Θ’ ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ
Παρά την συνείδησιν της εσχάτης μηδαμινότητος μου, ίσως δε εξ αιτίας αυτού ακριβώς του εσωτερικού μαρτυρίου (βλ. Ματθ. ε’ 3), προσηυχόμην και εγώ επί δεκαετίας, όπως δώση και εις εμέ ο Κύριος την έμπνευσιν να ακολουθήσω Αυτόν «όπου αν υπάγη» (Αποκ. ιδ’ 4): είτε εις την έρημον, προς δοκιμασίαν της πιστότητος της αγάπης μου προς τον Πατέρα (βλ. Λουκ. δ’ 1 κ.ε.)· είτε εις το κήρυγμα της βασιλείας της Πατρικής αγάπης, το πλήρες μυρίων βασάνων· είτε εις το Θαβώρ, ένθα οι τρεις πρόκριτοι μαθηταί ήκουσαν την φωνήν του Πατρός: «Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός» (Ματθ. ιζ’ 5)· είτε, πρωτίστως και κατ’ εξοχήν, εις την Γεθσημανή και τον Γολγοθάν. Προσευχόμενος δι’ έμπνευσιν, είχον υπ’ όψιν την εν ημίν παρουσίαν της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ιωάν. δ’ 13‐15, ζ’ ‐). Η έμπνευσις του είδους αυτού ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι, διάφορον εκείνου, όπερ εγνώριζον πρότερον εν τω καλλιτεχνικώ ή φιλοσοφικώ χώρω. Η εν τω χώρω τούτω παρατηρουμένη έμπνευσις – ίδιον της πεπτωκυίας ημών φύσεως – δύναται να εκληφθή ως δώρον Θεού, αλλ’ όμως δεν οδηγεί εις 190 την ένωσιν μετά του Υποστατικού Θεού, ουδέ εις την διανοητικήν περί Αυτού γνώσιν. Η αυθεντικώς αγία έμπνευσις, η Άνωθεν εκ του Πατρός εκπορευομένη, εις ουδένα επιβάλλεται δια της βίας, αλλ’ αποκτάται, ως και παν άλλο δώρον του Θεού, δι’ εντατικού αγώνος προσευχής (βλ. Λουκ. ια’ 9‐13). Τούτο δεν σημαίνει ότι ο Θεός, τρόπον τινά, αμείβει δια τους κόπους, αλλ’ ότι παν το δια συνέσεως και δια παθημάτων αποκτώμενον γίνεται αναφαίρετον κτήμα του ανθρώπου δια την αιωνιότητα. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς, όπως αναγεννηθώμεν πλήρως δια της ενεργείας της χάριτος και αποκαταστήσωμεν εν ημίν την ικανότητα να προσλάβωμεν την θέωσιν. Πάντα ταύτα όμως είναι δυνατά μόνον δια της πλήρους βασάνων επιστροφής ημών προς τον Θεόν. Ο Θεός παραδίδει όντως εις ημάς την ζωήν Αυτού, ως προσωπικόν ημών κτήμα, υπό την πλήρη έννοιαν της λέξεως. Η προαιώνιος Θεία δόξα κατοικεί εντός των λελυτρωμένων υπ’ Αυτού, και τούτο, ουχί ως τι επιπρόσθετον – αλλότριον της φύσεως ημών –, ουχί ως παρουσία εν ημίν πράγματος «ξένου» και «αδίκου» (πρβλ. Λουκ. ιστ’ 11‐12). Ουχί. Η αληθής θέωσις έγκειται εις το ότι η λογική φύσις μετέχει της ανάρχου ζωής του Ιδίου του Θεού κατά τρόπον ενεργόν και αναφαίρετον εις τους αιώνας. Εν άλλαις λέξεσιν, η ζωή του Θεού «υποστασιούται» εν τω ανθρώπω δια του αυτού τρόπου, δι’ ου σαρκωθείς ο Θεός ενυποστασίασε –προσέλαβεν εν τη υποστάσει Αυτού‐ την κτισθείσαν υπ’ Αυτού μορφήν της υπάρξεως ημών. Εν τω μέλλοντι αιώνι η ενότης του Θεού μετά του ανθρώπου θα καταστή πλήρης εν παντί τω περιεχομένω του Είναι Αυτού, εκτός, εννοείται, της ταυτότητος κατά την Ουσίαν. Η τελευταία αύτη είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων και παραμένει 191 πάντοτε απρόσιτος εις πάσαν κτισθείσαν ύπαρξιν: Αγγέλους και ανθρώπους. Η Βασιλεία του Πατρός είναι η οντολογική ενότης πάντων των σεσωσμένων και ως τοιαύτη υπό ουδενός έτι σαλεύεται (βλ. Εβρ. ιβ’ 27‐28). Η εξ ύψους έμπνευσις εξαρτάται μέχρι τινος εξ ημών, ήτοι κατά πόσον θα ανοίξωμεν την θύραν της καρδίας ημών, ώστε να εισέλθη αβιάστως εν ημίν ο Κύριος, το Πνεύμα το Άγιον, Όστις «ίσταται επί την θύραν (της καρδίας ημών) και κρούει· εάν τις ακούση της φωνής Αυτού και ανοίξη την θύραν, εισελεύσεται προς αυτόν και δειπνήσει μετ’ αυτού» και αυτός μετά του Θεού (πρβλ. Αποκ. γ’ 20). Ο Κύριος περιφρουρεί την ελευθερίαν των «κατ’ εικόνα» Αυτού κτισμάτων. Και ημείς οφείλομεν να γνωρίζωμεν τί είναι αποδεκτόν υπ’ Αυτού. Δημιουργείται ως εκ τούτου η ανάγκη δια πάντας και δι’ ένα έκαστον εξ ημών, όπως μη επιτρέπωμεν εις εαυτούς τοιαύτας πράξεις ή εσωτερικάς κινήσεις του πνεύματος ημών, αίτινες λυπούν το Πνεύμα το Άγιον του Θεού (βλ. Εφεσ. δ’ 30). Δια της συνεπούς διαμονής εν τη σφαίρα των εντολών του Χριστού θεραπεύεται ο εκ της αμαρτίας ημών θάνατος, και η ζωή ημών άπασα διαπεράται υπό του Ακτίστου Φωτός της Θείας Αιωνιότητος. Όταν η ψυχή κατά τρόπον υπαρκτικόν άπτηται της αιωνιότητος ταύτης, τότε εκπίπτουν αφ’ ημών τα χαμερπή πάθη. Απαλλασόμεθα της αδελφοκτόνου πάλης προς απόκτησιν επιγείων προνομίων, κατέρχεται εφ’ ημάς η «ειρήνη του Χριστού» και λαμβάνομεν την δύναμιν «να αγαπώμεν τους εχθρούς». «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 27). Η ειρήνη του Χριστού είναι πολυτιμοτέρα παντός θησαυρού, πάσης χαράς και απολαύσεως επί της γης. Συνίσταται δε αύτη εις την αναμφίβολον 192 γνώσιν του Ζώντος Θεού, του Πατρός ημών. Είναι αρκετόν εις ημάς να έχωμεν ολίγην τροφήν, να είμεθα υπό στέγην και το σώμα ημών να είναι κεκαλυμμένον ένεκα του ψύχους και της αιδούς, προκειμένου ο νους ημών – το πνεύμα ημών – να είναι ελεύθερος να βυθίζηται εν τη μελέτη του Θείου Είναι, του υπό του Χριστού αποκαλυφθέντος εις ημάς. Η δίψα του άνω κόσμου, η εν αγάπη ορμή προς αυτόν, γίνεται το αγαλλίαμα ημών, λαμπρύνει βασιλικώς έτι και το επώδυνον γήρας, το πεπληρωμένον της προσδοκίας των ευσπλάγχνων «Πατρικών αγκαλών» (πρβλ. Λουκ. ιε’ 20). 193
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου