Σάββατο 31 Μαΐου 2025
ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1ης ΙΟΥΝΙΟΥ 2025- ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (Πράξεις Ἀποστόλων, 20, 16-18, 28-36)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ᾿Εγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. ᾿Αργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· Μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλῶσσα
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νὰ παρακάμψει τὴν ῎Εφεσο, γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν ἐπαρχία τῆς ᾿Ασίας· βιαζόταν νὰ εἶναι στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ἂν τοῦ ἦταν δυνατό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. ᾿Απὸ τὴ Μίλητο ὁ Παῦλος ἔστειλε στὴν ῎Εφεσο καὶ κάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῞Οταν ἦρθαν καὶ τὸν συνάντησαν τοὺς εἶπε· «Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα του. ᾿Εγὼ τὸ ξέρω ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου θὰ εἰσβάλουν σ’ ἐσᾶς λύκοι ἄγριοι, ποὺ δὲν θὰ λυπηθοῦν τὸ ποίμνιο. ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ ἀνάμεσά σας θὰ βγοῦν πρόσωπα ποὺ θὰ διδάσκουν πλάνες γιὰ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ μέρος τους. Γι’ αὐτὸ νὰ ἀγρυπνεῖτε, καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δὲν ἔπαψα νύχτα καὶ μέρα νὰ νουθετῶ μὲ δάκρυα τὸν καθένα σας. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Θεὸ καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὥριμους στὴν πίστη καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ὅσοι εἶναι δικοί του. ᾿Ασήμι ἢ χρυσάφι ἢ ἱματισμὸ ἀπὸ κανέναν δὲν ζήτησα. ᾿Εσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές μου καὶ τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτὰ ἐδῶ τὰ χέρια. Μὲ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τὸ παράδειγμα, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ βοηθᾶτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Νὰ θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ, ποὺ εἶπε· “καλύτερο εἶναι νὰ δίνεις παρὰ νὰ παίρνεις”». ᾿Αφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, γονάτισε αὐτὸς κι ὅλοι ἐκεῖνοι καὶ προσευχήθηκε.
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1η ΙΟΥΝΙΟΥ 2025- ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. ᾿Εγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ῞Οτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλῶσσα
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, σήκωσε ὁ ᾿Ιησοῦς τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε· «Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱὸς νὰ φανερώσει τὴ δική σου δόξα. ᾿Εσὺ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτὸς θὰ δώσει τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Καὶ νά ποιὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή· Ν’ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλες, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ᾿Εγὼ φανέρωσα τὴ δόξα σου πάνω στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Τώρα λοιπὸν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντὰ σ’ ἐσένα μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα κοντά σου προτοῦ νὰ γίνει ὁ κόσμος. ᾿Εγὼ σὲ ἔκανα γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς πῆρες μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ μοῦ τοὺς ἐμπιστεύτηκες. ᾿Ανῆκαν σ’ ἐσένα, κι ἐσὺ τοὺς ἔδωσες σ’ ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τὸν λόγο σου. Αὐτοὶ τώρα ξέρουν πὼς ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα· γιατὶ τὶς διδαχὲς ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἐγὼ τὶς ἔδωσα σ’ αὐτούς, κι αὐτοὶ τὶς δέχτηκαν καὶ ἀναγνώρισαν πὼς πραγματικὰ ἀπὸ σένα προέρχομαι, καὶ πίστεψαν πὼς ἐσὺ μὲ ἔστειλες στὸν κόσμο. ᾿Εγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ. Δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, γιατὶ ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου εἶναι καὶ δικά σου, καὶ τὰ δικά σου εἶναι καὶ δικά μου, καὶ δι’ αὐτῶν θὰ φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δὲν εἶμαι πιὰ μέσα στὸν κόσμο ἐνῶ αὐτοὶ μένουν μέσα στὸν κόσμο, κι ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. ῞Αγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου ποὺ μοῦ χάρισες, γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. ῞Οταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, ἐγὼ τοὺς διατηροῦσα στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες τοὺς φύλαξα, καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν χάθηκε, παρὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ τὰ λέω αὐτὰ ὅσο εἶμαι ἀκόμα στὸν κόσμο, ὥστε νὰ ἔχουν τὴ δική μου τὴ χαρὰ μέσα τους σ’ ὅλη τὴν πληρότητά της».
ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΕΑΥΤΟΙΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΟΙΜΝΙΩ
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20, 28)
«Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα Του».
Συμπληρώνονται 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ. Χ., στην οποία αποδοκιμάστηκε η αίρεση του Αρείου, ότι ο Χριστός δηλαδή δεν είναι Υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, δημιούργημά Του, όπως υποστηρίζουν και σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και καταγράφηκε επίσημα από τους 318 Θεοφόρους Πατέρες που συμμετείχαν στη Σύνοδο, ότι ο Θεός είναι για μας Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Την Κυριακή μετά την εορτή της Αναλήψεως, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και μας καλεί, ακολουθώντας τη διδασκαλία της, να μη λησμονούμε ποιος είναι ο Θεός στον Οποίο πιστεύουμε, να αφήνουμε κατά μέρος φιλοσοφικές ή γενικές αντιλήψεις περί ενός Θεού ως ανώτερης δύναμης ή ως ενός ξεχωριστού ανθρώπου και να εμπιστευόμαστε την Εκκλησία ως τη Μάνα μας, η οποία μας γαλουχεί με τα πνευματικά νάματα της πίστης, της σωτηρίας, της ανάστασης, της αιωνιότητας, της κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αλλάζοντας τη ζωή μας.
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας βρισκόμαστε στην Μίλητο. Ο απόστολος Παύλος έχει οργανώσει την Εκκλησία της Εφέσου, αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις τόσο των ειδωλολατρών, όσο και των ιουδαϊζόντων, κυρίως όμως διδάσκοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου, καθώς ένιωθε ότι θα έρθουν μετά από αυτόν εκεί αιρετικοί, οι οποίοι θα θελήσουν να οδηγήσουν τους χριστιανούς όχι σε σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία, αλλά σε σχέση με τους εαυτούς τους. Πριν αναχωρήσει ο Παύλος για τα Ιεροσόλυμα και τη Ρώμη, καλεί τους πρεσβυτέρους, τους επισκόπους και ιερείς της περιοχής της Εφέσου στην Μίλητο. Αυτοί θα συνεχίσουν τον δικό του αγώνα. Τους προτρέπει λοιπόν να προσέχουν τόσο τον εαυτό τους αλλά και όλο το ποίμνιο, την Εκκλησία που το Άγιο Πνεύμα όρισε να ποιμαίνουν, έχοντας αναφορά στον Χριστό που στερέωσε την πίστη και την Εκκλησία με το δικό Του αίμα.
«Προσέχετε εαυτοίς». Ο λόγος του αποστόλου Παύλου είναι μία συνεχής υπενθύμιση σε όλους τους χριστιανούς, κλήρο και λαό. Καλούμαστε να προσέχουμε να μην αλλοτριωνόμαστε από διδασκαλίες ανθρώπινες, διδασκαλίες προσωπικές και ατομικές, να μη λατρεύουμε ανθρώπους, αλλά τον Χριστό, και να υπακούμε στην Εκκλησία. Καλούμαστε να προσέχουμε να μην θεοποιούμε τον εαυτό μας, να μη νομίζουμε ότι η σκέψη μας είναι η σωστή, μολονότι είτε ατεκμηρίωτη σε σχέση με την παράδοση της Εκκλησίας, είτε ερμηνευμένη αυτόφωτα, με βάση τη δική μας νόηση. Αυτή η προτροπή είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη στην εποχή μας, τη μεταμοντέρνα, όπου ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον εαυτό του και μόνο τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να χάνει τον προσανατολισμό, το νόημα, την αλήθεια πάρα πολύ εύκολα, διότι απορρίπτει τις ρίζες, τα πρόσωπα αναφοράς, την παράδοση, τους Πατέρες, τις Συνόδους, την ίδια την Εκκλησία, και θέλει να έχει πάντα δίκιο ο ίδιος.
«Προσέχετε παντί τω ποιμνίω». Ο καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τη δική του, προσωπική πίστη, αλλά και για τον λαό του Θεού. Μπορεί ο Θεός να έχει ορίσει κάποιους λίγους να ποιμάνουν το ποίμνιό του, αλλά ο καθένας από εμάς έχει την ευθύνη της υπακοής, της προσευχής και της επίγνωσης ότι η δική του πτώση, το δικό του παραστράτημα, ο δικός του φανατισμός, η δική του άρνηση να λειτουργεί στην προοπτική της μετοχής στην Εκκλησία, επηρεάζει πολλούς. Κανείς δεν σώζεται μόνος του. Κανείς δεν υπάρχει μόνο για το εγώ του. Κληθήκαμε να υπάρχουμε εν σχέσει. Και η σωτηρία είναι γεγονός εκκλησιαστικό και όχι μόνο προσωπικό.
Η πίστη δεν είναι υπόθεση συμπεριφοράς. Η ηθική μας πορεία πρέπει να είναι απότοκος της πίστης, αλλά δεν προηγείται αυτής. Αν δεν πιστεύουμε ορθώς, μπορεί να είμαστε καλοί άνθρωποι, αλλά κινδυνεύουμε να μείνουμε έξω του νυμφώνος Χριστού. Αυτό παθαίνουν και οι αιρετικοί κάθε εποχής. Μπορεί κάποιοι ή και πολλοί εξ αυτών να είναι καλύτεροι άνθρωποι, ηθικότεροι, τιμιότεροι από τους χριστιανούς, όμως δεν έχουν κοινωνία με την Εκκλησία και τον Χριστό και ο δρόμος τους είναι σε κίνδυνο απώλειας της σωτηρίας. Διότι εύκολα πέφτουν στον πειρασμό της ηθικής αυτάρκειας. Στον πειρασμό της κατάκρισης, ότι εμείς είμαστε καλύτεροι, διαφορετικοί, εκλεκτοί. Εύκολα αρνούνται ότι ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να την αγιάσει και να τη θεραπεύσει και στο σώμα του Χριστού χωρούνε όλοι, αρκεί να το ζητούν διά της αληθινής πίστεως.
Τιμώντας τη μνήμη των Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και τη διδασκαλία τους, η οποία αποτυπώνεται έξοχα στο «Σύμβολο της Πίστεως», το γνωστό «Πιστεύω εις ένα Θεόν», η Εκκλησία μας καλεί να λειτουργούμε εν σώματι, εν σχέσει, εν παραδόσει, εν πίστει αληθινή. Ας το παλέψουμε αυτό στους καιρούς του διαδικτυακού θορύβου, των διαδικτυακών αστέρων, εκείνων οι οποίοι γίνονται κριτές των απάντων, εκείνων που δεν νιώθουν την Εκκλησία σπίτι τους, αλλά μόνο τη δική τους εκκλησία αποδέχονται. Ας μην παρασυρόμαστε και ας εντρυφούμε στην πίστη βιώνοντάς την με τον τρόπο και το ήθος της Εκκλησίας. Κι ακόμη κι αν τα πρόσωπα που έχουν τεθεί εξ Αγίου Πνεύματος να ποιμαίνουν τον λαό του Θεού σφάλλουν, η Εκκλησία θα τους επαναφέρει στην αλήθεια. Όσοι όμως χωρίζονται από την Εκκλησία, για χάρη της δικής τους εκκλησίας, χάνουν τη χάρη του Θεού και ζούνε την τραγωδία της θεοποίησης, ακόμη και με καλές προθέσεις, του εαυτού και της δικής τους αλήθειας. Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και καταστροφικός. Ας μην ακολουθήσουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
1η Ιουνίου 2025
Των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
Τετάρτη 28 Μαΐου 2025
ΜΗ ΕΑΣΗΣ ΗΜΑΣ ΟΡΦΑΝΟΥΣ ΚΥΡΙΕ
Μία αγωνιώδη κραυγή, που βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς, εκφράζει ο ιερός υμνογράφος της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου: «Ανελθών εις ουρανούς, όθεν και κατήλθες, μη εάσης ημάς ορφανούς, Κύριε» (Στιχηρό της Λιτής της εορτής).
«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού και προσβλέπουμε σε Εκείνον, όπως προς τον φυσικό μας πατέρα. Δεν θέλουμε την ορφάνια, την απώλεια, την αίσθηση ότι δεν είναι μαζί μας. Δεν είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Ο πατέρας μας δίνει τη ζωή, όπως επίσης και μας στηρίζει με την αγκαλιά, την παρηγοριά, το αίσθημα της ασφάλειας. Ο πατέρας νοιάζεται για μας, γίνεται θυσία , μας παρακολουθεί διακριτικά, μας συμβουλεύει, μας μαλώνει αν χρειαστεί, μας βάζει όρια, αλλά και χαίρεται με την ελευθερία μας, όταν προχωρούμε στην οδό που έχουμε επιλέξει και αυτή η οδός είναι δύναμης και ζωής αληθινής και δημιουργικής. Ο πατέρας είναι ένα κομμάτι από την καρδιά μας. Δεν έχει σημασία αν συμφωνούμε μαζί του. Γνωρίζουμε όμως ότι δεν θα μας εγκαταλείψει. Είναι η εγγύηση της κοινωνικότητας και η άρση της μοναξιάς. Ένας λόγος του πατέρα είναι αρκετός για να νιώσουμε ότι γνωρίζουμε πού θα απευθυνθούμε. Ότι έχουμε στήριγμα. Ένα βλέμμα του πατέρα είναι αρκετό είτε για να πάρουμε κουράγιο, είτε για να νιώσουμε χαρά, είτε για να μαζευτούμε, στα λάθη μας. Κυρίως όμως είναι η αγκαλιά του. Η αίσθηση της συγγνώμης που παρέχεται με γενναιοδωρία. Πως ό,τι κι αν πράξει το παιδί, δεν κλείνει ο δρόμος για το σπίτι.
«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Οι μαθητές, βλέποντας τον Χριστό να αναλαμβάνεται στους ουρανούς, να φεύγει από κοντά τους ως φυσική παρουσία, νιώθουν τον φόβο της ορφάνιας. Δεν είναι πως δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Δεν είναι ότι έχουν να μάθουν κάτι που δεν ξέρουν. Είναι αυτό το σφίξιμο στην καρδιά, το αίσθημα ότι ελευθερώθηκαν από την φυσική Του παρουσία μεν, αλλά δεν μπορούν να προχωρήσουν, διότι το συναίσθημα τούς καθηλώνει στο «είμαστε μόνοι χωρίς Εκείνον και τώρα τι θα κάνουμε;». Και η κραυγή γίνεται κραυγή αγωνίας, φόβου για το μέλλον, ανασφάλειας για το πώς θα διαχειριστούνε την ελευθερία τους, Ποιος θα τους καθοδηγήσει, θα τους συμβουλέψει, θα τους ενισχύσει στους σταυρούς που έρχονται, θα τους ωθήσει να προχωρήσουν και να μη λυγίσουν;
«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Πικρό δώρο στ’ αλήθεια η ελευθερία. Το να πατήσεις πάνω σ’ αυτήν για να χτίσεις, χρειάζεται πολύ θάρρος. Στην πραγματικότητα, μπορεί να μοιάζουμε ανακουφισμένοι όταν δεν έχουμε κανέναν πατέρα δίπλα μας, διότι η ύπαρξή μας λαχταρά να ανοίξει τα φτερά της μόνη της, αλλά η καρδιά και το μυαλό μας μάς υπενθυμίζουν ότι η μοναξιά της ελευθερίας είναι ένα τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε και αυτό δεν είναι εύκολο να το αντέξουμε. Θα θέλαμε, έστω και αργά το βράδυ της κάθε ημέρας της ζωής μας, να γυρίζουμε στο σπίτι και η αγκαλιά και η συμβουλή του πατέρα να είναι μία μικρή παρηγοριά. Δεν αντέχεται η ορφάνια.
«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Το γνωρίζει ο Χριστός. Και γι’ αυτό θα στείλει το Παράκλητο Πνεύμα στον κόσμο και στους μαθητές του, για να ειρηνεύσουν οι καρδιές τους. Για να τους υπενθυμίζει ότι δεν θα λείψει ποτέ από κοντά τους ο Χριστός, αλλά θα είναι παρών στη Θεία Κοινωνία, στο Σώμα και στο Αίμα του, θα είναι παρών στην Εκκλησία, στη συνάντηση των προσώπων, θα είναι Παρών στην αγάπη, όταν ο ένας θα μοιράζεται το χάρισμα, τη γνώμη, το έργο, τη συμπαράσταση, την αλήθεια με τον άλλον. Και τότε, τα πάντα θα παίρνουν τη ζεστασιά της υιοθεσίας. Οι μαθητές θα θυμούνται και θα ζούνε ότι δεν πιστεύουν σε έναν Θεό απόμακρο, ανώτερη δύναμη, άνιωθο για τους καημούς τους, απομακρυσμένο από την ανάγκη της παρηγοριάς, αλλά σε έναν Θεό παρόντα, που μυστικά και με χάρη θα γιατρεύει με το λάδι της αγάπης και το κρασί της χαράς τις πληγές τους, θα τους ενισχύει καρδιακά, θα τους παροτρύνει να μη σταματήσουν, αλλά και θα τους βοηθά να νιώθουν ότι η ελευθερία δεν είναι αυτάρκης, διότι χρειάζεται την αγάπη για να γίνει πλήρης.
«Μη μας αφήσεις ορφανούς». Σε έναν κόσμο στον οποίο θριαμβεύει η έπαρση τού «δεν έχω ανάγκη κανέναν», όπου η φιγούρα του πατέρα πρέπει να εξοντωθεί, διότι «μόνο το εγώ» αρκεί για να είμαι δήθεν ευτυχισμένος, όπου κάθε ρίζα θεωρείται ξεπερασμένη αντίληψη, η παραδοχή ότι χρειαζόμαστε την πίστη, την παράδοση, την Εκκλησία, κυρίως τον Χριστό είναι το πρώτο βήμα για να βρούμε τη χάρη του Πνεύματος. Διότι όταν νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε παιδιά, τότε ο Χριστός θα μας δίνει την πατρότητα, τη φιλία, τη δύναμη να αντέξουμε. Θα είναι δίπλα μας στις ήττες μας. Θα αγιάζει τις χαρές μας. Θα μας φωτίζει κατά τον τρόπο του να προχωρούμε, και στον δρόμο της βασιλείας Του. Κι ακόμη κι αν μας λείπει ο φυσικός μας πατέρας, ο Χριστός είναι Αυτός που θα μας υπενθυμίζει ότι τίποτε δεν είναι κενό, ότι δεν υπάρχει ορφάνια εκεί όπου υπάρχει μνήμη, αγάπη, συνάντηση.
Αυτή η πορεία προϋποθέτει προσωπική απόφαση. Όχι βεβαιότητες, αλλά ψηλάφηση της αλήθειας, εναπόθεση των φόβων και καινούργιο ξεκίνημα, μετάνοιας και αγάπης. Κυρίως όμως, προϋποθέτει Εκκλησία. Αυτή που λησμονούμε, παραδομένοι στην αυτάρκεια ενός κόσμου που έχει κάνει την ελευθερία ψευδαίσθηση δύναμης και όχι σύζευξη αγάπης.
Χρόνια πολλά!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
29 Μαΐου 2025
Της Αναλήψεως
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
Παράκληση στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος υπέρ του φωτισμού των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις μαθητών και μαθητριών του νησιού τέλεσε το απόγευμα της Τρίτης 27 Μαΐου 2025 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος. Ο κ. Νεκτάριος διάβασε ειδική ευχή για τα παιδιά, ενώ, στην προσφώνησή του, προέτρεψε να έχουν εμπιστοσύνη στον Θεό και στο θέλημά Του, να παλέψουν με υπομονή και προσευχή, όπως σε κάθε περίσταση της ζωής, αλλά και να μη λησμονούν ότι ο σκοπός του ανθρώπου είναι η Θεογνωσία, που έρχεται διά της χάριτος του Θεού. Ο κ. Νεκτάριος επεσήμανε ότι οι εξετάσεις είναι η στιγμή εκείνη κατά την οποία οι νέοι αναλαμβάνουν πλέον την ευθύνη της ζωής τους, χειραφετούνται και ετοιμάζονται να διεκδικήσουν την πρόοδο και την πορεία τους προς το αγαθό. Ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι η δύναμη, η παρηγοριά και η απαντοχή τους, όπως και για κάθε Κερκυραίο και για κάθε πιστό, καθώς ο ναός του είναι το σπίτι όλων. Τέλος, ο κ. Νεκτάριος ζήτησε από τα παιδιά να θυμούνται τον λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι είτε πετύχει κάποιος είτε δεν πετύχει σε στόχους που βάζει, αν η σκέψη του και η ελπίδα του είναι ο Θεός και η πρόνοιά Του, τότε, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έχει πετύχει. Ο ίδιος ως επίσκοπος εξέφρασε την πατρική του αγάπη και τις ευχές του και τόνισε ότι κάθε μέρα στον ναό του Αγίου θα τελείται η θεία λειτουργία και η μνημόνευση των ονομάτων των παιδιών.
Χαιρετισμό απηύθυνε και ο διευθυντής της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Κέρκυρας κ. Χαρίλαος Αλαμάνος, ο οποίος ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Κερκύρας για τη στήριξη στο έργο της εκπαιδευτικής κοινότητας και ζήτησε από τα παιδιά να έχουν εμπιστοσύνη στον Θεό, στην Παναγία και στον Άγιο Σπυρίδωνα, για να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους.
Τέλος, ο κ. Νεκτάριος έδωσε ευλογίες στους υποψήφιους, ενώ τα παιδιά προσκύνησαν το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος.
Τρίτη 27 Μαΐου 2025
ΑΡΕΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΠΕΡΑΣΗ
Ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έλεγε: «Να τιμάς τις αρετές. Και να μην επιδιώκεις την καλοπέραση. Γιατί οι μεν είναι πράγμα αθάνατο. Ενώ η άλλη εύκολα χάνεται» (Από το «Γεροντικό»).
Οι άνθρωποι έχουμε κατά βάθος στην καρδιά μας την επιδίωξη της καλοπέρασης. Δεν είμαστε έτοιμοι να κουραστούμε, ούτε μπαίνουμε στον κόπο με καλή διάθεση. Θα προτιμούσαμε να τα έχουμε όλα έτοιμα. Αυτό το πράττουμε οι γονείς στα παιδιά μας. Εύκολα τα λυπόμαστε όταν είναι να κουραστούνε και εύκολα τα αμνηστεύουμε όταν έχουν μπροστά τους όρια που πρέπει να τα υπερβούνε και αυτά δεν θέλουν να προσπαθήσουν. Έτσι, όταν έχουν τα παιδιά μας εξετάσεις και δεν προσπαθούνε, η εύκολη αντιμετώπιση είναι το «δεν πειράζει, τι να κάνουμε». Το ίδιο συμβαίνει και όταν καλούνται να διαβάσουν. Να έρθουν δηλαδή μπροστά σε μία απόπειρα να καλλιεργήσουν τη σκέψη και την ψυχή τους, να μάθουν πράγματα για τη ζωή τους, να βιώσουν ότι «τα αγαθά κόποις κτώνται». Οι γονείς είμαστε έτοιμοι να καταγγείλουμε το σύστημα, τους εκπαιδευτικούς, τις απαιτήσεις, όχι όμως να ωθήσουμε τα παιδιά μας, κάποτε και με το δικό μας παράδειγμα, να παλέψουν στον αγώνα της παιδείας.
Αν μπείτε σε ένα συνηθισμένο εφηβικό δωμάτιο, θα διαπιστώσετε ακαταστασία. Το ίδιο και στα παιδικά δωμάτια. Το πρόβλημα δεν είναι όμως η έλλειψη τάξης. Είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι δεν ενοχλούνται από αυτήν. Είναι ότι οι γονείς, ιδιαιτέρως οι μητέρες, θα πρέπει να αναλάβουν την τακτοποίηση, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, χωρίς να θέλουν να πιέσουν ουσιαστικά τα παιδιά να κάνουν αυτό το βήμα. Προφανώς και τα παιδιά θα παίξουν, θα ανακατέψουν. Το ίδιο και οι έφηβοι. Προφανώς θα υπάρχει και πλήξη και έλλειψη διάθεσης στο τέλος της ημέρας ή στην αρχή της το δωμάτιο να τακτοποιηθεί. Το θέμα είναι ότι συσσωρεύεται η αδιαφορία και η επιθυμία της καλοπέρασης έχει να κάνει με την άρνηση του κόπου.
Το όραμα των γονέων είναι τα παιδιά τους να μην κουραστούν όσο οι ίδιοι. Έτσι, τα πάντα τείνουν προς μία καλοπέραση, χωρίς, ταυτόχρονα, να υπάρχει ενδιαφέρον τα παιδιά να ασκηθούν στην αρετή. Και η αρετή έχει να κάνει με τον κόπο της υπέρβασης του εαυτού, της μη υποταγής σε κάθε επιθυμία, η οποία δεν είναι αυτονόητα καλή. Η αγάπη είναι η αρετή. Η αγάπη θέλει αγώνα ελευθερίας, η οποία εξ αρχής είναι δώρο του Θεού σε όλους μας, που είμαστε εικόνες Του. Ο κόπος δεν είναι κακό. Ο κόπος λειαίνει την ψυχή. Μαθαίνει τον άνθρωπο να εκτιμά τους σταυρούς του. Να μην τους θεωρεί καταστροφή, αλλά αφετηρία αγώνα, πίστης στον Θεό που ουδέποτε μας αφήνει στην πραγματικότητα μόνους μας.
Ο ασκητικός λόγος αναφέρει ότι οι αρετές είναι αθάνατο πράγμα. Συνοδεύουν τον άνθρωπο και σ’ αυτήν και στην άλλη ζωή, διότι τον κάνουν ταπεινό, τον κάνουν να νιώθει την αδυναμία του και να μην το βάζει κάτω, ακόμη κι αν ηττάται. Τον βοηθούν να δει τη δύναμη της συγχώρεσης του Θεού, της ελπίδας που η σχέση μας μαζί Του μάς προσφέρει. Αντίθετα, η καλοπέραση παρέρχεται. Ας μην πορευόμαστε λοιπόν με την αίσθηση ότι η ευτυχία είναι η αυτάρκεια και η άνεση. Η χαρά είναι απαραίτητη προφανώς στη ζωή, για να ξεκουραζόμαστε. Δεν μπορεί όμως η καλοπέραση να είναι ο στόχος. Η δημιουργία, η αρετή, η σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο, με όσον κόπο κι αν χρειαστεί, είναι ο δρόμος.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 28 Μαΐου 2025
Κυριακή 25 Μαΐου 2025
Σάββατο 24 Μαΐου 2025
«ΜΗΔΕΝ ΠΡΑΞΗΣ ΣΕΑΥΤΩ ΚΑΚΟΝ»
« ᾿Εφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε» (Πράξ. 16, 28)
Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή ο Παύλος λέγοντας: «Μην πράξεις στον εαυτό σου κανένα κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ».
Μία σκηνή, η οποία θυμίζει στιγμές της δικής μας ζωής, περιγράφει ο απόστολος Λουκάς στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων». Οι απόστολοι Παύλος και Σίλας βρίσκονται φυλακισμένοι στους Φιλίππους, στη σημερινή Καβάλα, και τη νύχτα, στη φυλακή, γίνεται σεισμός, με αποτέλεσμα ο δεσμοφύλακας της φυλακής να πιστέψει ότι οι απόστολοι δραπέτευσαν και επειδή την ευθύνη θα έπρεπε να την αναλάβει ο ίδιος ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει με το μαχαίρι του. Δεν ήταν μόνο θέμα τιμής επειδή ένιωθε ότι δεν επιτέλεσε την εργασία του. Ήταν και θέμα ανάληψης της ευθύνης έναντι της κοινωνίας που του εμπιστεύθηκε αυτή τη θέση, ακόμη κι αν δεν φαινόταν κάτι το σημαντικό για τους πολλούς. Τότε ο απόστολος Παύλος τον προλαβαίνει και τον προτρέπει: «μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν».
Η φράση του αποστόλου Παύλου δεν είναι μόνο μία αποτροπή στο να βλάψει τον εαυτό του ο άνθρωπος εκείνος. Έχει να κάνει και με την ανάγκη μας να βλέπουμε καθαρά τη ζωή και τις περιστάσεις. Η πρώτη σκέψη μας, ο πρώτος λογισμός μας συχνά γίνεται λογισμός απελπισίας, καθότι ο νους θολώνει, όταν δεν βλέπουμε καθαρά το τι συμβαίνει, φορτισμένοι συναισθηματικά από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και παλεύουμε, αλλά και από την αίσθηση τού τι είναι σωστό και τι λάθος στις επιλογές της ζωής μας. Δεν μπορούμε να δούμε λίγο πιο σφαιρικά, κάποτε με περισσότερη υπομονή, κυρίως όμως χωρίς φόβο, αλλά με εμπιστοσύνη στο θέλημα και την πρόνοια του Θεού. Έτσι, το ένα λάθος φέρνει το άλλο. Και η απογοήτευση, είναι κατάσταση που προέρχεται εκ του πειρασμού, διότι ο διάβολος μας υποβάλλει την ιδέα ότι είμαστε ανίκητοι, ολόσωστοι, ότι δεν πρέπει να χάσουμε για κανέναν λόγο, και τότε το αταπείνωτο φρόνημά μας μάς οδηγεί σε χειρότερες επιλογές.
«Μηδέν πράξης σεαυτώ κακόν». Ο Παύλος του επισημαίνει ότι κανείς δεν έφυγε. Κι αυτό δείχνει ότι ο χριστιανός δεν δραπετεύει από τον κόσμο, αφήνοντας άλλους να πληρώσουν το τίμημα, αλλά μένει και παλεύει. Έτσι, ο δεσμοφύλακας καλείται να δει τη ζωή στα πλαίσια μιας νέας κοινότητας. Δεν είναι η εργασία, το κοσμικό φρόνημα, η αίσθηση ότι είναι υπάλληλος ενός συστήματος που μετρά, αλλά η κοινότητα της πίστης. Μέσα από αυτήν ο άνθρωπος κάνει καινούργια αρχή, νικώντας το κακό, αλλά και μη όντας μόνος του βρίσκει συνανθρώπους που τον αγαπούνε και τον νοιάζονται.
Άραγε, λειτουργούμε ως Εκκλησία σ’ αυτή την προοπτική σήμερα ή έχουμε υποταγεί στο πνεύμα του ατομοκεντρισμού που μας κάνει να θέλουμε να κρατήσουμε για τον εαυτό μας τα όσα έχουμε, δεν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε σφάλματα και ήττες και βρίσκουμε τις εύκολες λύσεις της απόγνωσης και της καταστροφικότητας; Και το χειρότερο, νιώθουμε ότι πρέπει να στηρίξουμε τους αδελφούς μας, ώστε, όντας μέλη της κοινότητας, να συμπορευόμαστε μαζί τους ή δραπετεύουμε από τις δυσκολίες για να σώσουμε μόνο τον εαυτό μας;
Η ανάσταση του Χριστού συνεπάγεται και την ανάληψη της ευθύνης να λειτουργήσουμε ως μέλη μιας νέας κοινότητας αγάπης, ελευθερίας, αλήθειας και ελπίδας, στην οποία χωρούνε και οι άλλοι. Ας τους στηρίξουμε, για να μην πράξουν το κακό από απελπισία, φόβο και, κυρίως, μοναξιά.
Χριστός Ανέστη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
25 Μαΐου 2025
Κυριακή του Τυφλού
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25 ΜΑΪΟΥ 2025- ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Ἰωάν. 9, 1-38)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῾Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ᾿Εμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ῞Οταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῞Υπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ᾿Απῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ῎Αλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ᾿Εκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ῎Ελεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ᾿Απεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ῎Ανθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα. ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ῏Ην δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ῎Ελεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ῎Αλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ῾Ο δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ᾿Απεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ᾿Εφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ᾿Απεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· Τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ᾿Ελοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ῾Ημεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ᾿Απεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ᾿Εν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ͺᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ᾿Εκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ᾿Απεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ᾿Εν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ᾿Απεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλῶσσα
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς πήγαινε στὸν δρόμο του ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Τὸν ρώτησαν, λοιπόν, οἱ μαθητές του· «Διδάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε καὶ γεννήθηκε αὐτὸς τυφλός, ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀπάντησε· «Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ δύναμη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ αὐτόν. ῞Οσο διαρκεῖ ἡ μέρα, πρέπει νὰ ἐκτελῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε. ῎Ερχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται. ῞Οσο εἶμαι σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶμαι τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσμο». ῞Οταν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα, ἄλειψε μὲ τὸν πηλὸ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, καὶ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε νὰ νιφτεῖς στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ» -ποὺ σημαίνει «ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καὶ νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε πίσω, ἔβλεπε. Τότε οἱ γείτονες κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν· «Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν ἐδῶ καὶ ζητιάνευε;» Μερικοὶ ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν· «Εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει». ῾Ο ἴδιος ὅμως ἔλεγε· «᾿Εγὼ εἶμαι». Τότε τὸν ρωτοῦσαν· «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τὰ μάτια σου;» ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε· «῞Ενας ἄνθρωπος ποὺ τὸν λένε ᾿Ιησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε· “πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου”· πῆγα λοιπὸν ἐκεῖ, νίφτηκα καὶ βρῆκα τὸ φῶς μου». Τὸν ρώτησαν, λοιπόν· «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δὲν ξέρω», τοὺς ἀπάντησε. Τὸν ἔφεραν τότε στοὺς Φαρισαίους, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν ἄλλοτε τυφλός. ῾Η μέρα ποὺ ἔφτιαξε ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν πηλὸ καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια ἦταν Σάββατο. ῎Αρχισαν λοιπὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι νὰ τὸν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε· «῎Εβαλε πάνω στὰ μάτια μου πηλό, νίφτηκα καὶ βλέπω». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ἔλεγαν· «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου». ῎Αλλοι ὅμως ἔλεγαν· «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάνει τέτοια σημεῖα;» Καὶ ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπὸν πάλι τὸν τυφλό· «᾿Εσὺ τί λὲς γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;» Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε· «Εἶναι προφήτης». Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὅμως δὲν ἐννοοῦσαν νὰ πιστέψουν πὼς αὐτὸς ἦταν τυφλὸς κι ἀπέκτησε τὸ φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοὺς ρώτησαν· «Αὐτὸς εἶναι ὁ γιός σας ποὺ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν· «Ξέρουμε πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν τὸ ξέρουμε, ἢ ποιὸς τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια, ἐμεῖς δὲν τὸ ξέρουμε. Ρωτῆστε τὸν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτὸς μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του». Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους. Γιατί, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νὰ ἀφορίζεται ἀπὸ τὴ συναγωγὴ ὅποιος παραδεχτεῖ πὼς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτὸ εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τὸν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν πρὶν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν· «Πὲς τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός». ᾿Εκεῖνος τότε τοὺς ἀπάντησε· «῍Αν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν τὸ ξέρω· ἕνα ξέρω· πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τὸν ρώτησαν πάλι· «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;» «Σᾶς τὸ εἶπα κιόλας», τοὺς ἀποκρίθηκε, «ἀλλὰ δὲν πειστήκατε· γιατί θέλετε νὰ τὸ ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ γίνετε μαθητές του;» Τὸν περιγέλασαν τότε καὶ τοῦ εἶπαν· «᾿Εσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ· ἐμεῖς ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς μίλησε στὸν Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτὸν δὲν ξέρουμε τὴν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπε· «᾿Εδῶ εἶναι τὸ παράξενο, πὼς ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως αὐτὸς μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς δὲν τοὺς ἀκούει, ἀλλὰ ἂν κάποιος τὸν σέβεται καὶ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸν τὸν ἀκούει. ᾿Απὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος, δὲν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὰ μάτια ἑνὸς γεννημένου τυφλοῦ. ῍Αν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα». «᾿Εσὺ εἶσαι βουτηγμένος στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καὶ κάνεις τὸν δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καὶ τὸν πέταξαν ἔξω. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἔμαθε ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;» ᾿Εκεῖνος ἀποκρίθηκε· «Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός, κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μὰ τὸν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς. «Αὐτὸς ποὺ μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτὸς εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε· «Πιστεύω Κύριε», καὶ τὸν προσκύνησε.
ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25 ΜΑΪΟΥ 2025- ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Πράξεις Ἀποστόλων, 16, 16-34)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν ῾Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ῎Αφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ῎Εξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ᾿Εφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; Οἱ δὲ εἶπον· Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιᾶτο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλῶσσα
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, συνέβηκε, ενώ εμείς πηγαίναμε στην προσευχή, κάποια μικρή δούλη που είχε πνεύμα πύθωνα να μας συναντήσει, η οποία παρείχε πολύ κέρδος στους κυρίους της μαντεύοντας. Αυτή ακολουθούσε από κοντά τον Παύλο κι εμάς και έκραζε λέγοντας: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του ύψιστου, οι οποίοι σας αναγγέλλουν οδό σωτηρίας». Αυτό λοιπόν έκανε για πολλές ημέρες. Καταπονήθηκε τότε ο Παύλος και έστρεψε πίσω προς το πνεύμα και είπε: «Σου παραγγέλλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να εξέλθεις από αυτήν» – και εξήλθε αυτήν την ώρα. Όταν είδαν τότε οι κύριοί της ότι εξήλθε η ελπίδα του κέρδους τους, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά μπροστά στους άρχοντες και, αφού τους έφεραν προς τους στρατηγούς, είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι καταταράζουν την πόλη μας, όντας Ιουδαίοι, και αναγγέλλουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς να τα παραδεχόμαστε ούτε να τα κάνουμε, που είμαστε Ρωμαίοι». Και μαζί ξεσηκώθηκε ο όχλος εναντίον τους, και αφού οι στρατηγοί τους έσχισαν γύρω τα ρούχα τους, διέταζαν να τους ραβδίζουν. Και έδωσαν σ’ αυτούς πολλά χτυπήματα και τους έριξαν σε φυλακή, αφού παράγγειλαν στο δεσμοφύλακα να τους επιτηρεί προσεκτικά με ασφάλεια. Αυτός, όταν έλαβε τέτοιου είδους παραγγελία, τους έριξε στην εσώτερη φυλακή και τα πόδια τους τα ασφάλισε στο ξύλο. Κατά τα μεσάνυχτα, λοιπόν, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και υμνούσαν το Θεό, ενώ τους άκουγαν οι φυλακισμένοι. Τότε ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Ανοίχτηκαν τότε αμέσως όλες οι θύρες και όλων τα δεσμά λύθηκαν. Ξύπνησε τότε ο δεσμοφύλακας και, όταν είδε ανοιγμένες τις θύρες της φυλακής, τράβηξε τη μάχαιρα και έμελλε να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε πως έχουν ξεφύγει οι φυλακισμένοι. Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή ο Παύλος λέγοντας: «Μην πράξεις στον εαυτό σου κανένα κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ». Ζήτησε τότε φώτα, πήδηξε μέσα και καθώς ήταν έντρομος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στο Σίλα. Και αφού τους οδήγησε έξω, είπε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» Εκείνοι είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού και θα σωθείς εσύ και ο οίκος σου». Και μίλησαν σ’ αυτόν το λόγο του Κυρίου και μαζί σε όλους εκείνους που ήταν στην οικία του. Και αφού τους παράλαβε εκείνη την ώρα της νύχτας, έλουσε τις πληγές τους, και βαφτίστηκε αυτός και οι δικοί του όλοι αμέσως. Και τους ανέβασε στον οίκο του και παράθεσε τραπέζι και αγαλλίασε με όλο του τον οίκο, επειδή είχε πιστέψει στο Θεό.
Τετάρτη 21 Μαΐου 2025
ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΙΑΣΤΙΚΕΣ, ΕΡΓΑ ΒΙΑΣΤΙΚΑ
«Θέλω έργο ελαφρό και να μένει, παρά επίπονο από την αρχή και γρήγορα να κόβεται», έλεγε ο Αββάς Ματώης (Από το «Γεροντικό»)
Οι άνθρωποι βάζουμε έναν στόχο ή ξεκινάμε μία προσπάθεια με ενθουσιασμό. Το συζητάμε, το αποφασίζουμε, ιδίως αν είναι κάτι που ονειρευόμαστε, κάνουμε μεγάλες δηλώσεις και σπεύδουμε να το υλοποιήσουμε. Επειδή όμως δεν έχουμε υπολογίσει τις δυσκολίες του, όταν έρχεται η στιγμή που διαπιστώνουμε ότι ο κόπος που καλούμαστε να καταβάλουμε είναι δυσανάλογος με τα αποτελέσματα που φαίνεται να έρχονται, ενώ και τα εμπόδια δεν μοιάζουν τόσο απλά όσο τα είχαμε υπολογίσει, απογοητευόμαστε, με αποτέλεσμα το έργο γρήγορα να σταματά και να γίνονται όλα ματαίωση.
Ανάλογα συμβαίνει και με τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, ιδίως στον έρωτα και στη φιλία. Ο ενθουσιασμός έρχεται στην αρχή, όταν αυτός ή αυτή που συναντάμε δείχνουν ενδιαφέρον για μας. Αν μάλιστα είμαστε μοναχικοί, κάποτε και απογοητευμένοι, τότε αγκιστρωνόμαστε στη σχέση, με αποτέλεσμα να μην έχουμε υπολογίσει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα που έχουμε επιλέξει να συναναστραφούμε. Η βιασύνη έτσι μάς οδηγεί στο λάθος και την απογοήτευση. Ιδίως όταν βλέπουμε τη ζωή εντελώς συναισθηματικά, χωρίς να χρησιμοποιούμε το λογικό μας, όταν αισθανόμαστε αδύναμοι εσωτερικά και νιώθουμε την ανάγκη από κάπου να πιαστούμε, τότε η απογοήτευση μοιάζει αναπόφευκτη. Και μπορεί να μη θέλουμε να παραδεχτούμε το λάθος μας, να προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε μια σχέση χωρίς νόημα κάνοντας υποχωρήσεις, δικαιολογώντας τον άλλον, ελπίζοντας σε ένα διαφορετικό μέλλον, παλεύοντας να τον σαγηνεύσουμε με τον δικό μας τρόπο, αλλά έρχεται η στιγμή που θα διαπιστώσουμε το αδιέξοδο. Κι έτσι η βιασύνη στη σχέση θα οδηγήσει ξανά σε ματαίωση.
Αντίστοιχα συμβαίνει σε όσους έχουν γνωρίσει τον Θεό ύστερα από μια μεγάλη υπαρξιακή περιπέτεια. Ενθουσιάζονται μέσα από την μετάνοια και κάνουν μια προσπάθεια, η οποία συχνά φτάνει στα όρια της υπερβολής. Γίνονται εύκολα φανατικοί, στην προσπάθειά τους να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο μακριά από τον Θεό και να φέρουν το μήνυμα που οι ίδιοι ζούνε και σε άλλους ανθρώπους. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι ο δρόμος του καθενός προς τον Θεό είναι προσωπικός. Ότι η ελευθερία του άλλου είναι σεβαστή και ότι δεν μπορούμε, όσο και να θέλουμε να μοιραστούμε τον ενθουσιασμό μας, να τον επιβάλλουμε. Κάποτε, όταν ο ενθουσιασμός που έχει φορτωθεί πολλά ατονήσει, τότε η πτώση γίνεται έντονη. «Ενύσταξεν η ψυχή μου από αηδίας». Το ερώτημα γιατί ο Θεός μάς ξεχνά αναφύεται έντονο. Η απώλεια όμως του μέτρου από την δική μας πλευρά, έγινε η αιτίας της ματαίωσης.
Ο ασκητικός λόγος είναι εμπειρικός και σοφός. Καλύτερα ένα ελαφρύ έργο, μία σχέση με περίσκεψη, μία στροφή στον εαυτό μας και ένας αγώνας εντός της καρδίας μας, με μέτρο, αγάπη και υπομονή έναντι των άλλων, παρά έργα, υποσχέσεις, λόγια που κάνουν θόρυβο, αλλά δεν έχουν να κάνουν με αυτό που μπορούμε ή με αυτό που θα μπορούσαμε να παλέψουμε. Ο άλλος είναι ένας απρόβλεπτος παράγοντας. Δεν πρέπει να τρέχουμε πιο γρήγορα από όσο μπορεί να μας ακολουθήσει, ενώ και τα μεγάλα έργα χρειάζονται δύναμη, προσευχή και επιμονή. Απόφαση υπέρβασης του εαυτού. Θυσία. Όχι, τελικά, απαίτηση επιτυχίας, αλλά προσπάθεια.
Οι μεγάλες φιλοδοξίες συχνά κρύβουν εγωισμό και έλλειψη αυτογνωσίας. Βήμα-βήμα χρειάζεται, λίγα στην αρχή και έχει ο Θεός.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 21 Μαΐου 2025
Η εορτή του Αγίου Κωνσταντίνου στην Κέρκυρα και η εθνική επέτειος της Ενώσεως της Επτανήσου
Ξεκίνησαν οι εορταστικές εκδηλώσεις για την ένωση της Επτανήσου με τη μητέρα Ελλάδα στην Κέρκυρα. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος προέστη της επιμνημοσύνου δεήσεως στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Γαρίτσας, επ’ αφορμή της εθνικής επετείου και επί του τάφου του αειμνήστου Μητροπολίτου Κερκύρας Αθανασίου Πολίτη, του πρωτεργάτου της ενώσεως της Επτανήσου με τη μητέρα Ελλάδα.
Παρόντες ήταν ο Περιφερειάρχης Ιονίων Νήσων, ο Δήμαρχος Κέρκυρας, Αντιπεριφερειάρχες, Αντιδήμαρχοι και λοιποί εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και των αρχών. Στο τέλος, ο Σεβασμιώτατος κατέθεσε στεφάνι επί του τάφου του Αθανασίου Πολίτη.
Ακολούθως, μετέβησαν στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας, όπου βρίσκεται ο τάφος του αειμνήστου Ιωάννου Καποδίστρια, πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Μετά την τέλεση της επιμνημοσύνου δεήσεως επί του τάφου, κατέθεσαν στεφάνια ο Περιφερειάρχης Ιονίων Νήσων κ. Ιωάννης Τερπεκλης και ο Δήμαρχος Κεντρικής Κέρκυρας κ. Στέφανος Πουλημένος. Στο τέλος, εψάλη ο Εθνικός Ύμνος.
Ακολούθως, ο Σεβασμιώτατος χοροστάτησε στον πανηγυρικό εσπερινό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, εις τον ομώνυμο Ιερό Ναό στις Κουλίνες.
Στην ομιλία του αναφέρθηκε στις προσωπικότητες των Ισαποστόλων, Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητρός αυτού, Αγίας Ελένης.
Ανέλυσε γιατί η Εκκλησία τους ονόμασε Ισαποστόλους και γιατί οι βασιλείς ονομάζονται Θεόστεπτοι. Θεόστεπτοι, διότι ο ίδιος ο Θεός τους έχρισε, όπως τους βασιλείς της Παλαιάς Διαθήκης, και Ισαπόστολοι, διότι, όπως οι Απόστολοι, εκήρυξαν τον Χριστό με τίμημα την ίδια τους τη ζωή. Ο Άγιος Κωνσταντίνος όχι μόνο με το παράδειγμά του εκήρυξε τον Χριστό, αλλά και με το έργο του, ιδιαιτέρως με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, το οποίο εξασφάλισε την ελευθερία του θρησκεύειν και του λατρεύειν τον αληθινό Θεό.
Η δε ευσέβεια της μητρός του, Αγίας Ελένης, την οδήγησε στους Αγίους Τόπους, όπου όχι μόνο ανεύρε τον Τίμιο Σταυρό, αλλά και όλα τα ιερά προσκυνήματα. Τον φρικτό Γολγοθά, τον Πανάγιο Τάφο, και έκτισε τον περικαλλή Ναό της Αναστάσεως, περικλείοντας όλα τα ιερά προσκυνήματα.
Στο τέλος, ευχήθηκε ο Σεβασμιώτατος οι Άγιοι, όπως προστάτευσαν τότε τους διωκομένους χριστιανούς, να προστατεύουν και σήμερα την Εκκλησία του Χριστού μας, η οποία δεν παύει να είναι διωκόμενη.
Η επέτειος της Ενώσεως των Επτανήσων με την Ελλάδα και η εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Κέρκυρα
Ανήμερα της εορτης των αγιων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων λειτούργησε και ομίλησε στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καναλίων.
Κατόπιν, προέστη της δοξολογίας για την εθνική επέτειο στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Σπυρίδωνος, παρουσία εκπροσώπων του Υφυπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Στέφανου Γκίκα ως εκπροσώπου της Κυβέρνησης, των Βουλευτών, της Περιφέρειας, των Δημάρχων Κεντρικής, Βορείου και Νοτίου Κέρκυρας, εκπροσώπων των Δήμων, εκπροσώπων της Α΄ και Β΄ βαθμίδας Αυτοδιοίκησης, του Πρυτάνεως, των στρατιωτικών, των λιμενικών, των ναυτικών αξιωματικών και λοιπών εκπροσώπων του τόπου.
Ακολούθως, στο περιστύλιο των Ανακτόρων, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας. Στο Μνημείο της Ενώσεως των Επτανήσων ανεπέμφθη επιμνημόσυνη δέηση και πραγματοποιήθηκε κατάθεση στεφάνων, ενώ ακολούθησε η παρέλαση μαθητών, στρατού, ναυτικού, προσκόπων και λοιπών τμημάτων.
Στο κήρυγμά του, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην αγιότητα της Εκκλησίας μας, την οποία έφτασαν πολλοί άνθρωποι, πιστεύοντας στον Κύριό μας. Αυτή την πίστη θέλησαν να διατρανώσουν και οι άγιοι, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος και η μητέρα του, Αγία Ελένη. Αφορμήθηκε ο Σεβασμιώτατος από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας λέγει πως ο Θεός τον ανέβασε έως τρίτου ουρανού. Από τότε που του αποκαλύφθηκε ο Θεός διά της θείας οικονομίας, έπαυσε να είναι διώκτης των χριστιανών. Μάτια ανθρώπου δεν είδαν όσα είδε ο Απόστολος Παύλος και αυτιά ανθρώπου δεν άκουσαν όσα εκείνος άκουσε.
Εξ αγάπης, ο λόγος του Θεού ετοίμασε το σχέδιό Του, και κατά την οικονομία Του, αποκάλυψε στους ανθρώπους τον Θεό Πατέρα με την ενσάρκωση του Υιού Του.
Όταν ο μαθητής του Χριστού, ο Φίλιππος, είπε: «Δείξον ἡμῖν τὸν Πατέρα», ο Χριστός απάντησε: «Τοσούτον χρόνον μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε;». Το σχέδιο του Θεού ήταν να γνωρίσουμε τον Πατέρα μας, τις ρίζες μας, ώστε να κοινωνούμε προσευχητικά μαζί Του.
Οι άγιοι έζησαν αυτή την πίστη. Και πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να αναγνωρίστηκε ως άγιος της Εκκλησίας μας ένας αυτοκράτορας που έλαβε μέρος σε πολέμους. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε στους αγίους, διότι είχε πίστη, και ο Θεός τον αξίωσε στη θεογνωσία, όταν είδε το σημείο του Τιμίου Σταυρού «ἐν τούτῳ νίκα» και έτσι νίκησε αλλεπάλληλες μάχες. Είχε μετάνοια και βαπτίστηκε σε ώριμη ηλικία, δίνοντας τη δυνατότητα στους χριστιανούς να λατρεύουν ελεύθερα τον αληθινό Θεό με το διάταγμα των Μεδιολάνων.
Η μητέρα του, Αγία Ελένη, εκ βάθους πίστεως, με θυσιαστική καρδία, μετέβη στα Ιεροσόλυμα και ανήγειρε τον Ναό της Αναστάσεως και πολλά άλλα προσκυνήματα, τα οποία προσκυνούμε μέχρι σήμερα εμείς οι χριστιανοί.
Η σημερινή αθεΐα, η οποία λανσάρεται στους ανοχύρωτους πνευματικά ανθρώπους , απαξιώνει την πίστη και τη χριστιανική ζωή. Ο Χριστός μας όμως, αδελφοί, πάντοτε ήταν και πάντοτε θα είναι η Τρανή Αλήθεια. Τότε και τώρα, κάποιοι παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως λυτρωτή των ανθρώπων και θεσπίζουν νόμους που αντιστρατεύονται τον Νόμο του Θεού. Επιβάλλουν την εφαρμογή τους ακόμη κι όταν δεν εναρμονίζονται με τον νόμο της συνειδήσεως και της αγάπης.
Η Εκκλησία του Χριστού όμως , και τότε και σήμερα, διακονεί την σωτηρία μας. Ο Χριστός προσφέρει άλλη πίστη. Ο κόσμος σήμερα είναι γεμάτος πολέμους, χύνεται το αίμα αθώων ανθρώπων για συμφέροντα, αδικίες και κυριαρχεί η αμαρτία. Αντιθέτως, οι άνθρωποι του Θεού αγαπούν την ειρήνη, και βάσει αυτής της ειρήνης κάθε χριστιανός ζητεί τον Θεό στη ζωή του.
Ας επικαλεστούμε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη για τη ζωή μας, την οικογένειά μας, την πορεία μας.
Χωρίς Χριστό, τα πάντα δοκιμάζονται.
Ο Σεβασμιώτατος προέτρεψε να μείνουμε στην αγάπη του Θεού και να μη φοβόμαστε. Εκείνος θα στέλνει το φως Του, και όποιος εκζητεί το φως αυτό το οποίο εξήλθε από τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού δεν θα περιπατεί εν τη σκοτία, αλλά εν τω φωτί.
Τρίτη 20 Μαΐου 2025
Από την Δικτατορία της Πανδημίας στην Ηλεκτρονική Δικτατορία Μια προσέγγιση της σύγχρονης κρίσης του προσώπου
Του Μητροπολίτου Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια δραματική και ταχεία μετάβαση από την υγειονομική δικτατορία —όπως εγκαθιδρύθηκε στη διάρκεια της πανδημίας— σε μια μορφή ηλεκτρονικού ολοκληρωτισμού, όπου το ανθρώπινο πρόσωπο απειλείται με πλήρη αποπροσωποποίηση. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι απλώς πολιτικό ή κοινωνικό. Πρόκειται, κατά βάση, για βαθύ θεολογικό πρόβλημα. Η πνευματική ζωή, η ελευθερία του προσώπου και η δυνατότητα του ανθρώπου να ζει σε κοινωνία με τον Θεό απειλούνται από τη νέα αυτή συνθήκη, η οποία, παρά τις τεχνολογικές της προφάσεις, δεν είναι παρά μια νέα μορφή ανελευθερίας.
Κατά την περίοδο της πανδημίας, επιβλήθηκε ένα αυστηρό καθεστώς ελέγχου, που στηρίχθηκε στην ψευδαίσθηση ότι το κράτος μπορεί να εγγυηθεί την υγεία και τη σωτηρία του ανθρώπου μέσω περιορισμών, απαγορεύσεων και μαζικού εγκλεισμού. Για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία, απαγορεύθηκε η λειτουργία των ναών, η προσέλευση των πιστών στα Μυστήρια, η κανονική ζωή της Εκκλησίας. Το πρόσωπο, εντός και εκτός Εκκλησίας, αντιμετωπίστηκε ως φορέας κινδύνου, και η κοινωνία μετατράπηκε σε χώρο επιτήρησης, καχυποψίας και απομόνωσης.
Το βίωμα αυτό δεν ήταν προσωρινό. Ήταν πρόπλασμα μιας νέας κατάστασης: της ηλεκτρονικής δικτατορίας, όπου η ίδια λογική της καθολικής επιτήρησης εφαρμόζεται πλέον σε κάθε πτυχή της ζωής. Το λεγόμενο «ψηφιακό κράτος» δεν έρχεται να εξυπηρετήσει τον πολίτη· έρχεται να τον ορίσει, να τον αναλύσει, να τον παρακολουθήσει και, τελικώς, να τον χειραγωγήσει. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε αριθμό, σε δεδομένο, σε στατιστική. Χάνει το πρόσωπό του. Και αυτό είναι το τραγικότερο όλων.
Οι σύγχρονες απειλές κατά της ελευθερίας δεν περιορίζονται πλέον σε πολιτικά καθεστώτα βίας, αλλά διεισδύουν με πιο λεπταίσθητους και καθολικούς τρόπους στην ίδια τη δομή της ανθρώπινης ύπαρξης με το πρόσωπο της άνεσης, της τεχνολογίας και της πληροφορίας, έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο καθίσταται προβλέψιμο και ελέγξιμο μέσα από τη διαρκή συλλογή βιομετρικών και ψυχολογικών δεδομένων. Η τεχνητή νοημοσύνη και οι αλγόριθμοι αναλαμβάνουν να γνωρίζουν τον άνθρωπο καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζει εκείνος τον εαυτό του. Πρόκειται για έναν "εκ των έσω έλεγχο", όπου η ελεύθερη βούληση ακυρώνεται όχι με καταναγκασμό, αλλά με προγραμματισμό και υποβολή.
Η Ορθόδοξη θεολογία όμως αντιλαμβάνεται το πρόσωπο όχι ως βιολογική ή κοινωνική μονάδα, αλλά ως ανεπανάληπτη ύπαρξη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Ὅ,τι ἐνῶται τῷ Θεῷ, τοῦτο ἔστιν πρόσωπον». Δηλαδή, το πρόσωπο δεν είναι κάτι το φυσικό ή ψυχολογικό, αλλά φανερώνεται στην ελεύθερη σχέση με τον Θεό. Ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο όταν υπάρχει «ἐν κοινωνίᾳ», όταν υπερβαίνει τη φύση του μέσα από τη σχέση, την αγάπη και την ελευθερία.
Αυτήν την ελευθερία καλείται να υπερασπιστεί η Εκκλησία σήμερα. Διότι, όπως τονίζει ο Μέγας Αθανάσιος, «οὐκ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον ὡς δοῦλον, ἀλλ’ ἐλεύθερον»· και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής προσθέτει: «Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς θείας ἐντολῆς ἐν τῷ κόσμῳ». Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος χάνει τη δυνατότητα να επιλέξει, να ομολογήσει, να ζήσει κατά συνείδησιν, τότε δεν απειλείται μόνον η πολιτική του ελευθερία, αλλά και η σωτηρία του.
Η θεολογική ελευθερία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει στο μυστήριο της θεώσεως. Η απρόσωπη, μαζική, ψηφιακή διαχείριση των ανθρώπων είναι ξένη προς αυτή την αντίληψη. Διότι ο Θεός δεν σώζει «ομάδες» ή «σύνολα», αλλά πρόσωπα· δεν απευθύνεται σε αριθμούς, αλλά σε ονόματα. Ο ίδιος ο Χριστός δηλώνει: «ἐγὼ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν» (Ἰωάν. 10,14). Η γνώση αυτή είναι σχέση, είναι αναγνώριση, είναι προσωπική αγάπη.
Στον αντίποδα, ο ολοκληρωτισμός —είτε υγειονομικός είτε ψηφιακός— στοχεύει στη διάλυση αυτής της σχέσης. Όταν το άτομο αντιμετωπίζεται ως μηχανικό εξάρτημα ενός συστήματος, τότε η πνευματική του ζωή ατονεί, η συνείδησή του χειραγωγείται και η ελευθερία του ακυρώνεται. Η προφητική φωνή των Πατέρων προειδοποιεί: «Ἡ ἀλήθεια οὐ συμβιβάζεται μετὰ τοῦ ψεύδους, οὐδὲ ἡ ἐλευθερία μετὰ τοῦ καταναγκασμοῦ» (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς).
Η κοινωνιολογία της εξουσίας και του ελέγχου, που έχει ιδιαίτερα αναπτυχθεί, δείχνει ότι κάθε κοινωνικό σύστημα διαμορφώνει μηχανισμούς εξουσίας που διεισδύουν στο σώμα και στη σκέψη του ανθρώπου. Όμως, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, σήμερα ο έλεγχος δεν ασκείται κυρίως με φυσική βία, αλλά με αόρατα και τεχνολογικά μέσα, τα οποία καθιστούν τον πολίτη διαφανή απέναντι στο κράτος, αλλά και αόρατο ως πρόσωπο. Η «διαχείριση του πληθυσμού» γίνεται κεντρικός στόχος, και όχι η υπηρεσία του ανθρώπου.
Ο έλεγχος σήμερα έχει περάσει σε ένα επίπεδο ενσωματωμένο στο ίδιο το άτομο. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ελέγχει τον εαυτό του σύμφωνα με τις επιταγές του συστήματος, χωρίς εξωτερικό καταναγκασμό. Ο Χριστιανισμός όμως καλεί τον άνθρωπο όχι σε αυτολογοκρισία, αλλά σε μετάνοια· όχι σε συμμόρφωση, αλλά σε μεταμόρφωση· όχι σε μηχανική υπακοή, αλλά σε θεληματική κοινωνία με το θέλημα του Θεού.
Η Εκκλησία οφείλει να διαφυλάξει την ελευθερία των μελών της. Δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί την καθολική επιβολή ενός ψηφιακού φακελώματος, που ενοποιεί όλα τα προσωπικά δεδομένα υπό ένα ενιαίο αριθμητικό σχήμα. Δεν είναι δυνατόν να δεχθεί να γνωρίζει η κρατική εξουσία ταυτόχρονα τον τραπεζικό λογαριασμό, την ιατρική κατάσταση, τη φορολογία και τη θρησκευτική ταυτότητα του κάθε πολίτη —και να μπορεί να ρυθμίζει τη ζωή του αναλόγως. Αυτό δεν είναι απλώς τεχνολογική πρόοδος. Είναι κατάργηση της προσωπικής αυτονομίας, της ελεύθερης βούλησης και της πνευματικής ταυτότητας.
Η δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης που στηρίζεται στην ελευθερία και την ισότητα των προσώπων, έχει ήδη αρχίσει να παραχωρεί τη θέση της σε μορφές ήπιου ή σκληρού ολοκληρωτισμού, αφού απουσιάζει πλέον ο ουσιαστικός έλεγχος και η λογοδοσία των κρατούντων. Οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς ουσιαστικό διάλογο με την κοινωνία· οι νόμοι επιβάλλονται χωρίς σεβασμό στη συνείδηση των πολιτών· και η Εκκλησία αντιμετωπίζεται όχι ως σώμα Χριστού αλλά ως οργανισμός υποταγμένος στο κρατικό πρωτόκολλο.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να σιωπά ενώπιον της μετατροπής του ανθρώπου σε αριθμό. Δεν έχει το δικαίωμα να συμβιβαστεί με ένα σύστημα που, επικαλούμενο την πρόοδο, καταλύει την ελευθερία, καταγράφει το πρόσωπο, και αποδομεί την πνευματική του υπόσταση. Ούτε και μπορεί να υποταχθεί σε τεχνοκρατικές λογικές που εξοβελίζουν τον Θεό από τον δημόσιο βίο. Η Γραφή προειδοποιεί: «ἔσονται καιροὶ χαλεποί» (Β’ Τιμ. 3,1). Ο καιρός αυτός δεν είναι μέλλων· είναι παρών. Και απαιτεί από την Εκκλησία να σταθεί όχι ως παρατηρητής της ιστορίας, αλλά ως φρουρός της αληθείας και της ελευθερίας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει πως η Εκκλησία είναι «το κοινόν ἰατρεῖον» των ψυχών, αλλά και των κοινωνιών. Η κοινωνία σήμερα νοσεί· και η νόσος της είναι υπαρξιακή και πνευματική. Οδηγείται σε μια μορφή παγκόσμιου μηδενισμού, όπου η τεχνολογία υποκαθιστά την ηθική, και η πληροφορία υποκαθιστά τη σοφία και την πίστη. Σε αυτό το περιβάλλον, η Εκκλησία καλείται να υπενθυμίσει ότι δεν υπάρχει αληθινή κοινωνία χωρίς Θεό· και ότι κάθε επιβολή που στερεί τον άνθρωπο από την προσωπική του σχέση με τον Δημιουργό είναι πνευματικά ολέθρια.
Η κοινωνιολογία του ελέγχου υπογραμμίζει τη λειτουργία της «κανονικοποίησης»· δηλαδή της επιβολής κανόνων συμπεριφοράς που καθιστούν τον άνθρωπο αναλώσιμο και προβλέψιμο. Η Εκκλησία όμως προτείνει έναν άλλο τρόπο ζωής: την ελευθερία του Πνεύματος, την ασκητική αντίσταση στην ισοπέδωση, την αγιότητα ως υπέρβαση κάθε εξωτερικής συμμόρφωσης. Η αντίθεση είναι ριζική· δεν πρόκειται για ζήτημα διοικητικής επιλογής, αλλά για πνευματικό αγώνα.
Ως Επίσκοπος της Εκκλησίας, θεωρώ, ότι έχω την ευθύνη όχι μόνο να παρακολουθώ, αλλά και να λαμβάνω θέση. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την μετατροπή του προσώπου σε αριθμό, την καθολική ψηφιακή του καταγραφή, και την υποταγή του στις επιταγές ενός απάνθρωπου συγκεντρωτικού συστήματος που δεν γνωρίζει τον Θεό και καταδυναστεύει τον άνθρωπο. Η Αγία Γραφή μας προειδοποιεί: «ἔσονται καιροὶ χαλεποί» (Β’ Τιμ. 3,1). Δεν είναι δυνατόν να σιωπήσουμε ενώπιον της αρχής των ωδίνων.
Η Εκκλησία καλείται να σταθεί ως Κιβωτός ελευθερίας, ως τόπος αντίστασης στην ισοπέδωση του προσώπου και κατ’ επέκτασιν της κοινωνίας. Να κηρύξει εκ νέου την αξία του ανθρώπου ως εικόνας του Θεού, να προστατεύσει την ιερότητα της ελευθερίας του, και να θυμίσει σε όλους ότι η σωτηρία δεν περνά μέσα από τους αλγόριθμους και την μηχανική μάθηση, αλλά μέσα από την εν Χριστώ κοινωνία.
Είναι πλέον καιρός εγρηγόρσεως. Είναι καιρός ομολογίας.
Η εορτή της παρόδου του λειψάνου του Αγίου Νικολάου στην Κέρκυρα
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκτάριος, λειτούργησε και ομίλησε στον Άγιο Νικόλαο της Πετάλιας. Η Πετάλια είναι το ορεινότερο χωριό της Κέρκυρας, με λιγοστούς κατοίκους, κάτω από τον υψηλό Παντοκράτορα. Το χωριό τιμά τον Άγιο Νικόλαο και εορτάζει την Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του.
Ο Σεβασμιώτατος λειτούργησε και ομίλησε με τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε λιτάνευση της Ιεράς Εικόνας του Αγίου Νικολάου καθώς και της Εικόνας της Αναστάσεως του Κυρίου μας, όπως συνηθίζεται στην Κέρκυρα αυτή την πασχαλινή περίοδο.
Στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του Αγίου Νικολάου, του σοφού και πολιού Παππού της Εκκλησίας, ο οποίος στήριξε το ποίμνιό του και το περιφρούρησε από τις αιρέσεις αλλά και από την αμαρτία. Επιπλέον, ως καλός πνευματικός πατέρας, έσωσε πολλούς ανθρώπους από κινδύνους, ιδιαίτερα τους καταδικασμένους σε θάνατο, οι οποίοι βρίσκονταν στη φυλακή. Γι’ αυτό και έγινε ο Άγιος του λαού.
Σήμερα γιορτάζουμε την Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του, που κατά την παράδοση, όταν οι Λατίνοι εσύλησαν τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Νικολάου και τα μετέφεραν στο Μπάρι της Ιταλίας, σταμάτησαν στην Κέρκυρα για ανεφοδιασμό και προς στιγμήν έθεσαν το Άγιο Λείψανο δίπλα στην παραλία, επάνω σε μια πέτρα. Έκτοτε συνηθίζεται στην Κέρκυρα να ονομάζεται ο Άγιος Νικόλαος «της Πέτρας».
Αυτός λοιπόν ο μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας, τον οποίο επέλεξαν οι Πατέρες σας και οι πρόγονοί σας όταν ίδρυσαν αυτό το χωριό, μέσα στο κάλλος και στον δασώδη όγκο του Παντοκράτορα, στο κέντρο του ανηγέρθη ο Ιερός Ναός, για να προστατεύει τους κατοίκους και να εκπέμπει μηνύματα τα οποία σήμερα οι άνθρωποι απαξιώνουν.
Ο Άγιος Νικόλαος έδωσε το μήνυμα της ενότητας στο λαό του,το μήνυμα της αξίας της πίστεως,το μήνυμα της οικογένειας που είναι στηριγμένη στην πίστη του Χριστού μας.
Όλες αυτές οι αξίες σήμερα αμφισβητούνται από τη μία πλευρά, και από την άλλη δε παύει ο Άγιος Νικόλαος να μας υπενθυμίζει το καθήκον μας και τις αξίες στη ζωή μας, τις οποίες έκλεψαν από τη ζωή της πατρίδας μας και του τόπου μας.
Στο τέλος, ο Σεβασμιώτατος κάλεσε τους ανθρώπους σε μια επιστροφή πνευματικής ανασυγκρότησης και αναστοχασμού: τι κληρονομήσαμε και τι έχουμε διαφυλάξει από αυτή την ηθική και πνευματική κληρονομιά.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας έγινε λιτανεία, ψάλλοντας τους αναστάσιμους ύμνους και προσευχόμενοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού.