«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» ((Λουκ. 14, 24 και Ματθ. 22, 14)
«Γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου. Γιατί, πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί».
Οι περισσότεροι από εμάς δεν θα δυσκολευόμασταν να ομολογήσουμε ότι θα μας άρεσε η πρόσκληση από κάποιον επιφανή, με δύναμη στην κοινωνία, σε ένα δείπνο. Θα κολακευόμασταν, θα αισθανόμασταν ότι το πρόσωπό μας έχει αξία, διότι για να μας καλέσουν, σημαίνει ότι θεωρούμαστε σημαντικοί. Θα το σκεφτόμασταν πολύ σοβαρά να μην πηγαίναμε σε ένα τέτοιο δείπνο. Μάλλον θα θεωρούσαμε ως απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας να δείξουμε ποιοι είμαστε μία τέτοια άρνηση.
Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου μάς δείχνει ότι για τον Θεό είμαστε μοναδικής αξίας. Είμαστε, άλλωστε, οι πλασμένοι κατ’ εικόνα Του. Είμαστε τα παιδιά Του και ο Πατέρας θέλει, ακόμα κι αν αυτά έχουν μεγαλώσει και ζούνε την ελευθερία τους, να τα συναντήσει. Η πόρτα του σπιτιού Του είναι ανοιχτή. Δεν φέρεται σε αυτά ως ο κύριος προς τους υπηρέτες, αλλά ως ισότιμα πρόσωπα, τα οποία ταιριάζει να είναι καθισμένα μαζί Του στο ίδιο τραπέζι, για να μοιραστούν όχι μόνο την υλική τροφή, αλλά την κοινωνία της αγάπης. Όμως, σ’ αυτό το δείπνο της Βασιλείας, τη Θεία Λειτουργία, όπου συναντιόμαστε με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, γνωρίζουμε διά του Χριστού τον Πατέρα και εν Αγίω Πνεύματι ζούμε την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, του Άρτου και του Οίνου, σε Σώμα και Αίμα Χριστού, για να κοινωνήσουμε, για να γίνουμε ένα με τον Θεό και ένα με τον πλησίον μας, όποιος κι αν είναι αυτός, η ελευθερία μας μάς σπρώχνει να αρνηθούμε την πρόκληση. Άλλοτε για χάρη των υλικών πραγμάτων, άλλοτε για χάρη των απολαύσεων είτε αυτές έχουν να κάνουν με την ανάπαυση είτε με τις ηδονές κάθε μορφής, εικονικές και πραγματικές, άλλοτε για χάρη των βιοτικών υποθέσεων και μεριμνών που περιλαμβάνουν και την πρόφαση της οικογένειας, η συνείδησή μας, ο ράθυμος και εγκωκεντρικός εαυτός μας, μάς ωθούν να πούμε ΟΧΙ. Η θεία λειτουργία είναι παράδοση, συνδέεται με τις γιορτές, είναι θρησκευτικό καθήκον, αλλά αυτό μπορεί να επιτελεστεί μόνο όταν νιώσουμε την ανάγκη. Κι έτσι, ενώ είμαστε κλητοί, δεν γινόμαστε εκλεκτοί, όχι γιατί ο Θεός δεν μας θέλει, αλλά γιατί εμείς θεωρούμε πως μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς Αυτόν.
Μας αγαπά ο Θεός. Η θύρα της Βασιλείας είναι ανοιχτή σε όλους. Η πρόσκληση είναι διαρκής. Δεν εξαρτάται από την ηθική μας κατάσταση, γιατί ο Θεός δέχεται και τα κουρέλια της ψυχής μας, αρκεί να υπάρχει ένα ίχνος αναζήτησής Του και η επιθυμία να λυτρωθούμε. Το ερώτημα έρχεται σε μας: θέλουμε να πάρουμε μέρος στο Δείπνο της Θείας Λειτουργίας, της Ευχαριστίας, της Εκκλησίας ή η Κυριακή και κάθε γιορτή γίνονται αλυσίδα χαμένων ευκαιριών να συναντήσουμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο; Και το δεύτερο και συγκλονιστικότερο ερώτημα είναι το γιατί λέμε ΟΧΙ στην αγάπη του Θεού; Η κατάφαση βρίσκεται στην ελευθερία, στην απόφαση, στην συναίσθηση ότι ο Υψηλός Θεός, αφού εφάνη επί γης ταπεινός άνθρωπος, μάς καλεί σε μία συνεχόμενη συνάντηση χαράς, που νοηματοδοτεί αυθεντικά τη ζωή μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
14 Δεκεμβρίου 2025
Κυριακή ΙΑ’ Λουκά, των Προπατόρων

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου