Translate

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Ε’ ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ


Ε’ ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ 
ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ


Ο Χριστός είναι η Ζώσα Αλήθεια: «Εγώ ειμι … η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. ιδ’ 6), Ζωή άναρχος υπό ουδενός περιοριζομένη, αδέσμευτος, συναΐδιος τω Πατρί, αχώριστος απ’ Αυτού και αδιαίρετος. Η Αγάπη και το Φως Αυτού ήγγισαν εμέ εν τη αυγή της ζωής μου. Εν τούτοις, ούτε το δώρον τούτο της χάριτος διεφύλαξεν εμέ από του ολισθήματος εις την άβυσσον του σκότους της ανυπαρξίας. Προς το τέλος της ωρίμου νεότητος διέπραξα μέγα αμάρτημα: Εγκατέλιπον Αυτόν, δια τινος κινήσεως επιπολαίου υπερηφανίας, χάριν ενός άλλου, υποθετικού Υπερ‐ προσωπικού Απολύτου. Καταστείλας την αγαθήν έξιν να προσεύχωμαι εις τον Θεόν της παιδικής μου ηλικίας,εφερόμην, εις ώρας υπερβατικού διαλογισμού, προς το απόλυτον Είναι. Απεξεδυόμην, ως εφαίνετο εις εμέ, παν σχετικόν συνδεόμενον μετά ποικίλων μορφών: ορατών, αοράτων, αισθητών ή νοητών. Επιμόνως προσέφευγον εις τον γνόφον της αγνωσίας, όπως δια της απεκδύσεως παντός παρερχομένου φθάσω Εκείνο, ή Εκείνον, όστις υπερβαίνει τα όρια πάσης μεταβλητής και ασταθούς πραγματικότητος. Ενίοτε 90 ησθανόμην «ανάπαυσιν» τινα, και απέλαυον, κατά τρόπον ουχί ψυχο‐σωματικόν, της καταστάσεως αυτής. Κατά τινα πλέον ολοκληρωτικήν ορμήν προς το ανονόμαστον πανυπερβατικόν Όν‐Μη Όν, είδον τον νουν μου ως φως. Ουδέν επεδίωκον επί της γης, ει μη μόνον το Αιώνιον. Παραλλήλως επεζήτουν διακαώς να εκφράσω δια της ζωγραφικής το φυσικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει σχεδόν παν φυσικόν φαινόμενον. Την περίοδον εκείνην της ζωής μου θα ηδύνατο τις να θεωρήση πλήρη εμπνεύσεως, αλλ’ εγώ ουδόλως ενθυμούμαι αυτήν μετ’ αγάπης: Κατενόησα ότι παρεδιδόμην είς τινα ιδιότυπον «ηρεμίαν», ήτις κατ’ ουσίαν δεν ήτο ει μη αυτοκτονία επί μεταφυσικού επιπέδου. Εκ της νόθου ταύτης καταστάσεως ουδέποτε θα εξηρχόμην δι’ ιδίων δυνάμεων, αλλ’ ο Κύριος ηλέησε και προέφθασεν εμέ εν τη εσχάτη ίσως στιγμή. Εποίησεν Ούτος το θαύμα τούτο της ευσπλαγχνίας επισκεφθείς την καρδίαν μου, την οποίαν επί μακρόν χρόνον προσεπάθουν να αγνοήσω. Δεν γνωρίζω τίνι τρόπω να διηγηθώ την ακολουθίαν των πνευματικών γεγονότων εκείνου του καιρού. Αίφνης κατέστη εις εμέ σαφές μέχρις οφθαλμοφανείας, ότι η τεχνητή κατάδυσις μου εις την αφηρημένην νοητήν σφαίραν δεν θα ωδήγει εμέ προς την αυθεντικήν γνώσιν της Πρωταρχικής Αρχής πασών των αρχών. Δια της ασκητικής απεκδύσεως μου από παντός σχετικού δεν επετύγχανον της πραγματικής ενώσεως μετά του υπ’ εμού Ποθουμένου. Αι μυστικαί εμπειρίαι μου έφερον αρνητικόν χαρακτήρα. Ενώπιον μου ενεφανίζετο ουχί το «Καθαρόν Είναι», αλλά ο θάνατος ολοκλήρου του είναι μου, συμπεριλαμβανομένης και της υποστατικής μου αρχής. Η εντολή «αγαπήσεις τον Θεόν δι’ όλης της υπάρξεως 91 σου και τον πλησίον ως σεαυτόν» (πρβλ. Λουκ. ι’ 27), δι’ απροσδοκήτου εις εμέ τρόπου, ωρθώθη προ του νοός μου εν τω ευαγγελικώ αυτής περιεχομένω: Η υπαρξιακή ένωσις μετά του Θεού συντελείται δια της αγάπης. Και ούτως, ό,τι παλαιότερον απέτρεψεν εμέ από του Ευαγγελίου, το «αγαπήσεις», όπερ εφάνη εις εμέ τότε, κατ’ εκείνην την παράδοξον ώραν επί της οδού της Μόσχας, ως ανάξιος ψυχισμός, νυν εισέδυσεν εις την καρδίαν και τον νουν μου ως φως αληθούς γνώσεως. Η οντολογική ένωσις πραγματοποιείται εν τη ενεργεία της αγάπης. Η Ευαγγελική έννοια της αγάπης εξέρχεται ασυγκρίτως πέραν των ορίων της ψυχικής ή της σαρκικής ημών αντιλήψεως. Ο Θεός της παιδικής μου ηλικίας επέστρεψεν εις εμέ δια του φωτός της επιγνώσεως. Η χριστιανική ζωή θεμελιούται επί της ταυτίσεως δύο θελήσεων: της Θείας, αιωνίως ασαλεύτου, και της ανθρωπίνης, υποκειμένης εις ταλαντεύσεις. Ο Θεός αποκαλύπτει πολυτρόπως Εαυτόν εις τον άνθρωπον. Δεν παραβιάζει την ανθρωπίνην θέλησιν. Εάν μετ’ αγάπης αποδεχώμεθα την προς ημάς προσέγγισιν Αυτού, τότε συχνάκις επισκέπτεται Ούτος την ψυχήν μετά της πραότητος και της ταπεινώσεως Αυτού. Καθώς μαρτυρεί η ιστορία της χριστιανικής πίστεως, δύναται να εμφανίση Εαυτόν εις τον άνθρωπον εν μεγάλω Φωτί. Η ψυχή, θεασαμένη την Χριστόν εν τω Φωτί της αγάπης Αυτού, ελκύεται προς Αυτόν. Δεν δύναται, ούτε και θέλει, να αντισταθή εις την έλξιν αυτήν. Εκείνος είναι Πυρ φλέγον ημάς. Πάσα προσέγγισις προς Αυτόν συνδέεται μετ’ οδυνηράς εντάσεως. Είναι φυσικόν εις την πεπτωκυίαν φύσιν ημών να αποστρέφηται τον πόνον· και ημείς σαλευόμεθα εν τη αποφάσει ημών, όπως ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού. Να παραμείνη δε τις έξω του Φωτός Αυτού, είναι 92 ωσαύτως αποτρόπαιον. Και ούτω το πνεύμα μου εταλαντεύετο μεταξύ δύο θέσεων: Να αναμιχθώ δια νόθου ταπεινώσεως μετά της περιβαλλούσης εμέ πραγματικότητος και να καταδικάσω εμαυτόν εις φθοράν, ή να αποδεχθώ την φοβεράν κλήσιν του Χριστού. Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ. Ο Κύριος γνωρίζει μετά ποίου φόβου και τρόμου εγράφησαν πολλαί εκ των σελίδων τούτων της εξομολογήσεως μου. Εν τω τέλει της ζωής μου τολμώ να είπω ότι οι λόγοι του τριακοστού τρίτου ψαλμού εδικαιώθησαν και εν εμοί, ουχί άπαξ: «Ούτως ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού … φοβήθητε τον Κύριον … ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις Αυτόν». Ουδόλως είναι ευχάριστον να ίδη τις εαυτόν «πτωχόν», να έλθη εις επίγνωσιν της τυφλότητος αυτού. Είναι αφορήτως μέγας ο πόνος να ακούσω την εις θάνατον καταδίκην μου, δια το ό,τι ευρίσκομαι εν τοιαύτη καταστάσει. Εν τούτοις προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου είμαι μακάριος, χάριν ακριβώς αυτής της γνώσεως της μηδαμινότητός μου (βλ. Ματθ. ε’ 3). Η πνευματική αύτη όρασις συνδέεται μετά της αποκαλυφθείσης εις ημάς «βασιλείας των ουρανών». Οφείλω να ίδω τον Χριστόν «καθώς εστιν», ίνα παραβάλω εμαυτόν προς Εκείνον και εξ αυτής της συγκρίσεως αισθανθώ την α‐μορφίαν μου. Δεν δύναμαι να γνωρίσω εμαυτόν, εάν δεν έχω ενώπιόν μου την Αγίαν Αυτού Μορφήν. Ισχυρά υπήρξε, και παραμένει εισέτι, η αποστροφή μου προς εμαυτόν. Αλλά εκ της φρίκης ταύτης εγεννήθη εν εμοί προσευχή ιδιαιτέρας απογνώσεως, ήτις εβύθισεν εμέ εις θάλασσαν δακρύων. Ουδαμού διέκρινα τότε οδούς προς ίασιν μου· εφαίνετο εις εμέ ότι η δυσμορφία μου ήτο αδύνατον να μεταποιηθή εις ομοίωσιν προς το κάλλος Αυτού. 93 Και η παράφορος αύτη προσευχή, ήτις συνεκλόνισε την ύπαρξιν μου, είλκυσε προς εμέ την συμπάθειαν του Υψίστου Θεού, και το Φως Αυτού κατηύγασε το σκότος του είναι μου. Εν βαθεία σιγή εδόθη εις εμέ να θεωρήσω την αγαθότητα, την σοφίαν, την αγιότητα Αυτού. Διά μέσου του άδου της απελπισίας μου ήλθεν η ουράνιος λύτρωσις. Ανεδύθησαν εντός μου νέαι δυνάμεις, ετέρα όρασις, άλλη ακοή. Ηδυνήθην να γνωρίσω απερίγραπτον ωραιότητα. Εν τούτοις τούτο δεν ήτο «εμόν». Αι αμφιταλαντεύσεις εν τω είναι μου δεν είχον εισέτι παύσει: Εξέπιπτον της υπερκοσμίου ελλάμψεως και επέστρεφον εις την πτωχείαν μου. Παρά ταύτα εγνώριζον μετά βεβαιότητος ότι η Αγία Βασιλεία του Χριστού είναι η αιώνιος πραγματικότης. Την πραγματικότητα ταύτην οφείλομεν να αποκτήσωμεν δια μακροχρονίου αγώνος προσευχής: «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12). Πρέπει να ευλογώμεν τον Θεόν, όταν αποκαλύπτηται εις ημάς αφ’ ενός μεν η ουσία της απωλείας – ουχί μόνον της επιγείου, αλλά και της αιωνίου – αφ’ ετέρου δε το ανεκδιήγητον Φως της Θεότητος. Η Γραφή ομιλεί περί «αιωνίου κολάσεως» (Ματθ. κε’ ). Εις τι συνίσταται αύτη; Κατ’ ουσίαν δεν γνωρίζομεν εισέτι πάσας τας μορφάς βασάνου, τας οποίας ενδέχεται να συναντήσωμεν μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. Αλλά και πάλιν η ιδία Γραφή λέγει: «… εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η’ 12).



Ούτω και εγώ πιστεύω ότι η «αιώνιος κόλασις» δεν έγκειται εις το ότι εν τω άδη σκοτειναί υπάρξεις θα υποβάλλουν ημάς εις βασανιστήρια επί πυράς, αλλ’ εις το ότι θα αποδειχθώμεν ανάξιοι να 94 εισέλθωμεν εις την Αγίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Θεού. «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ’ 17). Τοιαύτη είναι η αρχή του κηρύγματος του Ιησού Χριστού. Δια της μετανοίας αναγεννάται εντός ημών η δύναμις της ζωής. Ανακαινίζεται η απολεσθείσα εν τη πτώσει του Αδάμ αξία του ανθρώπου. Δια του θρήνου της μετανοίας αποκαθίσταται η εκ της αμαρτίας αποκτανθείσα ικανότης ημών να προσλάβωμεν το εκ του Θεού – της Αγίας Τριάδος – εκπορευόμενον άκτιστον Φως. Αλλά τί υπέδειξεν εις εμέ η πείρα μου; Ιδού τί: Δεκαετίαι οδυρμών επί του εσωτερικού μου νεκρού δεν κατέστησαν εμέ ασάλευτον εν τη κατά Θεόν ζωή· δια της μιάς ή της άλλης μορφής η αμαρτία νικά εμέ. Έκαστον ολίσθημα εις την αμαρτίαν θλίβει βαθέως την ψυχήν. Εκτός τούτου, συχνάκις δεν έχομεν – δεν έχω εννοώ – την βεβαιότητα κατά πόσον είμαι δίκαιος εις τας ενεργείας μου, ή πόσον απέχω από της αληθώς αγίας ζωής. Ιδιαιτέρως αισθάνομαι τούτο εις τας ασυμφωνίας μου μετά των ανθρώπων. Ακαταπαύστως καταδιώκει ημάς η συνείδησις της ανεπαρκείας ημών και ικετεύομεν τον Κύριον: «Συγχώρησον μοι, τω αχρείω δούλω Σου» (βλ. Λουκ. ιζ’ 10). Βεβαίως, ως μοναχός εδιδάχθην να καταδικάζω εμαυτόν εις πάντα, «να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην». Το έργον όμως τούτο απαιτεί μεγάλην υπομονήν. Και μόνον δια της οδού ταύτης κατορθούται ο περιορισμός των εξαντλητικών δια την καρδίαν και τον νουν ταλαντεύσεων. Η τελεία δε σταθερότης θα εμφανισθή εις την αιωνιότητα, ως έσχατον δώρον του Θεού, του Σωτήρος ημών. Μόνον ο Χριστός δίδει εις ημάς κατά τρόπον μοναδικόν 95 την επίγνωσιν των επιγείων και ουρανίων πραγμάτων. Ιδού, Ούτος είπεν: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’ 33). Ενίκησε δε ουχί ως Θεός, Δημιουργός πάντων των όντων, αλλ’ ως άνθρωπος. Εις τούτο δε καλεί και ημάς. Ως νικητής του κόσμου ο «άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (Α’ Τιμ. β’ 5) εγένετο υπερκόσμιος. Προς τοιαύτην νίκην οδηγεί η συμφώνως προς τας ευαγγελικάς εντολάς ζωή. Και ημείς οι άνθρωποι δυνάμεθα να νικήσωμεν και να γίνωμεν υπερκόσμιοι, τουτέστι θεοί, αλλ’ ουχί άλλως, ει μη μόνον εν Αυτώ και δια της Αυτού δυνάμεως. Ουδείς υπάρχει εν πάση τη κτίσει, όστις θα διήνοιγεν εις ημάς τα μυστήρια του Είναι εν τη απειρότητι Αυτού, ει μη μόνον ο Κύριος Ιησούς. Ουδείς υπάρχει, όστις θα ηδύνατο να συμπεριλάβη εις μίαν αιώνιον Πράξιν και τον Ουρανόν και την Γην και τα Καταχθόνια, ει μη ο συνάναρχος τω Πατρί Μονογενής Υιός. Εάν ακολουθώμεν οπίσω Αυτού, εν αποφάσει να παραμείνωμεν εν τω πνεύματι της διδαχής Αυτού, τότε δίδονται και εις ημάς στιγμαί κατά τας οποίας, κατηυγασμένοι υπό του Φωτός, εναγκαλιζόμεθα και ημείς εν προσευχή και την Γην και τα Καταχθόνια, έτι δε και τον Ουρανόν, και ασπαζόμεθα την Αιωνιότητα. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ’ 8). Έχοντες εντρυφήσει εις το πολυπόθητον Φως του Ουρανού, ευρίσκομεν και πάλιν εαυτούς εις φοβεράς καταστάσεις: Το Πνεύμα το Άγιον, απομακρυνθέν αφ’ ημών, εγκαταλείπει τον οίκον ημών έρημον. Εφαίνετο ήδη εις ημάς ότι επετύχομεν του Ποθουμένου, ότι κατωπτεύσαμεν τα απ’ αιώνος απόκρυφα Μυστήρια εν τοις κόλποις της Θεότητος … και αίφνης, είμεθα εκ νέου 96 όμοιοι προς γυμνούς επαίτας. Είμεθα μακάριοι, όταν εκ του σκότους της αγνοίας και του θανάτου μεταφερώμεθα εις το θαυμαστόν Φως· όταν όμως εκπίπτωμεν εκ του Φωτός εις το πρότερον σκότος ημών, τότε βιούμεν αυτό το σκότος μετ’ εντονωτέρας οδύνης. Θα παρέλθη ουχί βραχύς χρόνος, πριν ή αρξώμεθα να κατανοώμεν τας οδούς του Θεού ημών. Ούτος εν τη απείρω Αυτού προς ημάς αγάπη διψά να καταστήση ημάς μετόχους του Θείου πληρώματος, αλλ’ ημείς δεν πρέπει να υπολαμβάνωμεν ως δυνατήν την επίτευξιν του πληρώματος τούτου εν τοις ορίοις της γης. Ενταύθα είμεθα πάντοτε, κατά τινα τρόπον, διεσπασμένοι: Τείνομεν δι’ όλης ημών της δυνάμεως προς την Αιωνιότητα, αλλά πειθόμεθα δια την ανικανότητα του παρόντος σώματος ημών να προσλάβη και να φέρη μετά σταθερότητος το πλήρωμα. Εις τινα στιγμήν το Φως δεικνύει εις το πνεύμα ημών την απειρότητα, ύστερον όμως αναποφεύκτως απομακρύνεται. Όντως, εις τι βάθος του υποστατικού ημών είναι αποτυπούται αμυδρώς, «ως εν εσόπτρου», το εν αστραπή εμφανισθέν Φως, αιώνιον όμως κατά την φύσιν αυτού. Ο Κύριος ανέστη, και το αναστηθέν Αυτού σώμα προσέλαβε τας ιδιότητας του πνεύματος. Επομένως, έως ότου είμεθα ενδεδυμένοι το μη εισέτι μεταμεμορφωμένον δια της αναστάσεως σώμα, δεν θα αποφύγωμεν τας οδυνηράς αμφιταλαντεύσει κατά την πορείαν ημών επί τα ίχνη του Χριστού. Δι’άνθρωπον της ηλικίας μου είναι φυσικώτερον να ετοιμάζηται μάλλον δια τον θάνατον ή να συγγράφη. Και ποίος είμαι εγώ, ώστε να ομιλώ περί του πώς διήλθεν η ζωή μου επί του επιπέδου του πνεύματος; Κατά το παρελθόν ουδέποτε διενοήθην παρόμοιόν τι. Επί πλέον δεν 97 είχον την πρόθεσιν να φανερώσω την εσωτερικήν μου πορείαν. Εθεώρουν αυτήν ως αποτέλεσμα της πτώσεως μου, της οποίας την καταχθόνιον φύσιν ανεγνώρισα βραδύτερον. Αι εσωτερικαί συγκρούσεις εις τας οποίας ευρισκόμην θα ηδύνατο ίσως να φανούν εις πολλούς ως φαινόμενον μικρόν απέχον της παραφροσύνης. Εμέ όμως, κατά τινα τρόπον, επληροφόρει η διαίσθησις ότι η περίπτωσίς μου εξήρχετο της αρμοδιότητος της κοινής ψυχιατρικής επιστήμης. Θα ήτο δε ασυγχώρητος βεβήλωσις εάν απετεινόμην προς επαγγελματίας ιατρούς. Αι ημέραι της ζωής μου, κατά το πλείστον, παρήρχοντο εις στενόν μάλλον κύκλον επαφών. Ως εκ τούτου δεν εξάγω ταχέως γενικά συμπεράσματα. Νυν εν τούτοις δεν φοβούμαι ότι θα διαπράξω σοβαρόν σφάλμα, εάν υποθέσω ότι σήμερον εκατομμύρια ανθρώπων εκ των πλέον διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και εθνικοτήτων ζουν εν τινι τραγικώ κύκλω αντιφάσεων αναλόγων κατά το μάλλον ή ήττον προς τας ιδικάς μου. Η γνώσις μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως, ως η ιδική μου, θα ηδύνατο δια τινας εξ αυτών των ανθρώπων να αποδειχθή έτι και ωφέλιμος. Εν τη ζωή εκάστου χριστιανού η πνευματική αύξησις ακολουθεί ιδιαίτερον ρυθμόν ή διαδικασίαν, ήτις προσιδιάζει μόνον εις το δεδομένον πρόσωπον. Αλλ’ ως βάσις των πάντων κείται το αυτό Πνεύμα (βλ. Α’ Κορ. ιβ’ 4‐11, Εφεσ. β’ 21‐22, Κολ. β’ 19), επομένως ο αυτός τελικός σκοπός, ως εκφράζεται δια των εντολών του Χριστού, των οποίων η κατακλείς είναι: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. ε’ ). Εξ αυτού συμπεραίνομεν ότι τα πνευματικά γεγονότα εις την πορείαν ενός προσώπου είναι δυνατόν να συμπίπτουν προς τας εμπειρίας πολλών 98 άλλων προσώπων της ιδίας πίστεως, τα οποία ασκούνται εις διαφόρους εποχάς και υπό διαφόρους ουχί μόνον εσωτερικάς, αλλά και εξωτερικάς συνθήκας. Η αυτή περί τελειότητος εντολή εδόθη δι’ όλους τους αιώνας, εις όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως χώρου, πολιτισμού, εθνικότητος ή οιασδήποτε άλλης συμβατικής και σχετικής ιδιαιτερότητος. Εν άλλαις λέξεσιν, αι εντολαί του Θεού έχουν απόλυτον χαρακτήρα. Η πνευματική ζωή του χριστιανού φέρει ιδιαιτέρως δυναμικόν χαρακτήρα. Ουδέποτε είναι στατική. Είναι απείρως πλουσία εις τας εκδηλώσεις αυτής. Τούτο αφ’ ενός μεν αποτελεί τον πλούτον αυτής, αφ’ ετέρου δε συνιστά ένδειξιν της μη εισέτι αποκτηθείσης τελειότητος. Εν τη ζωή αυτής ταύτης της Τριαδικής Θεότητος η δυναμική και η στατική έποψις συνάγονται εις τινα ακατάληπτον δι’ ημάς ενότητα. Και εν αυτή τη «ενότητι» περικλείεται η αληθής σταθερότης, ήτις επηγγέλθη δι’ όλους εκείνους οίτινες προσέφερον γνησίαν μετάνοιαν. Η ζωή του κόσμου προσεγγίζει την στιγμήν, ότε «πάντες αλλαγησόμεθα εν ριπή οφθαλμού», ότε «ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται», όταν θα συντελεσθή «των σαλευομένων η μετάθεσις ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα» (Α’ Κορ. ιεʹ ‐, Β’ Πέτρ. γʹ 12, Εβρ. ιβʹ 26‐28, βλ. Αποκ. καʹ 1). Εις τον άνθρωπον θα δοθή η διαμονή εν τη Θεία και ασαλεύτω σταθερότητι, τη αιωνίως και εις το έπακρον δυναμική. Και τούτο είναι αληθώς η αιωνία κατάπαυσις. 99

Δεν υπάρχουν σχόλια: