέλος», μέχρι του αυτομίσους. Τούτο είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον (Α’ Τιμ. γ’ 16), «ό κατ’ αποκάλυψιν εγνωρίσθη ημίν» (πρβλ. Εφεσ. γ’ 3) εν Χριστώ, προσεφέρθη τούτο δια του λόγου Αυτού, εφανερώθη δια του παραδείγματος του Χριστού, «Όν αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (πρβλ. Α’ Ιωάν. α’ 1). Παρά ταύτα το μυστήριον τούτο παραμένει ανεξερεύνητον, απαραβίαστον, «απερίγραπτον». Ο Άγιος Σιλουανός εξέφραζε ποικιλοτρόπως πάντοτε την αυτήν ιδέαν: «Ο Θεός και πάντα τα επουράνια γνωρίζονται ουχί άλλως, ει μη δια Πνεύματος Αγίου». Και κατά την δωρεάν του αυτού Αγίου Πνεύματος, του εκ του Πατρός εκπορευομένου, δυνάμεθα εν τη Εκκλησία ημών να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς, δια ζώσης πείρας, την «κένωσιν» του Υιού του Πατρός εν τω γεγονότι της Σαρκώσεως, εν τη ερήμω, εν τη εν Γεθσημανή προσευχή και επί του Γολγοθά. Το αυτό Άγιον Πνεύμα δεικνύει και την εις ημάς επικειμένην κένωσιν εν τω θανάτω ημών. Δια της πίστεως εις τον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν αποβαίνει αύτη, έν τινι μέτρω, εφικτή και εις ημάς. Δυνάμεθα όμως να πορευθώμεν πέραν τούτου; … Εν τη Εκκλησία διδασκόμεθα να ζώμεν την γέννησιν του Υιού εν τη Αγία Τριάδι ως κένωσιν του Πατρός, Όστις προσφέρει Εαυτόν όλον εις τον Υιόν, εν παντί τω πληρώματι του ανάρχου Αυτού Είναι. Και ούτως, ο Υιός είναι ίσος προς τον Πατέρα εν τω απολύτω πληρώματι του Θείου Είναι. Ύστερον βλέπομεν την αντίστροφον κίνησιν: Ο Υιός εν τω αυτώ πληρώματι αυτοκενωτικής αγάπης, παραδίδει Εαυτόν εις τον Πατέρα και κατά την Θείαν και κατά την ανθρωπίνην φύσιν Αυτού. 220 Θα ήτο άρα γε επιτρεπτόν εις τον άνθρωπον να τολμήση και, υπερβαίνων ούτος το μέτρον της προσωπικής αυτού πείρας, να κατανοήση εν νοερά θεωρία την συμμετοχήν του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος εις τον επί του σταυρού θάνατον του Υιού; Ο Υιός, «δι’ Ού τα πάντα εγένετο» (Ιωάν. α’ 3), είναι ο Δημιουργός του Ανθρώπου. Ούτος σαρκούται, προσλαμβάνει εν τη Θεία Αυτού Υποστάσει την «δουλικήν» (βλ. Φιλ. β’ 7) ημών μορφήν υπάρξεως, και κατά συνέπειαν και τα μετά την Πτώσιν παθήματα της ανθρωπότητος. Τοιαύτη οδός λυτρώσεως του πεπτωκότος ανθρώπου απεφασίσθη εν τη προαιωνίω Βουλή της Αγίας Τριάδος. Δεν είναι άρα γε τούτο η κένωσις του Πατρός, Όστις «ούτως ηγάπησε τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ’ 16) εν τοις κόλποις της Θεότητος; Και το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, ζη δια της αυτής αγάπης, ήτις υπάρχει και εν τω Πατρί. Επομένως ο Πατήρ και το Πνεύμα συμμετέχουν αιωνίως εις το ανατεθέν εις τον Ιησούν «έργον» (Ιωάν. ιζ’ 4). Ο κενωτικός χαρακτήρ της τελείας αγάπης απεκαλύφθη εις ημάς υπό του Θεού. Και ημείς νυν γνωρίζομεν ότι δεν υπάρχει άλλη οδός προς την πληρότητα της θεώσεως ημών. «Τετέλεσται! Και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάν. ιθ’ 30). «Εν ώ γαρ πέπονθεν Αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (Εβρ. β’ 18). Ζώμεν λοιπόν επ’ ελπίδι ότι εν τη ώρα του θανάτου θα είναι Ούτος μεθ’ ημών, εάν ημείς εμείναμεν μετ’ Αυτού δια του αγώνος ημών. 221
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου