Translate

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Ευαγγέλιο και Απόστολος σήμερα 16 Ιουνίου

 Ευαγγέλιο σήμερα 16 Ιουνίου


ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙϚ´ 15 – 23

15 πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 16 μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. 17 Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; 18 ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. 19 ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ’ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; 20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται. 21 ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. 22 καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν. 23 καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.

Ερμηνευτική απόδοση Π. Τρεμπέλα στα νέα ελληνικά

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙϚ´ 15 – 23

15 15 Προηγουμένως σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Ὅλα ὅμως, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι ἰδικά μου. Δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον ἐν συνεχείᾳ ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ ταύτην εἰς σᾶς. 16 16 Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς σας. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὀλίγος χρόνος θὰ παρέλθῃ καὶ θὰ μὲ ἴδετε ἀναστάντα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς θὰ μὲ αἰσθανθῆτε πνευματικῶς καὶ ἐσωτερικῶς διὰ τῆς ζωῆς μου, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς μεταδώσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· θὰ μὲ ἴδετε νοερῶς καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε ἐσωτερικῶς, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς ἐνώσῃ μὲ ἐμέ.

17 17 Εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του μεταξύ των· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ μᾶς λέγει, ὀλίγον καὶ μικρὸν χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον, καὶ πάλιν μικρὸν χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε; Καὶ τὸ διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα; 18 18 Ἔλεγον λοιπόν· τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει τὸ μικρόν; Δὲν ἐννοοῦμεν τί λέγει. 19 19 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπορίας αὐτῆς, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθον οἱ μαθηταί, ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ὑπερφυσικήν του γνῶσιν ἀντελήφθη, ὅτι ἤθελαν οὔτοι νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ἐπρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε· Περὶ αὐτοῦ συζητεῖτε μεταξύ σας, ὅτι δηλαδὴ εἶπον: Ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε; 20 20 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε σεῖς διὰ τὸν θάνατόν μου, ὁ μακρὰν δὲ τοῦ Θεοῦ κόσμος θὰ χαρῇ, διότι ἀπηλλάγη ἀπὸ ἐμέ, τὸν ὁποῖον θεωρεῖ ὡς ἐχθρόν του. Σεῖς ὅμως θὰ λυπηθῆτε, ἀλλ’ ἡ λύπη σας θὰ μεταβληθῇ εἰς χαράν.

21 21 Κάθε γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ, αἰσθάνεται πόνους καὶ ἔχει λύπην, διότι ἦλθεν ἡ ὥρα της, ποὺ θὰ γεννήσῃ. Ὅταν ὅμως γεννήσῃ τὸ παιδίον, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ λόγῳ τῆς χαρᾶς ποὺ δοκιμάζει, διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. 22 22 Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα μέν, ποὺ ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θὰ σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὅχι μόνον ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου θὰ ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλὰ κυρίως ὅταν διὰ τῆς νέας ζωῆς καὶ κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θὰ μὲ αἰσθάνεσθε ἐνωμένον μὲ σᾶς. Καὶ τότε θὰ χαρῇ ἡ καρδία σας καὶ τὴν χαράν σας πλέον δὲν θὰ ἡμπορῇ κανεὶς νὰ σᾶς τὴν πάρῃ, ἀλλὰ θὰ εἶναι παντοτεινὴ καὶ διαρκῇς. 23 23 Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε νὰ ζῶ μέσα σας, δὲν θὰ ἔχετε πλέον ἀνάγκην νὰ μοῦ θέτετε ἐρωτήσεις διὰ κανὲν ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα τώρα σᾶς φαίνονται ἀκατανόητα. Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὀσαδήποτε ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ. Αὐτὸς λοιπὸν θὰ σᾶς φωτίζῃ καὶ τότε εἰς πᾶσαν ἀπορίαν σας.

Απόστολος σήμερα 16 Ιουνίου

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΓ´ 1 – 11

1 Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας. 2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα. 3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· Τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι! 4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς; 5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· Οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς. 6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι. 7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος.

8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα. 9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· Οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν. 10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ’ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν. 11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· Θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ, οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ρώμην μαρτυρῆσαι.

Ερμηνευτική απόδοση Π. Τρεμπέλα στα νέα ελληνικά

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΓ´ 1 – 11

1 Ο Παῦλος δέ, ἀφοῦ προσήλωσε τὸ βλέμμά του εἰς τὸ συνέδριον, εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ἔχω πολιτευθῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης, χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ εἰς τίποτε ἡ συνείδησίς μου, ἀλλὰ τουναντίον ἔχω τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαθήν. 2 Ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ὅμως διέταξε τότε τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἐστέκοντο πλησίον τοῦ Παύλου, νὰ τοῦ κτυπήσουν τὸ στόμα, ἴσως διότι ἔλαβε τὸν λόγον μόνος του. 3 Τότε ὁ Παῦλος τοῦ εἶπε· Θὰ σὲ πατάξῃ ὁ Θεός, τοῖχε ἀσβεστωμένε, ποὺ ἀπ’ ἔξω φαίνεσαι λευκός, εἰς τὸ βάθος σου δὲ κρύπτεις τὴν ἀδικίαν. Καὶ σὺ κάθεσαι νὰ μὲ κρίνῃς σύμφωνα μὲ τὸν νόμον; Καὶ παραβαίνων σὺ ὁ κριτὴς τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος παραγγέλλει νὰ ἀπολογῆται ἐλεύθερα καὶ ἀνεμπόδιστα κάθε κατηγορούμενος, διατάσσεις νὰ μὲ κτυπήσουν διὰ νὰ βουλώσῃς τὸ στόμα μου κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀπολογίας μου;

4 Οἱ παριστάμενοι δὲ εἶπον· Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ ὑβρίζεις; 5 Καὶ εἶπεν ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἔτη πολλὰ ἔλειπεν ἐξ Ἱεροσολύμων καὶ δὲν ἐγνώριζε προσωπικῶς τὸν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος τὴν στιγμὴν ἐκείνην δὲν ἦτο εὐδιάκριτος, διότι προήδρευε τῆς συνεδρίας ὁ χιλίαρχος. Δὲν ἐγνώριζα, ἀδελφοί, ὅτι εἶναι ἀρχιερεύς. Ἄλλως δὲν θὰ ἔλεγον αὐτό, ποὺ εἶπα, διότι ἔχει γραφῇ εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου: Δὲν θὰ κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου. 6 Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ὅταν ἀντελήφθη ὁ Παῦλος, ὅτι ἡ μία μερὶς τοῦ συνεδρίου ἀπετελεῖτο ἀπὸ Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπίστευαν εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, ἡ ἄλλη δὲ μερὶς ἀπετελεῖτο ἀπὸ Φαρισαίους, ἐφώναξε δυνατὰ ἐν μέσῳ τοῦ συνεδρίου: Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ εἶμαι Φαρισαῖος καὶ υἱὸς Φαρισαίου. Καὶ δικάζομαι σήμερον ἐγώ, ἐπειδὴ πιστεύω καὶ ἐλπίζω εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.

7 Ὅταν δὲ εἶπε τοῦτο ὁ Παῦλος, ἔγινε φιλονεικία μεταξὺ τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων καὶ ἐδιχάσθη τὸ πλῆθος τῶν μελῶν τοῦ συνεδρίου. 8 Ἐδιχάσθη δὲ τὸ πλῆθος, διότι οἱ μὲν Σαδδουκαῖοι λέγουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀσώματος ψυχή, ἐπειδὴ ὑπεστήριζαν οὗτοι, ὅτι αἱ ψυχαὶ των ἀποθνησκόντων διαλύονται μετὰ τοῦ σώματος. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ὁμολογοῦν καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν δηλαδὴ καὶ τὴν ὕπαρξιν πνευμάτων. 9 Ἔγινε δὲ λόγῳ τῆς φιλονεικίας των μεγάλη κραυγή, καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν οἱ γραμματεῖς οἱ ἀνήκοντες εἱς τὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, συνεζήτουν μὲ θυμὸν καὶ ἔλεγαν: Δὲν εὑρίσκομεν κανὲν κακὸν εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. Ἐὰν δὲ πνεῦμα ἢ ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς αὐτόν, ἂς μὴ μαχώμεθα κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔκαμε τὴν ἀποκάλυψιν αὐτήν.

10 Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε μεγάλη φιλονεικία, ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθη, μήπως ὁ Παῦλος κομματιασθῇ ἀπὸ αὐτούς, καὶ διέταξε νὰ καταβῇ τὸ στράτευμα καὶ νὰ τὸν ἁρπάσῃ ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὸ στρατόπεδον. 11 Τὴν ἑπομένην δὲ νύκτα ἐνεφανίσθη ἔξαφνα εἰς τὸν Παῦλον ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἔχε θάρρος, Παῦλε, διότι ὅπως ἑμαρτύρησες τὴν περὶ ἐμοῦ ἀλήθειαν καὶ ὁμολογίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τῆς θείας βουλῆς πρέπει νὰ μαρτυρήσῃς καὶ εἰς τὴν Ρώμην. Δὲν πρόκειται λοιπὸν νὰ πάθῃς ἐδῶ τίποτε, ἄλλα θὰ σὲ φυλάξω σῷον διὰ νὰ μεταβῇς καὶ εἰς τὴν Ρώμην.

Δεν υπάρχουν σχόλια: