«Μετατιθεμένης γὰρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται» (Ἑβρ. 7, 12)
«Ὅταν ὅμως ἀλλάζει ὁ φορέας τῆς ἱερωσύνης, τότε ἀναγκαστικὰ ἀλλάζει καὶ ὁ νόμος».
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής της Υπαπαντής, κατά την οποία θυμόμαστε τον σαραντισμό του Χριστού στον ναό των Ιεροσολύμων και την ευλόγησή του από τον υπερήλικα ιερέα Συμεών, διαβάζουμε την αναφορά του αποστόλου Παύλου στην ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης και στην ιερωσύνη της Καινής Διαθήκης. Στην πρώτη, οι ιερείς λαμβάνουν το χάρισμα της ιερωσύνης από τον προπάτορα της ιουδαϊκής φυλής, στην οποία ανήκουν, δηλαδή τον Λευί, γιο του Ιακώβ και εγγονό του Αβραάμ. Σ’ αυτήν ανήκε και ο Ααρών, αδελφός του Μωυσή, ο οποίος κληροδοτεί το χάρισμα αυτό κατ’ εντολήν του Θεού διά του Μωυσή σε όσους από τη φυλή του θα αναλάβουν αυτήν την αποστολή. Είναι και ευλογία και κληρονομιά η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης. Υπάρχει όμως σ’ αυτήν ένα πρόσωπο, ο Μελχισεδέκ, βασιλιάς της πόλης Σαλήμ, ο οποίος συναντά τον Αβραάμ, τον γενάρχη των Εβραίων, μετά από μία μεγάλη μάχη στην κοιλάδα Σιδδίμ, και του προσφέρει άρτους και οίνο, ευλογώντας τον, ενώ ο Αβραάμ του προσφέρει το ένα δέκατο των λαφύρων από τη νίκη του. Ο Μελχισεδέκ χαρακτηρίζεται «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων (Εβρ. 7,3) και θεωρείται τύπος του Χριστού, καθότι και ο Κύριος είναι «απάτωρ εκ μητρός» (της Παναγίας), «αμήτωρ» (εκ Πατρός, γεννηθείς από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων), «αγενεαλόγητος» (καθότι Θεός), «μήτε αρχή ημερών μήτε ζωής τέλος έχων» (σε ό,τι αφορά την θεότητά Του). Έτσι, η ιερωσύνη της Καινής Διαθήκης έρχεται ως συνέχεια της ιερωσύνης του Χριστού, που είναι κατά την τάξη Μελχισεδέκ, όχι δηλαδή κατά τα ανθρώπινα μέτρα και πρότυπα, επομένως όχι κληρονομική, ούτε ανήκουσα σε έναν λαό ή σε μία φυλή, αλλά ως απόρροια της σχέσης με τον Χριστό και με την Εκκλησία.
Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι «όταν αλλάζει ο φορέας της ιερωσύνης, τότε αλλάζει αναγκαστικά και ο νόμος» που τη διέπει, όπως και ο νόμος που διέπει τον κόσμο. Η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης λειτουργούσε στην προοπτική της θυσίας για τον εξιλασμό, την άφεση των αμαρτιών των ανθρώπων και τη συμφιλίωση με τον Θεό. Οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης θυσίαζαν ζώα ή και προσέφεραν τους πρώτους καρπούς της γης, για να υπενθυμίσουν στους ανθρώπους ότι απέναντι στον Θεό δεν ήταν αυτοί που ήθελε Εκείνος, λόγω των αμαρτιών τους. Η Καινή Διαθήκη ξεκινά με τη θυσία του Υιού του Θεού, του ιερέα κατά την τάξη Μελχισεδέκ, όχι γιατί θα πάψουμε οι άνθρωποι να είμαστε αμαρτωλοί, αλλά γιατί τώρα πρέπει να λυθεί το μεγαλύτερο εμπόδιο που μας χωρίζει από τον Θεό, τη ζωή, τον συνάνθρωπο, που είναι ο θάνατος. Η θυσία του Χριστού έγινε μία φορά, στον Γολγοθά και στον Σταυρό. Καθαρισθήκαμε από την αμαρτία που οδηγεί στον θάνατο μία φορά και για πάντα. Η ζωή είναι ανεξάλειπτη πλέον. Επαφίεται σε μας να τη ζήσουμε κατά Θεόν, κατά την προσταγή Του που είναι η αγάπη, και να παλέψουμε με τον τρόπο της ζωής μας να την καθιστούμε πάντοτε ενεργή στην Εκκλησία.
Αυτή η αλλαγή είναι το καίριο σημείο της εορτής της Υπαπαντής. Από την μία, ο Χριστός τηρεί τα έθιμα του μωσαϊκού νόμου. Πηγαίνει από τη Βηθλεέμ στα Ιεροσόλυμα, για να τηρηθεί το έθιμο του καθαρισμού του Ιωσήφ (που λειτουργεί σαν να είναι ο φυσικός Του πατέρας και προστάτης) και της Παναγίας. Για τους Εβραίους, η σχέση ενός ζευγαριού, εκτός από τη χαρά του ερχομού ενός παιδιού στον κόσμου, έκρυβε και την οδύνη της φθοράς και του θανάτου και έπρεπε συμβολικά να καθαριστούν από αυτήν με εγκράτεια και αναφορά στον ναό του Θεού, για να συνεχίσουν και πάλι τη ζωή τους, με τη σωφροσύνη, δηλαδή την πιστότητα ο ένας στον άλλον και την ένταξη της συζυγικής σχέσης στα πλαίσια της ευλογίας της από τον Θεό. Έτσι έφερναν ένα ζευγάρι τρυγονιών ή δύο νεοσσούς περιστερών ως προσφορά στον ναό. Ο Ιωσήφ και η Παναγία φέρνουν δύο μικρά περιστέρια, διότι δεν ήταν στην πραγματικότητα ζευγάρι, και τα περιστέρια συμβολίζουν την Παναγία και τον Χριστό, που παραμένουν αμόλυντοι από τον τρόπο της επιβίωσης και της διαδοχής του ανθρώπινου γένους. Όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, το ζεύγος των τρυγονιών αποτυπώνεται στα πρόσωπα του ιερέα Συμεών και της προφήτιδος Άννης, που διακονούσαν τον ναό του Θεού και που ήταν σώφρονες και εγκρατείς και επειδή ήταν μεγάλοι στην ηλικία και επειδή είχαν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στον Θεό. Ο Συμεών παίρνει στα χέρια του τον Χριστό. Και αντί να ευλογήσει αυτός το βρέφος, ευλογείται από τον Κύριο. Όλα αλλάζουν. Δεν είναι ο άνθρωπος που μεταφέρει τις ευλογίες του Θεού στον άνθρωπο ως παρηγοριά για τον θάνατο που θα επέλθει, αλλά ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, ευλογεί την φύση μας και δεν την παρηγορεί απλώς, αλλά τη σώζει από τον θάνατο για πάντα.
Αλλάζει η ιερωσύνη. Αλλάζει ο τρόπος της ζωής. Δεν είναι τώρα το κλειδί τα έθιμα και οι συνήθειες, αλλά η σχέση με τον Χριστό. Το να έχουμε στα χέρια μας, δηλαδή να Τον κοινωνούμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και να τον προσδοκούμε να φανερωθεί στο πρόσωπο του αδελφού μας, όταν αποφασίζουμε και παλεύουμε να τον αγαπήσουμε, με όποιον τρόπο μπορούμε. Αυτή η αλλαγή ας ξεκινά από τη γιορτή της Υπαπαντής και ας δίνει νέο νόημα στη ζωή μας.
Χρόνια Πολλά!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
2 Φεβρουαρίου 2025
Της Υπαπαντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου