Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού (56)
Ἀπόδοση στην νέα ἑλληνική:
Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 56. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 56. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος.
Ότι η αγία παρθένος είναι Θεοτόκος.
Κηρύττουμε μάλιστα ότι η αγία Παρθένος είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος· όπως δηλαδή αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθινός Θεός, και αυτή που γέννησε με σάρκα τον αληθινό Θεό είναι πραγματική Θεοτόκος. Διότι ισχυριζόμαστε ότι γέννησε το Θεό, όχι με την έννοια ότι η
θεότητα του Λόγου έχει την αρχή της απ’ αυτήν, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια και έξω από το χρόνο και υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα άχρονα και αΐδια, αυτός ο ίδιος τις έσχατες ημέρες για τη δική μας σωτηρία κατοίκησε μέσα στα σπλάγχνα της και χωρίς μεταβολή σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ’ αυτήν.
Διότι η αγία Παρθένος δεν γέννησε μόνο άνθρωπο, αλλά αληθινό Θεό· όχι φανταστικό, αλλά με σάρκα· δεν κατέβηκε το σώμα από τον ουρανό και πέρασε μέσα από το σώμα της όπως περνά από σωλήνα, αλλά προσέλαβε απ’ αυτήν όμοια σάρκα με τη δική μας και της έδωσε τη δική του υπόσταση. Διότι, εάν έφερνε το σώμα από τον ουρανό και δεν το πήρε από τη φύση μας, τότε ποιά ανάγκη υπήρχε για να ενανθρωπίσει;
Η ενανθρώπηση μάλιστα του Λόγου του Θεού έγινε για τον εξής λόγο, για να μπορέσει η φύση μας που αμάρτησε, έπεσε και διαφθάρθηκε, να νικήσει τον δυνάστη που μας ξεγέλασε, και έτσι να ελευθερωθεί από τη φθορά· ακριβώς το λέει ο θείος Απόστολος: «Επειδή ο θάνατος εισήλθε μέσω του ανθρώπου, και η ανάσταση από τους νεκρούς θα γίνει με άνθρωπο»· εφόσον το πρώτο γεγονός συνέβη αληθινά, θα συμβεί και το δεύτερο.
Όμως, αν και λέει, «ο πρώτος Αδάμ ήταν χοϊκός από τη γη, ενώ ο δεύτερος Αδάμ, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό», δεν εννοεί ότι το σώμα είναι από τον ουρανό, αλλά δείχνει ότι δεν είναι απλός άνθρωπος. Γι’ αυτό και τον κάλεσε και Αδάμ και Κύριο, δείχνοντας ότι είναι και το ένα και το άλλο. Επειδή το όνομα Αδάμ εξηγείται γήϊνος· και είναι γήϊνος, διότι η φύση του ανθρώπου πλάστηκε από χώμα· ενώ το όνομα Κύριος παριστάνει τη θεία ουσία.
Και πάλι λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός έστειλε τον Υιό του το μονογενή που έγινε από γυναίκα». Δεν είπε με γυναίκα, αλλά «από γυναίκα».
Έδειξε, λοιπόν, ο θείος Απόστολος, ότι αυτός είναι ο μονογενής Υιός του Θεού και Θεός ο ίδιος, ο οποίος έγινε άνθρωπος από την Παρθένο, και αυτός που γεννήθηκε από τα σπλάγχνα της Παρθένου είναι ο Υιός του Θεού και Θεός· γεννήθηκε με σώμα, χάρη στο οποίο έγινε άνθρωπος, και δεν μπήκε μέσα σε προκατασκευασμένο άνθρωπο, όπως συμβαίνει με τους προφήτες, αλλά ο ίδιος έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος· έδωσε δηλαδή μέσα στην υπόστασή του ύπαρξη σε σάρκα που έχει ψυχή λογική και νοερή, και έγινε ο ίδιος υπόστασή της· αυτό πράγματι σημαίνει η έκφραση «έγινε από γυναίκα». Διότι, πώς θα μπορούσε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού να υποταχθεί στο νόμο, αν δεν είχε γίνει άνθρωπος όμοιος στην ουσία με μας;
Δίκαια, λοιπόν, και αληθινά ονομάζουμε την αγία Μαρία Θεοτόκο· διότι αυτό το όνομα εκφράζει όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας.
Διότι αυτή που γέννησε είναι Θεοτόκος, και οπωσδήποτε είναι Θεός αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν και οπωσδήποτε είναι και άνθρωπος. Διότι, πώς θα μπορούσε αυτός που προαιώνια υπάρχει να γεννηθεί από γυναίκα Θεός, εάν δεν γινόταν άνθρωπος; Διότι ο Υιός του ανθρώπου είναι φανερό ότι είναι άνθρωπος. Και εάν αυτός που γεννήθηκε από γυναίκα είναι Θεός, είναι φανερό ότι ένας και ίδιος είναι αυτός που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα σε σχέση με τη θεία και άναρχη ουσία του και αυτός που γεννήθηκε τους έσχατους καιρούς από την Παρθένο σε σχέση με την ουσία που έχει αρχή και είναι μέσα στο χρόνο, δηλαδή την ανθρώπινη. Αυτό φανερώνει μία υπόσταση και δύο φύσεις και δύο γεννήσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δεν ονομάζουμε την αγία Παρθένο Χριστοτόκο, διότι την ονομασία αυτή σαν προσβλητική την επινόησε ο αχρείος και σιχαμερός και οπαδός του Ιουδαϊσμού Νεστόριος, το όργανο της ντροπής, σκάζοντας ο ίδιος από το κακό του μαζί με τον πατέρα του το Σατανά, για να καταργήσει το όνομα
«Θεοτόκος» και να ατιμάσει την πιο τιμημένη απ’ όλη την κτίση Θεοτόκο.
διότι χριστός (χρισμένος) είναι και ο βασιλιάς Δαβίδ και ο αρχιερέας Ααρών –καθώς αυτά τα δύο χρίονται, η βασιλεία και η ιερωσύνη–· και κάθε θεοφόρος άνθρωπος μπορεί να λέγεται χριστός (χρισμένος), αλλά όχι Θεός στη φύση του, όπως ο τιμωρημένος από το Θεό Νεστόριος με μανία είπε θεοφόρο (=δέχθηκε εκ των υστέρων το Θεό) αυτόν που γεννήθηκε από την Παρθένο· εμείς όμως δεν είναι δυνατόν να τον καλέσουμε ή να τον θεωρήσουμε θεοφόρο, αλλά σαρκωμένο Θεό.
Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο.
Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως. Η σύλληψη βέβαια ανήκει στο Λόγο, ενώ η ύπαρξη μέσα στον ίδιο το Λόγο ανήκει στη σάρκα, καθώς η ίδια η Θεομήτωρ με υπερφυσικό τρόπο χορηγεί στον πλάστη την πλάση του και στο Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος την ανθρώπινη φύση του, διότι θέωσε όταν ενώθηκαν· και δεν εννοώ μόνο τη θεία φύση, αλλά και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, αυτό που μας ξεπερνά αλλά και είναι σύμφωνο μ’ εμάς. Διότι δεν έγινε πρώτα σαν κι εμάς κι έπειτα έγινε πάνω από μας, αλλά από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς του ήταν και τα δύο, επειδή είχε από την
αρχή της συλλήψεως την ύπαρξή του μέσα στον ίδιο το Λόγο· το ανθρώπινο βέβαια είναι σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση, ενώ ο Θεός και το θείο εννοούνται υπερφυσικά. Ακόμη μάλιστα απόκτησε και τα ιδιώματα της έμψυχης σάρκας· ο Λόγος τα δέχτηκε για λόγους οικονομίας, για να γίνουν αυτά με την τάξη της φυσικής σειράς, αληθινά και φυσιολογικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 56. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος.
Θεοτόκον δὲ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὴν Ἁγίαν Παρθένον κηρύττομεν· ὡς γὰρ Θεὸς ἀληθὴς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθὴς Θεοτόκος ἡ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα· Θεὸν γάρ
φαμεν ἐξ αὐτῆς γεγεννῆσθαι, οὐχ ὡς τῆς θεότητος τοῦ Λόγου ἀρχὴν τοῦ εἶναι λαβούσης ἐξ αὐτῆς, ἀλλ᾿ ὡς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ πρὸ αἰώνων ἀχρόνως ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντος καὶ ἀνάρχως
καὶ ἀιδίως ὑπάρχοντος σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐν τῇ γαστρὶ αὐτῆς ἐνοικήσαντος καὶ ἐξ αὐτῆς ἀμεταβλήτως σαρκωθέντος καὶ γεννηθέντος.
Οὐ γὰρ ἄνθρωπον ψιλὸν ἐγέννησεν ἡ Ἁγία Παρθένος, ἀλλὰ Θεὸν ἀληθινόν· οὐ γυμνὸν ἀλλὰ σεσαρκωμένον, οὐκ οὐρανόθεν τὸ σῶμα καταγαγόντα καὶ ὡς διὰ σωλῆνος δι᾿ αὐτῆς παρελθόντα,
ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς ὁμοούσιον ἡμῖν σάρκα ἀναλαβόντα καὶ ἐν ἑαυτῷ ὑποστήσαντα. Εἰ γὰρ οὐρανόθεν τὸ σῶμα κεκόμισται καὶ οὐκ ἐκ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς φύσεως εἴληπται, τίς χρεία τῆς ἐνανθρωπήσεως;
Ἡ γὰρ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τοῦτο γέγονεν, ἵνα αὐτὴ ἡ ἁμαρτήσασα καὶ πεσοῦσα καὶ φθαρεῖσα φύσις νικήσῃ τὸν ἀπατήσαντα τύραννον καὶ οὕτω τῆς φθορᾶς ἐλευθερωθῇ, καθώς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Ἐπειδὴ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν»· εἰ τὸ πρῶτον ἀληθῶς, καὶ τὸ δεύτερον.
Εἰ δὲ καὶ λέγει· «Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Κύριος, ἐξ οὐρανοῦ», οὐ τὸ σῶμά φησιν ἐξ οὐρανοῦ, ἀλλὰ δηλῶν ὡς οὐ ψιλὸς ἄνθρωπός ἐστιν. Ἰδοὺ γὰρ καὶ Ἀδὰμ αὐτὸν ὠνόμασε καὶ Κύριον τὸ συναμφότερον σημαίνων. Ἀδὰμ μὲν γὰρ ἑρμηνεύεται γηγενής· γηγενὴς δὲ δῆλον, ὅτι ἐστίν ἡ ἀνθρώπου φύσις ἡ ἐκ χοὸς πλασθεῖσα· τό Κύριος δὲ τῆς θείας οὐσίας ἐστὶ παραστατικόν.
Πάλιν δέ φησιν ὁ ἀπόστολος· «Ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ γενόμενον ἐκ γυναικός». Οὐκ εἶπε διὰ γυναικός, ἀλλ᾿ «ἐκ γυναικός». Ἐσήμανεν οὖν ὁ θεῖος ἀπόστολος, ὡς αὐτός ἐστιν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς, ὁ ἐκ τῆς Παρθένου γενόμενος ἄνθρωπος, καὶ αὐτός ἐστιν ὁ ἐκ τῆς Παρθένου γεννηθεὶς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός· γεννηθεὶς δὲ σωματικῶς, καθὸ γέγονεν ἄνθρωπος, οὐ προδιαπλασθέντι ἀνθρώπῳ ἐνοικήσας, ὡς ἐν προφήτῃ, ἀλλ᾿ αὐτὸς οὐσιωδῶς καὶ ἀληθῶς γενόμενος ἄνθρωπος, ἤτοι ἐν τῇ ὑποστάσει αὐτοῦ ἐψυχωμένην σάρκα ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ ὑποστήσας, αὐτὸς γεγονὼς αὐτῇ ὑπόστασις· τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ «γενόμενον ἐκ γυναικός». Πῶς γὰρ ἂν αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ὑπὸ νόμον γέγονεν, εἰ μὴ ἄνθρωπος ἡμῖν ὁμοούσιος γέγονεν;
Ὅθεν δικαίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Μαρίαν ὀνομάζομεν· τοῦτο γὰρ τὸ ὄνομα ἅπαν τὸ μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησι.
Εἰ γὰρ Θεοτόκος ἡ γεννήσασα, πάντως Θεὸς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, πάντως δὲ καὶ ἄνθρωπος. Πῶς γὰρ ἂν ἐκ γυναικὸς γεννηθείη Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων ἔχων τὴν ὕπαρξιν, εἰ μὴ ἄνθρωπος γέγονεν; Ὁ γὰρ
Υἱὸς ἀνθρώπου ἄνθρωπος δηλονότι. Εἰ δὲ αὐτὸς ὁ γεννηθεὶς ἐκ γυναικὸς Θεός ἐστιν, εἷς ἐστι δηλονότι ὁ ἐκ Θεοῦ Πατρὸς γεννηθεὶς κατὰ τὴν θείαν καὶ ἄναρχον οὐσίαν καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἐκ τῆς Παρθένου τεχθεὶς κατὰ τὴν ἠργμένην καὶ ὑπὸ χρόνον οὐσίαν, ἤτοι τὴν ἀνθρωπίνην. Τοῦτο δὲ μίαν ὑπόστασιν καὶ δύο φύσεις καὶ δύο γεννήσεις σημαίνει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Χριστοτόκον δὲ οὔ φαμεν τὴν Ἁγίαν Παρθένον, διότι ἐπ᾿ ἀναιρέσει τῆς Θεοτόκος φωνῆς ὁ μιαρὸς καὶ βδελυρὸς καὶ ἰουδαιόφρων Νεστόριος, τὸ σκεῦος τῆς ἀτιμίας, καὶ ἐπὶ ἀτιμίᾳ τῆς μόνης ὄντως
τετιμημένης ὑπὲρ πᾶσαν κτίσιν Θεοτόκου, κἂν αὐτὸς διαρρήγνυται σὺν τῷ πατρὶ αὐτοῦ τῷ Σατανᾷ, ταύτην τήν προσηγορίαν ἐξηύρατο, ὡς ἐπηρεαζομένην· Χριστὸς γὰρ καὶ Δαυὶδ ὁ βασιλεὺς
καὶ Ἀαρὼν ὁ ἀρχιερεύς –ταῦτα γὰρ τὰ χριόμενα, βασιλεία τε καὶ ἱερωσύνη– καὶ πᾶς θεοφόρος ἄνθρωπος Χριστὸς λέγεσθαι δύναται, ἀλλ᾿ οὐ Θεὸς φύσει, ὡς καὶ Νεστόριος ὁ θεήλατος τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα θεοφόρον εἰπεῖν ἐφρυάξατο· ἡμᾶς δὲ μὴ γένοιτο θεοφόρον αὐτὸν εἰπεῖν ἢ νοῆσαι, ἀλλὰ Θεὸν σεσαρκωμένον. Αὐτὸς γὰρ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, κυηθεὶς μὲν ἐκ τῆς Παρθένου,
προελθὼν δὲ Θεὸς μετὰ τῆς προσλήψεως, ἤδη καὶ αὐτῆς ὑπ᾿ αὐτοῦ θεωθείσης ἅμα τῇ εἰς τὸ εἶναι ταύτης παραγωγῇ, ὡς ὁμοῦ γενέσθαι τὰ τρία, τὴν πρόσληψιν, τὴν ὕπαρξιν, τὴν θέωσιν αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Λόγου· καὶ οὕτω νοεῖσθαι καὶ λέγεσθαι Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Παρθένον οὐ μόνον διὰ τὴν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου, ὧν ἅμα ἡ σύλληψις καὶ ἡ ὕπαρξις τεθαυματούργηται· ἡ μὲν σύλληψις τοῦ Λόγου, τῆς δὲ σαρκὸς ἡ ἐν αὐτῷ τῷ Λόγῳ ὕπαρξις, αὐτῆς τῆς Θεομήτορος ὑπερφυῶς χορηγούσης τὸ πλασθῆναι τῷ πλάστῃ καὶ τὸ ἀνθρωπισθῆναι τῷ Θεῷ καὶ ποιητῇ τοῦ παντὸς, θεοῦντι τὸ πρόσλημμα, σῳζούσης τῆς ἑνώσεως τὰ ἑνωθέντα τοιαῦτα, οἷα καὶ ἥνωνται· οὐ τὸ θεῖον λέγω μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Χριστοῦ τὸ ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ καθ᾿ ἡμᾶς. Οὔτε γὰρ γενόμενος πρότερον καθ᾿ ἡμᾶς ὕστερον γέγονεν ὑπὲρ ἡμᾶς, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ πρώτης ὑπάρξεως
ἄμφω ὑπῆρξε διὰ τὸ ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἐν αὐτῷ τῷ Λόγῳ τὴν ὕπαρξιν ἐσχηκέναι· ἀνθρώπινον μὲν οὖν ἐστι κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν, Θεοῦ δὲ καὶ θεῖον ὑπερφυῶς. Ἔτι δὲ καὶ τῆς ἐμψύχου σαρκὸς
τὰ ἰδιώματα ἔσχε· κατεδέξατο γὰρ αὐτὰ ὁ Λόγος οἰκονομίας λόγῳ φυσικῆς κινήσεως τάξει κατὰ ἀλήθειαν φυσικῶς γινόμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου