Μία από τις πιο ωραίες παρομοιώσεις για το πρόσωπο της Παναγίας είναι και αυτή που την θεωρεί υψηλότερη από τους ουρανούς. Δεν είναι θέμα σωματικών χαρακτηριστικών. Είναι θέμα πνευματικό. Η Παναγία χώρεσε στην μήτρα της τον Αχώρητο Θεό. Ο ουρανός δεν μπορεί, παρά την έκταση και την απόσταση που καλύπτει που είναι συμπαντική, να συμπεριλάβει τον Θεό εντός του, καθότι ο Θεός ως Δημιουργός των πάντων, και του ουρανού, δεν χωρά πουθενά, αλλά είναι «πανταχού παρών». Κι όμως, ένα ταπεινό κορίτσι, από μία άσημη πόλη, την Ναζαρέτ, αναδεικνύεται ικανή να γίνει χώρα του Αχωρήτου. Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, που γράφει τον Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, τολμά να την χαρακτηρίσει «υψηλοτέρα των ουρανών», μη περιοριζόμενος στον άλλο γνωστό χαρακτηρισμό «πλατυτέρα των ουρανών».
Το ύψος κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον κόσμο καλύτερα. Ο υψηλός άνθρωπος βλέπει τους άλλους πιο καθαρά. Μπορεί να επισημάνει το ποιοι είναι και τι πράττουν. Ταυτόχρονα, ο υψηλός άνθρωπος βλέπει τα πράγματα σε πιο αληθινές διαστάσεις, καθώς η θέα που έχει, του επιτρέπει να δει τι είναι πιο σημαντικό και τι όχι τόσο. Η Παναγία φτάνει λοιπόν πιο ψηλά από τους ουρανούς. Δεν συναντά μόνο τον Θεό, αλλά τον χωρεί στον εαυτό της. του δανείζει τη σάρκα της, για να γίνει άνθρωπος. Βλέπει λοιπόν τη ζωή και το νόημά της μέσα από τη σχέση με τον Θεό. Βλέπει τους ανθρώπους από ψηλά, όχι όμως με υπερηφάνεια και περιφρόνηση, αλλά με τη δύναμη της αγάπης που εντοπίζει και τον πιο κρυμμένο εαυτό και τον πιο περιφρονημένο άνθρωπο, καθώς η θέα εκπληρώνει την επιλογή της καρδιάς της να αγαπά Θεό και άνθρωπο πέρα από τον εαυτό της. Γι’ αυτό, επειδή μας βλέπει, μας συντρέχει. Μοιράζεται τους καημούς μας. Μας αγαπά και το δείχνει. Μεταφέρει αιτήματα. Μοιράζεται τον Θεάνθρωπο Κύριό μας και μας υπενθυμίζει με εκείνη τη γλυκιά και αποφασιστική φωνή, όπως στον γάμο της Κανά προς τους διακόνους: «ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε». Κι αυτό, διότι βλέποντας από ψηλά, γνωρίζει η ίδια ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που σώζει από αυτόν της υπακοής στο θέλημα του Θεού.
Και συνεχίζει ο ιερός υμνογράφος την παρομοίωση λέγοντας ότι ο Χριστός είναι «της γης το θεμέλιον», το οποίο η Παναγία «ακόπως», χωρίς να κουραστεί, βάστασε στην κοιλιά της, στην μήτρα της. Το θεμέλιο τίθεται βαθιά στο χώμα, για να αναρτηθεί ένα κτήριο, στηριγμένο σ’ αυτό. Έτσι, ο ποιητής τολμά να πει ότι η Παναγία γίνεται εκείνη η οποία είναι το βάθος της γης στο οποίο εισέρχεται ο Χριστός για να τη θεμελιώσει ξάνά. Μόνο που η γη δεν είναι τώρα η φύση, η ύλη, αλλά η καρδιά του καθενός μας. Ο Χριστός γίνεται ο θησαυρός της καρδιάς μας, Αυτός που την θεμελιώνει στην αγάπη και την οδηγεί στην ανάσταση από τον θάνατο κάθε μορφής. Γι’ αυτό την επαναθεμελιώνει, όχι στο «εγώ», όχι στην «αυτοθέωση», όχι στην «εξουσία», αλλά στην κοινωνία μαζί Του. Κι αυτό πρώτη το ζει η Παναγία. Και γίνεται παράδειγμά μας. Η πίστη, η αγάπη, η δίψα για τον Θεό επαναθεμελιώνει τη ζωή μας στο πιο γερό θεμέλιο: τον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος στηρίζει το οικοδόμημα της ζωής μας σε βάση αιωνιότητας.
Και θα κλείσει το τροπάριο ο υμνογράφος χρησιμοποιώντας μία άλλη εξαιρετική παρομοίωση. Θα χαρακτηρίσει την Παναγία ως το «κοχύλι» εκείνο, από το οποίο βγαίνει το χρώμα της πορφύρας, μόνο που τώρα δεν ντύνει με αυτοκρατορικό ένδυμα τον Χριστό, αλλά με το αίμα της, τη σάρκα δηλαδή που του δίνει, για να ντυθεί την ανθρώπινη φύση. Κι εδώ αυτό το ντύσιμο δεν θα είναι προσωρινό, όπως των ρούχων που φορούμε και τα αλλάζουμε, αλλά «για πάντα». Δεν τη ντύθηκε μόνο τη φύση μας ο Χριστός, αλλά την κατέστησε ένα με την θεότητα στο πρόσωπό Του. Δεν είναι ένας επίγειος αυτοκράτορας που έρχεται και παρέρχεται ο Χριστός, αλλά Αυτός που έφερε μία βασιλεία όχι εκ του κόσμου τούτου, αλλά τη βασιλεία της αγάπης και της ανάστασης, αυτήν που μας γνωρίζει τον Πατέρα τον εν ουρανοίς. Και είναι η πορφύρα του Χριστού σύμβολο εξουσίας όχι επάνω στους ανθρώπους, αλλά επάνω στον θάνατο που μας δυναστεύει. Και το κόκκινο της πορφύρας θα είναι αυτό που περιμένει τον Ίδιο στο πέρας της επιγείου ζωής. Με πορφύρα θα τον ντύσουν περιπαικτικά οι στρατιώτες του Πιλάτου, το πορφυρό του αίμα θα προσφέρει στον Σταυρό υπέρ της του κόσμου ζωής, το Αίμα θα αναβλύσει από την πλευρά Του μετά την λόγχευση του στρατιώτη, το Αίμα Του μαζί με το Σώμα Του θα προσφέρει, για να Τον κοινωνούμε εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Έτσι, κι εμείς, ακολουθώντας την Παναγία, θα λαμβάνουμε την θεϊκή πορφύρα, ενδυόμενοι πλέον «ζωήν και αφθαρσίαν», διά της οποίας αντέχουμε τους σταυρούς της ζωής και ελπίζουμε στην ανάσταση!
Το βλέμμα μας να είναι αγαπητικό λοιπόν. Να κοιτάμε τη ζωή από το ύψος της σχέσης με τον Θεό, με αγάπη, ταπείνωση, έγνοια για τους άλλους, αφήνοντας πίσω την θολούρα του κόσμου που σκοτίζει την αλήθεια, αλλά και τη θολούρα εκ των παθών του εντός μας ανθρώπου που σκοτίζει την ταυτότητά μας. Και να ενδυόμαστε την πορφύρα μιας άλλης εξουσίας, αυτής της αγιότητας και της ανάστασης, που νικά διά της αγάπης κάθε θάνατο. Αυτό μας δείχνει η Παναγία της Εκκλησίας. Η μόνη αληθινή, εις πείσμα των καιρών και των θορυβούντων την ματαιότητά τους.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
14 Μαρτίου 2025
Β’ Χαιρετισμοί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου