Οι άνθρωποι απέναντι στον Θεό, όπως και απέναντι στους ανθρώπους, συχνά είμαστε απαιτητικοί. Κάποτε και αναιδείς. Μετρούμε τη σχέση μας ανάλογα με το τι δικαιούμαστε. Διότι όντως δικαιούμαστε. Όχι γιατί αφ’ εαυτού μας έχουμε το δικαίωμα να θέλουμε, αλλά διότι ο Θεός είναι Πατέρας. Όπως οι φυσικοί γονείς κληροδοτούν στα παιδιά τους από αγάπη ένα μέρος ή ολόκληρη την περιουσία τους, έτσι και ο Θεός, ως Πατέρας και Δημιουργός όλων μας, μοιράζει στον καθέναν από εμάς «το επιβάλλον μέρος της ουσίας» (Λουκ. 15, 12). Εκτός από όσα μας έχει δώσει στη φύση μας, δηλαδή να είμαστε εικόνες Του, έχοντας ως προνόμια την αγάπη, την δημιουργικότητα, την ελευθερία, το λογικό, μας δίνει και τα ιδιαίτερα χαρίσματα που ο καθένας μας έχει. Ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά μας, αλλά και το ένα και μοναδικό χάρισμα το οποίο αποτελεί το πολυτιμότερο δώρο που μας έχει προσφέρει: την σωτηρία από το κακό και τον θάνατο, την δωρεά της αιωνιότητας. Μόνη προϋπόθεση για να οικειωθούμε αυτό το δώρο είναι η κοινωνία με τον Θεό. Διότι η αυτονόμησή μας έχει ως αποτέλεσμα να προσπαθούμε μόνοι μας να βρούμε αυτή τη δωρεά, σε χώρα μακρινή, και κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, διότι ο άνθρωπος δεν έχει την δυνατότητα να νικήσει ένα άλλο στοιχείο της φύσης του, που είναι η μετοχή μας στον χρόνο, η αρχή και το τέλος.
Οι άνθρωποι όμως είμαστε αναιδείς. Ζητούμε από τον Θεό τα πάντα, ακόμη και το δικαίωμα στην σωτηρία, χωρίς να θέλουμε να μείνουμε στο σπίτι Του. Στην Εκκλησία. Να συνυπάρχουμε με Εκείνον και τους υπηρέτες Του, τους αγγέλους, αλλά και τους άλλους ανθρώπους, τους αδελφούς μας. Ζητούμε να κάνουμε τη ζωή μας μακριά Του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαπιστώνουμε κάποια στιγμή ότι σπαταλούμε τα χαρίσματά μας. Τα εξαντλούμε σε έναν εγωκεντρικό τρόπο ζωής, μετατρέποντας την αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο σε αγάπη για τον εαυτό μας και μόνο. Την ελευθερία από τα πάθη και τις ανάγκες, σε ελευθερία από τον Θεό και αίσθημα εγωτικής αυτάρκειας. Την δημιουργικότητα που έχει ως σκοπό την προσφορά και την διάκριση, σε πνεύμα εξουσίας και υποταγής των πάντων στις ικανότητές μας. Το λογικό μας που έχει ως σκοπό την συνειδητοποίηση του νοήματος της ζωής, την παρατήρηση και την αναζήτηση τρόπων υγιούς συνύπαρξης, αλλά και την κατανόηση του κόσμου μας, σε εύρεση τρόπων να κάνουμε τους άλλους υποχείριά μας, σε έναν ορθολογισμό που απορρίπτει τον Θεό, σε θεοποίηση του νου μας. Το άρχειν ως διακονία των άλλων σε άρχειν ως θεραπεία του εγώ μας. Παγιδευόμαστε τότε στην αίσθηση ότι μπορούμε να νικήσουμε την φύση μας με τη δύναμη της επιστήμης, της γνώσης, της τεχνολογίας, της ιατρικής. Να παγώσουμε τον χρόνο και να μην νικηθούμε από τον θάνατο.
Σ’ αυτόν τον δρόμο μας συντροφεύουν δύο παράμετροι. Η μία είναι η δίψα μας για θέωση χωρίς τον κόπο και την χαρά της σχέσης με τον Θεό. Δεν έχουμε την αίσθηση ότι πρέπει να κουραστούμε για το «επιβάλλον μέρος της ουσίας», αλλά ότι είναι υποχρέωση του Θεού να μας το δώσει. Και όχι μόνο αυτό. Ότι δεν χρειάζεται να παραμείνουμε κοντά Του για να το διαχειριστούμε γόνιμα για τον εαυτό μας, αλλά ότι μπορούμε και μόνοι μας. Δεν έχει χαρά η σχέση μας με τον Θεό, διότι δεν μπορούμε να αντέξουμε την αγάπη Του. Κι αν ακόμη αποφασίσουμε από δειλία ή από βόλεμα να μείνουμε δίπλα Του, εντός της βασιλείας Του, η καρδιά μας θέλει το δικό της μερίδιο. Δεν βλέπουμε τον Θεό ως Πατέρα, αλλά ως Δεσπότη, ως Διοικητή μιας εταιρείας, μιας επιχείρησης στην οποία οι άνθρωποι δικαιούνται μερίδια και απαιτούν από Αυτόν δικαιοσύνη. Δεν είναι ο Ίδιος και η σχέση μας μαζί Του η χαρά και ο πλούτος, αλλά οι παροχές Του, τις οποίες ζητούμε να χαρούμε μόνοι μας, χωρίς Αυτόν, χωρίς την ευλογία Του. Έτσι φτάνουμε στο σημείο να μην βλέπουμε και τον πλησίον μας ως αδελφό μας, αλλά να μετρούμε τις δικές του πράξεις με γνώμονα το τι έχουμε προσφέρει εμείς, σε μία λογική δούναι και λαβείν. Οποιαδήποτε υστέρηση από τον Θεό σε μας που τόσα κάνουμε καλά, φαντάζει αδικία.
Η άλλη παράμετρος είναι διάβολος με τους λογισμούς που μας ενσπείρει. Διαστρέφει την πατρική παρουσία του Θεού στη ζωή μας και κηρύσσει την ανταρσία. Την αίσθηση της ελευθερίας από κάθε δέσμευση που επιφέρει η παραμονή στο σπίτι του Πατέρα, την Εκκλησία. Τα θέλγητρα της ζωής σε χώρα μακρινή, την φιληδονία, την φιλαυτία, την δόξα και την αναγνωρισιμότητα. Αλλά και σε όσους δεν είναι έτοιμοι να φύγουν από τον Θεό, υπενθυμίζει το μέτρημα της σχέσης με τον Θεό και τον συνάνθρωπο όχι με κριτήριο την αγάπη, αλλά την υπερηφάνεια γι’ αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, γι’ αυτό που θεωρούμε ότι δικαιούμαστε.
Στην παραβολή του ασώτου υιού ο νεώτερος γιος με θράσος ζητά από τον Πατέρα: «δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Αυτό κάνουμε κι εμείς. Ζητούμε από τον Θεό να μας δώσει τα πάντα, χωρίς να αισθανόμαστε την ανάγκη να δοθούμε στη σχέση μαζί Του. Αλλά ακόμη κι αν μένουμε στο σπίτι Του που είναι η Εκκλησία, διακατεχόμαστε από μία νοοτροπία στενοκαρδίας. Ανταγωνιζόμαστε για το μερίδιο της «πατρικής ουσίας», όχι για να το χαρούμε στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αλλά για να το καταναλώσουμε προς δική μας ευχαρίστηση. Πρόσχημά μας το καλό. Στην ουσία μας ενδιαφέρει η δόξα μας και η αυτάρκειά μας.
Στο Ευαγγέλιο αυτός που σπατάλησε τα χαρίσματα και την «πατρική ουσία» ζώντας άσωτα επέστρεψε. Αυτός που μετρούσε στενόκαρδα και συμφεροντολογικά την παρουσία του στην Εκκλησία δεν γνωρίζουμε αν τελικά έμεινε σ’ αυτήν. Το ρίσκο της ελευθερίας μπορεί να φέρει μετάνοια. Το βόλεμα του εγωισμού μπορεί τελικά να καταστήσει την ψυχή έρμαιο των δικαιωμάτων της. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός Πατέρας εξέρχεται από το σπίτι. Τον ένα υποδέχεται και αποκαθιστά, τον άλλο τον παρακαλεί. Η αγάπη μείζων πάντων.
Κέρκυρα, 12 Φεβρουαρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου