Translate

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8)


Η ψυχή μετά θάνατον
Serafeim Rose
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Αληθινές Χριστιανικές εμπειρίες Παραδείσου - Πού «βρίσκονται» ο Παράδεισος και η Κόλαση

Όπως είδαμε έως τώρα, μέσα από πολυάριθμες αναφορές σε Πατερικά κείμενα και Βίους Αγίων, η ψυχή μετά το θάνατο εισέρχεται αμέσως στον υπο-ουράνιο εναέριο κόσμο, τα χαρακτηριστικά του οποίου εξετάσαμε λεπτομερώς. Είδαμε επίσης ότι η πορεία της ψυχής διαμέσου αυτού του εναέριου κόσμου, εφόσον το σώμα έχει πραγματικά πεθάνει και η σχέση της ψυχής με οτιδήποτε επίγειο έχει παύσει, περιγράφεται ως μία άνοδος μέσα από τα τελώνια, όπου ξεκινά η Μερική Κρίση η οποία έχει σκοπό να καθορίσει την καταλληλότητα ή μη της ψυχής για να κατοικήσει στον παράδεισο. Οι ψυχές που έχουν καταδικαστεί λόγω αμετανοησίας για τις αμαρτίες τους καταποντίζονται από τα πεπτωκότα πνεύματα στην κόλαση, ενώ εκείνες που τελικά υπερνικούν τις δοκιμασίες των τελωνίων ανέρχονται ανεμπόδιστα, οδηγούμενες από αγγέλους, στον παράδεισο.



Τι είναι όμως αυτός ο παράδεισος; Πού βρίσκεται; Είναι κάποιος τόπος; Είναι «επάνω»;

Οπως και για όλα τα θέματα που αφορούν τη μετά θάνατον ζωή, δεν θα πρέπει να διατυπώνουμε τέτοια ερωτήματα από απλή περιέργεια, αλλά αποκλειστικά με σκοπό να κατανοήσουμε πληρέστερα τη σχετική διδασκαλία την οποία η Εκκλησία μας έχει κληροδοτήσει και να αποφύγουμε τη σύγχυση που μπορούν να προκαλέσουν ακόμα και στους Ορθόδοξους Χριστιανούς οι σύγχρονες ιδέες και μερικές ψυχικές εμπειρίες. Το θέμα του «χωρικού εντοπισμού» του παραδείσου και της κόλασης είναι ένα ευρύτατα παρανοημένο θέμα στη σύγχρονη εποχή. Αρκετά χρόνια πριν ο Σοβιετικός δικτάτορας Κρούστσεφ χλεύαζε τους θρησκευόμενους ανθρώπους που πίστευαν ακόμα στον παράδεισο – είχε στείλει «κοσμοναύτες» στο διάστημα και δεν τον είχαν δεί!
Κανείς σκεπτόμενος χριστιανός, βεβαίως, δεν πιστεύει στην αθεϊστική γελοιογραφία ενός παραδείσου που βρίσκεται «στον ουρανό» παρότι μερικοί αφελείς Προτεστάντες τοποθετούν τον παράδεισο σε κάποιο μακρινό γαλαξία ή αστερισμό, όλη η ορατή δημιουργίαείναι πεπτωκυία και διεφθαρμένη και δεν υπάρχει κανένας τόπος οπουδήποτε εντός αυτής για τον αόρατο παράδεισο του Θεού, ο οποίος συνιστά πνευματική και όχι υλική πραγματικότητα. Αλλά και πολλοί χριστιανοί, προκειμένου να αποφύγουν τον εμπαιγμό των άπιστων και να προλάβουν ακόμα και την παραμικρή κηλίδα οιασδήποτε υλιστικής αντίληψης, καταφεύγουν στο αντίθετο άκρο και δηλώνουν ότι ο παράδεισος δε βρίσκεται «πουθενά». Στο χώρο των Ρωμαιοκαθολικών και των Προτεσταντών υπάρχουν κάποια απολογητικά έργα τα οποία προσεγγίζουν διανοητικά το θέμα του παραδείσου και της κόλασης και διακηρύσσουν ότι ο παράδεισος είναι «κατάσταση, όχι τόπος», ότι το «πάνω» είναι καθαρή μεταφορά, ότι η Ανάληψη του Χριστού «Τους ωδήγησε δε έξω έως την Βηθανίαν και αφού εσήκωσε τα χέρια του τους ευλόγησε. Και ενώ τους ευλογούσε, αποχωρίσθηκε απ’ αυτούς και εφέρετο επάνω εις τον ουρανόν», «Όταν είπε αυτά, εσηκώθηκε εις τον αέρα, ενώ εκείνοι τον εκοιτούσαν, και ένα σύννεφο τον απέκρυψε από τα μάτια τους. Και καθώς εκοιτούσαν με προσοχήν προς τον ουρανόν, ενώ αυτός ανυψώνετο, αίφνης δύο άνδρες με ενδύματα λευκά εστάθηκαν κοντά τους και τους είπαν, Ανδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεσθε και κοιτάζετε εις τον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς που ανελήφθη από σας εις τον ουρανόν, θα έλθη κατά τον ίδιο τρόπο όπως τον είδατε να ανεβαίνει εις τον ουρανόν»- δεν ήταν στην πραγματικότητα «ανάληψη» αλλά μόνον αλλαγή κατάστασης. Το αποτέλεσμα τέτοιων απολογητικών έργων είναι να παρουσιάζεται ο παράδεισος και η κόλαση ως πολύ ακαθόριστες και συγκεχυμένες έννοιες, και η αίσθηση της πραγματικής τους υπόστασης βαθμιαία να εξασθενεί, με καταστροφικά αποτελέσματα για τη χριστιανική ζωή, αφού αυτές ακριβώς είναι οι πραγματικότητες προς τις οποίες κατευθύνεται όλη η επίγεια ζωή μας.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, όλα αυτά τα απολογητικά έργα βασίζονται στη λανθασμένη αντίληψη του σύγχρονου φιλόσοφου Ντεκάρτ ότι οτιδήποτε μη υλικό είναι «αμιγές πνεύμα» και δεν περιορίζεται από χρόνο και χώρο. Η Ορθόδοξη Εκκλησίαδε διδάσκει κάτι τέτοιο. Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος γράφει: «η φαντασίωση του Ντεκάρτ για τη μη εξάρτηση των πνευμάτωναπό το χώρο και το χρόνο είναι ένας αναμφισβήτητος παραλογισμός. Οτιδήποτε περιορισμένο εξαρτάται αναγκαστικά από το χώρο». Τα πολυάριθμα χωρία από λειτουργικά βιβλία και έργα Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που παραθέσαμε πιο πάνω ορίζουν απολύτως ικανοποιητικά τό που βρίσκονται ο παράδεισος και η κόλαση... Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει με ευκρίνεια ότι ο παράδεισος βρίσκεται στους ουρανούς και η κόλαση στα έγκατα της γής». Εδώ θα υποδείξουμε μόνο το πώς πρέπει να ερμηνευτεί αυτή η διδασκαλία.

Αληθεύει ασφαλώς, όπως υποδεικνύουν τα πολυάριθμα χωρία που παραθέτει ο Επίσκοπος Ιγνάτιος, ότι όλες οι Ορθόδοξες πηγές – η Αγία Γραφή, οι θείες λειτουργίες, οι Βίοι Αγίων, τα γραπτά των αγίων Πατέρων – τοποθετούν τον παράδεισο και τους ουρανούς «επάνω» και την κόλαση «κάτω» από τη γή. Αληθεύει επίσης ότι αφού οι άγγελοι και οιψυχές περιορίζονται στο χώρο – όπως είδαμε στο κεφάλαιο για την «Ορθόδοξη διδασκαλία περί των Αγγέλων» - πρέπει πάντα να βρίσκονται σε έναν καθορισμένο τόπο – είτε στον ουρανό ειτε στην κόλαση είτε στη γή. Εχουμε ήδη παραθέσει σχετικό απόσπασμα από τη διδασκαλία του αγ. Ιωάννη του Δαμασκηνού το οποίο δηλώνει ότι «οι άγγελοι είναι περιγραπτοί, όταν βρίσκονται στον ουρανό, δε βρίσκονται στη γή και όταν στέλνονται από το Θεό στη γή, δε μένουν στον ουρανό» και το οποίο δεν είναι παρά η ίδια διδισκαλία περί αγγέλων που δίδαξαν πρωτύτερα ο αγ. Βασίλειος ο Μέγας, ο αγ. Γρηγόριος ο Διάλογος και βεβαίως όλοι οι Ορθόδοξοι Πατέρες.


Ο παράδεισος, επομένως, είναι σίγουρα τόπος, και είναι σίγουρα επάνω από οποιοδήποτε σημείο της γής, όπως και η κόλαση είναι σίγουρα κάτω, στα έγκατα της γής, όμως οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να δούν αυτούς τους τόπους μέχρι να ανοιχθούν οι πνευματικοί τους οφθαλμοί, όπως είδαμε προηγουμένως στα αναφερόμενα για τον εναέριο κόσμο. Επιπλέον, αυτοί οι τόποι δε βρίσκονται μέσα στις «συντεταγμένες» του δικού μας χωρο-χρονικού συστήματος: ένα αεροπλάνο δεν μπορεί να περάσει «αόρατα» μέσα από τον παράδεισο, ούτε ένας γήινος δορυφόρος μέσα από τον τρίτο ουρανό, ούτε ασφαλώς μπορεί κανείς σκάβοντας με τρυπάνι βαθιά στη γή να φτάσει έως τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση αναμένοντας την Τελική Κρίση. Δεν είναι εκεί, αλλά σε ένα διαφορετικό είδος χώρου που ξεκινά ακριβώς από δώ αλλά «εκτίνεται» προς μία διαφορετική κατεύθυνση.

Υπάρχουν ενδείξεις, ή τουλάχιστον κάποια στοιχεία, που υποδηλώνουν αυτήν την άλλου είδους πραγματικότητα ακόμα και στην καθημερινή εμπειρία, στο γήινο κόσμο μας. Για παράδειγμα, η ύπαρξη ηφαιστείων και τεράστιας θερμότητας στο κέντρο της γής θεωρείται από πολλούς αγίους και Πατέρες ως άμεση ένδειξη περί της ύπαρξης κόλασης μέσα στα έγκατα του πλανήτη μας. Φυσικά, η κόλαση δεν είναι «υλική» με την έννοια της υλικής λάβας που ξεπηδά κάτω από το φλοιό της γης κατευθυνόμενη προς τα πάνω, όμως φαίνεται ότι όντως υπάρχει ένα είδος αλληλοεπικάλυψης των δυό πραγματικοτήτων – μία «αλληλοεπικάλυψη» που μπορεί να γίνει αντιληπτή στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός, κάτω από ορισμένες συνθήκες ή με το θέλημα του Θεού, να κατανοήσει και τα δυό είδη πραγματικότητας ακόμα και στην επίγεια ζωή. Οι ίδιοι οι σύγχρονοι επιστήμονες παραδέχονται τελικά ότι δεν είναι πλέον σίγουροι για την απώτερη φύση και τα απώτερα όρια της ύλης, ούτε για το πού αυτή η ύλη παύει να υπάρχει και ξεκινά η «ψυχική» πραγματικότητα.

Πολυάριθμα περιστατικά στους Βίους Αγίων δείχνουν το πώς αυτό το άλλο είδος χώρου εισέρχεται στο «φυσιολογικό» χώρο του κόσμου τούτου. Συχνά, για παράδειγμα, η ψυχή ενός ανθρώπου που μόλις έχει πεθάνει θεάται να ανέρχεται στους ουρανούς, όπως όταν ο αγ. Βενέδικτος είδε την ψυχή του αγ. Γερμανού, επισκόπου Καπούης, να μεταφέρεται από αγγέλους στους ουρανούς μέσα σε μία πύρινη σφαίρα, ή όταν οι κάτοικοι του Αφονιακ είδαν την ψυχή του αγ. Γερμανού να ανέρχεται μέσα σε μία πύρινη στήλη, ή όταν ο Πρεσβήτερος Φιλάρετος του Γκλίνσκ είδε να ανέρχεται η ψυχή του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Ο Προφήτης Ελισαίος αντίκρυσε τον Προφήτη Ηλία να ανυψώνεται στους ουρανούς μέσα σε ένα πύρινο άρμα: «Αίφνης ένα πύρινος άρμα και πύρινοι ίπποι διεχώρισαν τον ένα από τον άλλον, και ο Ηλιού μέσα εις ανεμοστρόβιλον ανελήφθη και εφέρετο ως εις τον ουρανόν». Συχνά επίσης, στους Βίους Αγίων συναντούμε περιστατικά κατά τα οποίαοι άγιοι βλέπουν τις ψυχές να διέρχονται από τα τελώνια, πολλά τέτοια περιστατικά αναφέρονται στον Βίο του αγ.Νήφωνος Κωνσταντίας και του αγ. Κολούμβα από τη νήσο της Αιόνας, και μερικά από αυτά παραθέσαμε στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Στο Βίο του οσίου Θεοφίλου του Κιέβου, περιγράφεται η εμπειρία του Ντιμίτρι, του ανθρώπου που έστεκε δίπλα του τη στιγμή που ξεψυχούσε μέσα στο κελί του: «κάτι άστραψε μπροστά στα μάτια του και ένα ρεύμα ψυχρού αέρα χτύπησε το πρόσωπό του. Ο Ντιμίτρι κοίταξε κατάπληκτος προς τα επάνω και έμεινε αποσβολωμένος. Το ταβάνι του κελιού άρχισε να σηκώνεται και ο κυανός ουρανός ,σαν να άνοιγε τις αγκάλες του, ετοιμαζόταν να υποδεχθεί την άγια ψυχή του αποθνήσκοντος δικαίου Θεοφίλου».

Πέραν της γενικής γνώσης ότι ο παράδεισος και η κόλαση είναι όντως «τόποι», αλλά όχι τόποι του κόσμου αυτού, στο δικό μας χωρο-χρονικό σύστημα, δε χρειάζεται να επιζητούμε από περιέργεια να γνωρίζουμε κάτι περισσότερο. Αυτοί οι «τόποι» είναι τόσο διαφορετικοί από τις κοσμικές αντιλήψεις μας περί «τόπου»,ώστε σίγουρα θα βρεθούμε σε απελπιστική σύγχυση εάν επιχειρήσουμε να τους τοποθετήσουμε «γεωγραφικά» στο χώρο. Σε μερικούς Βίους Αγίων δηλώνεται σαφώς ότι οι «ουρανοί» είναι πάνω από τον «παράδεισο», και σε άλλους ότι υπάρχουν τουλάχιστον «τρείς ουρανοί» δεν είναι όμως στη δικαιοδοσία μας να καθορίσουμε τα «σύνορα» αυτών των τόπων ή να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά τους. Τέτοιες περιγραφές μας παρέχονται από τη θεία Πρόνοια με σκοπό να μας εμπνεύσουν να αγωνιστούμε, ώστε να εισέλθουμε στη Βασιλεία των Ουρανών ζώντας και πεθαίνοντας χριστιανικά και όχι για να τις εντάξουμε σε κοσμικές κατηγορίες λογικής και γνώσης που δεν τους αρμόζουν. Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος ορθά μας υπενθυμίζει με ποιό φρόνημα πρέπει να μελετούμε τα σχετικά με τον παράδεισο και την κόλαση: «Και που, λέγει, και σε ποιό τόπο θα είναι αυτή η γέεννα; Τι σ’ ενδιαφέρει αυτό; Γιατί το ζητούμενο είναι ν’ αποδειχθεί ότι υπάρχει, όχι που ορίσθηκε και σε ποιό τόπο... Κάπου έξω, όπως εγώ βέβαια νομίζω, απ’ όλο αυτόν τόν κόσμο... Ας μη ζητούμε λοιπόν που βρίσκεται η γέεννα, αλλά πώς μπορούμε να την αποφύγουμε».

Η πλήρης κατανόηση της υπερκόσμιας πραγματικότητας δεν μας έχει παραχωρηθεί, αν και είναι αλήθεια ότι γνωρίζουμε αρκετά, ώστε να απαντήσουμε στους ορθολογιστές, οι οποίοι προσβεύουν ότι ο παράδεισος και η κόλαση δε βρίσκονται «πουθενά» και συνεπώς είναι μη-υπαρκτοί επειδή δεν μπορούμε να τους δούμε. Πράγματι, αυτοί οι τόποι βρίσκονται «κάπου», και μερικοί άνθρωποι που ζούν στη γή έχουν βρεθεί εκεί και έχουν επιστρέψει για να διηγηθούν τα όσα είδαν, όμως ο σαρκικός άνθρωπος βλέπει αυτούς του τόπους περισσότερο με την πίστη παρά με τη γνώση:» Τώρα βλέπομεν σαν σε καθρέφτη αμυδρώς, τότε όμως θα βλέπωμεν πρόσωπον προς πρόσωπον. Τώρα γνωρίζω μερικώς, αλλά τότε θα έχω πλήρη γνώσιν».

Χριστιανικές εμπειρίες Παραδείσου

Οι αληθινές Χριστιανικές εμπειρίες παραδείσου πάντοτε φέρουν την πανομοιότυπη σφραγίδα της υπερκόσμιας εμπειρίας. Εκείνοι που έχουν δεί τον παράδεισο δεν ταξίδεψαν απλώς σε έναν διαφορετικό τόπο, αλλά επίσης εισήλθαν σε μία τελείως διαφορετική πνευματική κατάσταση. Εμείς που δεν έχουμε ανάλογη προσωπική εμπειρία πρέπει να αρκεστούμε στην περιγραφή ορισμένων εξωτερικών χαρακτηριστικών τα οποία, συναθροιζόμενα, διαφοροποιούν αρκετά ευκρινώς αυτές τις εμπειρίες από όλες τις εμπειρίες του εναέριου κόσμου τις οποίες εξετάσαμε προηγουμένως.


Σε πολυάριθμους Βίους Αγίων περιγράφεται η είσοδος των ψυχών στον ουρανό, όπως θεάται από τη γή. Στο Βίο του αγ. Αντωνίου του Μεγάλου διαβάζουμε: «Αλλοτε πάλιν, εκεί που ασκήτευε στο όρος, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και είδε στον αέρα κάποιον ν’ ανεβαίνει και να γίνεται μεγάλη χαρά σ’ αυτούς (τους Αγγέλους) που τον συναπαντούσαν. Επειτα, ενώ θαύμαζε και μακάριζε τον τέτοιο χορό, προσηύχετο να μάθει τι ήταν αυτό. Και αμέσως του ήλθε φωνή, ότι αυτή ήταν η ψυχή του Αμούν, του μοναχού της Νιτρίας. Αυτός έμεινε ασκητής ως τα γεράματα.
Με τον ίδιο τρόπο περιγράφει και ο αββάς Σεραπίων το θάνατο του αγ. Μάρκου Θράκης: «Σηκώνοντας τα μάτια μου προς στον ουρανό, είδα την ψυχή του αγίου να έχει ήδη απελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος. Οι άγγελοι την είχαν καλύψει με ένα λαμπρό, λευκό ένδυμα και την ανέβαζαν στους ουρανούς. Είδα το δρόμο προς τους ουρανούς που ανοιγόταν μέσα από τον αέρα, καθώς και τους ανοιγμένους ουρανούς. Μετά είδα τις ορδές των δαιμόνων που έφραζαν αυτό το δρόμο και άκουσα φωνή αγγέλου να λέει στους δαίμονες: «Γιοί του σκότους! Εξαφανιστείτε από δώ και κρυφτείτε από το πρόσωπο του φωτός της ευσέβειας!». Οι δάιμονες κρατούσαν την άγια ψυχή του Μάρκου στον αέρα για μία ώρα περίπου.Και τότε μία φωνή ακούσθηκε από τους ουρανούς που είπε στους αγγέλους: «Πάρτε τον και φέρτε τον εδώ αυτόν που ντρόπιασε τους δαίμονες». Αφού η ψυχή του αγίου διάβηκε τις ορδές των δαιμόνων χωρίς να πάθει κανένα κακό και οδηγήθηκε από τους αγγέλους κοντά στους ανοιγμένους ουρανούς, είδε κάτι που έμοιαζε με χέρι να ξεπροβάλλει και να παίρνει μαζί του την άμωμη ψυχή. Μετά αυτό το όραμα αποκρύφτηκε από τα μάτια μου και δεν είδα πια τίποτα άλλο».

Από τις παραπάνω αναφορές ήδη γίνονται φανερά τρία χαρακτηριστικά της αληθινής Χριστιανικής εμπειρίας παραδείσου: η πορεία προς τον παράδεισο είναι άνοδος, η ψυχή οδηγείται από αγγέλους, τη χαιρετίζουν και την υποδέχονται στη συντροφιά τους οι κάτοικοι του παραδείσου.
Οι εμπειρίες παραδείσου είναι διαφόρων ειδών. Μερικές φορές η ψυχή οδηγείται στον παράδεισο πριν το θάνατο έτσι ώστε να της φανερωθούν τα θαυμαστά του ή η θέση που έχει προετοιμαστεί εκεί γι’ αυτήν. Έτσι , η αγ. Μαύρα, αφού κατάφερε να μην υποκύψει στα δύο ψευδή οράματα των πεπτωκότων πνευμάτων κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της – τα οποία περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ως παράδειγμα των πειρασμών που μπορούν να εμφανιστούν την ώρα του θανάτου – περιέγραψε τη θεόσδοτη εμπειρία που ακολούθησε: «Μετά την απομάκρυνσή του, με κοντοζύγωσε ένας τρίτος. Ήταν σεμνά ντυμένος, το πρόσωπό του έλαμπε σαν ήλιος. Με πήρε από το χέρι και με ταξίδεψε. Με ανέβαζε, με ανέβαζε συνέχεια. Φτάσαμε σε τοποθεσία με αζωγράφιστη θέα, με απερίγραπτο κάλλος... Μου έδειξε ένα θρόνο με απαστράπτουσες κουρτίνες. Κάποιο στεφάνι που τόξευε ανταύγειες από πολύτιμους λίθους, στεκόταν μετέωρο ανάμεσα στις κουρτίνες... Συμμάζεψα τη δύναμη που μου απόμενε στη γλώσσα και είπα: «Σε ποιόν ανήκουν αυτές οι καταπληκτικές ομορφιές, Κύριε; Χαμογέλασε απαλά. Κίνησε τα χείλη και αποκρίθηκε: «Εκέρδισες το θρόνο μαζί με το στεφάνι που βλέπεις. Ετοιμάσθηκαν σαν βραβείο της νίκης σου... Αναχώρησε λοιπόν τώρα από δώ, ξαναγύρισε στο κρεμασμένο εκεί στο σταυρό σώμα σου, και κάνε λίγη υπομονή. Γιατί όπου νάναι, μόλις ξημερώσει, θα κατέβουν άγγελοι, αποσταλμένοι του Κυρίου για να παραλάβουν τις ψυχές σας».

Αναφέρεται η εμπειρία της θέασης του παραδείσου σε όραμα από απόσταση, όπως στην περίπτωση του Πρωτομάρτυρα α. Στεφάνου ο οποίος είδε «Τους ουρανούς ανοικτούς και τον Υιόν του ανθρώπου να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού». Εδώ, ωστόσο, θα περιγρράψουμε μόνο τη συγκεκριμένη εμπειρία που είναι και η πλέον συγκρίσιμη με τις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες: την άνοδο στους ουρανούς κατά την ώρα του θανάτου, ή κατά τη διάρκεια μίας χαρισματικής εμπειρίας, που εκδηλώνεται είτε «μέσα» είτε «έξω» από το σώμα.

Ο αγ. Σάλβιος από την πόλη Αλμπί της Ν. Γαλλίας, επίσκοπος Γαλατίας που έζησε τον 6ο αιώνα, αφού υπήρξε νεκρός για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, επέστρεψε στη ζωή και διηγήθηκε στο φίλο του αγ. Γρηγόριο της Τουρώνης τα εξής: «Όταν σειόταν το κελλί μου πριν τέσσερις ημέρες, και με είδατε να κείτομαι νεκρός, δυό άγγελοι με ανύψωσαν και με μετέφεραν στο πιό ψηλό σημείο του ουρανού, τόσο ψηλά που έμοιαζε να έχω κάτω από τα πόδια μου όχι μόνον αυτήν την άθλια γή, αλλά και τον ήλιο και το φεγγάρι, τα σύννεφα και τα άστρα. Κατόπιν πέρασα μαζί με τους αγγέλους μέσα από μιά πύλη η οποία έλαμπε πιό πολύ κι απ’ το φώς του ήλιου και μπήκα σε ένα κτίριο που το πάτωμά του ήταν καμωμένο από λαμπερό ασήμι και χρυσό. Το φώς που υπήρχε ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Βρισκόταν εκεί ένα πλήθος ανθρώπων, που δεν ήταν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες, και κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις και σε τέτοια έκταση που δεν μπορούσες να δείς μέχρι που έφτανε. Οι άγγελοί μου άνοιξαν δρόμο για να περάσω μέσα από αυτό το πλήθος που ήταν μπροστά μου, και φτάσαμε στο μέρος εκείνο το οποίο ατενίζαμε απ’ όταν ακόμα βρισκόμαστε πολύ μακριά. Πάνω από εκείνο το μέρος έστεκε ένα σύννεφο λαμπρότερο από οποιοδήποτε φώς, κι όμως δεν υπήρχε ούτε ήλιος ούτε φεγγάρι ούτε κανένα αστέρι, και μάλιστα, το σύννεφο έλαμπε πιό πολύ απ’ όσο θα μπορούσε να λάμπει από μόνο του το καθένα από αυτά.

Μία φωνή ακούστηκε μέσα από το σύννεφο, που θύμιζε τον ήχο από πολλά νερά που έπεφταν. Εμένα τον αμαρτωλό με υποδέχθηκαν με μεγάλο σεβασμό κάποια όντα, μερικά από τα οποία φορούσαν άμφια και άλλα κανονικά ρούχα, οι άγγελοι που με οδηγούσαν μου εξήγησαν ότι αυτά τα όντα ήταν οι μάρτυρες και άλλοι άγιοι τους οποίους τιμούμε εδώ στη γή και στους οποίους προσευχόμαστε με μεγάλη ευλάβεια. Και ενώ στεκόμουν εκεί άρχισε να με τυλίγει απαλά μιά ευωδία τόσο γλυκιά που, νιώθοντας να «τρέφομαι» από αυτήν, δεν αισθανόμουν καμμιά ανάγκη να φάω ή να πιώ τίποτα μέχρι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω. Μετά άκουσα μία φωνή που έιπε: « Αφήστε αυτόν τον άνθρωπο να γυρίσει πίσω στον κόσμο, γιατί οι εκκλησίες μας τον έχουν ανάγκη». Παρότι έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος συντετριμμένος, κλαίγοντας. «Αλίμονο, αλίμονο, Θεέ μου!» είπα.»Γιατί μου αποκάλυψες όλα αυτά που είδα μόνο και μόνο για να μου τα ξαναπάρεις πίσω;... «Η φωνή που μου είχε μιλήσει είπε: «Πορεύσου εν ειρήνη. Εγώ θα σε προστατεύω μέχρι να σε ξαναφέρω και πάλι σ’ αυτό το μέρος.».Τότε οι οδηγοί μου άγγελοι με άφησαν και εγώ επέστρεψα περνώντας και πάλι μέσα από την πύλη από την οποία είχα εισέλθει, κλαίγοντας καθώς έφευγα».


Αρκετά επιπλέον σημαντικά χαρακτηριστικά προστίθενται σε αυτήν την εμπειρία: η λαμπρότητα του φωτός του παραδείσου, η αόρατη παρουσία του Κυρίου, του Οποίου η φωνή ακούγεται, το δέος και ο φόβος του αγίου μπροστά στο Θεό, και μία απτή αίσθηση της Θείας Χάρης, με τη μορφή απερίγραπτης ευωδίας. Ακόμη, διευκρινίζεται ότι το πλήθος των «ανθρώπων» που απαντώνται στον παράδεισο είναι – πέραν των αγγέλων που οδηγούν τις ψυχές – οι ψυχές των μαρτύρων και των αγίων.

Ο μοναχός του Ουένλοκ, αφού ανυψώθηκε στον αέρα από αγγέλους και πέρασε μέσα από τα τελώνια, «είδε επίσης ένα μέρος απίστευτης ομορφιάς, όπου πλήθος ανθρώπων με πολύ όμορφη εμφάνιση ζούσαν μία σπάνια ευτυχία, και τον προσκάλεσαν να έρθει κοντά τους και να μοιραστεί την ευτυχία τους εάν αυτό του επιτρεπόταν. Τότε τον τύλιξε απαλά μιά ευωδία θαυμάσιας γλυκύτητας, προερχόμενη από την πνοή των αγίων ψυχών που αγαλλιούσαν όλες μαζί. Οι άγιοι άγγελοι του είπαν ότι αυτός ήταν ο Παράδεισος του Θεού, για τον οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν ακούσει». Ακόμα, «είδε μεγαλοπρεπή τείχη που άστραφταν κι έλαμπαν, με απίστευτο μήκος και τεράστιο ύψος. Καιτότε οι άγιοι άγγελοι είπαν: «Αυτή είναι η ιερή και ονομαστή πόλη, η ουράνια Ιερουσαλήμ, όπου οι άγιες ψυχές ζούν μέσα σε αιώνια αγαλλίαση». Ο μοναχός είπε ότι εκείνες οι ψυχές και τα τείχη εκείνης της ένδοξης πόλης... είχαν μιά τέτοια εκτυφλωτική λαμπρότητα που ήταν τελείως αδύνατο να την αντέξουν τα μάτια του».

Ίσως η πληρέστερη και πιό εντυπωσιακή εμπειρία παραδείσου που έχει καταχωρηθεί στην χριστιανική γραμματεία είναι αυτή του αγ. Ανδρέα εκ Κωνσταντινουπόλεως, του διά Χριστόν Σαλού, ο οποίος έζησε τον 9ο αιώνα. Εδώ θα παραθέσουμε μόνο μερικά αποσπάσματα από την εμπειρία αυτή, την οποία κατέγραψε ο φίλος του Νικηφόρος έτσι όπως του τη διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος:
Κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός φοβερού χειμώνα όταν ο άγιος Ανδρέας κειτόταν παγωμένος σε κάποιο δρόμο της πόλης, κοντεύοντας να πεθάνει, ένιωσε ξαφνικά μία θέρμη μέσα του και είδε ένα εκθαμβωτικό νέο με πρόσωπο που έλαμπε σαν τον ήλιο, ο οποίος τον οδήγησε στον παράδεισο και στον τρίτο ουρανό.

«Με τη θέληση του Θεού βυθίστηκα για δυό εβδομάδες σε ένα τερπνό όραμα... είδα ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα θαυμάσιο και μεγαλοπρεπή παράδεισο... Ο νούς και η καρδιά μου είχαν συγκλονιστεί από την ανείπωτη ομορφιά του θεϊκού παραδείσου, και ένιωθα μιά γλυκιά απόλαυση περπατώντας μέσα σε αυτόν. Υπήρχαν πολλοί κήποι, γεμάτοι με ψηλά δένδρα, τα κλαδιά τους ανέδιδαν μία υπέροχη ευωδία και τα μάτια μου αγαλλίαζαν βλέποντας τις άκρες τους να λικνίζονται... Κανένα δένδρο στη γή δεν είναι τόσο όμορφο όσο αυτά τα δένδρα. Στους κήπους υπήρχαν επίσης αμέτρητα πουλιά με φτερά χρυσά, χιονάτα ή πολύχρωμα. Κάθονταν πάνω στα κλαδιά των δένδρων του παραδείσου, και το μαγευτικό τους κελάηδημα με είχε συνεπάρει. Μπροστά μου περπατούσε ένας νέος, με πρόσωπο λαμπρό σαν τον ήλιο και ντυμένος με μανδύα πορφυρό... Ακολουθώντας τον είδα ένα μεγάλο, υπέροχο Σταυρό, σαν φωτεινή νεφέλη, που γύρω του στέκονταν μελωδιστές με μάτια που άστραφταν σαν πύρινες ακτίνες, που έψαλλαν θεσπέσιους ύμνους, δοξάζοντας τον Σταυρωθέντα Κύριο. Ο νέος που με οδηγούσε, περνώντας μπροστά από τον Σταυρό, τον ασπάσθηκε και μου ένευσε να τον ασπασθώ κι εγώ... Καθώς τον ασπαζόμουν πλημμύρισα από άφατη πνευματική γλυκύτητα και μία ευωδία που όμοιά της ούτε στον παράδεισο δεν είχα οσφρανθεί. Προσωρώντας μπροστά από τον Σταυρό, κοίταξα κάτω και αντίκρισα άβυσσο θαλάσσης... Τότε ο οδηγός μου, γυρνώντας προς το μέρος μου, μου είπε: «Μη φοβάσαι, χρειάζεται να ανεβούμε ακόμα ψηλότερα» και μου έδωσε το χέρι.

Και τότε βρεθήκαμε αμέσως στο δεύτερο στερέωμα. Εκεί είδα ωραιότατους ανθρώπους σε μία τέτοια ανάπαυση και αγαλλίαση που δεν μπορεί να εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα... Και νά, μετά ανεβήκαμε στο τρίτο στερέωμα, όπου πλήθος ουράνιες δυνάμεις υμνούσαν και δοξολογούσαν τον Θεό. Φτάσαμε σε ένα υπέρλαμπρο παραπέτασμα, μπροστά από το οποίο στέκονταν μεγαλόσωμοι και φοβεροί νέοι, που έμοιαζαν με πύρινες φλόγες. Ο νέος που με οδηγούσε μου είπε: « Όταν σηκωθεί το παραπέτασμα, θα δείς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Υποκλίσου βαθιά ενώπιον του θρόνους της δόξης Του». Ακούγοντάς τον, ένιωσα ανείπωτη αγαλλίαση αλλά και τρόμο... Και τότε, ένα πύρινο χέρι σήκωσε το παραπέτασμα, και όπως ο Προφήτης Ησαίας, « Είδον εν οράματι τον Κύριο να κάθεται επάνω εις ένα θρόνον υψηλόν και μετέωρον και είδα ακόμη να είναι γεμάτος από απερίγραπτον δόξαν ο ναός αυτού. Γύρω από τον άνδοξον αυτόν θρόνον ίσταντο τα Σεραφείμ».
Φορούσε μανδύα πορφυρό, το πρόσωπό Του ήταν απίστευτα λαμπρό, και τα μάτια Του με κοίταζαν με αγάπη. Έπεσα και Τον προσκύνησα ενώπιον του ολόλαμπρου και φοβερού θρόνου της δόξας Του. Η χαρά που με κατέκλυσε όταν αντίκρισα το πρόσωπό Του δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Ακόμα και τώρα, φέρνοντας στο μυαλό μου εκείνο το όραμα, η ίδια άφατη χαρά με κυριεύει. Τρέμοντας, έμεινα πεσμένος ενώπιόν Του...Τότε, οι στρατιές των αγγέλων άρχισαν να ψάλλουν έναν εξαίσιο, απερίγραπτο ύμνο και τη στιγμή εκείνη, εγώ ο ίδιος, δεν ξέρω πώς, βρέθηκα πάλι να περπατώ μέσα στον παράδεισο».

Όταν ο αγ. Ανδρέας συλλογίστηκε ότι δεν είχε δεί την Παναγία στον ουρανό ένας άγγελος του είπε: « Ευχήθηκες να δείς εδώ τη Βασίλισσα η Οποία είναι λαμπρότερη κι απ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις; Δεν είναι εδώ, επισκέπτεται τον επίγειο κόσμο που βρίσκεται σε μεγάλα δεινά, για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να ανακουφίσει τη θλίψη τους. Θα σου έδειχνα την ουράνια κατοικία Της, τώρα όμως δεν έχουμε χρόνο, αφού πρέπει και πάλι να γυρίσεις στη γή». Εδώ και πάλι επιβεβαιώνεται το ότι οι άγγελοι και οι άγιοι μπορούν να βρίσκονται σε ένα μόνο τόπο κάθε φορά.
Ακόμα και το 19ο αιώνα, ένα παρόμοιο αληθινό όραμα παραδείσου αντίκρισε ο Μεγαλόσχημος Μοναχός Θεόδωρος του Σβίρ, μαθητής του Πρεσβύτερου Παϊσίου του Βελιτσκόφσκυ. Προς το τέλος της ζωής του βίωνε πολύ έντονες εμπειρίες της χάρης του Θεού. Λίγο μετά από μία τέτοια εμπειρία αρρώστησε και επί τρείς ημέρες είχε πέσει σε ένα είδος κώματος: «Όταν περιήλθε σε έκσταση και βρέθηκε έξω από το σώμα του, εμφανίστηκε μπροστά του ένας αόρατος νεανίσκος, τον οποίο ένιωσε και είδε μόνο με την καρδιά του, αυτός τον οδήγησε προς τα αριστερά μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Ο ίδιος ο πατέρας Θεόδωρος, όμως κατόπιν διηγήθηκε, είχε την αίσθηση ότι ήταν ήδη νεκρός, και είπε στον εαυτό του: «Έχω πεθάνει. Δεν ξέρω εάν θα σωθώ ή εάν θα αφανιστώ».
«Έχεις σωθεί!» του είπε μία αόρατη φωνή απαντώντας στη σκέψη του. Και ξαφνικά μία δύναμη, σαν ορμητικός ανεμοστρόβιλος τον σήκωσε ψηλά και τον μετέφερε στα δεξιά.

«Γεύσου τη γλυκύτητα των αρραβώνων του παραδείσου την οποία δωρίζω σε όσους Με αγαπούν», ακούστηκε να λέει δυνατά η αόρατη φωνή. Με αυτές τις λέξεις, φάνηκε στον Πατέρα Θεόδωρο ότι ο ίδιος ο Σωτήρας έθεσε τη δεξιά Του παλάμη επάνω στην καρδιά του, και μεταφέρθηκε σε έναν ανείπωτα ευχάριστο τόπο, που ήταν όμως τελείως αόρατος και αδύνατον να περιγραφεί με γήινες λέξεις. Μετά από αυτή την αίσθηση, βίωσε μία άλλη, ακόμα υψηλότερη, και μετά μία Τρίτη, όμως όλες αυτές τις αισθήσεις, όπως είπε ο ίδιος, μπορούσε μόνο με την καρδιά του να τις θυμηθεί, ενώ δεν μπορούσε να τις κατανοήσει με το μυαλό του.

Κατόπιν είδε κάτι σαν ναό, και στο εσωτερικό του, κοντά στην Αγία Τράπεζα, κάτι που έμοιαζε με σκηνή, στην οποία υπήρχαν πέντε ή έξι άνδρες. Μία νοερή φωνή είπε: «Για χάρη αυτών των ανδρών ο θάνατος σου παραμερίζεται. Θα ζήσεις γι’ αυτούς». Και τότε φανερώθηκε μπροστά του το πνευματικό ανάστημα μερικών από τους μαθητές του, και ο Κύριος του δήλωσε τις δοκιμασίες που έμελλαν να ταράξουν τη δύση της ζωής του. Όμως η Θεία φωνή τον διαβεβαίωσε ότι το πλοίο της ψυχής του δε θα τσακιζόταν από αυτά τα άγρια κύματα, αφού αόρατος οδηγός του θα ήταν ο Χριστός».
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλες παρόμοιες εμπειρίες από Βίους Αγίων και ασκητών, τις παραλείπουμε όμως αφού και σε αυτές απλώς επαναλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά που ήδη περιγράφηκαν εδώ. Ωστόσο, θεωρούμε διδακτική την παράθεση της εμπειρίας ενός σύγχρονου αμαρτωλού στον παράδεισο, ειδικά για λόγους σύγκρισης με τις μεταθανάτιες εμπειρίες της εποχής μας. Ετσι, ο συγγραφές του “Unbelievable for Many” , τη μαρτυρί του οποίου έχουμε παραθέσει αρκετές φορές, αφού διέφυγε από τους δαίμονες των τελωνίων με τη διαμεσολάβηση της Παναγίας, περιγράφει το πώς, συνοδευόμενος ακόμα από τους οδηγούς – αγγέλους του, «κατάλαβα πώς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε ψηλά… σε λίγο είδα πάνω ένα δυνατό φώς: ήταν, όπως μου φάνηκε, σαν το δικό μας ηλιακό φώς αλλά πολύ πιο δυνατό. Ήταν το βασίλειο του φωτός.

» Ναι, είναι πραγματικά ένα βασίλειο με απόλυτη κυριαρχία του φωτός, επειδή το φώς αυτό δε δημιουργεί σκιά», σκεφτόμουν, ή καλύτερα να πούμε αισθανόμουν με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. «Αλλά πώς μπορεί να υπάρχει φώς χωρίς σκιά;» παρουσιάστηκε αμέσως στη σκέψη μου η απορία φανερώνοντας πώς σκέφτομαι ακόμα με τα κατηγορήματα του γήινου κόσμου.
» Ξαφνικά εισήλθαμε με μεγάλη ταχύτητα σ’ αυτήν την περιοχή του φωτός που κυριολεκτικά με θάμπωσε. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα και τα χέρια μου πάνω σ’ αυτά. Όμως αυτό δε με βοήθησε καθόλου επειδή το φώς περνούσε και μέσα από τα χέρια μου. Άλλωστε τι νόημα είχε εδώ μία τέτοια προσπάθεια;
»Αχ, Θεέ μου, τι είναι αυτό το φώς; Αυτό με τυφλώνει. Δε βλέπω τίποτα, σαν στο σκοτάδι, δε βλέπω τίποτα…»
» Αφού σκοτίστηκαν τα μάτια μου μου δημιουργήθηκε περισσότερος φόβος. Ήταν φυσικό βέβαια να φοβάμαι επειδή βρισκόμουν σ’ έναν άγνωστο κόσμο. «Τι με περιμένει;» σκέφτηκα, «Πότε θα βγούμε απ’ αυτό το φώς; Υπάρχει πουθενά τέλος;»
» Όμως συνέβη κάτι που δεν το περίμενα. Μία φωνή μεγαλοπρεπής και αγέρωχη ακούστηκε από πάνω. Με ακλόνητη σταθερότητα και χωρίς θυμό αυτή η φωνή είπε: «Δεν είναι έτοιμος!».
» Και μετά… μετά αμέσως σταμάτησε η πορεία μας προς τα πάνω – και αρχίσαμε γρήγορα να κατεβαίνουμε».
Σε αυτήν την εμπειρία η ιδιότητα του φωτός του παραδείσου περιγράφεται πιο καθαρά: είναι ένα είδος φωτός που δεν μπορεί να το αντέξει κάποιος ο οποίος δεν έχει την κατάλληλη προετοιμασία γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους αγίους Σάλβιο και Ανδρέα οι οποίοι υπέμειναν έως τέλους τον αγώνα της εν Χριστώ ζωής.


Χαρακτηριστικά της αληθινής εμπειρίας Παραδείσου

Θα συνοψίσουμε τώρα τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των αληθινών εμπειριών παραδείσου και θα δούμε σε τι διαφέρουν από τις εμπειρίες του εναέριου κόσμου που περιγράφηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια.
1. Η αληθινή εμπειρία παραδείσου πάντοτε λαμβάνει χώρα στο τέλος μίας διαδικασίας ανόδου, συνήθως μέσα από τα τελώνια, εάν η ψυχή έχει κάποια «τέλη» να πληρώσει εκεί. Αντιθέτως, στις σημερινές «εξωσωματικές» και μεταθανάτιες» εμπειρίες, η διαδικασία ανόδου αναφέρεται μόνο σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις, και τα τελώνια καθώς και οι δαίμονές τους δεν απαντώνται ποτέ.

2. Η ψυχή πάντοτε οδηγείται στον παράδεισο από έναν ή περισσότερους αγγέλους, ποτέ δεν «περιφέρεται» εκεί και ποτέ δεν πηγαίνει εθελουσίως. Αυτή είναι σίγουρα μία από τις πιο εντυπωσιακές διαφορές ανάμεσα στις αυθεντικές εμπειρίες παραδείσου και στις σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες από τα «ουράνια» και τον «παράδεισο», που περιγράφουν οι Πεντηκοστιανοί και άλλοι: αυτές οι τελευταίες είναι σχεδόν πανομοιότυπες με τις εμπειρίες «παραδείσου» που έχουν κάποιοι κοσμικοί, ή ακόμα και αθεϊστές, όπως έχουμε ήδη δεί, εκτός από μερικά δευτερεύοντα σημεία ερμηνείας, τα οποία προέρχονται από την ανθρώπινη φαντασία, όπως στην περίπτωση εμπειριών στο «αστρικό πεδίο», όμως, σχεδόν ποτέ σε τέτοιες εμπειρίες δεν αναφέρεται ότι η ψυχή οδηγείται από αγγέλους. Γράφει σχετικά ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας την παράγραφο για τον πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο: «Έτσι και το Λάζαρο οι άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι’ αυτό το σκοπό, διότι δεν αναχωρεί προς εκείνη τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό. Διότι εάν, όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπασθή από το σώμα και μεταφέρεται προς τη μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς».
Αυτό το σημείο μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα καθοριστικά κριτήρια της αυθεντικής εμπειρίας παραδείσου. Στις εμπειρίες που αναφέρονται σήμερα, πολύ συχνά παρέχεται στην ψυχή η δυνατότητα να επιλέξει να «παραμείνει» στον παράδεισο ή να επιστρέψει στη γή, αντιθέτως, η γνήσια εμπειρία παραδείσου βιώνεται όχι κατόπιν επιλογής του ανθρώπου, αλλά μόνο κατ’ εντολήν του Θεού, που εκπληρώνεται από τους αγγέλους Του. Η συνήθως «εξωσωματική» εμπειρία «παραδείσου» στις μέρες μας δεν έχει την ανάγκη κάποιου οδηγού αφού λαμβάνει χώρα εδώ ακριβώς, στον αέρα που βρίσκεται πάνω από μας, που και πάλι όμως, βρίσκεται εντός του κόσμου τούτου, αντιθέτως, η παρουσία των οδηγών αγγέλων είναι αναγκαία στην περίπτωση που η εμπειρία λαμβάνει χώρα εκτός του κόσμου τούτου, σε ένα διαφορετικό είδος πραγματικότητας, την οποία η ψυχή δεν μπορεί να προσεγγίσει μόνη της. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι οι δαίμονες δεν μπορούν να μεταμφιεστούν ως «οδηγοί άγγελοι» επίσης, αλλά φαίνεται ότι σπάνια το κάνουν στις σημερινές εμπειρίες.
3. Η εμπειρία εκδηλώνεται μέσα σε λαμπρό φώς, και συνοδεύεται από έκδηλα σημάδια θείας χάρης, και ειδικότερα από μία υπέροχη ευωδία. Είναι αλήθεια ότι τέτοια σημάδια είναι μερικές φορές παρόντα και στις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες, υπάρχει όμως μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους η οποία μετά δυσκολίας μπορεί να θεωρηθεί ότι τονίζεται. Οι σημερινές εμπειρίες είναι επιφανειακές, ακόμα και ορατές μέσω των σωματικών οφθαλμών, τίποτε δεν τις διαχωρίζει από τις παρόμοιες εμπειρίες των απίστων εκτός από τις χριστιανικές συλλογικές εικόνες τις οποίες ο παρατηρητής βλέπει ή προσθέτει στην εμπειρία, δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για μια φυσική αίσθηση ευχαρίστησης στην «εξωσωματική» κατάσταση με ένα λεπτό «χριστιανικό» επικάλυμμα. Είναι, επίσης πιθανό ότι σε μερικές από αυτές τα πεπτωκότα πνεύματα ήδη προσθέτουν τις δικές τους πλάνες έτσι ώστε να παρασύρουν τον παρατηρητής ακόμα πιο πολύ στην υπερηφάνεια και να του επιβεβαιώσουν την επιφανειακή του ιδέα για τον Χριστιανισμό, εδώ όμως δεν υπάρχει ανάγκη να το εξακριβώσουμε αυτό. Από την άλλη, το βάθος της πραγματικής χριστιανικής εμπειρίας επιβεβαιώνεται με αληθινά χαρισματικές εκδηλώσεις. Ο αγ. Σάλβιος «τρεφόταν» τόσο πολύ από την ευωδία που δε χρειάστηκε ούτε τροφή ούτε νερό για περισσότερο από τρείς ημέρες, και μόνο τη στιγμή που αποκάλυψε την εμπειρία του η ευωδία χάθηκε αφήνοντας τη γλώσσα του ερεθισμένη και πρησμένη, ο αγ. Ανδρέας είχε πεθάνει για δύο εβδομάδες, ο συγγραφέας του Unbelievable for many… ήταν «κλινικά νεκρός» για 36 ώρες. Αναμφίβολα στις σημερινές εμπειρίες συμβαίνει μερικές φορές κάποια «θαυματουργική ανάνηψη» σε περιπτώσεις επικείμενου ή φαινομενικού θανάτου, ποτέ όμως δε συνοδεύεται από κάτι τόσο ασυνήθιστο όσο τα προαναφερθέντα, και ποτέ δεν υπάρχει κάτι που να υποδηλώνει ότι τέτοιες εμπειρίες ήταν πράγματι εμπειρίες παραδείσου και όχι ένα απατηλό φαινόμενο που προκαλεί ευχαρίστηση στο άτομο που βρίσκεται στην «εξωσωματική» κατάσταση (το «αστρικό πεδίο»). Η διαφορά ανάμεσα στις σημερινές εμπειρίες και στις αληθινές εμπειρίες παραδείσου είναι ακριβώς η ίδια με τη διαφορά ανάμεσα στον επιφανειακό σημερινό «Χριστιανισμό» και τον αληθινό Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Η αίσθηση της γαλήνης, για παράδειγμα, που αποκαλύπτεται στους βίους των μεγάλων Ορθοδόξων Αγίων απλώς δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί με τη «γαλήνη» που αισθάνεται ένας άνθρωπος ο οποίος «έχει δεχθεί το Χριστό ως τον προσωπικό του Σωτήρα» ή έχει βιώσει την πολύ συνηθισμένη σύγχρονη εμπειρία της «γλωσσολαλιάς» ή έχει δεί το «Χριστό» - φαινόμενο καθόλου σπάνιο σήμερα- αλλά ο οποίος καθόλου δε γνωρίζει τι συνεπάγεται η συνειδητή εν Χριστώ ζωή και η μετάνοια, και δεν έχει κοινωνήσει του αληθινού Σώματος και Αίματος του Χριστού στα Αγια Μυστήρια που ο ίδιος ο Χριστός καθιέρωσε. Οι σύγχρονες εμπειρίες «παραδείσου» είναι κυριολεκτικά «κίβδηλες απομιμήσεις» των γνήσιων εμπειριών.
4. Η αληθινή εμπειρία παραδείσου συνοδεύεται από ένα τέτοιο αίσθημα δέους και φόβου ενώπιον της μεγαλοσύνης του Θεού, καθώς και μίας τέτοιας αναξιότητας να αντικρίζει ο άνθρωπος αυτή τη μεγαλοσύνη, που σπάνια συναντώνται ακόμα και στους σημερινούς Ορθόδοξους Χριστιανούς, για να μη μιλήσουμε για όσους βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού. Οι εκ βάθους καρδίας εκφράσεις αναξιότητας του αγ. Σάλβιου, η τρεμάμενη γονυπετής προσκύνηση του αγ. Ανδρέα μπροστά στο Χριστό, ακόμα κι αυτή η τύφλωση του συγγραφέα Unbelievable for many μπροστά στο φώς που ήταν ανάξιος ν’ αντικρίσει, είναι εκδηλώσεις πρωτάκουστες για τις σημερινές εμπειρίες. Όσοι σήμερα βλέπουν τον «παράδεισο» του εναερίου κόσμου είναι «ευχαριστημένοι», «ευτυχείς», «ικανοποιημένοι» - σπανίως κάτι περισσότερο, στην περίπτωση που βλέπουν το «Χριστό» με κάποια μορφή, αρκούνται μόνο στο να «εντρυφήσουν» στους γνωστούς «διαλόγους» μαζί του που χαρακτηρίζουν τις εμπειρίες της «χαρισματικής» κίνησης. Το στοιχείο του Θείου και του δέους που αισθάνεται ο άνθρωπος ενώπιόν του, του φόβου του Θεού, απουσιάζουν από τέτοιες εμπειρίες.
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλα χαρακτηριστικά μίας αληθινής εμπειρίας παραδείσου, όπως καταγράφονται ειδικά στους Βίους Ορθοδόξων Αγίων, όμως όσα ήδη προαναφέραμε αρκούν για να τη διαχωρίσουν κατηγορηματικά από τις σημερινές παρόμοιες εμπειρίες. Ωστόσο, οποτεδήποτε τολμάμε να μιλάμε για τέτοιες μεταρσιωτικές και υπερκόσμιες εμπειρίες, θα πρέπει να έχουμε κατά νού ότι απέχουν πολύ από το δικό μας χαμηλό επίπεδο αίσθησης και αντίληψης, και ότι μας δίδονται περισσότερο ως έμμεσες ενδείξεις παρά ως πλήρεις περιγραφές αυτού που δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να περιγραφεί σωστά στην ανθρώπινη γλώσσα. «Εκείνα που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νούς ανθρώπου δεν συνέλαβε, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός δι’ εκείνους που τον αγαπούν».

Λίγα λόγια για τις οράσεις της κόλασης

Για τους Ορθόδοξους πιστούς η πραγματικότητα της κόλασης είναι τόσο βέβαιη όσο και αυτή του παραδείσου. Ο ίδιος ο Κύριος μας μίλησε αρκετές φορές για τους ανθρώπους εκείνους τους οποίους, επειδή δεν υπάκουσαν στις εντολές Του, Εκείνος θα στείλει « στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμασθεί διά τον διάβολον και τους αγγέλους του». Σε μία από τις παραβολές Του, περιγράφει το ζωντανό παράδειγμα του πλουσίου ο οποίος, καταδικασμένος στην κόλαση εξαιτίας των αδικημάτων που διέπραξε στην επίγεια ζωή, σηκώνει τα μάτια προς τον παράδεισο που έχει απολέσει και ικετεύει τον πατριάρχη Αβραάμ που βρίσκεται εκεί να επιτρέψει στον Λάζαρο, το ζητιάνο που περιφρονούσε όταν ήταν ζωντανός, να έρθει κοντά του «Να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίσει την γλώσσα μου, διότι υποφέρω μέσα σ’ αυτήν την φλόγα».Όμως ο Αβραάμ απαντά ότι «υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα».

Στην Ορθόδοξη χριστιανική γραμματεία οι οράσεις της κόλασης είναι τόσο συχνές όσο και οι οράσεις των ουρανίων και του παραδείσου. Τέτοιες οράσεις και εμπειρίες, αντίθετα με τις οράσεις των ουρανίων, εκδηλώνονται πιο συχνά σε κοινούς αμαρτωλούς παρά σε αγίους, και ο σκοπός τους είναι πάντα σαφής. Ο αγ. Γρηγόριος αναφέρει στους Διαλόγους του: «Η θεϊκή αγαθότητα κατά μεγάλη δωρεά της ευσπλαχνίας Της οικονομεί, ώστε μερικοί ακόμη και μετά την έξοδο ξαφνικά ξαναγυρίζουν στο σώμα, και αρχίζουν τελικά να φοβούνται τις βασάνους του άδη, τώρα που τις είδαν, κι ας μην πίστευαν προηγουμένως, όταν τις άκουγαν». Περιγράφει κατόπιν διάφορες εμπειρίες από την κόλαση καθώς και την εντύπωση που προκάλεσαν σε όσους τις βίωσαν. Ένας ασκητής με το όνομα Πέτρος, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της Ιβηρίας, πέθανε και είδε «τις τιμωρίες του άδη και τους αναρίθμητους τόπους των φλογών». Επιστρέφοντας ξανά στη ζωή, ο Πέτρος περιέγραψε τα όσα είχαν συμβεί γύρω του και, «από τότε με τόσες αγρυπνίες και νηστείες συνέσφιγξε τον εαυτό του, ώστε το ότι είχε δεί και φοβόταν τις βασάνους του άδη, κι αν ακόμα το αποσιωπούσε η γλώσσα, μιλούσε γι’ αυτό η πολιτεία του. Όντως, κατά θαυμαστή δωρεά του Παντοδυνάμου Θεού διά του θανάτου του οικονομήθηκε το να μην πεθάνει» .

Ο Αιδέσιμος Μπήντ, Αγγλος χρονικογράφος του 8ου αιώνα, αναφέρει πώς ένας άνθρωπος από την επαρχία της Νορθούμπρια επανήλθε στη ζωή αφού είχε υπάρξει «νεκρός» για μία ολόκληρη νύχτα και κατόπιν διηγήθηκε την εμπειρία του τόσο από τον παράδεισο όσο και από την κόλαση. Στην κόλαση, βρέθηκε σε πυκνό σκοτάδι, «πλήθος σκοτεινές φλόγες άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται συνεχώς μπροστά μας, μοιάζοντας να ξεπηδούν μέσα από μία τεράστια άβυσσο και μετά πάλι να βυθίζονται σ’ αυτήν… Καθώς οι πύρινες γλώσσες ανέβαιναν προς τα πάνω, γέμιζαν με τις ψυχές των ανθρώπων οι οποίες, σαν σπίθες που πετάγονταν ψηλά μαζί με τον καπνό, μερικές φορές εκτοξεύονταν με ορμή στον αέρα, και άλλες καταποντίζονταν στα βάθη της αβύσσου καθώς οι άχνες της φωτιάς εξασθενούσαν. Επιπλέον, μία απερίγραπτη δυσωδία που αναδιδόταν μαζί με αυτές τις άχνες γέμιζε όλον αυτόν τον ζοφερό τόπο… ξαφνικά άκουσα πίσω μου τον ήχο ενός αφάνταστα φρικιαστικού και απελπισμένου θρήνου, που συνοδευόταν από τραχύ γέλιο… είδα ένα πλήθος μοχθηρών πνευμάτων να σέρνουν μαζί τους στα σκοτεινά βάθη της αβύσσου πέντε ανθρώπινες ψυχές που ούρλιαζαν και θρηνούσαν ενώ οι δαίμονες γελούσαν και πανηγύριζαν… Εν τω μεταξύ, μερικά από τα καταχθόνια πνεύματα ξεπρόβαλαν από τα φλογισμένα βάθη και έσπευσαν να με περικυκλώσουν, βασανίζοντάς με έτσι όπως με κοιτούσαν με τα πυρωμένα μάτια τους και τις ειδεχθείς φλόγες που έβγαζαν από τα στόματα και τα ρουθούνια τους…».

Στο Βίο του Στρατιώτη Ταξιότη διαβάζουμε ότι, αφού οι δαιμονικοί «εισπράκτορες τελών» τον σταμάτησαν στα τελώνια, τα πονηρά πνεύματα τον άρπαξαν και άρχισαν να τον χτυπούν. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος: «με κατέβασαν στο εσωτερικό της γής, η οποία είχε χωριστεί στα δύο για να μας δεχθεί μέσα της. Με οδηγούσαν μέσα από στενές εισόδους και περιοριστικά ρήγματα με δαιμονική δυσωδία. Όταν έφτασα στα τρίσβαθα της κόλασης, είδα εκεί τις ψυχές των αμαρτωλών, περιορισμένες σε αιώνιο σκοτάδι. Η ύπαρξη σ’ αυτόν τον τόπο δεν μπορεί να ονομαστεί ζωή, αφού συνίσταται μόνον από δυστυχία, δάκρυα που δε βρίσκουν παρηγοριά, και ένα απερίγραπτο τρίξιμο δοντιών. Στον τόπο αυτό ακούγεται αιωνίως η απελπισμένη κραυγή: «Συμφορά μου, συμφορά μου !Αλίμονο, αλίμονο!». Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς όλα τα βάσανα που περιέχει η κόλαση, όλα τα μαρτύρια και τις οδύνες της. Οι νεκροί βογκούν από τα βάθη της καρδιάς τους, αλλά κανείς δεν τους συμπονά, κλαίνε και οδύρονται, αλλά κανείς δεν τους παρηγορεί, ικετεύουν, αλλά κανείς δεν τους δίνει προσοχή και δεν τους λυτρώνει. Ήμουν κι εγώ περιορισμένος σε εκείνες τις σκοτεινές περιοχές, γεμάτος απέραντη λύπη, και έκλαιγα επί έξι ώρες με πικρά αναφιλητά».
Ο μοναχός του Ουένλοκ αντίκρισε μία παρόμοια σκηνή στα «κατάβαθα» της γής, όπου «άκουσε ένα φρικιαστικό, τρομακτικό και ανείπωτο βογκητό και κλάμα από τις κολασμένες ψυχές. Και ο άγγελος του είπε: «Το μουρμούρισμα και το κλάμα που ακούς εκεί κάτω προέρχεται από τις ψυχές εκείνες, επί των οποίων η ευσπλαχνία του Κυρίου δε θα έρθει ποτέ, αλλά θα βασανίζονται αιωνίως μέσα σε μία άσβεστη φλόγα».


Φυσικά, δε θα πρέπει να εντυπωσιαζόμαστε υπέρμετρα από τις κυριολεκτικές λεπτομέρειες τέτοιων εμπειριών, και θα πρέπει να προσπαθούμε να αποφεύγουμε ακόμα περισσότερο κι απ’ ότι στην περίπτωση των ουρανίων και του παραδείσου να συνθέτουμε ένα «γεωγραφικό προσδιορισμό» της κόλασης με βάση αυτές τις αναφορές. Οι δυτικές έννοιες του «καθαρτηρίου» και του «προθάλαμου της κόλασης» είναι απόπειρες σύνθεσης ενός τέτοιου «γεωγραφικού» προσδιορισμού, όμως η Ορθόδοξη παράδοση γνωρίζει μόνο τη μοναδική πραγματικότητα της κόλασης στον κάτω κόσμο. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, αυτό που βλέπει ο άνθρωπος στις εμπειρίες της κόλασης είναι συχνά μία εικόνα των μελλοντικών μαρτυριών και όχι μία κυριολεκτική αναπαράσταση της παρούσας κατάστασης όσων βρίσκονται στην κόλαση αναμένοντας την Τελική Κρίση. Είτε όμως πρόκειται για αληθινή θέαση σημερινών πραγματικών καταστάσεων είτε για όραση του μέλλοντος, η εμπειρία της κόλασης, όπως είναι καταγεγραμμένη στις Ορθόδοξες πηγές είναι ένα ισχυρό μέσο αφύπνισης του ανθρώπου ώστε να ακολουθήσει την εν Χριστώ ζωή, το μοναδικό τρόπο για να διαφύγει τα αιώνια μαρτύρια, και γι’ αυτόν το λόγο ο Θεός παραχωρεί τέτοιες εμπειρίες.

Υπάρχουν άραγε κάποιες συγκρίσιμες εμπειρίες κόλασης στη σημερινή βιβλιογραφία των «μεταθανάτιων» εμπειριών;
Ο Δρ. Μούντυ και οι περισσότεροι άλλοι σημερινοί ερευνητές δεν έχουν συναντήσει σχεδόν καμιά τέτοια εμπειρία, όπως ήδη έχουμε διαπιστώσει. Σύμφωνα με την ερμηνεία που δώσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, το γεγονός αυτό οφείλεται στη «βολεμένη» πνευματική ζωή των σημερινών ανθρώπων, οι οποίοι συχνά δε φοβούνται διόλου την κόλαση ή δε γνωρίζουν τίποτε για τους δαίμονες, κι έτσι δεν περιμένουν να αντικρίσουν παρόμοιες εικόνες μετά θάνατον. Ωστόσο ένα πρόσφατο βιβλίο για τη μετά θάνατον ζωή προτείνει μία άλλη, πιθανόν ίσης αξίας ερμηνεία, ενώ ταυτόχρονα δεν αποδέχεται την άποψη ότι η εμπειρία της κόλασης είναι πράγματι τόσο σπάνια όσο φαίνεται. Αμέσως παρακάτω θα εξετάσουμε περιληπτικά τα ευρήματα του συγγραφέα αυτού του βιβλίου.

Ο Δρ. Μόρις Ρόουλινγκς, γιατρός από την πολιτεία του Τεννεσσή με ειδικότητα στην εσωτερική παθολογία και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, έχει ο ίδιος επαναφέρει στη ζωή πολλούς ανθρώπους που είχαν θεωρηθεί «κλινικώς νεκροί». Οι συνεντεύξεις που πήρε από τους ανθρώπους αυτούς τον δίδαξαν ότι «δεν είναι καλές όλες οι μεταθανάτιες εμπειρίες, αντίθετα με τις περισσότερες δημοσιευμένες σχετικές περιπτώσεις. Η κόλαση υπάρχει επίσης! Αφότου συνειδητοποίησα – αυτήν την αλήθεια άρχισα να συγκεντρώνω αναφορές δυσάρεστων εμπειριών που προφανώς οι άλλοι ερευνητές είχαν παραλείψει. Αυτό συνέβη, νομίζω, επειδή οι ερευνητές, συνήθως ψυχίατροι, δεν έχουν ποτέ επαναφέρει στη ζωή κάποιον ασθενή. Δεν τους έχει δοθεί ποτέ η ευκαιρία να είναι παρόντες σε μία τέτοια διαδικασία. Οι δυσάρεστες εμπειρίες που κατέγραψα στη μελέτη μου αποδείχθηκαν τουλάχιστον τόσο συχνές όσο και οι ευχάριστες. Έχω διαπιστώσει ότι οι περισσότερες από τις άσχημες εμπειρίες σύντομα απωθούνται βαθιά στο υποσυνείδητο ή στην περιοχή που βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της συνειδήσεως του ασθενούς. Φαίνεται ότι είναι τόσο οδυνηρές και ενοχλητικές που απομακρύνονται από τη συνειδητή μνήμη έτσι ώστε το άτομο να θυμάται μόνο τις ευχάριστες εμπειρίες ή καμιά απολύτως εμπειρία».

Ο δρ. Ρόουλινγκς περιγράφει το δικό του «μοντέλο» των εμπειριών κόλασης: «Όπως συμβαίνει και με αυτούς που είχαν καλές εμπειρίες, όσοι αναφέρουν ότι είχαν κακές εμπειρίες δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν ότι είναι νεκροί καθώς παρακολουθούν κάποιους ανθρώπους να επεμβαίνουν στα νεκρά τους σώματα. Εισέρχονται επίσης σε μία σκοτεινή δίοδο αφού αφήσουν το δωμάτιο του νοσοκομείου, αντί όμως να βρεθούν σε κάποιο φωτεινό τόπο βρίσκονται σε ένα σκοτεινό, μουντό περιβάλλον όπου συναντούν αλλόκοτους ανθρώπους που μπορεί να ενεδρεύουν μέσα στις σκιές ή κατά μήκος μίας φλεγόμενης πύρινης λίμνης. Η προκαλούμενη φρίκη δεν επιδέχεται καμίας περιγραφής και δύσκολα μπορεί να ανακληθεί στη μνήμη». Δίνονται διάφορες περιγραφές, μερικές εκ των οποίων από «τακτικά μέλη της εκκλησίας» που εκπλήσσονται από το γεγονός ότι βρίσκονται σε μία τέτοια κατάσταση, για διαβολάκια και αλλόκοτους γίγαντες που εμφανίζονται, για κάθοδο σε σκοτάδια και για μία πύρινη ζέστη, για τεράστιο λάκκο και ωκεανό φωτιάς.
Γενικά, αυτές οι εμπειρίες, λόγω τόσο της σύντομης διάρκειάς τους όσο και της απουσίας οδηγούντων αγγέλων ή δαιμόνων, δε διαθέτουν τα πλήρη χαρακτηριστικά των γνήσιων υπερκόσμιων εμπειριών, μερικές μάλιστα θυμίζουν αρκετά τις περιπέτειες του Ρόμπερτ Μόνροου. Παρέχουν, ωστόσο, ένα σημαντικό διορθωτικό παράγοντα στην ευρέως αναφερόμενη μεταθανάτια εμπειρία «παραδείσου» και «αίσθησης τέρψης»: ο «εξωσωματικός» κόσμος δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας κόσμος ευχάριστος και φωτεινός, και όσοι βίωσαν τη «δαιμονική» πλευρά του προσέγγισαν περισσότερο την αλήθεια των πραγμάτων απ’ όσους νιώθουν μόνο «απόλαυση» ευρισκόμενοι σε τέτοια κατάσταση. Οι δαίμονες του εναέριου κόσμου εκθέτουν ένα μέρος της πραγματικής τους φύσης σε αυτούς, ακόμα και φανερώνοντας έμμεσα τα μαρτύρια που περιμένουν στο μέλλον όσους δεν έχουν γνωρίσει τον Χριστό και δεν έχουν υπακούσει στις εντολές Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: